ΛΙΓΟ ΤΟ ΑΦΙΛΟΞΕΝΟ ΟΡΕΙΝΟ τοπίο, λίγο η διαρκής παρουσία του κινδύνου, λίγο η σωματική ενέργεια που απαιτείται, δεν απορείς που το extreme sport της ορειβασίας προσφέρεται για ένα πρώτης τάξεως κινηματογραφικό θέαμα.
Ίσως γι’ αυτό η ορειβασία να χρησιμοποιείται στο σινεμά κυρίως ως όχημα για να υπηρετηθεί ένα κινηματογραφικό είδος – η περιπέτεια ή η ταινία καταστροφής, για παράδειγμα.
Ελάχιστες είναι οι παραγωγές που αξιοποίησαν μοτίβα σύμφυτα με το άθλημα, όπως η ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί ή η διαρκής απειλή του θανάτου, ώστε να υπερβούν το είδος τους και να λειτουργήσουν σε περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης. Κι ακόμα λιγότερες είναι εκείνες που επιχείρησαν να διεισδύσουν στο μυαλό του αλπινιστή, να σκάψουν εκεί μέσα για να εξορύξουν απαντήσεις στο ερώτημα τι τον ωθεί να σκαρφαλώνει σε δύσβατες βουνοκορφές, ρισκάροντας τη ζωή του.
Έχουμε να κάνουμε, επίσης, με μια πολύ καλή πρόταση στο είδος, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το καλαίσθητο σκίτσο, από τον συνδυασμό εγχόρδων, πλήκτρων και ηλεκτρονικών ήχων που γεννά ένα λυρικό ηχοτόπιο, από τα κοψοχολιαστικά ορειβατικά set-pieces και από μια ιδιαίτερη αίσθηση του κρύου που απορρέει από τον συνδυασμό ιστορίας, εικόνας και ήχου και θα σε κάνει να αναζητήσεις μια κουβερτούλα παραπάνω κατά τη διάρκεια της προβολής.
Με πηγή έμπνευσης ένα γιαπωνέζικο manga, το γαλλικό animation Τhe Summit of the Gods του Πατρίκ Ιμπέρτ, που ανέβηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην πλατφόρμα του Netflix, επιχειρεί να απαντήσει στο ως άνω ερώτημα.
Το όχημα που χρησιμοποιεί είναι η ιστορία ενός δημοσιογράφου που αναζητά τη χαμένη φωτογραφική μηχανή του Μάλορι, του πρώτου ανθρώπου που σκαρφάλωσε στο Έβερεστ.
Τα ίχνη της μηχανής τον οδηγούν στο κατόπι ενός κάποτε διάσημου αλπινιστή, του Αμπού Γιότζι, τον οποίο καταλήγει να ακολουθεί σε μια τελευταία απόπειρα κατάκτησης της κορυφής του βουνού.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή του ήρωα, που κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί σαν δικό μας avatar στον κόσμο των αλπινιστών, αλλά και μέσα από το τραυματικό παρελθόν του Αμπού, το φιλμ καταλήγει σε μια απάντηση πάνω στο ερώτημα που μας απασχολεί.
Δεν τη διατυπώνει δογματικά, δεν καμώνεται πως είναι η μοναδική απάντηση, ούτε και πως έχει όλες τις απαντήσεις – κανείς δεν τις έχει, αν και υπάρχουν ταινίες (και άνθρωποι) που ισχυρίζονται το αντίθετο και καλό είναι να τις (και να τους) αποφεύγουμε.
Είναι, όμως, μια απάντηση ικανοποιητική, μια απάντηση κερδισμένη από όσα προηγήθηκαν και, φυσικά, μια απάντηση που δεν αφορά μόνο την ορειβασία – ασφαλώς έχουμε να κάνουμε (και) με αλληγορία.
Έχουμε να κάνουμε, επίσης, με μια πολύ καλή πρόταση στο είδος, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το καλαίσθητο σκίτσο, από το μη σπασμωδικό animation –σύνηθες πρόβλημα ανάλογων «ενήλικων» εγχειρημάτων η σπασμωδικότητα της κίνησης, όταν, βέβαια, δεν συνιστά αισθητική πρόταση–, από τον συνδυασμό εγχόρδων, πλήκτρων και ηλεκτρονικών ήχων που γεννά ένα λυρικό ηχοτοπίο, από τα κοψοχολιαστικά ορειβατικά set-pieces και από μια ιδιαίτερη αίσθηση του κρύου που απορρέει από τον συνδυασμό ιστορίας, εικόνας και ήχου και θα σε κάνει να αναζητήσεις μια κουβερτούλα παραπάνω κατά τη διάρκεια της προβολής.
Η ταινία φαίνεται να κερδίζει αρκετούς πόντους τελευταία στον δρόμο για την οσκαρική πεντάδα των animation. Mια θέση που της αξίζει, καθώς αποτελεί, μαζί με το Where is Anne Frank? του Άρι Φόλμαν, ό,τι καλύτερο έχουμε δει μέχρι στιγμής σε φετινή animated παραγωγή.