Η σχέση του The Boy με το Πολύδροσο είναι σχέση ζωής. Ξεκινάει από τη στιγμή που γεννήθηκε – εκεί είναι το πατρικό του και οι παιδικές του αναμνήσεις. Aλλά και κινηματογραφικά εκεί έγινε το ξεκίνημά του, γιατί στα 17 του έφτιαξε το μικρού μήκους ταινιάκι Polydroso Side Story -η πρώτη του μεγάλου μηκους ταινία ήταν το Κλαις, στα 23 του. Στο στούντιο όπου βρισκόμαστε για τη συνέντευξη είναι πιο χαλαρός από ποτέ, παρότι μισεί τις συνεντεύξεις, μιλάει χαμηλόφωνα, σχεδόν γαλήνια, και επανέρχεται στο Πολύδροσο ξανά και ξανά, εξηγώντας γιατί επέστρεψε εκεί για να γυρίσει τη δεύτερη ταινία μιας άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με το Winona και θα ολοκληρωθεί με την ταινία που γύρισε το περασμένο καλοκαίρι και βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στο στάδιο του μοντάζ.
«Το Πολύδροσο ανήκει μισό στο Μαρούσι και μισό στο Χαλάνδρι. Εκεί μεγάλωσα εγώ», λέει. «Εκεί και η Σοφία Κόκκαλη και η Βίκυ Καγιά που παίζουν την κόρη και τη μητέρα στην ταινία. Το Πολύδροσο είναι ένα μέρος που φαινομενικά δεν έχει σημαντική ιστορία, δεν είναι τα Εξάρχεια ή η Κηφισιά. Το Πολύδροσο είναι μια ταινία για ένα μέρος το οποίο υποτίθεται είναι ένα τίποτα, για μια μητέρα και μια κόρη που επίσης δεν είναι κάτι σημαντικό, ούτε στην ταινία συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Οπότε έχει να κάνει με το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι κάτι το οποίο δεν φαίνεται καθόλου σημαντικό, δεν μας τραβάει το βλέμμα με τη μία, ώστε να πούμε “πολύ ενδιαφέρον αυτό το θέμα”. Και το Πολύδροσο, όπου μεγάλωσα, μπορεί να είναι το τίποτα για κάποιους, αλλά άμα μένεις εκεί είναι όλη σου η ζωή. Για κάποιο διάστημα παρατηρούσα ότι όσοι μεγαλώσαμε στο Πολύδροσο το συζητούσαμε πολύ μετά και είχαμε να πούμε ιστορίες πολύ σκοτεινές, ήταν λίγο το Twin Peaks μας. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι το 2014 μια ταινία για το Πολύδροσο, χωρίς ακόμα να ξέρω τη βασική ιστορία, αυτή με βρήκε δύο-τρία χρόνια μετά. Το ενδιαφέρον για μένα ήταν να βρω το δικό μου Πολύδροσο, όχι να καταγράψω το Πολύδροσο στον ρεαλισμό του αλλά να δω τι είναι δικό μου εκεί μέσα.
Για κάποιον λόγο με τις συγκρούσεις δεν έχω καλή σχέση. Όταν τις βλέπω σε ταινίες άλλων σκηνοθετών μου αρέσουν, αλλά όταν σκηνοθετώ εγώ, μου βγαίνει πιο φυσικά οι συγκρούσεις να μένουν σιωπηλές, πίσω από βλέμματα και πίσω από χιούμορ και αγάπη.
Το Πολύδροσο είναι αυτό που ήταν πάντα, έχει χτιστεί περισσότερο, αλλά δεν έχει αλλάξει η ουσία του. Δεν υπάρχουν πιο πολλά μαγαζιά και δεν θα πατήσει ποτέ τουρίστας. Σίγουρα, για όσους μεγαλώσαμε εκεί πέρα στα ’80s, επειδή είχε πολλή φύση και ήταν μια εποχή χωρίς ίντερνετ, χωρίς κινητά, βγαίναμε το πρωί και γυρνούσαμε το βράδυ, ήταν πολύ κοντά στη λογική του Stand by me: ποδήλατα, όλη τη μέρα έξω, εξερευνήσεις, δεντρόσπιτα. Υπήρχαν συμμορίες, συνέβαιναν έντονα βίαια πράγματα, αλλά δεν φαινόταν. Αυτό ήταν επίσης κάτι που με ενδιέφερε: αν κάνεις μια βόλτα στο Πολύδροσο δεν θα σκεφτείς ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί εκεί. Ακόμα με ενδιέφερε το πώς, κάθε φορά που επιστρέφω, είναι σαν να υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό που βλέπω, κρυμμένο κάπου ή μέσα μου ή στο βάθος του Πολύδροσου.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στη συγκεκριμένη ταινία ήταν το ρεπεράζ. Ήταν κάτι που το έκανα μόνος μου, δεν ήθελα να είμαι με άλλους για να μην επηρεαστώ από την άποψή τους, από κάποιον που δεν είναι συναισθηματικά δεμένος με την περιοχή, θα έβλεπε ένα σπίτι και θα το θεωρούσε πολύ ωραίο, αλλά εμένα δεν θα μου έλεγε κάτι. Οπότε, γύρισα όλο το Πολύδροσο και το ενδιαφέρον είναι ότι έβλεπα κάτι κι έλεγα “αυτό είναι η ταινία”, έστριβα είκοσι πόντους δεξιά κι αυτό δεν ήταν η ταινία – έτσι άρχισα να προσέχω έντονα κάποια πράγματα. Η ταινία γυρίστηκε στο σπίτι στο οποίο μεγάλωσα, που είναι αντι-κινηματογραφικό, δεν θα το χρησιμοποιούσαμε σε μια ταινία, δεν είναι εύκολο για τον κινηματογράφο. Ακριβώς γι’ αυτό κάπως με ενδιέφερε, επειδή δεν ήταν ένα σπίτι σαν αυτά που βλέπουμε σε ταινίες, που τα διαλέγουμε επειδή είναι ωραία, σαν να κάνουμε διαφημιστικό. Οπότε κάπως άρχισε να υπάρχει μια φροντίδα η οποία μετά πέρασε και στα πρόσωπα και στον τρόπο που θα τα κινηματογραφούσαμε.
Η Φθινοπωρινή Σονάτα είναι η πρώτη ταινία που έρχεται στο μυαλό κάποιου όταν μιλάμε για τη σχέση μάνας-κόρης. Επειδή όλες σχεδόν οι ταινίες που έχουν να κάνουν με τη σχέση μάνας-κόρης πιάνουν συνήθως το κομμάτι της σύγκρουσης που προφανώς ανταποκρίνεται κάπως στην πραγματικότητα, για δικούς μου λόγους ήθελα να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου στην ταινία, κι αν είναι να υπάρχει, να είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής τρυφερότητας και της υπερβολικής αγάπης. Οι ταινίες του αυστραλέζικου κινηματογράφου με βοήθησαν με τον τρόπο τους και είναι σταθερή επιρροή μου εδώ και κάποια χρόνια, κυρίως ως προς τον τρόπο που οι εκεί σκηνοθέτες κινηματογραφούν τη φύση, τα χρώματα. Ως προς τος σχέσεις έχω επηρεαστεί από το Ιnteriors του Γούντι Άλεν, τις πολύ ιδιαίτερες κωμωδίες του Μπιλ Φορσάιθ, όπως το Housekeeping και το Gregory’s girl, από το In a lonely place και το Singapore Sling, το Girlfriends της Claudia Weill, από τη σιγουριά της Μπέτι Ντέιβις και τις κρυμμένες αυτοβιογραφικές διλογίες του Τέρενς Ντέιβις και του Βίκτορ Ερίθε. Όσον αφορά τα χρώματα, με τον φωτογράφο μου τον Σίμο Σαρκετζή είχαμε στο μυαλό μας τα έντονα χρώματα του Πολύδροσου. Θέλαμε να υπάρχει η αίσθηση της ομορφιάς της φύσης, όπως στους κήπους του Μονέ – σε αυτό μας βοηθάει πολύ και το ότι τραβάμε πάντα σε φιλμ. Δεν θέλαμε να υπάρχει κάτι σκοτεινό, να προμηνύεται κάτι κακό.
Τη μουσική της ταινίας την έκανε η Δεσποινίς Τρίχρωμη. Στις ταινίες που κάνω η μουσική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, πολλές φορές αφηγηματικό κιόλας. Οι ταινίες που μου αρέσουν και που θέλω να κάνω είναι αυτές που όταν τελειώνουν θέλεις να ακούσεις το σάουντρακ. Υπάρχουν τραγούδια που τραγουδάει η Τρίχρωμη, τα οποία με τον τρόπο τους σχολιάζουν αυτό που συμβαίνει, αλλά υπάρχουν και τραγούδια που τραγουδάνε η Σοφία και η Βίκυ. Είναι πολύ σημαντικός ο ήχος σε αυτή την ταινία, δηλαδή το πώς θα βγει ο ήχος του Πολύδροσου, ένας ήχος της φύσης. Με κάποιον τρόπο θέλαμε να υπάρχει συνομιλία με τη μουσική, οπότε γι’ αυτό είπαμε και στη Nalyssa Green να κάνει το sound design.
Δεσποινίς Τρίχρωμη - Σκιά
Η πιο μεγάλη δυσκολία σε αυτή την ταινία, και στο υποκριτικό κομμάτι και στο μοντάζ, ήταν πώς να γίνει με τρόπο που δεν θα κουράσει τον θεατή, εφόσον δεν υπάρχει καθόλου δράμα, καθόλου ένταση: δεν γελάνε, δεν κλαίνε, δεν τσακώνονται. Αυτό, από την άλλη, είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα, και για έναν ηθοποιό, το πώς παίζεις όταν δεν έχεις αυτές τις σχετικές ευκολίες. Βέβαια, για κάποιον λόγο με τις συγκρούσεις δεν έχω καλή σχέση. Όταν τις βλέπω σε ταινίες άλλων σκηνοθετών μου αρέσουν, άλλα όταν σκηνοθετώ εγώ, μου βγαίνει πιο φυσικά οι συγκρούσεις να μένουν σιωπηλές, πίσω από βλέμματα και πίσω από χιούμορ και αγάπη.
Με έναν τρόπο αυτή η ταινία μου είναι η πιο εύκολη για τον θεατή και ταυτόχρονα η πιο δύσκολη. Υπάρχει κάτι φαινομενικά συμβατικό στην αφήγηση με την έννοια ότι η ταινία είναι λιγότερο εγκεφαλική από κάποιες προηγούμενές μου. Δεν μου φαίνεται κακή η λέξη “συμβατική”. Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι πρέπει, ως δημιουργός, να ακολουθείς αυτό που σου συμβαίνει κάθε στιγμή. Δεν σημαίνει ότι επειδή κάποτε έκανα κάτι άλλο, θα πρέπει να είμαι δέσμιος μιας συγκεκριμένης εικόνας. Ευτυχώς, δεν είμαι ένα brand με κοινό που περιμένει κάτι συγκεκριμένο, οπότε για μένα αυτό είναι μια ελευθερία. Κάθε φορά μπορώ να εκφράσω αυτό που νιώθω, άλλοτε πιο τρυφερό, άλλοτε πιο βίαιο.
Η ταινία είναι η σχέση μητέρας και κόρης στο Πολύδροσο. Δεν βλέπουμε κανέναν άλλο, ακόμα και όταν περπατάνε στον δρόμο είναι μόνες, άλλα κάπως διακόπτεται η μεταξύ τους σχέση λόγω δύο συναντήσεων με ανθρώπους που θυμίζουν φαντάσματα του παρελθόντος τους.
Υπάρχει και μια σεκάνς animation που σχεδίασε η Ειρήνη Βιανέλλη, την οποία ξέρω κάποια χρόνια και θέλαμε πολύ να δουλέψουμε μαζί. Είναι ένα ζωγραφικό 2D animation μπροστά από κινηματογραφημένους χώρους. Ήθελα ως αίσθηση να θυμίζει ένα αυστραλέζικο animation που μου άρεσε πολύ από μικρός και λεγόταν Dot and the Kangaroo.
Στην ταινία η Σοφία, η κόρη, επιστρέφει στο Πολύδροσο για να κάνει παρέα και να φροντίσει τη Σοφία, τη μητέρα, όσο η μητέρα προετοιμάζεται για μια επέμβαση. Ήθελα να ασχοληθώ με τη διαχείριση του θανάτου και του πένθους. Και η Winona ήταν κάτι τέτοιο, η εναλλακτική κηδεία ενός νεαρού ανθρώπου – υπάρχει κάτι αφύσικο στο να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι. Το Πολύδροσο είναι μια ταινία ποτισμένη με την παρουσία του θανάτου –τη διαχείρισή του, ενώ δεν έχει έρθει ακόμα–, με την παρουσία του σπιτιού και του μέρους στο οποίο μεγάλωσες. Αυτό ήταν το ζητούμενο για μένα. Αυτή η θεματική κλείνει σε μια επόμενη ταινία που γυρίσαμε το καλοκαίρι και τώρα τη μοντάρω.
Νομίζω πως ό,τι σχέδια και να κάνεις, έρχεται η πραγματικότητα και σε αλλάζει. Έντονες αλλαγές που έχουν να κάνουν με γεννήσεις και θανάτους μετατοπίζουν το ενδιαφέρον σου. Υπάρχουν πολλά πράγματα που κάποτε ήταν το Α και το Ω για μένα, αλλά πια δεν με αγγίζουν τόσο. Με αγγίζουν όμως άλλα που αν τα έβλεπα στα 25 μου, μπορεί και να μη μου λέγανε κάτι. Ξέρουμε καλλιτέχνες που λόγω όσων τους συνέβησαν απέκτησαν μια σχέση με τον Θεό. Εμένα δεν μου έχει συμβεί αυτό, αλλά μου ’χει συμβεί να έχει γίνει κάτι πολύ έντονο που μετατόπισε τελείως τη σχέση μου με αυτό που έκανα ως τότε.
Ετοιμάζω δύο δίσκους, κάποιες άλλες ταινίες, διδάσκω σε σχολές υποκριτικής. Μου αρέσει η άμεση σχέση που έχω με τους σπουδαστές και που δεν υπάρχει το κομμάτι της έκθεσης – τώρα με τα social η έκθεση έχει γίνει πια πιο δύσκολη σε συναισθηματικό επίπεδο. Πλέον δεν χαίρομαι όταν κυκλοφορεί μια ταινία μου ή ένας δίσκος μου. Περισσότερο φοβάμαι...»
Η νέα ταινία του The Boy «Πολύδροσο» βγαίνει στις αίθουσες στις 16/5 από το Cinobo.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.