Ο Τιμ Μπάρτον, που κανονικά προφέρεται Μπέρτον, αλλά στη χώρα μας καθιερώθηκε έτσι, δήλωνε πρόσφατα ότι ένιωθε εγκλωβισμένος στην Ντίσνεϊ, σαν να δουλεύει για ένα τεράστιο τσίρκο. Αυτή την αγανάκτηση τη βλέπεις και στον «Dumbo» του. Βέβαια, το ότι η αμέσως επόμενη κίνησή του ήταν να συνεργαστεί με το Netflix για μια σειρά εμπνευσμένη από franchise εγνωσμένης αξίας το λες και ειρωνεία.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπάρτον εδώ και χρόνια μοιάζει να έχει συμβιβαστεί με τη θέση του επαγγελματία σκηνοθέτη. Θα βρεις και σε αυτές τις «επαγγελματικές» δουλειές του στοιχεία που φέρνει εκείνος. Όσο απρόσωπο κι αν σου φαίνεται το «Miss Peregrine» για παράδειγμα, δεν μπορεί να μη χαροποιεί λίγο τον σινεφίλ μέσα σου που εμφανίζονται από το πουθενά οι σκελετοί του Χαριχάουζεν από το «Jason and the Argonauts», αναρωτιέσαι όμως πού πήγε ο οραματιστής σκηνοθέτης του «Ψαλιδοχέρη», του «Σκαθαροζούμη» ή του «Batman Returns».
Φυσικά, στην κριτική σε βάρος του υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση. Βλέπουμε να κατηγορείται συχνά για ανερμάτιστη αφήγηση. Μα ο Μπάρτον ποτέ του δεν ήταν παραμυθάς ή μάλλον, πιο σωστά, ποτέ του δεν ήταν αφηγητής. Ο Μπάρτον είναι σκηνοθέτης «κοσμοπαραγωγής» (sic), είναι από εκείνους τους δημιουργούς που θα χτίσουν ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, έναν άλλο κόσμο από την αρχή κι έπειτα θα σε πάρουν από το χέρι για να σε ξεναγήσουν σε όσα θαυμαστά έχτισαν, σαν παιδιά που σου δείχνουν τα παιχνίδια τους, ελπίζοντας ότι θα συμμεριστείς τον ενθουσιασμό τους.
Αν τα τρία πρώτα επεισόδια που παρακολουθήσαμε είναι ενδεικτικά της συνέχειας, τότε πρόκειται, δεδομένα, για μία από τις καλύτερες σειρές φαντασίας του Netflix. Απλώς η πραγματική αναγέννηση του Τιμ Μπάρτον για ακόμα μία φορά αναβάλλεται, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι φαν του θα απογοητευτούν.
Όταν είχε σενάριο πιο συμπαγές που υπαγόρευε εκείνο την αφήγηση –π.χ. στο «Sleepy Hollow»–, τότε είχε και η ταινία του αυτά τα χαρακτηριστικά. Aν έχει αλλάξει κάτι, είναι ότι δεν φαίνεται να βρίσκει πια τα σωστά σενάρια και ότι ο ίδιος μοιάζει να έχει ξεμείνει από ευρήματα. Λογικό, όταν νιώθεις ότι δουλεύεις για ένα «τσίρκο», αλλά, αν δεν είσαι εργασιομανής, κάλλιστα μπορείς να κάνεις ένα διάλειμμα, να αντλήσεις έμπνευση από όσα σου συμβαίνουν και όσα αγαπάς και να επιστρέψεις για να μας δείξεις όσα είδες και βρήκες σε αυτή σου την εσωτερική περιπέτεια – λέμε τώρα.
Για να μην κρατάμε σε αγωνία τους θαυμαστές του Μπάρτον, το «Wednesday» δεν είναι ακριβώς η επιστροφή στη φόρμα που μπορεί να περίμεναν, συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο που ο σκηνοθέτης λειτουργεί εδώ και μια δεκαετία, αν και βρίσκεται στο στοιχείο του.
Η Wednesday Αddams, θυγατέρα της γνωστής οικογενείας, αξιαγάπητη εκπρόσωπος του κυνισμού και βασίλισσα των σοσιαλμιντιακών memes που σχετίζονται με τη Δευτέρα, παρά το όνομά της, είναι ακόμα ένας παρείσακτος, ένας αλλόκοτος ήρωας που αισθάνεται πιο άνετα στη φαντασία του, μέσω της οποίας σκαρώνει λαχταριστά νοσηρές εφευρέσεις, παρά με τους ανθρώπους γύρω του. Είναι περιθωριακή ακόμα και στο οικοτροφείο για «ασυνήθιστα παιδιά» που τη στέλνουν οι γονείς της, η Μορτίσια και ο Γκομέζ – έκτακτη επιλογή η Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς, φυσιογνωμικά πιο κοντά στα σκίτσα του Τσαρλς Άνταμς ο Λουίς Γκούζμαν από τον (θεϊκό) κινηματογραφικό προκάτοχό του, τον Ραούλ Τζούλια.
Η «Οικογένεια Άνταμς» έγινε δημοφιλής πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ χάρη στην ταινία του Μπάρι Σόνενφελντ στις αρχές των '90s και το sequel της, αμφότερα με έναν γοτθισμό και μια μακάβρια αίσθηση του χιούμορ που έκαναν αρκετούς να πιστεύουν ότι είναι ταινίες αυτού του ανερχόμενου τότε αλαφροΐσκιωτου νεαρού που άκουγε στο όνομα Τιμ Μπάρτον.
Όσον αφορά το «Wednesday», υπάρχει λόγος σοβαρός που τιτλοφορείται έτσι και όχι «Addams Family». H Wednesday είναι η πρωταγωνίστρια της σειράς, με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να περιορίζονται σε γκεστ περάσματα. Μόνο το Χέρι, αυτό το υβρίδιο κατοικιδίου και sidekick, βρίσκεται στο πλευρό της αντι-ηρωίδας για να δώσει μια χείρα βοηθείας –pun intended- όποτε χρειαστεί αλλά και μερικά χαριτωμένα στιγμιότυπα οπτικής κωμωδίας.
Στη σειρά, λοιπόν, η Wednesday ακολουθεί κάπως απρόθυμα την παράδοση των γονιών της και ξεκινά τη φοίτησή της στο Nevermore – ναι, το όνομα του σχολείου είναι παρμένο από την επωδό του «Κορακιού» του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Εκεί την υποδέχεται η διευθύντρια Larissa Weems, μια γυναίκα που φαίνεται να έχει παρελθόν με τη μητέρα της και μάλλον όχι και τόσο ευγενείς προθέσεις απέναντί της – την υποδύεται η Γκουέντολιν Κρίστι, με καλύτερες διαβολικές επιδόσεις σε σχέση με την πρόσφατη, αντίστοιχη εμφάνισή της στο «Sandman».
Το σχολείο χωρίζεται σε φατρίες, τα μέλη των οποίων έχουν άλλες μαγικές ικανότητες, το πρόγραμμα σπουδών δεν μοιάζει με εκείνο των τυπικών σχολείων, υπάρχουν σχολικοί αγώνες –μια σεκάνς όπου ο Μπάρτον φαίνεται να καταδιασκεδάζει– και, πάνω απ' όλα, ένα μυστήριο, περίεργους θανάτους και μια προφητεία με κεντρικό πρόσωπο τη Wednesday. Αν αυτό που διαβάζετε σας θυμίζει λίγο Χάρι Πότερ, δεν πέφτετε και πολύ μακριά.
Η σειρά μάς δίνει μια ιδέα πώς θα έμοιαζε μια ταινία Χάρι Πότερ με την υπογραφή του Τιμ Μπάρτον. Θα ήταν ελαφρώς πιο gory –δεν θυμόμαστε θύματα με σπασμένο λαιμό σε καμιά ταινία Χάρι Πότερ–, ίσως λίγο πιο goth σκηνογραφικά, θα είχε tracklist με περισσότερα oldies, θα εστίαζε λίγο περισσότερο στο μοτίβο της περιθωριοποίησης και τα τερατάκια της θα είχαν ακανόνιστη σωματοδομή με υπερμεγέθη μάτια – το τέρας που απειλεί (ή σώζει;) τη Wednesday θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ξεπηδήσει από stop-motion σκηνή του «Σκαθαροζούμη» ή του «Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη».
Για να λέμε και τα θετικά, από όσα υποκατάστατα Χάρι Πότερ έχουμε δει σε μεγάλη και μικρή οθόνη από όταν ολοκληρώθηκε η σχετική saga της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, συμπεριλαμβανομένων και των «Fantastic Beasts», το «Wednesday», τουλάχιστον σε αυτά τα τρία πρώτα επεισόδια που ήταν διαθέσιμα για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, μοιάζει να είναι το καλύτερο.
Δεν έχει σκηνοθετήσει όλα τα επεισόδια ο Μπάρτον, δεν ξέρουμε αν θα φαίνεται διαφορά σε εκείνα που δεν έχουμε δει, αλλά επειδή για σειρά φαντασίας του Netflix μιλάμε, αν μη τι άλλο, είναι ευχάριστο να βλέπεις μια συμμετρία στο κάδρο και μια προσοχή στο τι βρίσκεται εντός του, μια επιμέλεια στην πλανοθεσία και, γενικά, το στίγμα ενός ανθρώπου που δούλεψε λίγο παραπάνω κάθε σκηνή και ξέρει από σινεμά, αντί να στηρίζεται απλώς στους τεχνικούς CGI, στη σεναριακή ίντριγκα και στις συμβάσεις της τηλεοπτικής αφήγησης, που είναι έτσι καμωμένη ώστε να χαϊδολογάει το attention span εκείνου που θέλει να παίζει κάτι και να μπορεί να σκρολάρει παράλληλα στο κινητό – άλλος ένας βασικός λόγος που η random τηλεοπτική αφήγηση μοιάζει να νικά κατά κράτος την αιτιοκρατία της κινηματογραφικής.
Στα πρώτα επεισόδια το θέαμα είναι πιο στοχευμένο, πιο κοντά σε μια κινηματογραφικής λογικής αφήγηση, κάτι που μας κάνει πραγματικά περίεργους να δούμε πώς θα υποδεχτούν τη σειρά οι συνδρομητές της πλατφόρμας, οι οποίοι είναι μαθημένοι αλλιώς – σκεφτείτε ότι τα αυτοτελή (και καλύτερα, αν μας ρωτάτε) επεισόδια του «Sandman», το 5 και το 6, μάζεψαν τη μεγαλύτερη γκρίνια, τρέχα γύρευε δηλαδή.
Η Τζένα Ορτέγκα μπαίνει με επιτυχία στη θέση της Κριστίνα Ρίτσι, με την τελευταία να εμφανίζεται εδώ σε διαφορετικό ρόλο. Σε μια σκηνή που μοιράζονται οι δυο τους, η Ρίτσι δίνει στην αντικαταστάτριά της τη σκυτάλη μαζί με μια συμβουλή. Οι μελωδίες του Ντάνι Έλφμαν ενισχύουν την μπαρτονική αίσθηση του θεάματος, έχουν χαρακτήρα και όχι λογική μουσικής υπόκρουσης σούπερ μάρκετ.
Γενικά, αν τα τρία πρώτα επεισόδια που παρακολουθήσαμε είναι ενδεικτικά της συνέχειας, τότε πρόκειται, δεδομένα, για μία από τις καλύτερες σειρές φαντασίας του Netflix. Απλώς η πραγματική αναγέννηση του Τιμ Μπάρτον για ακόμα μια φορά αναβάλλεται, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι φαν του θα απογοητευτούν.
Η σειρά «Wednesday» προστίθεται στον κατάλογο του Netflix στις 23 Νοεμβρίου.