Η συνδρομή του Τζαντ Άπατοου στην αμερικανική κωμωδία του εικοστού πρώτου αιώνα υπήρξε καταλυτική, πλην όμως πιο ποιοτική από τη θέση του παραγωγού. Ως σκηνοθέτης έγραψε και γύρισε μια σειρά από φαρσοκωμωδίες, οι οποίες αφορούν στην πλειονότητά τους τις ερωτικές σχέσεις και διακρίνονται από μια μεγάλη αντίφαση. Ενώ το στοιχείο της ελευθεροστομίας είναι έντονο, με το σεξ και την (κυρίως ανδρική) καφρίλα να προσεγγίζονται απενοχοποιημένα, στο ουσιαστικό μέρος όλες τους καταλήγουν σε ένα συντηρητικό επιμύθιο, κινούμενο αυστηρά εντός των παραδοσιακών αξιών της μέσης αμερικανικής οικογένειας.
Επίσης, όλες τους ανεξαιρέτως είναι τρομερά ανοικονόμητες, υπερβαίνουν τη διάρκεια των δύο ωρών, κάτι που σε έναν αιώνα –και βάλε– σινεμά σπάνια έχει λειτουργήσει προς όφελος της κωμωδίας.
Στο «Trainwreck» η Έιμι Σούμερ έδωσε μια φρεσκάδα αυθορμητισμού που έλειπε από τις τελευταίες ταινίες του, στο «King of Staten Island» η συνεργασία του με ακόμα έναν νεόκοπο κωμικό, τον Πιτ Ντέιβιντσον, δεν είχε εξίσου καλά αποτελέσματα. Και τώρα ο Άπατοου συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Netflix και επιχειρεί να εντάξει σατιρικά στοιχεία στην κωμωδία του. Μόνο που το αποτέλεσμα είναι με διαφορά ό,τι χειρότερο έχει υπογράψει.
Συχνά ο Άπατοου και οι συνεργάτες του έδιναν στους ηθοποιούς το concept μιας σκηνής κι από εκεί και πέρα τους αφήναν να αυτοσχεδιάσουν ασταμάτητα και μετά χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα αποσπάσματα στο τελικό cut. Όχι τυχαία, η πιο αστεία ταινία του Άπατοου ήταν το «40 Year Old-Virgin», ακριβώς επειδή το καστ του διέθετε περίσσευμα κωμικού ταλέντου.
Στην ταινία του Netflix ένα τσούρμο σταρ διαφορετικών καταβολών πηγαίνουν στη Μεγάλη Βρετανία για να γυρίσουν το έκτο μέρος ενός franchise με δεινοσαύρους εν μέσω πανδημίας. Η «φούσκα» του τίτλου αναφέρεται στο καλά προστατευμένο περιβάλλον, στο οποίο πρέπει να διαμείνουν οι ηθοποιοί και το συνεργείο για όσο διάστημα κρατούν τα γυρίσματα της ταινίας. Πάνω σ’ αυτό το premise στήνονται μια σειρά από κωμικά σκετσάκια με κύριο χαρακτηριστικό τους την κωμική αστοχία.
Συχνά ο Άπατοου και οι συνεργάτες του –ο Άνταμ ΜακΚέι πιο πετυχημένα από όλους– έδιναν στους ηθοποιούς το concept μιας σκηνής κι από εκεί και πέρα τους αφήναν να αυτοσχεδιάσουν ασταμάτητα και μετά χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα αποσπάσματα στο τελικό cut. Όχι τυχαία, η πιο αστεία ταινία του Άπατοου ήταν το «40 Year Old-Virgin», ακριβώς επειδή το καστ του διέθετε περίσσευμα κωμικού ταλέντου.
Το «Βubble» έχει ταλαντούχους ηθοποιούς, με κάποιους από αυτούς να διαθέτουν κωμικό timing – η Κάρεν Γκίλαν πρέπει να αποκτήσει σύντομα ένα κωμικό πρωταγωνιστικό όχημα της προκοπής. Κωμικούς, όμως, με αυτοσχεδιαστικές ικανότητες επιπέδου Στιβ Κάρελ δεν έχει και αν υπάρχει κάποιος που να τις πλησιάζει, είναι η Κέιτ ΜακΚίνον, η οποία δυστυχώς εμφανίζεται για λίγο μέσω zoom.
Όσο για τα ενδοβιομηχανικά σατιρικά βέλη του σεναρίου που σκάρωσε ο Άπατοου, είναι πράγματα που έχουμε δει ξανά, πολύ πιο καυστικά και σε πολύ πιο αστεία εκδοχή – αν ο υπογράφων δεν έπρεπε να παρακολουθήσει το «Bubble» ολόκληρο, θα το είχε κλείσει στο σαραντάλεπτο και θα έβαζε να ξαναδεί το «Tropic Thunder».
Το μεγάλο πρόβλημα του έργου, βέβαια, ίσως να είναι το timing. Ο Γούντι Άλεν στο «Crimes and Misdemeanors» έλεγε ότι η κωμωδία ισούται με την τραγωδία συν τον χρόνο, εννοώντας πως όλα τα γεγονότα μπορούν να γίνουν κωμικά, όταν έχει περάσει μια σχετική χρονική απόσταση από την επέλευσή τους.
Από μια πλευρά μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι πολύ νωρίς για να γυρίζεται μια κωμωδία για την πανδημία του κορωνοϊού πλήρως αποκομμένη από την τραγική του διάσταση. Από την άλλη, ίσως είναι και πολύ αργά για να γίνονται αστεία για τα μέτρα προστασίας και την καραντίνα – η κουλτούρα των memes παρήγαγε πολύ καλύτερη κωμωδία σχετικά με αυτό το ζήτημα. Και έπειτα, ίσως και να μην είναι ποτέ η κατάλληλη στιγμή για να γυριστεί μια κωμωδία που σου ζητά να συμπονέσεις χολιγουντιανούς σταρ που έπρεπε να περάσουν την καραντίνα τους σε πλουσιοπάροχα δωμάτια με όλες τις παροχές και τις ανέσεις, τουλάχιστον όχι χωρίς την αιχμηρότητα και την απαραίτητη δοσολογία αυτοσαρκασμού.
Ναι, κάποιος χαρακτήρας μέσα στο φιλμ αναφέρεται στο εν λόγω προνόμιο, όταν ένας σταρ ωρύεται, μα είναι ένα στιγμιότυπο φτιαγμένο για να ξεμπερδέψει με τη συγκεκριμένη ένσταση, το οποίο αναιρείται εμφατικά από το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Μιας ταινίας που σε κάνει να πιστεύεις ότι ο δημιουργός της ζει στη δική του «φούσκα», αποκομμένος από την πανδημική εμπειρία του περισσότερου κόσμου. Και από το χιούμορ.