«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Μια ωραία ζωγραφιά, εμπνευσμένη από μια φωτογραφία προφανώς παλαιού ηπειρώτικου πανηγυριού με την ορχήστρα του Λάζαρου Ρούντα, στη Βίτσα, στο Ζαγόρι, περί το 1930, του περίφημου R. Crumb.
4

O Αμερικανός Κρίστοφερ Κινγκ (Christopher King) είναι ένας παθιασμένος ερευνητής των παλαιών, ηχογραφημένων μουσικών, εκείνων δηλαδή που αποτυπώθηκαν σε δίσκους 78 στροφών. Εδώ και μια 20ετία περίπου συναντάμε το όνομά του σε πλήθος δίσκων που αφορούν σε προπολεμικές ηχογραφήσεις, blues (Charley Patton) κατ' αρχάς, μα και country μουσική των Απαλαχίων (The Red Fox Chasers, The Dixon Brothers), cajun, όπως και παραδοσιακών σκοπών από την Ελλάδα και την Αλβανία στη συνέχεια.

Σε σχέση με τις μουσικές της χώρας μας ο Κρίστοφερ Κινγκ έχει επιμεληθεί τις εξής συλλογές: «Beyond Rembetika: The Music and Dance of the Region of Epirus» [UK. JSP, 2012], «Five Days Married & Other Laments: Song and Dance from Nothern Greece, 1928-1958» [USA. Angry Mom Archives, 2013], «Alexis Zoumbas: A Lament for Epirus» [USA. Angry Mom Archives, 2014], «Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music 1907-1960» [USA. Third Man Records, 2016] και «Kitsos Harisiadis: Lament In A Deep Style 1929-1931» [USA. Third Man Records, 2018], ενώ έχει κυκλοφορήσει ως γνωστόν πια και το βιβλίο Lament from Epirus: An Odyssey into Europe's Oldest Surviving Folk Music [W. W. Norton & Company, May 29, 2018], που εσχάτως μεταφράστηκε και τυπώθηκε και στην Ελλάδα υπό τον τίτλο Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη δημώδη ζωντανή μουσική της Ευρώπης [Δώμα, Δεκέμβριος 2018]. Το βιβλίο, που έχει κάνει τουλάχιστον άλλη μία ανατύπωση, τον προηγούμενο Μάρτιο (τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα συνολικώς), είναι οπωσδήποτε και ένα επιτυχημένο, από εμπορικής πλευράς, μουσικό βιβλίο.

Αυτό που κάνει ο Κινγκ σε σχέση με το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Πολλοί ξένοι (ανάμεσα σε πολλούς Έλληνες φυσικά) από τον προπερασμένο ήδη αιώνα (Claude Charles Fauriel) καταγράφουν και μελετούν το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, τυπώνοντας συλλογές και μελέτες (Samuel Baud-Bovy, Arnoldvs Passow, Guy Saunier κ.ά.), κάποιες εκ των οποίων υπάρχουν και στη σχετική βιβλιογραφία, που παραθέτει στο τέλος της εργασίας του και ο Κινγκ. Ο Αμερικανός μελετητής έρχεται να συνεχίσει λοιπόν μια παράδοση, εμβαθύνοντας σε μια συγκεκριμένη αισθητική και κοινωνική περιοχή του δημοτικού τραγουδιού μας, που δεν είναι άλλη από το ηπειρώτικο.

Ο Κινγκ δίνει για την Ήπειρο μιαν αίσθηση χαμένου. Ενός τόπου απομακρυσμένου από τον σύγχρονο πολιτισμό, κάπως σαν τα παρθένα δάση του Αμαζονίου! Φυσικά, εμείς, εδώ στην Ελλάδα, ξέρουμε πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.

Μάλιστα ο Κινγκ, ως μελετητής, έχει και μιαν άλλη ιδιότητα. Εκείνη του ερευνητή συγκεκριμένων προσώπων (επισκιασμένων κατά το μάλλον ή ήττον), καθώς στοχεύει στην ανακάλυψη και την επαναφορά στο τώρα, ξεχασμένων, από την ηχογραφική ιστορία, καλλιτεχνών.

Σε αυτό μοιάζει πολύ με τους συμπατριώτες του από τα σίξτις, που είχαν βάλει σαν στόχο ζωής να επαναφέρουν στο προσκήνιο, την εποχή του blues & folk revival (δεκαετία του '60), τους αποξεχασμένους blues και country μουσικούς από τα twenties και τα thirties (είτε εκείνοι ζούσαν ακόμη τότε είτε όχι). Αυτό που κάνει τώρα ο Κινγκ, σε σχέση με τα ηπειρώτικα και τους οργανοπαίκτες Ζούμπα και Χαρισιάδη, το είχαν κάνει πλείστοι όσοι ερευνητές (researchers) εκείνη την εποχή, ταξιδεύοντας στον αχανή Νότο (των ΗΠΑ) και αλλού, τυπώνοντας μάλιστα και τα ανάλογα, σχεδόν θρυλικά σήμερα, βιβλία.

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Ο Αμερικανός μελετητής έρχεται να συνεχίσει μια παράδοση, εμβαθύνοντας σε μια συγκεκριμένη αισθητική και κοινωνική περιοχή του δημοτικού τραγουδιού μας, που δεν είναι άλλη από το ηπειρώτικο.

Να θυμηθούμε τις εργασίες του John Fahey για τον Charley Patton, του David Evans για τον Tommy Johnson, του Paul Garon για τον Peetie Wheatstraw, του Stephen Calt για τον Skip James, του Gayle Dean Wardlow για τους bluesmen Garfield Akers, Joe Callicott, Blind Joe Reynolds, Ishmon Bracey κ.ά, στο εκπληκτικό βιβλίο του Chasin' That Devil Music [Miller Freeman Books, San Francisco 1998] και λοιπά.

Ερχόμενοι λοιπόν στο Ηπειρώτικο Μοιρολόι, οφείλουμε να πούμε από την αρχή πως έχουμε να κάνουμε μ' ένα καλαίσθητο βιβλίο 429 σελίδων, τυπωμένο σε ωραίο υποκίτρινο / υπόλευκο χαρτί, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο του περίφημου R. Crumb. Μια ωραία ζωγραφιά, εμπνευσμένη από μια φωτογραφία προφανώς παλαιού ηπειρώτικου πανηγυριού με την ορχήστρα του Λάζαρου Ρούντα, στη Βίτσα, στο Ζαγόρι, περί το 1930, ολοκληρωμένη με τη γνωστή τεχνοτροπία του διάσημου κομίστα, συλλέκτη δίσκων old-timey music, μουσικού κ.λπ. Κι αυτό δεν είναι λίγο (το εξώφυλλο του R. Crumb δηλαδή).

Μια πρώτη γενική παρατήρηση δεν μπορεί παρά να αφορά συνολικώς στο βιβλίο, το οποίο θα το χαρακτηρίζαμε, με μια λέξη, «καλό». Δηλαδή ενδιαφέρον – αν και έχουμε τη γνώμη πως συγκριτικά περισσότερο ενδιαφέρον θα έχει για τους Αμερικανούς αναγνώστες, παρά για τους Έλληνες. Εμείς πάντως, εδώ, δεν θα μείνουμε στον γενικό χαρακτηρισμό, αλλά θα μπούμε και σε άλλα ζητήματα, που θα αναδείξουν, νομίζουμε, το γιατί το βιβλίο είναι «καλό» και όχι ας πούμε «πολύ καλό» ή «φοβερό».

Ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο οποίος έχει σπουδάσει φιλοσοφία, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του που βρίσκεται τυπωμένο στο «αυτί» του βιβλίου, είναι επίσης μουσικός παραγωγός, «μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου», ενώ θα πρέπει να έχει και κάποιες γνώσεις μουσικολογίας. Το έχει «δέσει» δηλαδή το πράγμα από πολλές μεριές – κι έτσι πρέπει. Δεν πρόκειται, εννοείται, για κάποιον τυχαίο, που του θυμήθηκε ξαφνικά να γράψει κάτι για τη μουσική και τον πολιτισμό της Ηπείρου – δίχως, όμως, τούτο να σημαίνει πως αποφεύχθηκαν οι υπερβολές ή οι έωλες εκτιμήσεις.

Το βιβλίο δεν ξεκινάει καλά, καθώς στον πρόλογο εμφανίζονται κάποιες θέσεις και κάποιες απόψεις (του Κινγκ) που δεν στέκουν, δεν κολλάνε σωστά, και δεν βοηθούν στην κατοπινή εξέλιξη. Ας πούμε:

«Είμαι συλλέκτης δίσκων και έχω εμμονή μ' ένα συγκεκριμένο είδος: τους δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών»: Ο Κίνγκ απορρίπτει, για να μην πούμε σιχαίνεται όλη την ηλεκτρικώς ενισχυόμενη μουσική. Απορρίπτει όργανα (π.χ. τα ντραμς και τις ηλεκτρικές κιθάρες) και περαιτέρω αγνοεί μεγάλα κομμάτια της σύγχρονου ήχου, πείτε τον folk, πείτε τον rock, πείτε τον όπως θέλετε (π.χ. το 2009 ο Κινγκ δεν ήξερε τον Leonard Cohen!).

Κάπως έτσι, ξεκινάμε κι εμείς να κρατάμε μικρό καλάθι διαβάζοντας τον πρόλογό του. Μας δημιουργούν κακή εντύπωση, εν ολίγοις, προτάσεις σαν και τις ακόλουθες: «Οι άνθρωποι θα σε πρόδιδαν, η πολιτική θα σε πίκραινε, αλλά αυτή –αυτή!– η παλιά μουσική, που δεν είχε ίχνος επιδεικτικότητας, δεν θ' άλλαζε ποτέ». Η «παλιά μουσική» και επιδεικτική ήταν, γιατί ήταν επιδεικτικοί, και καλώς έπρατταν, οι άνθρωποι που την σχημάτιζαν και άλλαζε φυσικά μέσα στα χρόνια (και όχι μόνον εξαιτίας της τεχνολογίας).

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Το άλμπουμ του Κρίστοφερ Κινγκ για τον Αλέξη Ζούμπα.

«Κατά τη γνώμη μου, η κλασική μουσική είναι εγκεφαλική και αναφέρεται σε μια κουλτούρα ευγενή μεν, αλλά δίχως βαθιές ρίζες...»: Δεν υπάρχουν μουσικές χωρίς βαθιές ρίζες – και ιδίως αν αναφέρεται κάποιος στην κλασική. Ακόμη και η πιο ευτελής ποπ έχει βαθιές ρίζες.

«Από την άλλη, η σύγχρονη ποπ μουσική, που έχει διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας(...) είναι μια εργαστηριακή κούφια σαχλαμάρα μαρκεταρισμένη για τις μάζες»: Οι «μάζες» δεν είναι κάτι a priori κακό ή κατακριτέο. Είναι ελιτίστικη αυτή η προσέγγιση. Η ποπ μουσική, εξάλλου, οφείλει να διεισδύει. Γι' αυτό είναι και ποπ. Και γι' αυτό αποκτά αξία. Επειδή, ακριβώς, επηρεάζει.

«Κι η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος γραμμοφώνου σχεδόν κατέστρεψε την αγνή δημώδη μουσική που αγαπώ»: Η δισκογραφία δεν κατέστρεψε τη μουσική – εξάλλου και ο Κινγκ, που τα λέει αυτά, συλλέκτης δίσκων είναι. Απλώς την επανατοποθέτησε στη σύγχρονη ζωή. Πριν το κραχ του '29 ηχογραφούνταν τα πάντα. Μετά το κραχ το κριτήριο της εμπορικότητας άρχισε να απασχολεί περισσότερο τις εταιρείες. Αλλά η εμπορικότητα υπήρχε και πριν τη δισκογραφία. Τους καλλιτέχνες που ξεχώριζαν, τον... Elvis και τους Beatles τής κάθε εποχής να πούμε, τους ήθελαν παντού. Ήταν περιζήτητοι. Η εμπορικότητα δεν σημασιοδοτείται μόνον αρνητικά.

«Τον καιρό που ο δίσκος των 78 στροφών έπαψε πια να παράγεται, η αφτιασίδωτη δημώδης μουσική είχε επί της ουσίας εξαφανισθεί»: Δεν υπήρξε ποτέ «αφτιασίδωτη» μουσική. Οι μουσικές, και οι παραδοσιακές και οι έντεχνες, έχουν περάσει από απίστευτες επιμειξίες μέσα στο διάβα της ιστορίας, λόγω των μετακινήσεων των πληθυσμών, των κατακτητικών πολέμων κ.λπ.

«Όταν ακούω σημερινή μουσική ή μουσική του πρόσφατου παρελθόντος, ακούω ένα χλωμό απολειφάδι, ένα ξέπνοο σκούξιμο αυτού που κάποτε υπήρξε. Ακούω ό,τι χάθηκε»: Απλώς, υπερβολές. Οι μουσικές παραδόσεις είναι και παραμένουν ζωντανές, επειδή ακριβώς εξελίσσονται, αλλιώς θα συζητούσαμε για τελείως πεθαμένες καταστάσεις.

«Όταν αξιολογώ δημώδη μουσική, χρησιμοποιώ ένα ανακριβές σύστημα μέτρησης, βασισμένο στην έννοια της αυθεντικότητας»: Κι εδώ έχουμε μια βολονταριστική αντίληψη, που δεν στηρίζεται σε τίποτα αντικειμενικά πειστικό.

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Το άλμπουμ του Κρίστοφερ Κινγκ για τον Κίτσο Χαρισιάδη.

«Δεν μπορώ να πω ότι οι διάφορες απόπειρες αναβίωσης - οι σύγχρονες ερμηνείες παραδοσιακής μουσικής είναι μη αυθεντικές.(...) Αυτό που υπάρχει τώρα είναι ένα ναδίρ δουλικής απομίμησης»: Εδώ, στην ίδια παράγραφο, υπάρχει μία θέση και στη συνέχεια αντίθεσή της.

«Έχουμε μια μύχια γνώση κι επαφή με το φαινόμενο που αξιολογούμε, λόγω της ψυχαναγκαστικής αφοσίωσής μας σ' αυτό»: Μια ομολογία, που δεν βοηθάει στην επιστημονική επεξεργασία και αποτύπωση των φαινομένων. Ο ψυχαναγκασμός είναι προφανές πως δεν σε αφήνει να δεις πέρα από τη μύτη σου.

«Ανακάλυψα ότι στην Ήπειρο η μουσική έχει μια ιαματική, θεραπευτική λειτουργία»: Όλες οι μουσικές μπορούν να δράσουν... ιαματικά, κατά μίαν έννοια. Να σε κάνουν να νοιώσεις καλύτερα, να ευθυμήσεις κ.λπ. Αυτή την ιδιότητα δεν την έχουν αποκλειστικώς τα ηπειρώτικα.

Θα την πούμε, εδώ, την αμαρτία μας. Διαβάζοντας το βιβλίο του Κινγκ, τον πρόλογό του πρώτα-πρώτα, θυμηθήκαμε μια έκδοση (4 CD, ογκώδες βιβλίο, CD-ROM), που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του 1998, πριν 21 χρόνια δηλαδή, την «Ήπειρο της Πεντατονίας» (Άκης Γκολφίδης, Ελένη Δήμου κ.ά.). Κι εκεί η Ήπειρος ήταν μπροστά, κι εκεί διάβαζες (αλλά και άκουγες) απίστευτες υπερβολές και φαντασιοπληξίες. Θέλουμε να πούμε πως δεν είναι ο πρώτος ο Κρίστοφερ Κινγκ, που λέει αυτά που λέει, και πως έχουν ειπωθεί κατά καιρούς και από Έλληνες, ας τους πούμε «μελετητές», πολύ χειρότερα.

Ας σημειώσουμε, εδώ, πως αφορμή για το βιβλίο, και νωρίτερα, για την ενασχόληση τού Κινγκ με την ηπειρώτικη μουσική, ήταν κάποιοι δίσκοι 78 στροφών τού κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη, που είχε ανακαλύψει ο Αμερικανός σ' ένα παλιατζίδικο, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, το 2009. Από 'κει θα ξεκινήσει, εντοπίζοντας μέσω ίντερνετ τους συλλέκτες αδελφούς Μπαρούνη, στην Αθήνα, οι οποίοι θ' αρχίσουν να τον προμηθεύουν με δίσκους, πουλώντας του κάποια στιγμή όλη τη συλλογή τους με ηπειρώτικα δημοτικά (περίπου 100 κομμάτια). Μέσω των Μπαρούνηδων ο Κινγκ θα βρει κι άλλον δίσκο του Χαρισιάδη, ενώ θα μάθει και για τον βιολιστή Αλέξη Ζούμπα – τα πρόσωπα για τα οποία, μερικά χρόνια αργότερα, ο αμερικανός συλλέκτης θα τύπωνε δύο αξιόλογα CD με παλαιές ηχογραφήσεις τους.

Από 'κει κάτω τα πράγματα θα πάρουν μια σειρά. Ο Κινγκ θα έρθει και θα ξαναέρθει στην Ελλάδα, επισκεπτόμενος την Ήπειρο, βαδίζοντας στα χνάρια που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν οι μουσικοί ήρωές του. Μάλιστα, οι επισκέψεις του στην ΒΔ Ελλάδα θα του αλλάξουν τη ζωή, καθώς θα εισχωρεί, συν τω χρόνω, όλο και πιο βαθιά στην ιστορία, στους θρύλους και στην καθημερινότητα των χωριών της, γράφοντας για όλα τούτα στο βιβλίο του – επιχειρώντας, κατά μίαν έννοια, να αναστήσει εντός του το περιβάλλον που γέννησε και έθρεψε τη συγκεκριμένη μουσική (τα μοιρολόγια, τον σκάρο κ.λπ.).

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Αμερικάνικος δίσκος 78 στροφών του Αλέξη Ζούμπα.

Έτσι το βιβλίο ξεφεύγει από το αυστηρώς μουσικό περιεχόμενό του και καταπιάνεται με την ιστορία του τόπου (πολλές σελίδες π.χ. για τον Αλή Πασά), το προϊόντα του (σελίδες για το ψυχοτρόπο τσίπουρο π.χ., που είναι ένας από τους «πρωταγωνιστές» του βιβλίου), τον παγανισμό, τον χριστιανισμό, τη φύση, τους ανθρώπους (απόγονους των παλαιών οργανοπαικτών), τις φυλές (Τσιγγάνοι, Εβραίοι, Σαρακατσάνοι...), τα όργανα κ.λπ.

Διαβάζοντας στην αρχή το Ηπειρώτικο Μοιρολόι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, μας δημιουργήθηκε μιαν απορία. Σε ποιο ακριβώς σημείο του βιβλίου ο Κινγκ θα περιέγραφε την παρακολούθηση ενός σύγχρονου ηπειρώτικου πανηγυριού και πώς θα το αντιμετώπιζε αυτό; Το λέμε, γιατί ήδη από την σελίδα 88 ο Αμερικανός γράφει: «Όμως οι τοπικές γιορτές στην Ήπειρο και σ' άλλες απομακρυσμένες περιοχές της χώρας έχουν διατηρήσει την καθαρότητά τους. Έπρεπε να καταλάβω γιατί».

Ο Κινγκ δίνει για την Ήπειρο (και αναφερόμαστε, εδώ, στο τι προσλαμβάνουν οι αμερικανοί αναγνώστες του από την ανάγνωση) μιαν αίσθηση χαμένου. Ενός τόπου απομακρυσμένου από τον σύγχρονο πολιτισμό, κάπως σαν τα παρθένα δάση του Αμαζονίου! Φυσικά, εμείς, εδώ στην Ελλάδα, ξέρουμε πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Πως η Ήπειρος δεν είναι ένας χαμένος τόπος, αλλά ένα μέρος που απέχει πια μόλις δύο ώρες από το Αντίρριο. Ένα γεωγραφικό διαμέρισμα, τέλος πάντων, που δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα της Ελλάδας, όσον αφορά στην πρόσβασή του στις ανέσεις και τα καλά του σύγχρονου πολιτισμού.

Τέλος πάντων κάποια στιγμή, στη σελίδα 158 του βιβλίου, ο Κινγκ πρωτογράφει για ένα πανηγύρι: «Εκείνο το βράδυ στη Βίτσα –την πρώτη βραδιά του πανηγυριού– ο Τζιμ κι εγώ είδαμε τους ξενιτεμένους να επιστρέφουν. Παρά τα εκατοντάδες τραπεζοκαθίσματα που είχαν τοποθετήσει στην πέτρινη πλατεία, σχεδόν όλοι ήταν όρθιοι, κερνούσε ο ένας τον άλλο ή έπιναν δυτικά ποτά, κυρίως Μπακάρντι ανακατεμένο σχεδόν με οτιδήποτε».

Έχουμε την εντύπωση πως αυτό θα πρέπει να ήταν ένα πρώτο «χτύπημα» για τον Κινγκ – το μπακάρντι εννοούμε, το οποίον όμως, ο Αμερικανός, το περνάει κάπως στο ντούκου. Όπως στο ντούκου περνάει και τη φάση με τα «πασίγνωστα τραγούδια των Lynyrd Skynyrd», που αντιλάλησαν, κάποια στιγμή, στα ρουμάνια της Ηπείρου.

«Ηπειρώτικο Μοιρολόι»: μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Facebook Twitter
Αμερικάνικος δίσκος 78 στροφών του Κίτσου Χαρισιάδη.

Ίσως να προσγειώνεται κάποια στιγμή ο Κινγκ, όταν βλέπει «τα τερατώδη ηχεία, στημένα πάνω σε τρίποδες, που παραμόρφωναν τη μουσική» και τους ενισχυτές «που αλλοίωναν τις νότες», αλλά και πάλι δεν το βάζει κάτω, αφού στη σελίδα 191 διαβάζουμε: «Αντιμέτωπος με την αυθεντική δημιουργία, παρότι ενισχυμένη και παραμορφωμένη, προσπάθησα να συλλάβω τη μελωδία».

Αυτό το ζιγκ-ζαγκ, αυτό το πήγαινε-έλα ανάμεσα σ' εκείνο που είχε φτιάξει στο μυαλό του ο Αμερικανός και σ' εκείνο που είδε και άκουσε στα βουνά της Ηπείρου είναι, νομίζουμε, το πιο ενδιαφέρον υπόθεμα του βιβλίου. Εκείνο που έρπει κάτω από κάθε περιγραφή, κάτω από κάθε σελίδα, και που φανερώνει ένα βραδύκαυστο σοκ (εμείς έτσι θα το αποκαλούσαμε), το οποίον καλύπτεται επιμελώς υπό το γενικότερο αφήγημα.

Φυσικά, και εδώ, οι υπερβολές και οι αναίτιοι συγκριτισμοί δεν αποφεύγονται ούτε στιγμή. Αν κάποιοι ρεμπετολόγοι ή ρεμπετολογούντες επιχείρησαν να συνδέσουν, δεκαετίες πριν, τα blues του Μισισιπή με τα ρεμπέτικα του '30, ο Κινγκ το πράττει τώρα σε σχέση με τα ηπειρώτικα δημοτικά και με τους ηπειρώτες οργανοπαίκτες (Charley Patton – Γρηγόρης Καψάλης, Blind Willie Johnson και Skip James – Αλέξης Ζούμπας κ.λπ.), εμμένοντας πεισματικά στο ανάδελφο της ηπειρωτικής μουσικής, μ' έναν τρόπο που θα τον ζήλευαν ποικίλες φάρες ελλήνων τοπικιστών (για να μην πούμε εθνικιστών) και πολέμιων της παγκοσμιοποίησης:

«Η ηπειρώτικη μουσική, είναι, στην ουσία της, ένα τεχνούργημα που δεν έχει θέση στη δυτική κοινωνία. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει στραφεί οριστικά προς την παγκοσμιοποίηση, ο πολιτισμός σε ορισμένα μέρη τη βορειοδυτικής Ελλάδας πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα του έξω κόσμου». Και λίγο πιο κάτω: «Ό,τι ακούω έξω από την Ήπειρο δεν έχει κανένα σκοπό».

Λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, πάντως, στη σελίδα 385, είναι ο ίδιος ο Κρίστοφερ Κινγκ που έρχεται, με μια σύντομη πρόταση, να βάλει... φουρνέλο σε όσα έγραψε, σε όλες τις προηγούμενες σελίδες, κάνοντας μια θαρραλέα αυτοκριτική. Γράφει: «Θα μπορούσε να πει κανείς πως, σαν ξένος και Δυτικός, εξιδανικεύω ό,τι δεν μπορώ να εξηγήσω, ή ότι κοιτάζω το φαινόμενο μέσα απ' το πρίσμα του εξωτισμού. Όμως το γεγονός παραμένει: τούτοι οι ήχοι με συγκινούν».

Έτσι κάπως διαβάσαμε το Ηπειρώτικο Μοιρολόι, σαν το αφήγημα ενός ανθρώπου που τελεί υπό ανεξήγητη συγκίνηση, κι έτσι το απολαύσαμε ανά σημεία (ιδίως εκεί όπου ο Κινγκ βρίσκεται στα χνάρια των Χαρισιάδη και Ζούμπα), πέραν του αναπόφευκτου, ίσως, εξωτισμού και της αναίτιας, θα λέγαμε, εξιδανίκευσης.

Βιβλίο
4

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το κρητικό φαγητό είναι πολιτισμικός πλούτος, κληρονομημένη γνώση, καταστάλαγμα εμπειριών, και πηγή έμπνευσης

Βιβλίο / Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Μαργκερίτ Ντιράς: Ζωή σαν μυθιστόρημα»

Το Πίσω Ράφι / To βιβλίο για τη Μαργκερίτ Ντιράς που προκάλεσε σάλο στη Γαλλία

Η προσωπικότητα που αναδύθηκε για τη συγγραφέα του «Εραστή» μέσα από το βιβλίο της δημοσιογράφου Λορ Αντλέρ είναι αμφιλεγόμενη, καθώς η πολιτική και προσωπική διαδρομή της εμφανίζουν αρκετά σκοτεινά σημεία.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

σχόλια

3 σχόλια
Ένα εξαιρετικά ευχάριστο ανάγνωσμα ανάμεσα στα τόσα άρθρα-ύμνους στον κύριο King. Ως Ζαγορίσιος, μεγάλωσα με την τοπική παραδοσιακή μουσική τόσο στο σπίτι όσο και στα τοπικά πανηγύρια. Γι΄αυτό και το βιβλίο και οι απόψεις του κυρίου King με εκνεύρισαν σε απίστευτο βαθμό. Ναι, το Ζαγόρι διατήρησε μία πιο αυθεντική μουσική παράδοση απ' ότι αλλού, τόσο λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης και της "ξεχωριστής ταυτότητας" του μέρους όσο και λόγω του μουσικού γούστου των, εν πολλοίς μορφωμένων και ταξιδεμένων Ζαγορισίων (πολλά χωριά ήταν δασκαλοχώρια) που επιμένουν να παίζονται στα πανηγύρια κυρίως παραδοσιακά, τοπικά τραγούδια. Η ζαγορίσια μουσική βέβαια είναι πολυεπίπεδη και αντανακλά τόσο την τοπική μουσική παράδοση, όσο και επιρροές από π.χ. το αστικό γιαννιώτικο τραγούδι και αλλού. Μια μουσική παράδοση που μελετήθηκε, αγαπήθηκε και χορεύτηκε από πολλούς Έλληνες, πολύ πριν καταφτάσουν στην Ήπειρο ξένοι δημοσιογράφοι για να thn" ανακαλύψουν". Ο Christopher King φυσικά τα αγνοεί όλα αυτά, και φορώντας το καπέλο του εξερευνητή/Indiana Jones επιμένει να παινεύεται σε όλες τις συνεντεύξεις του ότι πίσω από τα άγρια βουνά ανακάλυψε μία φυλή ιθαγενών που κρατούν μία πανάρχαια, καθάρια και αμόλυντη μουσική παράδοση με μαγικές ιδιότητες. Αφού λοιπόν πάρει τα εύσημα, θεωρεί ότι ο τόπος αυτός και η μουσική του τού "ανήκει", ήτοι ότι μπορεί να τον ερμηνεύει κατά το δοκούν και να προβάλει πάνω του ό,τι θέλει (που σημαίνει ότι λέει απίστευτες αρλουμπολογίες). Ο King βεβαίως δεν είναι ο μόνος - στο πανηγύρι της Βίτσας καμαρώσαμε τη φίλη του δημοσιογράφο κα Amanda Petrusich, η οποία γρήγορα απογοητεύτηκε από την Ήπειρο και πήγε στην Αλβανία για πιο άγριες, βίαιες και άρα "αυθεντικές" εμπειρίες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι κάθε King και Petrusich που, ως σύγχρονοι αποικιοκράτες εξερευνητές στα άγρια Βαλκάνια βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν, αλλά και οι κάθε λογής προοδευτικοί Έλληνες, που χύνουν χολή για τη "βλαχιά" του ηπειρώτικου κλαρίνου, αλλά σαν γνήσια βλαχαδερά εκστασιάζονται όταν ασχολούνται με αυτήν οι ξένοι, και στη συνέχεια έχουν και άποψη για αυτή.
Κατ' άλλους πάλι,το αριστούργημα αυτό εκτιμάται ακριβώς ως αριστούργημα γιατί κατάφερε να επικαιροποιήσει μια παλαιά γνώση και να την αναδείξει σήμερα(καθώς η ιουράσιος περίοδος παρήλθε).Ένας άνθρωπος-ο Κρίς-έμπλεως ηπειρώτικης ψυχής προσκυνά το μεγαλείο της κι αυτό μόνο οι Ηπειρώτες και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Ηπειρώτες δύνανται να το αντιληφθούν και να το επιβεβαιώσουν.(no offense για τους υπόλοιπους)