ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ αφού ο Φρίντκιν απεικόνισε τη μάχη του Καλού και του Κακού με τρόπο που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί ως τότε, οι δημιουργοί ακόμα παλεύουν να πλάσουν κάτι αντίστοιχο και αποτυγχάνουν, ίσως επειδή ο Εξορκιστής (1973) έπρεπε να είχε παραμείνει μια sui generis δημιουργία, αντί να μετατραπεί σε ξεχωριστό υπο-είδος τρόμου. Φυσικά, αντίγραφά του θα συνεχίσουν να γυρίζονται και το κοινό θα εξακολουθεί να τα βλέπει, είτε λόγω ενδιάθετων χριστιανικών φρονημάτων, είτε επειδή λίγοι φόβοι μπορούν να συγκριθούν με εκείνον της απώλειας του ελέγχου του σώματος από μια εξωγενή, κακόβουλη οντότητα, είτε πρόκειται για ιό, είτε, στην περίπτωσή μας, για δαίμονα.
Γενικότερα, ως προς το μέτρο και το γούστο τα φίλτρα του Ντάνιελς ποτέ δεν λειτουργούσαν καλά, εδώ σκηνές όπως το crosscutting της πρώτης σωματικής εκδήλωσης του δαιμονισμού ή το flashback του ιστορικού της οικίας μοιάζουν παρμένες από κάποιο Scary Movie μέσα στην υπερβολή τους.
Στο Deliverance έρχεται η σειρά του Λι Ντάνιελς να αναμετρηθεί με τον Εξορκιστή. Στην ταινία μαύρη –έχει σημασία– μάνα μετακομίζει με τα τρία παιδιά της και την άρρωστη, λευκή μητέρα της σε νέο σπίτι. Στην πρώτη πράξη οι χτύποι που ακούγονται το βράδυ στο σπίτι προέρχονται από την ίδια, που γυρίζει μεθυσμένη, τρεκλίζει και βλαστημά. Ακόμα κι οι περιστασιακοί εμετοί δεν οφείλονται στα καμώματα του Παζούζου, αλλά στην κατάχρηση μπέρμπον. Σύντομα, αυτά τα γνώριμα σημάδια δαιμονικής παρουσίας θα λάβουν και πάλι τη συνήθη, μεταφυσική τους εξήγηση, ο μικρότερος υιός θα αποτελέσει το δοχείο για την έλευση του Κακού που θα επηρεάσει τα άλλα δυο και θα διαρρήξει τις εύθραυστες οικογενειακές ισορροπίες.
Από το μπουρζουά διαμέρισμα της εύρωστης Έλεν Μπέρστιν, μεταφερόμαστε σε ένα μικροαστικό με μουχλιασμένο υπόγειο και την Άντρα Ντέι να χρωστά δυο νοίκια και να δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Δεν εξαντλείται εκεί η παραλλαγή της συνταγής από τον Ντάνιελς, προσθέτει και τη μαύρη εμπειρία στο μείγμα, με την ηρωίδα να προσπαθεί να εξηγήσει σε λευκούς πως δεν ευθύνεται η ίδια για όσα συμβαίνουν στο παιδί της, αλλά να μην την πιστεύει κανείς, ούτε καν η –είπαμε, λευκή– μητέρα της. Η Άντρα Ντέι, που μας άφησε με το στόμα ανοιχτό στο κατά τα άλλα κιτρινίζον The United States vs Billy Holiday, εδώ για ακόμα μια φορά επιδεικνύει ερμηνευτικό τσαγανό και, προς τιμήν της, δεν προσπαθεί να κάνει τον χαρακτήρα της πιο συμπαθητικό, αν και αυτό πρέπει να πιστωθεί εξ ημισείας και στον Ντάνιελς, έστω κι αν η «γκρίζα» χαρακτηρολογική σκιαγράφηση εξυπηρετεί κυρίως την αγαπημένη του κινηματογραφική συνήθεια: την πορνογραφία της δυστυχίας, αυτή που τον έκανε ευρύτερα γνωστό μέσω του Precious (2009).
Στο ρόλο της λευκής μητέρας της ηρωίδας εμφανίζεται η Γκλεν Κλόουζ, συνεχίζοντας ένα σερί συνεργασιών του σκηνοθέτη με ηθοποιούς εγνωσμένης αξίας σε ρόλους που δεν θα περίμενες. Βλέποντας την Έλεν Μίρεν ως εκτελέστρια στο Shadowboxer (2005) ή τη Νικόλ Κίντμαν να κατουράει – καλά διάβασες – τον Ζακ Έφρον στο Paperboy (2012) ή την Γκλεν Κλόουζ στο παρόν να επικαλείται τη μαύρη slang ή να αποκαλεί το φαγητό της «σκατά με σκόρδο», θα πίστευες ότι μόνο μέσω εκβιασμού θα μπορούσε να τις έχει πείσει να παίξουν στις ταινίες του. Στα μάτια μας είναι άλλος ο λόγος που συμφωνούν, αφενός τους προτείνεται κάτι διαφορετικό που βλέπουν ως ερμηνευτική πρόκληση, αφετέρου πλέον γνωρίζουν ότι ο Ντάνιελς θα τους δώσει χώρο, χρόνο και τουλάχιστον μία «μεγάλη» σκηνή για να σολάρουν – κι αυτό μπορεί να οδηγήσει μέχρι τα Όσκαρ.
Να σημειωθεί ότι η Κλόουζ, που εδώ και χρόνια μοιάζει να έχει καταληφθεί από το πνεύμα της Νόρμα Ντέσμοντ, να της έχει γίνει δεύτερη ερμηνευτική φύση ο τρόπος της ξεπεσμένης σταρ του βωβού κινηματογράφου από τη θεατρική εκδοχή του Sunset Boulevard, όπου πρωταγωνιστούσε, είναι το πιο μετρημένο στοιχείο της ταινίας. Γενικότερα, ως προς το μέτρο και το γούστο τα φίλτρα του Ντάνιελς ποτέ δεν λειτουργούσαν καλά, εδώ σκηνές όπως το crosscutting της πρώτης σωματικής εκδήλωσης του δαιμονισμού ή το flashback του ιστορικού της οικίας μοιάζουν παρμένες από κάποιο Scary Movie μέσα στην υπερβολή τους. Περαιτέρω, όπως ο Πολ Σρέιντερ πριν από αυτόν, που έχει κάνει ταινίες με ατμόσφαιρα δυσφορίας ζηλευτή για το 90% της horror παραγωγής, αλλά τα θαλάσσωσε στις δυο αγνές απόπειρές του στον τρόμο, ο Ντάνιελς δεν κατέχει τους μηχανισμούς του σινεμά τρόμου κι αυτό βγάζει μάτι στο κρεσέντο της τρίτης πράξης. Κι αν κάποιοι αμφιβάλλουν για τις προθέσεις του κι αναρωτιούνται μήπως δεν ήθελε να κάνει ταινία τρόμου, αυτές επικυρώνονται στις πληροφορίες των τίτλων τέλους, όπου μας ενημερώνει μετά δυσοίωνης μουσικής υπόκρουσης για τα ανεξήγητα φαινόμενα που συμβαίνουν μέχρι σήμερα στην κατοικία της γυναίκας που ενέπνευσε το σενάριο,.
Το επιμύθιο του «Ιησού Χριστού, που νικάει και όλα τα κακά σκορπάει» τόσο ευλαβικά και εμφατικά κομίζεται, που δεν θα μας έκανε εντύπωση αν η ταινία είχε γυριστεί από αυτές τις εταιρείες παραγωγής μυθοπλασίας απευθυνόμενης στο αμερικανικό χριστιανικό κοινό. Θυμίζει εκείνες τις ταινίες, απλώς οι χαρακτήρες ξεστομίζουν λίγα «fuck» και «motherfucker» παραπάνω.
Η ταινία «The Deliverance» είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix.