Όπως ήταν αναμενόμενο μάλλον, υπήρξαν κάποιες έντονες διαμαρτυρίες κατά της απονομής του τιμητικού Χρυσού Φοίνικα στον Αλέν Ντελόν πριν από λίγες μέρες στο Φεστιβάλ των Καννών. Σύμφωνα με τις αντιδράσεις αυτές, κρίνεται ως απαράδεκτη η χειρονομία του Φεστιβάλ να τιμήσει ένα υποδειγματικό φορέα αλαζονικής ματσίλας, υπόλογο κακοποιητικής συμπεριφοράς εις βάρος γυναικών και ένθερμου θιασώτη ακροδεξιών θέσεων.
Επιχειρώντας να υπερασπιστεί την απόφαση του θεσμού, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Τιερί Φρεμό δήλωσε απλά ότι «δεν είναι σωστό να κρίνουμε με σημερινά κριτήρια πράγματα που συνέβησαν ή ειπώθηκαν πριν από χρόνια... Τιμούμε τον Ντελόν επειδή είναι ένας θρυλικός ηθοποιός και μέρος της ιστορίας των Καννών, όπως έχουμε τιμήσει για το έργο τους προσωπικότητες όπως ο Κλιντ Ίστγουντ, ο Γούντι Άλεν και η Ανιές Βαρντά. Μετά από τις αντίστοιχες τιμητικές εκδηλώσεις για τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και τον Ζαν-Πιερ Λεό, έμοιαζε επιτακτικό και κρίσιμο να ακολουθήσει ο εμβληματικός Ντελόν...».
Είναι μια περίεργη, κατακερματισμένη, εύθραυστη, αυτοερωτική αλλά και ομοερωτική σε σημαντικό βαθμό, αρρενωπότητα - εξίσου επιρρεπής στον μαζοχισμό όσο και στον σαδισμό.
Ανήμερα της αποθέωσης του αιωνίως αμφιλεγόμενου (ακόμα και σήμερα στα 83 του) Γάλλου σταρ στις Κάννες, δημοσιεύτηκε την περασμένη Κυριακή στην εφημερίδα Le Journal du Dimanche, συνέντευξη του Ντελόν όπου και ο ίδιος προσπαθούσε να απολογηθεί, με τον τρόπο του φυσικά και χωρίς ταπεινοφροσύνη, που έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν είχε εκδηλώσει και θα ήταν ανοίκειο να μεταχειριστεί τώρα στα γεράματα:
«Ναι, έχω πει ότι έχω χαστουκίσει γυναίκα. Και θα έπρεπε να είχα προσθέσει ότι έχω φάει πιο πολλά χαστούκια απ' όσα έχω ρίξει. Ποτέ μου όμως δεν κακοποίησα γυναίκα... Μου έχουν κολλήσει τη στάμπα του ακροδεξιού επειδή είχα πει ότι διατηρώ φιλική σχέση με τον Ζαν-Μαρί Λεπέν από τις μέρες του στρατού. Δεν είμαι ακροδεξιός - είμαι δεξιός, τελεία και παύλα».
Πριν μερικά χρόνια πάντως, τον Ιούλιο του 2013, ήταν εξώφυλλο και κεντρικό πρόσωπο σε αφιέρωμα του Le Figaro Magazine για τις αλλαγές στα πρότυπα ανδρικής συμπεριφοράς, και δεν είχε διστάσει καθόλου να εκφράσει τη θλίψη του για την σταδιακή κατάργηση των έμφυλων ρόλων και την αντίθεσή του στη νομοθετική κατοχύρωση των γάμων ομόφυλων ζευγαριών. Μόλις πέρυσι, στο Paris Match, είχε δηλώσει σ' ένα μοιρολατρικό ξέσπασμα (αφού είχε προηγουμένως ομολογήσει την παταγώδη αποτυχία του στο ρόλο του πατέρα): «Η ζωή δεν έχει πια να μου φέρει πολλά. Ξέρω τα πάντα, τα έχω δει όλα, μα πάνω απ' όλα μισώ αυτή την εποχή, με κάνει και ξερνάω. Ξέρω ότι θα αφήσω αυτό τον κόσμο, χωρίς λύπη...»
Δεν έχουν άδικο βεβαίως να του προσάπτουν οι φεμινιστικοί κύκλοι επιθετικά χαρακτηριστικά και έντονες αναθυμιάσεις τοξικής ματσίλας παλαιάς κοπής. Όμως η φορτισμένη και υπνωτικά μαγνητική αρρενωπότητά του δεν λειτουργεί ακριβώς ως (κακό) παράδειγμα προς μίμηση, καθώς μοιάζει να κατοικεί σε άλλα, πιο περίεργα και ενδεχομένως πιο σκοτεινά επίπεδα από αυτά της παραδοσιακής ματσίλας. Είναι μια περίεργη, κατακερματισμένη, εύθραυστη, αυτοερωτική αλλά και ομοερωτική σε σημαντικό βαθμό, αρρενωπότητα - εξίσου επιρρεπής στον μαζοχισμό όσο και στον σαδισμό.
Η παθολογία ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγγελικά διαβολική (ή το ανάποδο) μορφή του και το μοτίβο της σκληρής, «σαδομαζοχιστικής» ομορφιάς του Ντελόν (ή «θρασείας ομορφιάς» όπως την είχε αποκαλέσει κάποτε η συμπρωταγωνίστριά του Ανί Ζιραρντό) έχει αναλυθεί τόσο πολύ που έχει καταντήσει κλισέ σε βαθμό που αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχει πιθανότητα τελικά να μην είναι και τόσο σαγηνευτικά «φαύλος» όσο φαίνεται.
Τι μπορεί να κάνει όμως κανείς με τέτοια φάτσα και με τέτοια κοψιά;
Εκθαμβωτικά λεία (και λιπαρή ίσως, αντιστοίχως με τα «λιπαρά» στοιχεία της προσωπικότητάς του) επιδερμίδα, συμμετρικό μέχρι κλινικής εντέλειας πρόσωπο, ντελικάτη μύτη, καταγάλανα μάτια, βλέμμα (δια)ταραγμένο και διαπεραστικό σαν μαχαιριά, πλούσια, άτακτα, κατάμαυρα μαλλιά, λεπτό άτριχο κορμί σμιλεμένο εφάπαξ χωρίς επιμελή εξάσκηση (αλλά με την φυσική ετοιμότητα του βετεράνου εμπόλεμης ζώνης), κι αυτό το χαμόγελο - μειδίαμα, μορφασμός, ό,τι είναι τέλος πάντων – που η Μπριζίτ Μπαρντό είχε χαρακτηρίσει «σαρκοβόρο και γήινο».
Σαρκοβόρο σίγουρα, γήινο δεν ξέρω... Μάλλον απόκοσμο συχνά και με δυσοίωνες υπόνοιες.
Ως κεντρική προβολή της τιμητικής βράβευσής του στις Κάννες, επιλέχθηκε από τον ίδιο η συγκλονιστική ταινία Mr. Klein (Ο κύριος Κλάιν) του 1976 σε σκηνοθεσία του Τζόζεφ Λόουζι και παραγωγή του Ντελόν, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός εστέτ, απολιτίκ αντικέρ στα χρόνια της Κατοχής ο οποίος από λάθος (;) καταγράφεται ως Εβραίος με προδιαγεγραμμένο προορισμό πλέον τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πρόκειται ίσως για τη μόνη (ή μια από τις ελάχιστες) ταινίες του που ενώ είναι αναμφισβήτητα ο Ντελόν (θα ήταν άλλωστε γελοίο να παρίστανε ποτέ τον ηθοποιό - χαμαιλέοντα) αυτός που βλέπουμε στην οθόνη, είναι σα να τον απορροφά αυτός ο ρόλος, σα να γνωρίζει αυτόν τον αινιγματικό χαρακτήρα, σα να παραπαίει ανάμεσα στην λαμπερή ψευδαίσθηση και την παραλυτική αγωνία πριν χαθεί κι ο ίδιος μαζί με τα συντρίμμια της ταυτότητας του τραγικού ήρωα.
Μια πιο εκκεντρική, αλλά εξίσου αλύπητα ελεγειακή και κόντρα στην καθιερωμένη μέσα από εκατοντάδες γαλλικά αστυνομικά φιλμ «σκληρή» περσόνα του (είτε ως μπάτσος είτε ως εκπρόσωπος το υπόκοσμου) επιλογή, θα μπορούσε να είναι η ταινία του 1972 με πρωτότυπο ιταλικό τίτλο «Η πρώτη νύχτα της ησυχίας» (La prima notte di quiete), γνωστή και ως «Ο καθηγητής» στα γαλλικά ή ως «Ινδιάνικο καλοκαίρι» στα αγγλικά ή ως «Οκτώβρης στο Ρίμινι» στα γερμανικά ή ως «Πυρετός και πάθος» στα ελληνικά.
Ο τίτλος της φετιχιστικά σκοταδόψυχης ταινίας του Βαλέριο Ζουρλίνι αναφέρεται σε μια φράση του Γκάιτε με την οποία ορίζεται ο θάνατος (τουτέστιν, ο πρώτος ύπνος χωρίς ανήσυχα όνειρα), για όποιον είχε αμφιβολίες για το υπόβαθρο αλγολαγνείας στο οποίο βουλιάζει αργά αυτό το ιδιαίτερο φιλμ στο οποίο ο Ντελόν υποδύεται έναν βαρεμένο περιπλανώμενο καθηγητή φιλολογίας ο οποίος ερωτεύεται μια φοιτήτριά του, εξίσου αν όχι περισσότερο πειραγμένη.
Αξίζει να δει κανείς αυτή την ταινία (εγώ προσφάτως την ανακάλυψα) με φόντο ένα αιώνιο φθινοπωρινό σούρουπο σε παρηκμασμένο θέρετρο, που μοιάζει να κινείται θεματικά ανάμεσα στη «Φλόγα που τρεμοσβήνει» (Le Feu Follet, 1963) του Λουί Μαλ με τον Μορίς Ρονέ και στα «Πέντε εύκολα κομμάτια» (Five Easy Pieces, 1970) του Μπομπ Ράφελσον με τον Τζακ Νίκολσον. Δεν είναι φυσικά τόσο μεγάλη ταινία όσο αυτά τα δύο αριστουργήματα, μοιράζεται όμως μαζί τους τα στοιχεία ματαιοδοξίας, μοιρολατρίας, ναρκισσισμού και αυτοκαταστροφής που βυθίζουν τον κεντρικό ήρωα στο υπαρξιακό κενό, αποτελώντας συγχρόνως μια παραβολή για τα αδιέξοδα που στήνουν μόνοι τους κάποιοι άντρες που παθαίνουν συμφορές από την πολλή περίσκεψη και έχουν την τάση όχι μόνο να καψουρεύονται άσχημα (και άστοχα και καταστροφικά) αλλά να συμπεριφέρονται με σκληρότητα και περιφρόνηση στις γυναίκες.
Η ταινία απέτυχε, αναγκάζοντας τον Ντελόν να υποχωρήσει ακόμα πιο βαθιά στην ασφάλεια της τυποποίησης με κάποιες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις όπως ο «Κύριος Κλάιν» ή ο αλκοολικός μηχανικός στο Notre histoire («Η ιστορία μας», 1984) του Μπερτράν Μπλιέ ή η σχιζοειδής αποδόμηση της ίδιας του της περσόνας στο Nouvelle Vague (1990) του Γκοντάρ. «Για το κοινό μου», γκρίνιαζε ο ίδιος αργότερα, «ο Ντελόν είναι αυτομάτως ήρωας του καλού ή του κακού. Δεν τον αποδέχονται ως κάτι άλλο».
Έχει νόημα η βιογραφική σύνοψη μιας τέτοιας προσωπικότητας; Ίσως έχει, ειδικά όσο έχει να κάνει με τα πρώιμα χρόνια, τότε που αποφασίζει κανείς να πάρει μια πολύ συγκεκριμένη απόφαση για την πορεία του, όμως με κάτι τέτοιους «σκιώδεις» πλην υπέρλαμπρους αστέρες οφείλει να είναι κάποιος πάντα προσεκτικός στις διασυνδέσεις ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο.
Ο Αλέν Ντελόν γεννήθηκε το 1935 σε μικρο-μεσοαστικό προάστειο νοτίως του Παρισιού. Οι γονείς του χώρισαν τέσσερα χρόνια μετά και ουσιαστικά τον εγκατέλειψαν σε θετούς κηδεμόνες (πολύ αργότερα η μητέρα του θέλησε ενδεχομένως να αναπληρώσει, φροντίζοντας στη βρεφική του ηλικία το «νόθο» γιο του Ντελόν με τη Nico, τον οποίο εκείνος ποτέ δεν αναγνώρισε παρά την ανατριχιαστική τους ομοιότητα). Ακολουθεί ταραχώδης και άτακτη εφηβεία με διαρκείς αποβολές από καθολικά σχολεία μέχρι να γίνει επιτέλους 17 και να μπορέσει να καταταγεί στο Γαλλικό Ναυτικό που τον στέλνει κατευθείαν στη Σαϊγκόν για τα τελευταία επεισόδια της αποικιοκρατικής εμπλοκής της Γαλλίας στην (τότε) Ινδοκίνα.
Ο ίδιος έχει δηλώσει κατά καιρούς ότι αυτή η περιορισμένη μεν αλλά βαθιά διαπλαστική της προσωπικότητάς του, εμπειρία αληθινού πολέμου σε τόσο νεαρή ηλικία, διαμόρφωσε το στρατιωτικό του ταπεραμέντο και του χάρισε αίσθηση του καθήκοντος, πειθαρχεία και σθένος.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι πάντως - και σύμφωνα με όλες τις έγκυρες και μη πηγές – τον πρώτο καιρό χρησιμοποιεί κυρίως την εμφάνισή του για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Σύντομα όμως συγκροτεί μια εμβληματική «μοντέρνα» φιγούρα της Αριστερής Όχθης και γνωρίζεται με άλλους ανερχόμενους σταρ όπως η Μπριζίτ Ομπέρ και ο Ζαν-Κλοντ Μπριαλί, με τον οποίο βάζουν μαζί πλώρη για το Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο του 1957. Εκεί, αναπόφευκτα, τον προσέχει κυνηγός ταλέντων σε διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ και τον στέλνει αμέσως πακέτο στη Ρώμη για screen test, τα αποτελέσματα του οποίου ενθουσιάζουν τον μεγιστάνα του Χόλιγουντ, ο οποίος του προτείνει επιτόπου επταετές συμβόλαιο με μοναδικό όρο να βελτιώσει τα αγγλικά του.
Ο Ντελόν όμως, διαισθανόμενος ίσως ότι μπορεί να καεί πρόωρα στο ξένο και αγρίως ανταγωνιστικό σύμπαν του Χόλιγουντ ή απλά καθοδηγούμενος από τη φύση του, αποφασίζει να παραμείνει στο Παρίσι και να γίνει εραστής της συζύγου του σκηνοθέτη Ιβ Αλεγκρέ που την ίδια χρονιά του δίνει τον μικρό ρόλο ενός εκτελεστή στην ταινία Quand la femme s'en mêle (ο αγγλικός τίτλος ήταν «Αν αποτύχει ο διάβολος, στείλε γυναίκα»). Μερικά χρόνια αργότερα, όταν θα επιχειρούσε (όχι με απαράμιλλη αφοσίωση, είναι η αλήθεια) να ενταχτεί στο σύστημα του Χόλιγουντ, η αποτυχία μπορεί να είχε να κάνει και με εκείνο το νεανικό του «σνομπάρισμα».
Η ουσία είναι ότι στο τέλος της δεκαετίας του '50 έκανε το σύμπαν να μην μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα από πάνω του ως Τομ Ρίπλεϊ στο Plein soleil (ή Purple Noon ή «Γυμνοί στον ήλιο») και τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά, όσο μπορεί να ισχύει αυτό με κάποιον με τόσους υποτίθεται «σκελετούς στη ντουλάπα» όπως ο Ντελόν. Είχε ήδη γίνει, στα 25 του, διασημότητα, φίρμα, μάρκα, εμπορεύσιμο αγαθό, μερικά χρόνια πριν ξεκινήσει να εκμεταλλεύεται άμεσα ο ίδιος την παντοδύναμη - έστω και αμφιλεγόμενη - εικόνα του μέσω εταιρειών παραγωγής και ένα πλήθος άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ως τις αρχές της επόμενης, ο Αλέν Ντελόν εξάσκησε τον μαγνητισμό του στους θεατές ανά την υφήλιο, με την παρουσία του σε κάποιες από τις πιο έγκριτες αλλά και πιο «ερωτεύσιμες» ταινίες εκείνης της περιόδου. Στα όρια της αγιοσύνης στο «Ρόκο και τα αδέλφια του» (1960) του Βισκόντι. Ως χαρισματικός πρωτο-γιάπης οπορτουνιστής στην «Έκλειψη» (1962) του Αντονιόνι. Ως ενσάρκωση μιας πρωτο-φασιστικής αντίληψης που αναδύει ο χαρακτήρας του Τανκρέντι στον «Γατόπαρδο» (1963). Ως νουάρ άγγελος (αυτο)εξολοθρευτής στην τριλογία του παρισινού υποκόσμου (με τον οποίο είχε υποτίθεται κάτι παραπάνω από οικειότητα) του Μελβίλ: «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» (Le Samourai, 1967), «Ο κόκκινος κύκλος» (Le Cercle Rouge, 1970), «Ο μπάτσος» (Un flic, 1972).
Προσωπικά πάντως, αντίθετα από παλιότερα, προτιμώ πλέον να τον βλέπω εκεί γύρω στα σαράντα του και μετά – ακόμα κι όταν οι ταινίες είναι ασήμαντες και η ερμηνεία του παρατημένη στον αυτόματο πιλότο – όταν πια χάνεται η απέριττη ευλυγυσία και η φυσικότητά με την οποία γλιστρούσε μέσα στο πλάνο, η γυάλινη ομορφιά αρχίζει να ραγίζει και το είδωλο στον καθρέπτη θολώνει σταδιακά. Παραμένει πάντως αλάνθαστα «ίδιος» ακόμα και σήμερα που ζει αποτραβηγμένος στην μεγαλοπρεπή έπαυλή του λίγο έξω από το Παρίσι.
Άγνωστο πώς ακριβώς περνάει τις ώρες του σ' αυτή την απέραντη έκταση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, αντίθετα με άλλες εμβληματικές διασημότητες στο κατώφλι της εξόδου, δεν ασχολείται με την εξιστόρηση της πολυκύμαντης ζωής «προτού να είναι αργά». Υπάρχουν πολλές βιογραφίες του, καμιά όμως εγκεκριμένη από τον ίδιο, καμιά επίσης αυτοβιογραφία, μηδέν απομνημονεύματα. Μπορεί και να συνειδητοποιεί ότι θα φύγει μαζί με το σινεμά όπως το ξέραμε στον 20ο αιώνα κι αυτό είναι από μόνο του μια ικανοποίηση.
σχόλια