Τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, δηλαδή το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που στόχευσε στην ανατροπή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπου Μακάριου, η τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου και η ολοκλήρωσή της, με τον Αττίλα ΙΙ, που θα ξεκινούσε στις 14 Αυγούστου του ’74, καθόρισαν στον μέγιστο βαθμό εκείνο που αποκαλούμε, μέσα στα χρόνια και τις δεκαετίες, «κυπριακό».
Από πολύ νωρίς, σχεδόν με την εξέλιξη εκείνων των συγκλονιστικών γεγονότων, η Τέχνη σε Ελλάδα και Κύπρο, κατ’ αρχάς, δεν θα έμενε αμέτοχη.
Ακούστηκαν τραγούδια (ας θυμηθούμε το «Για την Κύπρο» του Διονύση Σαββόπουλου, από τον Νοέμβρη του ’74), γράφτηκαν πάμπολλα ποιήματα από έλληνες και κύπριους ποιητές (για παράδειγμα το «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» του Γιάννη Ρίτσου, στον Κέδρο, το 1974), γράφτηκαν θεατρικά και λογοτεχνικά έργα, ενώ άπειρη υπήρξε και η βιβλιοπαραγωγή, η σχετική με το «κυπριακό». Δηλαδή τα ιστορικής και πολιτικής φύσεως βιβλία, που επιχείρησαν, από την αρχή σχεδόν, να φωτίσουν όλες τις σκοτεινές πλευρές εκείνης της περιόδου.
Στην ταινία δίδονται ρόλοι σε πρόσωπα της πραγματικής Ιστορίας. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στον Μακάριο, καθώς στην ταινία γίνεται ακόμη και αναπαράσταση των βασανιστηρίων με πρωταγωνιστές αληθινούς ελληνοκύπριους βασανιζόμενους, που βασανίζονται (στην ταινία πια) από πραγματικούς βασανιστές.
Μέσα σ’ αυτό το σύστημα της ανταπόκρισης, πάνω σ’ ένα ζήτημα, το «κυπριακό», που για τον ελληνισμό υπήρξε από την αρχή –παραμένοντας έως και σήμερα, σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα– μια «ανοιχτή πληγή», ο κινηματογράφος δεν θα έμενε αμέτοχος.
Ήδη από το 1974 γυρίζεται μία από τις πρώτες ταινίες-ντοκιμαντέρ, υπό τον τίτλο «Έτσι Προδόθηκε η Κύπρος» του Γιώργου Φιλή, το 1975 προβάλλονται οι ταινίες «Αττίλας ’74» του Μιχάλη Κακογιάννη και «Δολοφονήστε τον Μακάριο» των Κώστα Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου, το 1976 ήταν η σειρά της ταινίας «Κύπρος, Η Άλλη Πραγματικότητα» της Θέκλας Κίττου και του Λάμπρου Παπαδημητράκη κ.λπ.
Τιμώντας την σημερινή ημέρα μνήμης, καθώς συμπληρώνονται 45 χρόνια από τον θάνατο (3 Αυγούστου 1977) του Αρχιεπίσκοπου και πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριου του Γ, προκρίναμε να ασχοληθούμε, εδώ, με την ταινία των Κώστας Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου «Δολοφονήστε τον Μακάριο». Και τούτο για πολλούς και διαφόρους λόγους – μα και για έναν ακόμη πολύ βασικό. Επειδή έχουμε να κάνουμε με την μοναδική ταινία μυθοπλασίας, στην οποίαν ο Μακάριος εμφανιζόταν ως ηθοποιός, υποδυόμενος φυσικά τον εαυτό του! Όλα τούτα αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κύπρο από το εξωτερικό (Λονδίνο και αλλού), στις 7 Δεκεμβρίου 1974, μετά από απουσία τεσσάρων και πλέον μηνών.
Η δημιουργία των Κώστα Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου μοιάζει να αναφέρεται, ως ένα βαθμό, ηθελημένα ή όχι, στην περίφημη ταινία “La Battaglia di Algeri” (ε.τ. Η Μάχη της Αλγερίας) (1966) του Gillo Pontecorvo.
Και τούτο υπό την έννοια πως στην ταινία δίδονται ρόλοι σε πρόσωπα της πραγματικής Ιστορίας. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στον Μακάριο, καθώς στην ταινία γίνεται ακόμη και αναπαράσταση των βασανιστηρίων με πρωταγωνιστές αληθινούς ελληνοκύπριους βασανιζόμενους, που βασανίζονται (στην ταινία πια) από πραγματικούς βασανιστές.
Όπως είχε πει και ο ένας εκ των σκηνοθετών Παύλος Φιλίππου, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» (τεύχος #1120, 16 Οκτ. 1975), σε σχέση με τους «ανώνυμους» πρωταγωνιστές της ταινίας (βασανισθέντες και βασανιζόμενους): «τουλάχιστον οι Κύπριοι, που τους ξέρουν, θα τους δουν (σ.σ. και τους μεν και τους δε)».
Περαιτέρω, όπως ακούμε από τον άλλον σκηνοθέτη Κώστα Δημητρίου να λέει στην εκπομπή του ΡΙΚ «Παρασκήνιο», που είναι ανεβασμένη στο vimeo, ο Μακάριος είχε βοηθήσει αποφασιστικά στην ολοκλήρωση της ταινίας, όχι οικονομικά, αλλά παρέχοντας όλες τις άλλες ευκολίες. Δηλαδή είχε δώσει... «εντολή στην εθνική φρουρά, ώστε να χρησιμοποιήσουμε 500 στρατιώτες, μας έδωσε τα τανκς, κάναμε την αναπαράσταση για το πραξικόπημα κ.λπ., όλα αυτά ήταν στην διάθεσή μας».
Έτσι, έχουμε από την μια μεριά πρόσωπα, σκηνικό και στρατιωτική υποδομή που αποτέλεσαν «υποκείμενα» της πραγματικής Ιστορίας, και από την άλλη σενάριο και ηθοποιούς, που υποδύονται φανταστικά πρόσωπα και που σχετίζονται με την αναπαράστασή της (της Ιστορίας). Παρότι η διαλεκτική σχέση, εδώ, είναι προφανής, στην πράξη δεν ακολουθείται, κατά πόδας, το χεγκελιανό πρότυπο: θέση, αντίθεση, σύνθεση. Η κατάσταση είναι κάπως πιο περίπλοκη...
Η πιο χαρακτηριστική σκηνή αυτού του ιδιότυπου «διαλόγου», ανάμεσα στην Ιστορία και την αναπαράστασή της, είναι όταν ο Μακάριος (πραγματικό πρόσωπο, σε μια ταινία μυθοπλασίας) εμφανίζεται πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, δίνοντας μια συνέντευξη στον βασικό «ήρωα», δηλαδή στον δημοσιογράφο Θέμη Γιαννίδη (φανταστικό πρόσωπο), που τον υποδύεται ο Λάκης Κομνηνός.
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου, αν πιστεύει (ο Αρχιεπίσκοπος) ότι θα γίνει πραξικόπημα, ο Μακάριος απαντά πως δεν νομίζει ότι θα γίνει, επειδή κάτι τέτοιο θα έδινε το «πράσινο φως» στους Τούρκους για την εισβολή.
Αυτή ήταν μια ιστορικά εκπεφρασμένη θέση του Μακάριου, σε πρώτο χρόνο, και δεν είχε επινοηθεί για τις ανάγκες της ταινίας των Κ. Δημητρίου-Π. Φιλίππου – ένα γεγονός, που έδειχνε πως ο Αρχιεπίσκοπος είχε υποεκτιμήσει ή και λανθασμένα εκτιμήσει όλα όσα εξυφαινόταν πίσω από την πλάτη του, και για τα οποία φαίνεται πως διέθετε μία πρώτη «εσωτερική» (παρα)πληροφόρηση. Κάτι, που πρακτικά σχετίζεται με την διάβρωση του κρατικού μηχανισμού και των μυστικών υπηρεσιών της κυπριακής δημοκρατίας από τους πράκτορες της ελληνικής χούντας και τους υπερατλαντικούς συνεργάτες τους. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Μακάριος, τον Ιανουάριο του 1975, στον ιστορικό Σόλωνα Γρηγοριάδη:
«Πρέπει να σας ομολογήσω ότι δεν έλαβα τοις μετρητοίς τις προειδοποιήσεις που μου είχαν γίνει, για το επικείμενο πραξικόπημα σε συνδυασμό με την δολοφονία μου. Έλεγα: “Καλά, να με σκοτώσουν εμένα. Αλλά το πραξικόπημα γιατί; Δεν καταλαβαίνουν ότι θα επωφεληθή η Τουρκία και θα εισβάλη; Ελάχιστον ίχνος λογικής να έχουν αυτοί οι άνθρωποι, δεν θα το κάνουν”. Στην πραγματικότητα απεδείχθη ότι δεν είχαν ίχνος λογικής και το έκαναν...».
[Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974 / Πολυτεχνείο-Κύπρος-Μεταπολίτευση, τόμος 12, στην έκδοση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, από το 2011]
Το ενδιαφέρον θα ήταν, κι εκεί πραγματικά η μυθοπλασία θα ανακατευόταν ακόμη πιο εντυπωσιακά με την πραγματικότητα, αν ο δημοσιογράφος (ως φανταστικό πρόσωπο) ρωτούσε τον Μακάριο (ως πραγματικό, ιστορικό πρόσωπο), σ’ έναν επόμενο φιλμικό χρόνο, για ποιο λόγο είχε μια τέτοια εντύπωση ο Αρχιεπίσκοπος – πως, δηλαδή, η ελληνική χούντα, με τους συνεργάτες της στην Κύπρο (την Εθνική Φρουρά, την ΕΛ.ΔΥ.Κ και την Ε.Ο.Κ.Α. Β), δεν θα προέβαιναν στο πραξικόπημα και πώς συνέβη «κάτω από τη μύτη του» να διαβρωθεί, σε τέτοιο βαθμό, ο κρατικός μηχανισμός. Όμως, όπως είχε πει κι ο σκηνοθέτης Κώστας Δημητρίου σ’ εκείνη την συνέντευξη στον «Ταχυδρόμο»:
«Θα ήταν δύσκολο αφάνταστα να καταπιαστούμε με αυτό. Ίσως, άμα η επιτυχία αυτής της ταινίας μας δώσει τα εφόδια να επαναλάβουμε το πείραμα. Θα πρέπει όμως, άσχετα αν μπορέσουμε να επιτύχουμε στο ακέραιο το στόχο μας, να τονίσουμε τόσο τις δυσκολίες που συναντήσαμε, όσο και τις αντιδράσεις που αντιμετωπίσαμε. Όχι για να δικαιολογηθούμε, αλλά για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα».
Πάντως στην ταινία δεν παραλείπεται να τονισθεί, ανάμεσα σε διάφορα, και η συμβολή του ξένου (αμερικάνικου) παράγοντα, στην εκδήλωση του πραξικοπήματος. Λέει ο σκηνοθέτης Παύλος Φιλίππου:
«Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ταινία είναι χωρισμένη σε 6 μέρη. Την συνομωσία, όπου γίνεται και αναφορά στις προηγούμενες απόπειρες εναντίον του Μακάριου. Δύο, την ανάμιξη της CIA, την ανάπτυξη της παρανομίας στην Κύπρο, τα λεφτά, τα όπλα, τον διχασμό της Εκκλησίας, όλο το πρελούντιο πριν από το πραξικόπημα. Τρίτον, την κατάλυση της έννομης τάξης, την ψευτοκυβέρνηση του Σαμψών, με τις συλλήψεις και τους βασανισμούς (σ.σ. και τις δολοφονίες εκατοντάδων «μακαρικών»), τέταρτον την εισβολή, πέμπτον την προσφυγιά και τέλος την θέλησή μας να αφήσουμε στον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του, στα μεγάλα ερωτηματικά, για την μέχρι σήμερα (σ.σ. τον Οκτώβριο του ’75) σιωπή πάνω στο τεράστιο πρόβλημα τού μη κολασμού των υπευθύνων, πρώτα στην Κύπρο κι ύστερα στην Ελλάδα».
Στην εξέλιξη της ταινίας ο Μακάριος εμφανίζεται, επίσης, όταν συντάσσει την επιστολή του προς τον τότε «πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη (2 Ιουλίου 1974), διαμαρτυρόμενος, βασικά, για τους χειρισμούς τής «ελληνικής κυβερνήσεως», όπως επισήμως την αποκαλεί. Το κείμενο το οποίο ακούγεται στην ταινία από τον Μακάριο είναι το αληθινό φυσικά. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«(...) Λυπούμαι να είπω, κύριε πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών. Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερον ο κυπριακός Ελληνισμός. Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως “ΕΟΚΑ Β”.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις. Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της “ΕΟΚΑ Β”.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’ αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος. Ενδεικτικώς επισυνάπτω εν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’ εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’ εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’ αυτής.
Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν. Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν κατόπιν της διαπιστώσεως ότι άνθρωποι της κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’ εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν(...)».
Η τρίτη εμφάνιση του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου στην ταινία των Κώστα Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου τοποθετείται σεναριακά μετά το πραξικόπημα, όταν βρίσκεται στην Πάφο, από το ραδιοφωνικό σταθμό της οποίας, ακούγεται η φωνή του. Για τις ανάγκες της ταινίας, όμως, η κινηματογράφηση δεν θα γινόταν στην Πάφο, αλλά στο προεδρικό μέγαρο. Πάνω σ’ αυτό το σημείο υπάρχει η εξής ωραία διήγηση του Κ. Δημητρίου (από το «Παρασκήνιο» του ΡΙΚ):
«Ζήτησα να πάω να τον δω (τον Αρχιεπίσκοπο). Με δέχτηκε. “Θέλω να με βοηθήσετε κατ’ αρχάς” του λέω, “γιατί θα χρειαστώ το στρατό... θα κάνω μάχες, θα κάνω όλα αυτά τα πράματα και από την άλλη, για να ’μαστε και σωστοί πρέπει, αν μπορείτε... να μην βάλω ηθοποιό να σας αναπαραστήσει, αφού είστε εδώ”. “Θα το κάνω”, μου λέει. Και όχι μόνο το έκανε, αλλά μας έλεγε και πώς θα τον τραβήξουμε στα γυρίσματα! Δεν θα ξεχάσω ποτέ, στο γραφείο του, όταν θα έλεγε το διάγγελμα ότι “δεν είμαι νεκρός” κ.λπ., που υποτίθεται ότι ήταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, ενώ εμείς το βάλαμε στο γραφείο.(...) Κρατούσαμε λοιπόν το πλάνο σφιχτό, καθώς φαινόταν ο ίδιος μόνο, δηλαδή μ’ ένα άσπρο φόντο πίσω, κι έτσι δεν μπορούσες να ξέρεις ότι ήταν στο γραφείο του, εδώ στην Λευκωσία, που το γυρίσαμε. Όμως το μικρόφωνο έκανε σκιές, επειδή δεν μπορούσαμε και πολύ να φωτίσουμε (...) κι είχαμε πρόβλημα κάθε λίγο. Τότε μας λέει, σε μια στιγμή “βγάλτε το μικρόφωνο” και καθώς ανοίγει το συρτάρι τού γραφείου του μας λέει “βάλτε το εδώ”. Κοιταχτήκαμε με τον διευθυντή φωτογραφίας (...) “Ναι, έτσι” λέμε. Ο Μακάριος ήξερε το κάδρο του, πως τον παίρναμε από την μέση και πάνω, κι έχοντας το μικρόφωνο μέσα στο συρτάρι μάς έκανε το διάγγελμα και τελειώσαμε στο πιτς φιτίλι».
Μια περίληψη του σεναρίου της ταινίας των Κώστα Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου θα μπορούσε να ήταν αυτή:
O δημοσιογράφος Θέμης Γιαννίδης (Λάκης Κομνηνός) πληροφορείται πως ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα δολοφονηθεί στις 24 Σεπτεμβρίου 1974 και γι’ αυτό επιχειρεί να κινήσει το θέμα μέσα από τις ελληνικές εφημερίδες. «Βρίσκει τοίχο», αλλά επειδή είναι αποφασισμένος να μην κλείσει το στόμα του αναχωρεί, μόνος του, για την Κύπρο. Στο καράβι γνωρίζεται με μια Κύπρια, την Μαίρη (Χριστίνα Κωνσταντινίδου), ο αδελφός της οποίας (Σταύρος Λούρας) υπηρετεί στην φρουρά του Μακαρίου και κάπως έτσι ο δημοσιογράφος έρχεται σ’ επαφή μαζί του. Ο Γιαννίδης λέει στον Μακάριο πως πρόκειται να τον σκοτώσουν, ο Αρχιεπίσκοπος δεν ταράζεται, καθότι έχει ήδη υπάρξει στόχος επιθέσεων, αλλά ο ίδιος (ο δημοσιογράφος) μπαίνει στο στόχαστρο των αντι-μακαρικών, οι οποίοι επιχειρούν να τον βγάλουν από την μέση. Ο Γιαννίδης παίρνει μέρος σε μια επιχείρηση, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει εκείνους που σκόπευαν να τον δολοφονήσουν, στην οποία (επιχείρηση) σκοτώνεται ο αδελφός τής φίλης του, ενώ στη συνέχεια παρακολουθούμε την εξέλιξη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου και την επακόλουθη τουρκική εισβολή της 20ης. Η ψευτοκυβέρνηση Νίκου Σαμψών καταρρέει, όπως και η χούντα της Αθήνας, με την Κύπρο να διχοτομείται και με τον δημοσιογράφο να πορεύεται ως πρόσφυγας.
Και πάλι οι σκηνοθέτες της ταινίας από την συνέντευξή τους στον «Ταχυδρόμο». Πρώτα ο Κώστας Δημητρίου:
«Την ταινία την ξεκινήσαμε γιατί πιστεύαμε ότι πίσω από τα γεγονότα, που σφράγισαν τόσο τραγικά την μοίρα του νησιού μας, υπήρχαν και άγνωστα στοιχεία και παρασκήνια, που έπρεπε να δοθούν στο φως. Πολλά βέβαια είναι γνωστά. Όμως, έχουν δοθή διασπαρμένα, ενώ στην ταινία υπάρχει η χρονολογική αναπαράσταση, που τα ενώνει για να δώση την συνοχή που είναι απαραίτητη. Έτσι ο θεατής θα έχη την πλήρη εικόνα της τραγωδίας, από την στιγμή που ξεκίνησε, μέχρι τα σημερινά ερωτηματικά για το άγνωστο αύριο».
Και ο Παύλος Φιλίππου:
«Η ταινία μας δεν είναι ντοκιμαντέρ. Την κατασκευάσαμε με το υλικό που είχαμε στα χέρια μας. Φτιάξαμε τον “μύθο” και με συνδετικό κρίκο ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν Έλληνα δημοσιογράφο, παρουσιάζουμε τα γεγονότα όπως μας τα αφηγήθηκαν αυτόπτες μάρτυρες, από ντοκουμέντα που μπορέσαμε να βρούμε και από δημοσιεύματα του ελληνικού και ξένου Τύπου. Κατά 90% η ταινία γυρίστηκε. Μόνο σε μερικά μέρη, όπως η εισβολή, χρησιμοποιήσαμε κινηματογραφημένα επίκαιρα, γιατί ήταν αδύνατον να κάνουμε αναπαράσταση».
Το «Δολοφονήστε τον Μακάριο» προβλήθηκε σε διάφορες χώρες, όπως σε Μεγάλη Βρετανία, Βουλγαρία, Καναδά, ΗΠΑ, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία κ.ά. και μάλιστα με κάπως διαφορετικό τίτλο, ως “Order: Kill Makarios”, “Auftrag: Tötet Macarios!!!” κ.λπ. (δηλαδή «Διαταγή: Σκοτώστε τον Μακάριο»). Η λέξη «διαταγή» είναι ιδιαίτερου βάρους και γι’ αυτό φαίνεται πως απαλείφθηκε από τις ελληνικές προβολές της εποχής, επειδή, προφανώς, υπέκρυπτε ένα οργανωμένο σχέδιο, με άκρες σε διαφορετικές χώρες.
Γενικώς η λογοκρισία είχε παντού υψωμένα τα βλέμματα και τ’ αυτιά της, καθώς είχαν ταλαιπωρηθεί και άλλες ταινίες της εποχής, που καταπιάνονταν με το θέμα. Λέει ο Κώστας Δημητρίου, στη συνέντευξη στον «Ταχυδρόμο»:
«Το ότι κόπηκαν σκηνές από την ταινία του κ. Φιλή “Έτσι Προδόθηκε η Κύπρος” είναι αλήθεια. Το έχει βεβαιώσει και ο ίδιος ο δημιουργός της στην Κύπρο. Αλήθεια και ότι το κόψιμο έγινε μετά από υπόδειξη του κ. Αβέρωφ (σ.σ. ο τότε έλληνας υπουργός Εθνικής Αμύνης). Αν θελήσουν να κόψουν παρόμοιες σκηνές και από την δική μας ταινία, τότε θα πρέπει να αφαιρεθεί το 75%. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα παιχθεί η ταινία στην Ελλάδα».
Η ταινία «Δολοφονήστε τον Μακάριο» των Κώστα Δημητρίου - Παύλου Φιλίππου θα βγει, πάντως, στις ελληνικές αίθουσες στις 24 Νοεμβρίου 1975, κόβοντας 35.703 εισιτήρια στους κινηματογράφους Α' Προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων (ενδέκατη σε εισπράξεις από τις 38 ταινίες της σεζόν 1975-76), προσθέτοντας κι εκείνη το ίχνος της, μέσα στο τεταμένο κοινωνικοπολιτικό πλέγμα της εποχής.
Σαν ταινία ήταν οπωσδήποτε καλογυρισμένη, με στρωτό σενάριο, γραμμένο από τον Βρετανό Jonathan Rumbold, είχε μουσική και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, επιλεγμένα από τους κύκλους «Τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», «Ρωμιοσύνη» και «Πνευματικό Εμβατήριο», ενώ πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτήν πολλοί και καλοί ηθοποιοί, Έλληνες και Κύπριοι (πέραν αυτών που ήδη αναφέραμε), όπως οι Νίκος Βασταρδής, Γιάννης Κανδήλας, Κώστας Καραγιώργης, Στέλιος Καυκαρίδης, Αντώνης Κατσαρίδης, Ανδρέας Μουσουλιώτης, Ανδρέας Μαυρομμάτης, Γιώργος Ζένιος κ.ά.
Όσο η Κύπρος θα βρίσκεται σε γεωπολιτική ομηρία, με το «κυπριακό» να παραμένει άλυτο, σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, από τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974, οι κινηματογραφικές ταινίες (ντοκιμαντέρ ή μη), που γυρίστηκαν εκείνα τα χρόνια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες (πρόσφατες χαίνουσες πληγές, λογοκρισία κ.λπ.), θα βοηθούν πάντα στην υπενθύμιση μερικών πολύ βασικών πτυχών του ζητήματος –υπαρκτών εννοούμε και σήμερα–, που «πατάνε» πάνω στα αντικρουόμενα συμφέροντα των «μεγάλων παικτών», σ’ αυτή την εξόχως δοκιμαζόμενη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.