Ο συνδυασμός του αβίαστα αριστοκρατικού αέρα με την χαλαρή λουτρόπολη αλλοτινών καιρών, κάνει το Λίντο ακαταμάχητο καταφύγιο των σινεφίλ που θέλουν ξεσκάσουν.
Τίποτε δεν φαίνεται να αλλάζει στο Λίντο της Βενετίας, το μακρόστενο νησί που προτιμούσαν οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες για τα μπάνια τους, σπίτι του Δόγη, και οχυρό της Βενετίας, με τα τείχη (murazzi) να στέκουν ακίνδυνα πλέον στο δυτικό κομμάτι του "μαργαριταριού της Αδριατικής".
Κάθε χρόνο στο τέλος του Αυγούστου, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι από όλον τον κόσμο συμφωνούν πως αυτό είναι το πλέον χαλαρό και ευχάριστο φεστιβάλ από όλα τα μεγάλα, έτη φωτός μακριά από την πίεση των Καννών και το κρύο του Βερολίνου. Πέρα από την ποιότητα των ταινιών που προβάλλονται συνήθως σε παγκόσμια πρεμιέρα, η πρόσβαση στις αίθουσες είναι εύκολη, τα μέτρα ασφαλείας ανθρώπινα, η απόκτηση εισιτηρίων για τους μη διαπιστευμένους, απλή υπόθεση, χωρίς τεράστιες ουρές και αχρείαστες αντεγκλήσεις- ακόμη και το κόκκινο χαλί γίνεται περπατητό από το ξενοδοχείο Εξέλσιορ, και μόνο επειδή η Renault είναι ένας από τους μεγάλους χορηγούς, επιβάλεται για λίγους να διασχίσουν μερικά μέτρα εποχούμενοι.
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια των εκάστοτε διευθύνσεων του φεστιβάλ για ριζικές αλλαγές δεν έχουν εφαρμοστεί. Το λίφτινγκ της τάξης των 100 εκατομμυρίων ευρώ που εγκρίθηκε για να ξαναχτιστεί η κεντρική αίθουσα προβολών, η Sala Grande, ανανεώνοντας το αρχιτεκτόνημα του παρά των Μουσολίνι, Βόλπι (τα βραβεία ερμηνείας ακόμη φέρουν το επώνυμο του), έπεσε στο κενό, όπως παρολίγον να πέσουν και οι δημοσιογράφοι και οι τουρίστες στον τεράστιο κρατήρα που έχασε επί χρόνια στο εργοτάξιο μπροστά από το Καζινό, και έκλεισε άδοξα, καθώς τα έργα δεν προχώρησαν ποτέ, λόγω κρίσης και γενικότερης αδυναμίας. Το μεγάλο σχέδιο έχει εγκαταλειφθεί, όπως και η ακόμη πιο φιλόδοξη μετακόμιση του φεστιβάλ από το Λίντο στην Αρσενάλε, με απώτερο σκοπό να ενωθεί με την Biennale. Πού καιρός και όρεξη για έξοδα, όταν με κάποιον τρόπο το φεστιβάλ λειτουργεί. Αυτό δε σημαίνει πως οι συνθήκες είναι προβληματικές: αίθουσες υπάρχουν αρκετές, η Sala Darsena, που παλιότερα γνωρίζαμε ως Palagalileo, ομόρφυνε και στερεώθηκε μετά από γερή ανακαίνιση, και από σχεδόν καλοκαιρινή όψη, απέκτησε μορφή, στιλ και ζεστότερο ήχο. Μερικά χρόνια πριν, προστέθηκε μια κανονική τέντα τσίρκου με κάμποσες θέσεις για το κοινό, η Palabiennale, που φιλοξενεί προβολές αμέσως μετά την επίσημη πρεμιέρα, και ανακουφίζει όσους δεν προλαβαίνουν.
Ωστόσο, η αίσθηση στο Λίντο είναι πως ανήκει σε μια άλλη εποχή, χωρίς προοπτική ή διάθεση να σχετιστεί με την επικαιρότητα. Το θρυλικό ξενοδοχείο Des Bains, το σκηνικό του Λουκίνο Βισκόντι για τον Θάνατο στη Βενετία, αφού σουλουπώθηκε, πουλήθηκε και άλλαξε χρήση, αλλά παραμένει κλειστό εδώ και τουλάχιστον 3 χρόνια, αφού το σχέδιο να μετατραπεί σε διαμερίσματα προς πώληση και ενοικίαση δεν φαίνεται να έχει καρποφορήσει. Η απόπειρα να αποκτήσει το κεντρικό τμήμα της παραλίας ένα vibe παρόμοιο με εκείνο των Καννών, δεν έφερε πελάτες και στα πάρτι εξακολουθεί να ακούγεται μουσική ρετρό, που παραπέμπει σε ένα χορευτικό ποτ πουρί περασμένων δεκαετιών. Τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, αλλά και τα καταστήματα του νησιού των 18 χιλιάδων κατοίκων δεν έχουν αλλάξει και στην ουσία, τίποτε καινούριο δεν έχει προστεθεί. Είναι σαφές πως ελάχιστοι Ιταλοί προτιμούν το Λίντο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, και μόνο οι Βενετοί, ή όσοι έχουν εξοχικές ή μόνιμες κατοικίες εδώ, έρχονται για τα μπάνια τους, σε μια θάλασσα που, ειλικρινά, δεν είναι τόσο κακή όσο θα φανταζόταν κανείς.
Περίπου τα ίδια ισχύουν για το φεστιβάλ, το αρχαιότερο, άρα το ιστορικότερο του κόσμου, που προσπαθεί, όπως όλα, να επιδείξει πλούτο και πρωτοτυπία, αλλά και να μη χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Όλοι οι διευθυντές που θυμάμαι τα τελευταία 25 χρόνια, από τον Ποντεκόρβο και τον Λαουνταντίο, μέχρι τον δραστήριο Μύλερ και τον Μπαρμπέρα που διανύει τη δεύτερη θητεία του, προσπάθησαν να προσελκύσουν αγοραστές και διανομείς, για να ανταγωνιστούν τους "άλλους". Κάτι πήγε να γίνει, αλλά το πείραμα δεν έπιασε. Συναλλαγές γίνονται ωστόσο δεν συγκρίνονται με το Λος Άντζελες, τις Κάννες και το Βερολίνο.
Οι Αμερικανοί βρίσκουν τη Βενετία και το Λίντο ακριβά και το σκέφτονται πολύ για να φέρουν μια ταινία-στούντιο στο φεστιβάλ. Πέρυσι το έκανε η Warner με το Gravity και φέτος η Fox με το Birdman, αλλά οι πανάκριβες, όπως υποστηρίζουν τα στούντιο, επισκέψεις έχουν αραιώσει σημαντικά, προς όφελος του Τορόντο, όπου πλέον πηγαίνουν την πραμάτεια τους οι πάντες, ακόμη και οι πιο καλλιτεχνικοί, αμέσως μετά τη Βενετία. Για να εκλογικεύσει την απώλεια, ο εκλέκτορας Αλμπέρτο Μπαρμπέρα δήλωσε πως αφού τα στούντιο διστάζουν, εκείνος ψάχνει και φέρνει σινεμά του δημιουργού και ανοίγεται σε άγνωστα ονόματα, επιστρέφοντας στο νόημα ενός φεστιβάλ, που σαφώς είναι η ανακάλυψη ρευμάτων και τάσεων. Αυτό, φυσικά, είναι δίκοπο μαχαίρι και ελαφρώς επικίνδυνο, γιατί αν οι αντίπαλοι έχουν καπαρώσει το φρέσκο προϊόν, κάτι που συμβαίνει συχνά με την πληθώρα των ειδικών και μη φεστιβάλ μέσα στο χρόνο, έχεις ξεμείνει με τα υπόλοιπα, όπως φάνηκε φέτος, σε μεγάλο βαθμό. Διότι, τελικά, τα καταξιωμένα ονόματα βγάζουν το φίδι από την τρύπα, σε συνδυασμό με τους σταρ και κάποιες εκπλήξεις από το πουθενά, όπως ήταν ο Σβιάγκιντσεφ με τη συγκλονιστική Επιστροφή, το 2003.
Μπορεί να χαρήκαμε το Loin des Hommes του Νταβίντ Ελοφέν, αλλά τον Λέβινσον, τον Ινιάριτου, τον Ρόϊ Άντερσον, τον Φεράρα, τον Σάϊντλ, τον Οπενχάϊμερ, τον Μαρτόνε, τον Μπενουά Ζακό, τον Ξαβιέ Μποβουά, τον Φατίχ Ακίν, ακόμη και τον Ραμίν Μπαρανί με το συμπαθέστατο 99 Homes, δεν τους ανακαλύψαμε ούτε φέτος, ούτε εδώ. Το φεστιβάλ Βενετίας λειτουργεί μια χαρά, αλλά σου δίνει την εντύπωση πως ο χρόνος έχει σταματήσει και οι τάσεις το προσπερνούν, αν δεν το ξεπερνούν κιόλας.
Κι όμως, αν υπάρχει ένα φεστιβάλ που νοσταλγώ όταν περάσει λίγο η μπόρα των ταινιών του, και η δουλειά που πρέπει να βγει, με τις προβολές, τις συνεντεύξεις, τις κριτικές και τα ρεπορτάζ, είναι αυτό της Βενετίας. Για να είμαι πιο ακριβής, στο θαλάσσιο δρόμο της επιστροφής, από την προκυμαία του Εξέλσιορ ή της Santa Maria Elisabetta προς το αεροδρόμιο, μια γρήγορη ματιά στο ναό του Αγίου Μάρκου και τη Τζιουντέκα, με κάνει να μετράω ήδη το χρόνο αντίστροφα ως τον επόμενο Αύγουστο.
Είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου, σε μια ζεστή μέρα, μπαίνεις σε μια δημοσιογραφική προβολή με εντελώς θερινή αμφίεση χωρίς πρόβλημα πρωτοκόλλου, βγαίνεις και περπατάς 30 μέτρα μέχρι την παραλία ακριβώς από κάτω για να βουτήξεις και να λιαστείς, ξεπλένεσαι και τσιμπάς μια μακαρονάδα και μια σαλάτα σε ένα αξιοπρεπέστατο self service ακριβώς δίπλα, αν δεν έχεις χρόνο, ξαναφοράς τις σαγιονάρες και πας στο μεγαλεπήβολο art deco κτήριο του Casino για μια συνέντευξη τύπου, πίνεις έναν ωραιότατο εσπρέσο ακριβώς μέσα στον χώρο του φεστιβάλ, και διαλέγεις ποιά ταινία θα δεις αμέσως μετά. Σα να ανήκεις σε μια προνομιούχο idle class για 12 ημέρες, αμέσως μετά τις καλοκαιρινές σου διακοπές. Όχι κι άσχημα...
σχόλια