O Αμερικανός Κρίστοφερ Κινγκ (Christopher King) είναι ένας παθιασμένος ερευνητής των παλαιών, ηχογραφημένων μουσικών, εκείνων δηλαδή που αποτυπώθηκαν σε δίσκους 78 στροφών. Εδώ και μια 20ετία περίπου συναντάμε το όνομά του σε πλήθος δίσκων που αφορούν σε προπολεμικές ηχογραφήσεις, blues (Charley Patton) κατ' αρχάς, μα και country μουσική των Απαλαχίων (The Red Fox Chasers, The Dixon Brothers), cajun, όπως και παραδοσιακών σκοπών από την Ελλάδα και την Αλβανία στη συνέχεια.
Σε σχέση με τις μουσικές της χώρας μας ο Κρίστοφερ Κινγκ έχει επιμεληθεί τις εξής συλλογές: «Beyond Rembetika: The Music and Dance of the Region of Epirus» [UK. JSP, 2012], «Five Days Married & Other Laments: Song and Dance from Nothern Greece, 1928-1958» [USA. Angry Mom Archives, 2013], «Alexis Zoumbas: A Lament for Epirus» [USA. Angry Mom Archives, 2014], «Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music 1907-1960» [USA. Third Man Records, 2016] και «Kitsos Harisiadis: Lament In A Deep Style 1929-1931» [USA. Third Man Records, 2018], ενώ έχει κυκλοφορήσει ως γνωστόν πια και το βιβλίο Lament from Epirus: An Odyssey into Europe's Oldest Surviving Folk Music [W. W. Norton & Company, May 29, 2018], που εσχάτως μεταφράστηκε και τυπώθηκε και στην Ελλάδα υπό τον τίτλο Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη δημώδη ζωντανή μουσική της Ευρώπης [Δώμα, Δεκέμβριος 2018]. Το βιβλίο, που έχει κάνει τουλάχιστον άλλη μία ανατύπωση, τον προηγούμενο Μάρτιο (τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα συνολικώς), είναι οπωσδήποτε και ένα επιτυχημένο, από εμπορικής πλευράς, μουσικό βιβλίο.
Αυτό που κάνει ο Κινγκ σε σχέση με το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Πολλοί ξένοι (ανάμεσα σε πολλούς Έλληνες φυσικά) από τον προπερασμένο ήδη αιώνα (Claude Charles Fauriel) καταγράφουν και μελετούν το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, τυπώνοντας συλλογές και μελέτες (Samuel Baud-Bovy, Arnoldvs Passow, Guy Saunier κ.ά.), κάποιες εκ των οποίων υπάρχουν και στη σχετική βιβλιογραφία, που παραθέτει στο τέλος της εργασίας του και ο Κινγκ. Ο Αμερικανός μελετητής έρχεται να συνεχίσει λοιπόν μια παράδοση, εμβαθύνοντας σε μια συγκεκριμένη αισθητική και κοινωνική περιοχή του δημοτικού τραγουδιού μας, που δεν είναι άλλη από το ηπειρώτικο.
Ο Κινγκ δίνει για την Ήπειρο μιαν αίσθηση χαμένου. Ενός τόπου απομακρυσμένου από τον σύγχρονο πολιτισμό, κάπως σαν τα παρθένα δάση του Αμαζονίου! Φυσικά, εμείς, εδώ στην Ελλάδα, ξέρουμε πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Μάλιστα ο Κινγκ, ως μελετητής, έχει και μιαν άλλη ιδιότητα. Εκείνη του ερευνητή συγκεκριμένων προσώπων (επισκιασμένων κατά το μάλλον ή ήττον), καθώς στοχεύει στην ανακάλυψη και την επαναφορά στο τώρα, ξεχασμένων, από την ηχογραφική ιστορία, καλλιτεχνών.
Σε αυτό μοιάζει πολύ με τους συμπατριώτες του από τα σίξτις, που είχαν βάλει σαν στόχο ζωής να επαναφέρουν στο προσκήνιο, την εποχή του blues & folk revival (δεκαετία του '60), τους αποξεχασμένους blues και country μουσικούς από τα twenties και τα thirties (είτε εκείνοι ζούσαν ακόμη τότε είτε όχι). Αυτό που κάνει τώρα ο Κινγκ, σε σχέση με τα ηπειρώτικα και τους οργανοπαίκτες Ζούμπα και Χαρισιάδη, το είχαν κάνει πλείστοι όσοι ερευνητές (researchers) εκείνη την εποχή, ταξιδεύοντας στον αχανή Νότο (των ΗΠΑ) και αλλού, τυπώνοντας μάλιστα και τα ανάλογα, σχεδόν θρυλικά σήμερα, βιβλία.
Να θυμηθούμε τις εργασίες του John Fahey για τον Charley Patton, του David Evans για τον Tommy Johnson, του Paul Garon για τον Peetie Wheatstraw, του Stephen Calt για τον Skip James, του Gayle Dean Wardlow για τους bluesmen Garfield Akers, Joe Callicott, Blind Joe Reynolds, Ishmon Bracey κ.ά, στο εκπληκτικό βιβλίο του Chasin' That Devil Music [Miller Freeman Books, San Francisco 1998] και λοιπά.
Ερχόμενοι λοιπόν στο Ηπειρώτικο Μοιρολόι, οφείλουμε να πούμε από την αρχή πως έχουμε να κάνουμε μ' ένα καλαίσθητο βιβλίο 429 σελίδων, τυπωμένο σε ωραίο υποκίτρινο / υπόλευκο χαρτί, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο του περίφημου R. Crumb. Μια ωραία ζωγραφιά, εμπνευσμένη από μια φωτογραφία προφανώς παλαιού ηπειρώτικου πανηγυριού με την ορχήστρα του Λάζαρου Ρούντα, στη Βίτσα, στο Ζαγόρι, περί το 1930, ολοκληρωμένη με τη γνωστή τεχνοτροπία του διάσημου κομίστα, συλλέκτη δίσκων old-timey music, μουσικού κ.λπ. Κι αυτό δεν είναι λίγο (το εξώφυλλο του R. Crumb δηλαδή).
Μια πρώτη γενική παρατήρηση δεν μπορεί παρά να αφορά συνολικώς στο βιβλίο, το οποίο θα το χαρακτηρίζαμε, με μια λέξη, «καλό». Δηλαδή ενδιαφέρον – αν και έχουμε τη γνώμη πως συγκριτικά περισσότερο ενδιαφέρον θα έχει για τους Αμερικανούς αναγνώστες, παρά για τους Έλληνες. Εμείς πάντως, εδώ, δεν θα μείνουμε στον γενικό χαρακτηρισμό, αλλά θα μπούμε και σε άλλα ζητήματα, που θα αναδείξουν, νομίζουμε, το γιατί το βιβλίο είναι «καλό» και όχι ας πούμε «πολύ καλό» ή «φοβερό».
Ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο οποίος έχει σπουδάσει φιλοσοφία, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του που βρίσκεται τυπωμένο στο «αυτί» του βιβλίου, είναι επίσης μουσικός παραγωγός, «μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου», ενώ θα πρέπει να έχει και κάποιες γνώσεις μουσικολογίας. Το έχει «δέσει» δηλαδή το πράγμα από πολλές μεριές – κι έτσι πρέπει. Δεν πρόκειται, εννοείται, για κάποιον τυχαίο, που του θυμήθηκε ξαφνικά να γράψει κάτι για τη μουσική και τον πολιτισμό της Ηπείρου – δίχως, όμως, τούτο να σημαίνει πως αποφεύχθηκαν οι υπερβολές ή οι έωλες εκτιμήσεις.
Το βιβλίο δεν ξεκινάει καλά, καθώς στον πρόλογο εμφανίζονται κάποιες θέσεις και κάποιες απόψεις (του Κινγκ) που δεν στέκουν, δεν κολλάνε σωστά, και δεν βοηθούν στην κατοπινή εξέλιξη. Ας πούμε:
«Είμαι συλλέκτης δίσκων και έχω εμμονή μ' ένα συγκεκριμένο είδος: τους δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών»: Ο Κίνγκ απορρίπτει, για να μην πούμε σιχαίνεται όλη την ηλεκτρικώς ενισχυόμενη μουσική. Απορρίπτει όργανα (π.χ. τα ντραμς και τις ηλεκτρικές κιθάρες) και περαιτέρω αγνοεί μεγάλα κομμάτια της σύγχρονου ήχου, πείτε τον folk, πείτε τον rock, πείτε τον όπως θέλετε (π.χ. το 2009 ο Κινγκ δεν ήξερε τον Leonard Cohen!).
Κάπως έτσι, ξεκινάμε κι εμείς να κρατάμε μικρό καλάθι διαβάζοντας τον πρόλογό του. Μας δημιουργούν κακή εντύπωση, εν ολίγοις, προτάσεις σαν και τις ακόλουθες: «Οι άνθρωποι θα σε πρόδιδαν, η πολιτική θα σε πίκραινε, αλλά αυτή –αυτή!– η παλιά μουσική, που δεν είχε ίχνος επιδεικτικότητας, δεν θ' άλλαζε ποτέ». Η «παλιά μουσική» και επιδεικτική ήταν, γιατί ήταν επιδεικτικοί, και καλώς έπρατταν, οι άνθρωποι που την σχημάτιζαν και άλλαζε φυσικά μέσα στα χρόνια (και όχι μόνον εξαιτίας της τεχνολογίας).
«Κατά τη γνώμη μου, η κλασική μουσική είναι εγκεφαλική και αναφέρεται σε μια κουλτούρα ευγενή μεν, αλλά δίχως βαθιές ρίζες...»: Δεν υπάρχουν μουσικές χωρίς βαθιές ρίζες – και ιδίως αν αναφέρεται κάποιος στην κλασική. Ακόμη και η πιο ευτελής ποπ έχει βαθιές ρίζες.
«Από την άλλη, η σύγχρονη ποπ μουσική, που έχει διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας(...) είναι μια εργαστηριακή κούφια σαχλαμάρα μαρκεταρισμένη για τις μάζες»: Οι «μάζες» δεν είναι κάτι a priori κακό ή κατακριτέο. Είναι ελιτίστικη αυτή η προσέγγιση. Η ποπ μουσική, εξάλλου, οφείλει να διεισδύει. Γι' αυτό είναι και ποπ. Και γι' αυτό αποκτά αξία. Επειδή, ακριβώς, επηρεάζει.
«Κι η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος γραμμοφώνου σχεδόν κατέστρεψε την αγνή δημώδη μουσική που αγαπώ»: Η δισκογραφία δεν κατέστρεψε τη μουσική – εξάλλου και ο Κινγκ, που τα λέει αυτά, συλλέκτης δίσκων είναι. Απλώς την επανατοποθέτησε στη σύγχρονη ζωή. Πριν το κραχ του '29 ηχογραφούνταν τα πάντα. Μετά το κραχ το κριτήριο της εμπορικότητας άρχισε να απασχολεί περισσότερο τις εταιρείες. Αλλά η εμπορικότητα υπήρχε και πριν τη δισκογραφία. Τους καλλιτέχνες που ξεχώριζαν, τον... Elvis και τους Beatles τής κάθε εποχής να πούμε, τους ήθελαν παντού. Ήταν περιζήτητοι. Η εμπορικότητα δεν σημασιοδοτείται μόνον αρνητικά.
«Τον καιρό που ο δίσκος των 78 στροφών έπαψε πια να παράγεται, η αφτιασίδωτη δημώδης μουσική είχε επί της ουσίας εξαφανισθεί»: Δεν υπήρξε ποτέ «αφτιασίδωτη» μουσική. Οι μουσικές, και οι παραδοσιακές και οι έντεχνες, έχουν περάσει από απίστευτες επιμειξίες μέσα στο διάβα της ιστορίας, λόγω των μετακινήσεων των πληθυσμών, των κατακτητικών πολέμων κ.λπ.
«Όταν ακούω σημερινή μουσική ή μουσική του πρόσφατου παρελθόντος, ακούω ένα χλωμό απολειφάδι, ένα ξέπνοο σκούξιμο αυτού που κάποτε υπήρξε. Ακούω ό,τι χάθηκε»: Απλώς, υπερβολές. Οι μουσικές παραδόσεις είναι και παραμένουν ζωντανές, επειδή ακριβώς εξελίσσονται, αλλιώς θα συζητούσαμε για τελείως πεθαμένες καταστάσεις.
«Όταν αξιολογώ δημώδη μουσική, χρησιμοποιώ ένα ανακριβές σύστημα μέτρησης, βασισμένο στην έννοια της αυθεντικότητας»: Κι εδώ έχουμε μια βολονταριστική αντίληψη, που δεν στηρίζεται σε τίποτα αντικειμενικά πειστικό.
«Δεν μπορώ να πω ότι οι διάφορες απόπειρες αναβίωσης - οι σύγχρονες ερμηνείες παραδοσιακής μουσικής είναι μη αυθεντικές.(...) Αυτό που υπάρχει τώρα είναι ένα ναδίρ δουλικής απομίμησης»: Εδώ, στην ίδια παράγραφο, υπάρχει μία θέση και στη συνέχεια αντίθεσή της.
«Έχουμε μια μύχια γνώση κι επαφή με το φαινόμενο που αξιολογούμε, λόγω της ψυχαναγκαστικής αφοσίωσής μας σ' αυτό»: Μια ομολογία, που δεν βοηθάει στην επιστημονική επεξεργασία και αποτύπωση των φαινομένων. Ο ψυχαναγκασμός είναι προφανές πως δεν σε αφήνει να δεις πέρα από τη μύτη σου.
«Ανακάλυψα ότι στην Ήπειρο η μουσική έχει μια ιαματική, θεραπευτική λειτουργία»: Όλες οι μουσικές μπορούν να δράσουν... ιαματικά, κατά μίαν έννοια. Να σε κάνουν να νοιώσεις καλύτερα, να ευθυμήσεις κ.λπ. Αυτή την ιδιότητα δεν την έχουν αποκλειστικώς τα ηπειρώτικα.
Θα την πούμε, εδώ, την αμαρτία μας. Διαβάζοντας το βιβλίο του Κινγκ, τον πρόλογό του πρώτα-πρώτα, θυμηθήκαμε μια έκδοση (4 CD, ογκώδες βιβλίο, CD-ROM), που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του 1998, πριν 21 χρόνια δηλαδή, την «Ήπειρο της Πεντατονίας» (Άκης Γκολφίδης, Ελένη Δήμου κ.ά.). Κι εκεί η Ήπειρος ήταν μπροστά, κι εκεί διάβαζες (αλλά και άκουγες) απίστευτες υπερβολές και φαντασιοπληξίες. Θέλουμε να πούμε πως δεν είναι ο πρώτος ο Κρίστοφερ Κινγκ, που λέει αυτά που λέει, και πως έχουν ειπωθεί κατά καιρούς και από Έλληνες, ας τους πούμε «μελετητές», πολύ χειρότερα.
Ας σημειώσουμε, εδώ, πως αφορμή για το βιβλίο, και νωρίτερα, για την ενασχόληση τού Κινγκ με την ηπειρώτικη μουσική, ήταν κάποιοι δίσκοι 78 στροφών τού κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη, που είχε ανακαλύψει ο Αμερικανός σ' ένα παλιατζίδικο, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, το 2009. Από 'κει θα ξεκινήσει, εντοπίζοντας μέσω ίντερνετ τους συλλέκτες αδελφούς Μπαρούνη, στην Αθήνα, οι οποίοι θ' αρχίσουν να τον προμηθεύουν με δίσκους, πουλώντας του κάποια στιγμή όλη τη συλλογή τους με ηπειρώτικα δημοτικά (περίπου 100 κομμάτια). Μέσω των Μπαρούνηδων ο Κινγκ θα βρει κι άλλον δίσκο του Χαρισιάδη, ενώ θα μάθει και για τον βιολιστή Αλέξη Ζούμπα – τα πρόσωπα για τα οποία, μερικά χρόνια αργότερα, ο αμερικανός συλλέκτης θα τύπωνε δύο αξιόλογα CD με παλαιές ηχογραφήσεις τους.
Από 'κει κάτω τα πράγματα θα πάρουν μια σειρά. Ο Κινγκ θα έρθει και θα ξαναέρθει στην Ελλάδα, επισκεπτόμενος την Ήπειρο, βαδίζοντας στα χνάρια που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν οι μουσικοί ήρωές του. Μάλιστα, οι επισκέψεις του στην ΒΔ Ελλάδα θα του αλλάξουν τη ζωή, καθώς θα εισχωρεί, συν τω χρόνω, όλο και πιο βαθιά στην ιστορία, στους θρύλους και στην καθημερινότητα των χωριών της, γράφοντας για όλα τούτα στο βιβλίο του – επιχειρώντας, κατά μίαν έννοια, να αναστήσει εντός του το περιβάλλον που γέννησε και έθρεψε τη συγκεκριμένη μουσική (τα μοιρολόγια, τον σκάρο κ.λπ.).
Έτσι το βιβλίο ξεφεύγει από το αυστηρώς μουσικό περιεχόμενό του και καταπιάνεται με την ιστορία του τόπου (πολλές σελίδες π.χ. για τον Αλή Πασά), το προϊόντα του (σελίδες για το ψυχοτρόπο τσίπουρο π.χ., που είναι ένας από τους «πρωταγωνιστές» του βιβλίου), τον παγανισμό, τον χριστιανισμό, τη φύση, τους ανθρώπους (απόγονους των παλαιών οργανοπαικτών), τις φυλές (Τσιγγάνοι, Εβραίοι, Σαρακατσάνοι...), τα όργανα κ.λπ.
Διαβάζοντας στην αρχή το Ηπειρώτικο Μοιρολόι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, μας δημιουργήθηκε μιαν απορία. Σε ποιο ακριβώς σημείο του βιβλίου ο Κινγκ θα περιέγραφε την παρακολούθηση ενός σύγχρονου ηπειρώτικου πανηγυριού και πώς θα το αντιμετώπιζε αυτό; Το λέμε, γιατί ήδη από την σελίδα 88 ο Αμερικανός γράφει: «Όμως οι τοπικές γιορτές στην Ήπειρο και σ' άλλες απομακρυσμένες περιοχές της χώρας έχουν διατηρήσει την καθαρότητά τους. Έπρεπε να καταλάβω γιατί».
Ο Κινγκ δίνει για την Ήπειρο (και αναφερόμαστε, εδώ, στο τι προσλαμβάνουν οι αμερικανοί αναγνώστες του από την ανάγνωση) μιαν αίσθηση χαμένου. Ενός τόπου απομακρυσμένου από τον σύγχρονο πολιτισμό, κάπως σαν τα παρθένα δάση του Αμαζονίου! Φυσικά, εμείς, εδώ στην Ελλάδα, ξέρουμε πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Πως η Ήπειρος δεν είναι ένας χαμένος τόπος, αλλά ένα μέρος που απέχει πια μόλις δύο ώρες από το Αντίρριο. Ένα γεωγραφικό διαμέρισμα, τέλος πάντων, που δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα της Ελλάδας, όσον αφορά στην πρόσβασή του στις ανέσεις και τα καλά του σύγχρονου πολιτισμού.
Τέλος πάντων κάποια στιγμή, στη σελίδα 158 του βιβλίου, ο Κινγκ πρωτογράφει για ένα πανηγύρι: «Εκείνο το βράδυ στη Βίτσα –την πρώτη βραδιά του πανηγυριού– ο Τζιμ κι εγώ είδαμε τους ξενιτεμένους να επιστρέφουν. Παρά τα εκατοντάδες τραπεζοκαθίσματα που είχαν τοποθετήσει στην πέτρινη πλατεία, σχεδόν όλοι ήταν όρθιοι, κερνούσε ο ένας τον άλλο ή έπιναν δυτικά ποτά, κυρίως Μπακάρντι ανακατεμένο σχεδόν με οτιδήποτε».
Έχουμε την εντύπωση πως αυτό θα πρέπει να ήταν ένα πρώτο «χτύπημα» για τον Κινγκ – το μπακάρντι εννοούμε, το οποίον όμως, ο Αμερικανός, το περνάει κάπως στο ντούκου. Όπως στο ντούκου περνάει και τη φάση με τα «πασίγνωστα τραγούδια των Lynyrd Skynyrd», που αντιλάλησαν, κάποια στιγμή, στα ρουμάνια της Ηπείρου.
Ίσως να προσγειώνεται κάποια στιγμή ο Κινγκ, όταν βλέπει «τα τερατώδη ηχεία, στημένα πάνω σε τρίποδες, που παραμόρφωναν τη μουσική» και τους ενισχυτές «που αλλοίωναν τις νότες», αλλά και πάλι δεν το βάζει κάτω, αφού στη σελίδα 191 διαβάζουμε: «Αντιμέτωπος με την αυθεντική δημιουργία, παρότι ενισχυμένη και παραμορφωμένη, προσπάθησα να συλλάβω τη μελωδία».
Αυτό το ζιγκ-ζαγκ, αυτό το πήγαινε-έλα ανάμεσα σ' εκείνο που είχε φτιάξει στο μυαλό του ο Αμερικανός και σ' εκείνο που είδε και άκουσε στα βουνά της Ηπείρου είναι, νομίζουμε, το πιο ενδιαφέρον υπόθεμα του βιβλίου. Εκείνο που έρπει κάτω από κάθε περιγραφή, κάτω από κάθε σελίδα, και που φανερώνει ένα βραδύκαυστο σοκ (εμείς έτσι θα το αποκαλούσαμε), το οποίον καλύπτεται επιμελώς υπό το γενικότερο αφήγημα.
Φυσικά, και εδώ, οι υπερβολές και οι αναίτιοι συγκριτισμοί δεν αποφεύγονται ούτε στιγμή. Αν κάποιοι ρεμπετολόγοι ή ρεμπετολογούντες επιχείρησαν να συνδέσουν, δεκαετίες πριν, τα blues του Μισισιπή με τα ρεμπέτικα του '30, ο Κινγκ το πράττει τώρα σε σχέση με τα ηπειρώτικα δημοτικά και με τους ηπειρώτες οργανοπαίκτες (Charley Patton – Γρηγόρης Καψάλης, Blind Willie Johnson και Skip James – Αλέξης Ζούμπας κ.λπ.), εμμένοντας πεισματικά στο ανάδελφο της ηπειρωτικής μουσικής, μ' έναν τρόπο που θα τον ζήλευαν ποικίλες φάρες ελλήνων τοπικιστών (για να μην πούμε εθνικιστών) και πολέμιων της παγκοσμιοποίησης:
«Η ηπειρώτικη μουσική, είναι, στην ουσία της, ένα τεχνούργημα που δεν έχει θέση στη δυτική κοινωνία. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει στραφεί οριστικά προς την παγκοσμιοποίηση, ο πολιτισμός σε ορισμένα μέρη τη βορειοδυτικής Ελλάδας πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα του έξω κόσμου». Και λίγο πιο κάτω: «Ό,τι ακούω έξω από την Ήπειρο δεν έχει κανένα σκοπό».
Λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, πάντως, στη σελίδα 385, είναι ο ίδιος ο Κρίστοφερ Κινγκ που έρχεται, με μια σύντομη πρόταση, να βάλει... φουρνέλο σε όσα έγραψε, σε όλες τις προηγούμενες σελίδες, κάνοντας μια θαρραλέα αυτοκριτική. Γράφει: «Θα μπορούσε να πει κανείς πως, σαν ξένος και Δυτικός, εξιδανικεύω ό,τι δεν μπορώ να εξηγήσω, ή ότι κοιτάζω το φαινόμενο μέσα απ' το πρίσμα του εξωτισμού. Όμως το γεγονός παραμένει: τούτοι οι ήχοι με συγκινούν».
Έτσι κάπως διαβάσαμε το Ηπειρώτικο Μοιρολόι, σαν το αφήγημα ενός ανθρώπου που τελεί υπό ανεξήγητη συγκίνηση, κι έτσι το απολαύσαμε ανά σημεία (ιδίως εκεί όπου ο Κινγκ βρίσκεται στα χνάρια των Χαρισιάδη και Ζούμπα), πέραν του αναπόφευκτου, ίσως, εξωτισμού και της αναίτιας, θα λέγαμε, εξιδανίκευσης.
σχόλια