Ανάμεσα στη μεγάλη επιτυχία με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο ντι Κάπριο, που του χάρισε το δεύτερο συνεχόμενο Όσκαρ σκηνοθεσίας μετά το Birdman, και την επική αυτοβιογραφική επίσκεψη στα πάτρια εδάφη, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού, 79ου Φεστιβάλ Βενετίας, ο Μεξικανός δημιουργός είχε παρουσιάσει ένα σπουδαίο έργο ειδικού φορμά και μεγάλης σημασίας.
Το Flesh and Sand (Carne y Arena), ένα 7λεπτο VR αριστούργημα που παρουσιάστηκε σε ένα αεροπορικό υπόστεγο στις Κάννες το 2017, έκτοτε ταξίδεψε σε επιλεγμένες τοποθεσίες ανά τον κόσμο και είχα την τύχη να το παρακολουθήσω, τοποθετούσε τον θεατή, εικονικά αόρατο και σωματικά απόντα, ακριβώς στη μέση μιας συμπλοκής στα σύνορα Αμερικής με Μεξικό, και τον προσκαλούσε να επιλέξει τη δική του οπτική στον θορυβώδη εφιάλτη που ακολουθούσε τη σύλληψη των μεταναστών από τους συνοριακούς αστυνομικούς – χωρίς παπούτσια, ένιωθες την άμμο κάτω από τα πόδια, σαν μια αίσθηση βιωματική και τραυματική, ακριβώς όπως οι μη προνομιούχοι μιας αμφίβολης καινούργιας ζωής.
Η ταινία Bardo, με υπότιτλο «Ψευδές Χρονικό μιας Χούφτας από Αλήθειες», ξεκινά φαντασματικά, με μια πελώρια σκιά να ίπταται πάνω από την έρημο και να κάνει άτακτα βήματα που προσγειώνονται με γδούπο, σε μια πτήση που θυμίζει βαριά όνειρα.
Ο Ινιάριτου, που έχει να κάνει ταινία στη χώρα του από το συναρπαστικό Amores Perros που τον έβαλε αυτόματα στον παγκόσμιο χάρτη, πριν από 22 χρόνια, συναντιέται με τον παλιό του εαυτό και, όπως διαπιστώνουμε από μια πολύ όμορφη στιγμή που καθρεφτίζεται με το είδωλό του, συμφιλιώνεται τρυφερά με αυτόν αντί να τρομάξει με την εικόνα μιας χίμαιρας.
Ο Σιλβέριο, το alter ego του Ινιάριτου που υποδύεται ο Ντάνιελ Χιμένες Κάτσο, δεν είναι καθόλου υψιπετής, αλλά αντίθετα, εγκλωβισμένος σε μια ωραία ζωή συγγραφέα/ντοκιμαντερίστα στο Λος Άντζελες και στην επιτακτική ανάγκη του να επιστρέψει στη γενέτειρα, που, όπως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ουσιαστικά εγκατέλειψε πριν από δυο δεκαετίες για να ακολουθήσει λαμπρή και βραβευμένη καριέρα στην Αμερική.
Η εμπειρική αντικειμενικότητα του Flesh and Sand εξελίσσεται σε πολυπρισματική αυτοβιογραφία, με μπόλικη δόση ποιητικής άδειας στις λεπτομέρειες (εξού και το ψευτοχρονικό του επεξηγηματικού υπότιτλου) και έξυπνη ή πονηρή (ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς...) συνειδητοποίηση των καλλιτεχνικών αδυναμιών και των προσωπικών επιλογών του ίδιου του δημιουργού.
Από τη μία, ο Ινιάριτου γνωρίζει γιατί μπορεί να κατηγορείται και βάζει άλλους να κριτικάρουν την επιτήδευση και τις θολές από το στυλιζάρισμα προθέσεις στο μονίμως πονεμένο πρόσωπο του Σιλβέριο. Επιπρόσθετα, νιώθει την υποχρέωση να απολογηθεί για την αυτοεξορία του, εξισώνοντας τη δοξασμένη διαβίωσή του στον νέο κόσμο με ξεπούλημα προς την πατρίδα και τα πάλαι ποτέ αγωνιστικά ιδανικά, μια χώρα που, όπως λέει, δεν έχει φτώχεια, αλλά κοινωνική ανισότητα.
Στην παρατεταμένη επιστροφή του, ο συγγραφέας επισκέπτεται την παιδική ηλικία, τους αγαπημένους φίλους και την οικογένεια που άφησε πίσω του, αλλά και την Ιστορία υπό το πρίσμα ενός διαβασμένου στοχαστή με φαντασία και την απόσταση ενός εμιγκρέ με διπλή υπηκοότητα.
Η σκηνή όπου διαμαρτύρεται οργισμένος σε έναν μάλλον μεξικανικής καταγωγής τελωνειακό υπάλληλο που δεν αναγνωρίζει τυπικά το Λος Άντζελες ως μόνιμο τόπο κατοικίας του Σιλβέριο, της συζύγου και των δυο παιδιών του, είναι μια από τις αρκετές εξαιρετικές κινηματογραφικές συνθέσεις ενός σκηνοθέτη που κανείς δεν αμφισβητεί την ασύγκριτη ικανότητά του να μπολιάσει με δύναμη δεξιοτεχνικές σεκάνς, με ή χωρίς τον Εμάνουελ «Τσίβο» Λουμπέτσκι στη διεύθυνση φωτογραφίας – εδώ έχει συμπαραστάτη τον Ντάριους Κόντζι, που κάνει τρομερή και πολλή δουλειά, αν και η ευαισθησία στη χρωματική παλέτα δεν είναι η ίδια.
Αντίστοιχα, η σκηνή με τους αγνοούμενους που σωριάζονται ξαφνικά στο έδαφος στην Πόλη του Μεξικού, η διπλή διαδρομή στο μετρό του Λος Άντζελες με τα ψαράκια στη σακούλα, τον μακρύ αποχαιρετισμό στην οικογένεια με τα φανάρια που σβήνουν σε έναν διακεκομμένο ορίζοντα ή η συνάντηση του μικρομέγαλου Σιλβέριο με τον νεκρό πατέρα του, είναι μια σειρά από best of μιας ολόκληρης ζωής, περισσότερο στο διαθλασμένο ύφος του Φελίνι και τον σουρεαλισμό του Φόσι στο All that Jazz, παρά στις πρόσφατες νοσταλγικές εκδρομές στα παλιά λημέρια από τον Κουαρόν στο Roma και τον Σορεντίνο στο Χέρι του Θεού.
Ο Ινιάριτου, που έχει να κάνει ταινία στη χώρα του από το συναρπαστικό Amores Perros που τον έβαλε αυτόματα στον παγκόσμιο χάρτη, πριν από 22 χρόνια, συναντιέται με τον παλιό του εαυτό και, όπως διαπιστώνουμε από μια πολύ όμορφη στιγμή που καθρεφτίζεται με το είδωλό του, συμφιλιώνεται τρυφερά με αυτόν αντί να τρομάξει με την εικόνα μιας χίμαιρας.
Στον θιβετιανό βουδισμό, το Bardo είναι η ενδιάμεση κατάσταση από τον θάνατο ως την αναγέννηση, ανάλογα με τη συμπεριφορά του ανθρώπου όσο βρισκόταν στη ζωή. Ο Ινιάριτου μαζεύει το παρελθόν του με έναν τρόπο που ταιριάζει στην πληθωρική καλλιτεχνική του ψυχοσύνθεση, σε ένα τρίωρο έπος που κυμαίνεται από την ιδιοφυΐα ως την εξάντληση, με εμπνεύσεις και επαναλήψεις, μεγαλοπρέπεια και προσποίηση.
Δεν είναι κάτι άλλο από τη δήλωσή του πως, παρά τις μπλεγμένες αλήθειες και τη δραματοποιημένη αφήγηση της πορείας του, βρίσκεται σε ένα πραγματικό μεταίχμιο, κι ενώ βρήκε μια διέξοδο για να εκφράσει την κρίση μέσης ηλικίας που προφανώς διανύει εδώ και αρκετό καιρό, το σινε-limbo που σκηνοθέτησε για λογαριασμό του Netflix δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το επόμενο βήμα του.