Δεν θυμάμαι αν γεννήθηκα στο Χαλάνδρι ή στο Μαρούσι ‒ σίγουρα σε κάποιο από τα δύο. Αρχικά, μείναμε για λίγο με τους γονείς μου στην Αθήνα. Έπειτα, ο πατέρας μου χρειάστηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη –είχε μια δουλειά με μάρμαρα, με τον αδερφό του– και μετά από λίγο ακολουθήσαμε εγώ και η μητέρα μου. Αδέρφια δεν έχω. Πέρασα λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την προσχολική ηλικία και τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ύστερα, πίσω στην Αθήνα, μέχρι τα 15 μου, οπότε με διώξανε από κάποια ηλίθια ιδιωτικά σχολεία όπου με είχε βάλει η μητέρα μου τότε, τις εποχές της ευημερίας. Συνηθισμένες εφηβικές καφρίλες. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου με τον αδερφό του είχαν μεταφέρει τη δουλειά τους στην Καβάλα, οπότε η μάνα μου με έστειλε εκεί. Τότε άρχισα να ανοίγομαι, να γίνομαι πιο κοινωνικός, ήμουν πλέον στην Α' Λυκείου. Έμενα μόνο με τον πατέρα μου, που δούλευε όλη μέρα, κι εγώ ήμουν φουλ ελεύθερος.
• Η πρώτη ταινία που θυμάμαι να βλέπω σε προσχολική ηλικία και να κολλάω σε ακραίο βαθμό μαζί της, να τη βλέπω μέρα παρά μέρα σε βιντεοκασέτα, ήταν το Convoy του Σαμ Πέκινπα. Το αμερικανικό σινεμά των '70s είναι από τα πρώτα μου ερεθίσματα και το αγαπημένο μου σινεμά μέχρι σήμερα. Κασσαβέτης, Σκορσέζε, Πολ Σρέιντερ, Κόπολα, Χαλ Άσμπι... Το Νew Hollywood.
• Έκανα όλο το λύκειο στην Καβάλα και μετά γύρισα εδώ. Ακολούθησαν σπουδές Επικοινωνίας – είναι αστείο, οι φίλοι μου γελάνε, γιατί θεωρούν ότι δεν έχω τίποτα το διπλωματικό επάνω μου. Τέλος πάντων, μου πήρε επτά χρόνια να τις ολοκληρώσω, δεν γούσταρα καθόλου. Τότε άρχισα να κάνω τις πρώτες μου μετεφηβικές ταινίες με τους φίλους μου, με μια Sony Hi8 HandyCam. Βασικά, προσπαθούσαμε να κάνουμε πολύ κακές απομιμήσεις των trash ταινιών που βλέπαμε σε βιντεοκασέτες. Πέρα από την πλάκα, όμως, για μένα ήταν τεράστιο σχολείο όλο αυτό, γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με τα λάθη που κάνεις και το πιάνεις πιο πρακτικά και χειροποίητα το πράγμα. Έχω συμφιλιωθεί με ό,τι κάναμε τότε, επειδή το θεωρώ ότι ήταν η σχολή μου, παράλληλα με τη γνωριμία μου με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη. Αυτά τα δύο πράγματα.
Για μένα ο κόσμος με τον οποίο ασχολείται το «Πρόστιμο» δεν είναι λούμπεν, είναι άνθρωποι που θα συναντήσεις σε πάρκα, σε πλατείες, σε δρόμους. Η λέξη «λούμπεν» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου. Το «λούμπεν» το έχεις ακούσει πολύ συχνά να το λένε για τις ταινίες του Οικονομίδη.
• Τον γνώρισα ως θεατής το 2002, στο πρώτο Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου. Πήγα, του μίλησα, του είπα πως ένιωθα ότι αυτό το φεστιβάλ γινόταν για μένα, γιατί ακριβώς την εποχή που έψαχνα τέτοιες ταινίες, βρέθηκε κάποιος να κάνει ένα φεστιβάλ με αυτές. Είχαμε και κοινό γνωστό τον Απόστολο Σουγκλάκο κι έτσι ξεκίνησε μια κοντινή επαφή. Στη συνέχεια, δούλεψα για αρκετές χρονιές στο Cult Festival, δίπλα στον Νίκο. Κάναμε μαζί την επιλογή ταινιών, ερχόμασταν σε επαφή με πολύ κόσμο από τα '80s που σκηνοθετούσε ή πρωταγωνιστούσε σε αυτές, με σκοπό να τους φέρουμε στο φεστιβάλ και να τους τιμήσουμε. Εντάξει, από κάτω η κατάσταση ήταν φυσικά κανιβαλιστική. Θυμάμαι την προβολή του «Βιετνάμ» (σ.σ. το σκυλάδικο από το «Όλα είναι δρόμος») του Παντελή Βούλγαρη. Κατάμεστο το Gagarin, με τον ίδιο τον Βούλγαρη εκεί, συγκινητική η ατμόσφαιρα, και ο κόσμος να λέει τις ατάκες πριν καν τις πουν οι ηθοποιοί.
• Το 2008 είχα πάει μαζί με τον Κώστα Ξυκομηνό στο γραφείο του Γιάννη Οικονομίδη, τότε που βρισκόταν στην προπαραγωγή του Μαχαιροβγάλτη. Για κάποιον λόγο είχε ψηθεί να παίξει κι εκείνος στην Κάθαρση, τη μεγάλου μήκους ταινία μου που ετοίμαζα τότε ‒ ήταν ήδη μέσα ο Ξυκομηνός και ο Μουρίκης. Ήταν πολύ κατάλληλος ο Γιάννης για τον ρόλο του διευθυντή εταιρείας σεκιούριτι. Μου είχε ζητήσει, λοιπόν, να φτιάξω ένα 15λεπτο με αποσπάσματα από την ταινία, για να δει τι ήταν αυτό στο οποίο πήγαινε να μπλέξει. Το βλέπουμε και ξεκινά να με κράζει. «Τι είναι αυτό, τι θες να πεις με αυτό;». «Τίποτα δεν θέλω να πω, είναι μια entertaining ταινία». «Και ποιος νομίζεις ότι είσαι, που θα κάνεις μια ταινία που δεν λέει τίποτα;» Με τσάτισε, πήγα να φύγω κι εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Από τότε είμαστε καλοί φίλοι.
• Ήταν πολύ περίεργη ταινία η Κάθαρση. Επιχείρησα να την ξαναδώ πρόσφατα. Είχε πολλές στιγμές που δεν βλέπονται σήμερα, για μένα τουλάχιστον, αλλά και αρκετές άλλες διασκεδαστικές, και κάποιες πολύ καλές ερμηνείες. Ο Μουρίκης, ο Αλεξανδρής, ο Οικονομίδης, που τελικά είχε μια φοβερή σκηνή ‒ υπάρχουν μερικά πολύ ακραία και εφευρετικά φονικά. Νομίζω ότι πρέπει να σκοτώνονται γύρω στους 30 ανθρώπους στην ταινία. Έπαιζε και η Τίνα Σπάθη, που την είχα γνωρίσει τη χρονιά που είχε βραβευτεί στο Cult Festival. Πιστεύω πως είναι υποτιμημένη. Καταρχάς, την μπερδεύουν με μια άλλη ηθοποιό, μεταγενέστερη, που χρησιμοποίησε το ίδιο όνομα σε hardcore πορνοταινίες, ενώ η ορίτζιναλ έπαιζε στις soft ταινίες των '70s. Επίσης, ήταν, νομίζω, πολύ καλή ηθοποιός, πολύ καλύτερη από τις ταινίες στις οποίες συμμετείχε. Οπότε ήθελα να το εκμεταλλευτώ αυτό. Εκείνη την εποχή με ενδιέφερε να προσεγγίσω τέτοιους ανθρώπους.
• Από τον Νίκο Τριανταφυλλίδη θυμάμαι την επεισοδιακή συμμετοχή μου στην ταινία του Οι Αισθηματίες. Εκτελούσα χρέη «σύμβουλου παραγωγής», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Λίγο κάστινγκ, λίγο ρεπεράζ, λίγο βοηθός διευθυντή παραγωγής, διάφορα πράγματα μαζί. Δυστυχώς, αυτή η συνεργασία κατέληξε στο να πλακωθούμε, πράγμα που γινόταν συχνά, αλλά ποτέ κανείς δεν κρατούσε κακία, γιατί ο Νίκος, με την ίδια ευκολία που τσακωνόταν, μπορούσε να τα ξαναβρεί μαζί σου. Γινόταν, το σβήναμε, μετά ήμασταν ξανά όπως πριν, μπορούσαμε να αράξουμε, να δούμε ταινίες. Ήταν φοβερή η ποιότητα που είχε όσον αφορά το πώς ξεπερνούσε κάτι κακό και προχωρούσε. Το 2014 ξεκίνησε τα Στέκια, που έγιναν η αφορμή να αποκατασταθεί η σχέση μας. Με πήρε τηλέφωνο να μου πει αυτή την πολύ φρέσκια ιδέα που είχε, ένα νέο είδος ντοκιμαντέρ που δεν είχε καμία σχέση με αυτά που έβλεπες στη δημόσια τηλεόραση. Ήθελε να κάνω ένα επεισόδιο για τα βιντεοκλάμπ. «Είναι το στοιχείο σου, έχεις μεγαλώσει μέσα σε βιντεοκλάμπ, πρέπει να το κάνεις εσύ». Ήταν φανταστική εμπειρία όλο αυτό. Το '17 έκανα και τα διανυκτερεύοντα. Τώρα πια, που είμαστε κλεισμένοι μέσα από τις 9, βλέπω με μεγάλη λύπη αυτό το επεισόδιο. Την εποχή που πήγαινες σε ένα μεταμεσονύκτιο μάρκετ στον Νέο Κόσμο ή στον Υμηττό, να κάνεις τα ψώνια σου στις 3 το πρωί, μέσα στην ησυχία, τη θυμάμαι με μεγάλη λύπη.
• Ο Νίκος ήταν τεράστια απώλεια και όχι μόνο για μένα, για πάρα πολύ κόσμο. Ήταν ένας πολύ κοντινός φίλος – τις στιγμές που ήθελε, γιατί δεν ήταν πάντα προσιτός. Σίγουρα ευθύνεται για πολλά από τα πράγματα που γνωρίζω. Μου έμαθε τι πάει να πει αισθητική στο σινεμά, χιούμορ, κάναμε γενικότερες κινηματογραφικές συζητήσεις. Το σκέφτομαι πολύ καιρό τώρα ότι θα ήθελα να ήταν κοντά μας και να μπορούσα να του δείξω το Πρόστιμο. Θα ήταν ο Νο1 φαν, όπως ήταν ο Νο1 υποστηρικτής μου από τότε με τα Ρεμάλια.
• Πονεμένη ιστορία η Δράμα. Το 2012, με το Family Tree, ήταν τεράστια χαρά για μένα που δέχτηκε ταινία μου ένα κρατικό φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη φορά και η μοναδική, μέχρι φέτος, με το Πρόστιμο και τη Θεσσαλονίκη. Ήταν φανταστική εμπειρία, γνωρίσαμε ανθρώπους που έκαναν το ίδιο πράγμα μ' εμάς, δημιουργήθηκαν επαφές που κρατάνε μέχρι σήμερα, υπήρχε ατμόσφαιρα πάρτι κάθε βράδυ, σαν πενταήμερη. Μετά ήρθε αυτή η τελείως απρόσμενη βράβευση, που αρχικά ήταν σοκ και για μένα, γιατί ποτέ δεν πάω να παίξω σε ένα φεστιβάλ με αυτή την προσδοκία, οπότε δεν ξέρω ποτέ και τι βραβεία δίνονται. Πήρα το βραβείο «Ντίνος Κατσουρίδης» για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Έχει συμβεί ξανά αυτό το βραβείο να απονεμηθεί σε κάποιον που είχε παρουσιάσει ήδη δουλειά του και να θέλουν να του το πάρουν πίσω. Εγώ σίγουρα δεν είχα δηλώσει πρωτοεμφανιζόμενος. Με πήραν μετά τηλέφωνο και μου είπαν πως υπάρχει το ενδεχόμενο να το πάρουν πίσω. Τους απάντησα κι εγώ λίγο αιχμηρά, αλλά, φυσικά, το δέχτηκα. Τελικά, αποφάσισαν να μην το πάρουν πίσω, αλλά η σχέση μου με τη Δράμα εκεί χάλασε. Το '13, που κατέθεσα την επόμενη ταινία μου, τον Δεύτερο Άνδρα, την απέρριψαν.
• Το 2013 γνώρισα αυτό τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε το σενάριο για το Πρόστιμο, τον «Βαγγέλη». Είναι αυτό ακριβώς που βλέπουμε στην ταινία, ένας μικροντίλερ, που μπορεί για λίγο καιρό να έμενε κάπου, μετά να τον παίρνανε χαμπάρι και να έπρεπε να αλλάξει σπίτι, μετά να έμενε για λίγο στην αδερφή του. Τέτοιοι τύποι έχουν συχνά αυτό που εγώ ονομάζω «η κοινωνικότητα του ντίλερ». Πρέπει να πιάσουν κουβέντα με τους πελάτες τους κατά τις «παραδόσεις», να δείξουν ότι δεν είναι απλώς αυτοί που σε προμηθεύουν με κάτι και πληρώνονται, αλλά μπορούν να πουν και δυο λόγια, να αράξουν λίγο. Σε κάποια φάση ο «Βαγγέλης» άρχισε να μου μιλάει γι' αυτό που ζει. Ότι χρειάστηκε να φύγει από το σπίτι, να μείνει στην αδερφή του, όπου γνώρισε τον νέο της αρραβωνιαστικό. Ένα στοιχείο που μου άρεσε στη σχέση αυτή του μπράβου με την Κατερίνα, την αδερφή του Βαγγέλη, είναι η επιπολαιότητα. Σε γνωρίζω, με γνωρίζεις και πάμε, από την επόμενη μέρα είναι σαν να είμαστε παντρεμένοι είκοσι χρόνια. Εγώ δεν είμαι τέτοιος, οπότε σίγουρα με εντυπωσιάζει να βλέπω αυτό το μοτίβο.
• Πριν γραφτεί οτιδήποτε, κάθισα με τον πραγματικό «Βαγγέλη» και τον έβαλα να μιλήσει μπροστά σε μια κάμερα και να μου αναπτύξει τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες του. Έτσι προέκυψαν οι μονόλογοι για το Umatic, για τον ράπερ που ήξερε και πλέον δεν του μιλάει. Η τρανς πελάτισσα, η Βέρα, είναι επίσης υπαρκτό πρόσωπο. Είναι φοβερό στοιχείο της ιστορίας ότι όταν αυτός ξεμένει, ουσιαστικά δουλεύει ως γραμματέας για την τρανς φίλη του, της κλείνει τα ραντεβού. Όταν το άκουσα, είπα «κοίτα να δεις τι γίνεται». Εγώ δύσκολα θα το είχα ανασύρει από τη φαντασία μου. Έχει κάτι το ανθρώπινο και το αστείο. Είναι περίεργος, πολύπλευρος ο χαρακτήρας του Βαγγέλη. Όταν είναι με τον Πέτρο είναι ομοφοβικός, όταν είναι με τη Βέρα είναι νορμάλ. Είναι αυτός που μέσα του δεν έχει πρόβλημα, αλλά όταν βρεθεί σε μια παρέα πιο μάτσο ατόμων, εκεί προσαρμόζεται ανάλογα με τον κύκλο στον οποίο κινείται. Δεν προσπαθήσαμε να τον κάνουμε συμπαθητικό, βάλαμε κάτω και τα θετικά και τα αρνητικά του. Είναι γκρίζος ο χαρακτήρας του.
• Μορφή άρχισε να αποκτά η ταινία όταν συνειδητοποίησα ότι ο σεναριογράφος της βρισκόταν τόσο καιρό δίπλα μου. Έχοντας κάποιες αποτυχημένες συνεργασίες, πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου φίλο, τον Πάνο Τράγο. Ήθελα απλώς κάποιον να με βοηθήσει να βάλω όλο αυτό που είχα στο κεφάλι μου σε τάξη. Χωρίς τον Πάνο, το σενάριο μπορεί και να μην τελείωνε ποτέ.
• Στα τέλη του '16, το σενάριο είναι πολύ κοντά στο να ολοκληρωθεί κι εκεί ξεκινά ο εφιάλτης που ονομάζεται αναζήτηση πόρων, χρηματοδότησης, ραντεβού με παραγωγούς, καταθέσεις σε δημόσιους φορείς όπως το ΕΚΚ και η ΕΡΤ. Κάπου εκεί αρχίζω να έχω κάποιες κρίσεις άγχους που δεν μου έχουν περάσει μέχρι σήμερα. Μου συμβαίνουν τη στιγμή που πάει να με πάρει ο ύπνος. Προσπαθώ να φτιάξω τον ύπνο μου, αλλά πέρα από αυτό δεν μπορώ να κάνω κάτι. Όσο είμαι ενεργός και συναναστρέφομαι ανθρώπους είμαι μια χαρά. Τη στιγμή που πάω να ηρεμήσω και κλείνω τα μάτια μου, αρχίζει αυτό.
• Εγώ, γενικά, είμαι πολύ νευρικός και ανυπόμονος. Το ότι χρειάστηκε να κάνω υπομονή 6-7 χρόνια για το Πρόστιμο με τσάκισε. Γενικά, ήμουν πάντα των πιο άμεσων λύσεων. Θα μπορούσα, ωστόσο, να το παλεύω για άλλα τόσα χρόνια να βρω χρήματα γι' αυτή την ταινία. Ε, ήρθε κάποια στιγμή, εκεί στα 39 μου, που έκανα το μπαμ και είπα «πάμε να την κάνουμε» κι ας μην έχουμε την καλύτερη κάμερα ή τα καλύτερα locations που είχαμε φανταστεί όταν γράφαμε το σενάριο. Ήρθε η στιγμή που έπρεπε να γίνει, γιατί μετά θα μπορούσε να παλιώσει ή εγώ, αν περνούσα τα 40, να χάσω την επαφή μου με αυτόν τον κόσμο.
• Τον Βαγγέλη Ευαγγελινό τον είχα γνωρίσει το 2011 σε κάποια σεμινάρια υποκριτικής που έκανε ο Οικονομίδης σε νέους ηθοποιούς. Είχα πάει ως θεατής και με εντυπωσίασε. Ο Βαγγέλης δεν ερχόταν από κάποια σχολή και για μένα αυτό ήταν το καλό, ότι δεν είχε την παραμικρή επαφή με σχολές που σε μαθαίνουν να παίζεις θέατρο. Είχε και κάποια κοινά βιώματα με τον πραγματικό Βαγγέλη και κάποια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο που τον θυμίζουν, οπότε ήταν κατάλληλος. Φρόντισα να τον φέρω σε επαφή μαζί του, να κάνουν παρέα, να δει πώς κινείται, πώς σκέφτεται, τι έχει να πει. Ήταν πολύ δημιουργική αυτή η επαφή. Έδωσε credit στον ρεαλισμό και σ' εμένα προσωπικά μια ασφάλεια ως προς την ακρίβεια. Στα ίδια σεμινάρια γνώρισα και τη Μαρία Μπαλούτσου. Το ράστα μαλλί της Μαρίας στην ταινία ήταν το «Μπουρνάζι hairstyle» που πίστευα ότι ήταν κατάλληλο για τον χαρακτήρα της Κατερίνας. Εγώ λατρεύω το ράστα, απλώς θεωρώ ότι το συγκεκριμένο χρώμα, αυτό το χρυσαφί, παραπέμπει λίγο στο Μπουρνάζι. Αν ήταν μπλε, ίσως παρέπεμπε σε psy-trance πάρτι. Κάθε χρώμα είναι και μια άλλη φυλή.
• Τα τελευταία 20 χρόνια μένω σε αυτές τις περιοχές, στα νότια, έχω αλλάξει και δυο-τρεις γειτονιές. Στον Άγιο Δημήτριο μένω από το 2010. Έχω γνωρίσει πολύ κόσμο που τυχαίνει να είναι πολύ κοντά σε αυτό που δείχνω στην ταινία. Αυτή την κατάσταση που βλέπεις, αυτό το καμένο άραγμα στο σπίτι, το γνωρίζω. Το ότι γυρίσαμε την ταινία στις περιοχές μας και περιορίσαμε τις μετακινήσεις σχετιζόταν και με τα όρια του μπάτζετ, δεν μπορούσαμε να ανοιχτούμε πολύ. Σκεφτόμασταν κάποια στιγμή να κάνουμε ένα γύρισμα στα Σπάτα, αλλά δεν ήταν δυνατό. Τελικά, καταφέραμε να την ολοκληρώσουμε και παράλληλα να είμαστε πιστοί στα προσωπικά μας βιώματα και στις περιοχές όπου κινούμαστε. Ακόμα και το σπίτι μου παίζει στην ταινία ως το σπίτι της Βέρας, της τρανς φίλης του Βαγγέλη. Δηλαδή το σπίτι μου το δείχνω σαν μπουρδέλο στην ταινία.
• Παρότι με τον Οικονομίδη παίζουμε ο ένας στην ταινία του άλλου, εγώ στην Μπαλάντα κι αυτός τώρα ξανά στο Πρόστιμο, νομίζω ότι αυτές οι δύο δεν έχουν την παραμικρή σχέση, αν εξαιρέσεις κάποιους ηθοποιούς που μοιραία μοιραζόμαστε, αλλά τους χρησιμοποιούμε με διαφορετικό τρόπο. Ο Σταμουλακάτος ο δικός μου πιστεύω πως είναι άλλος από τον Σταμουλακάτο του Μαχαιροβγάλτη. Νομίζω πως κάνω κάποια πράγματα που ο Γιάννης δεν θα έκανε και το αντίστροφο. Ξέρεις τι γίνεται; Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που αποφασίζουν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου, τον ευρύτερο ρεαλισμό, είτε είναι κωμωδία, είτε δράμα, είτε μια crime ταινία. Αν υπήρχαν περισσότεροι, δεν θα προέκυπτε και αυτή η τόσο εύκολη ταύτιση.
• Για μένα ο κόσμος με τον οποίο ασχολείται το Πρόστιμο δεν είναι λούμπεν, είναι άνθρωποι που θα συναντήσεις σε πάρκα, σε πλατείες, σε δρόμους. Η λέξη «λούμπεν» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου. Το «λούμπεν» το έχεις ακούσει πολύ συχνά να το λένε για τις ταινίες του Οικονομίδη. Ο κόσμος στο Πρόστιμο, όμως, δεν είναι οι μεσήλικες άντρες που κάνουν κουμάντο στα πράγματα. Η δική μας ταινία έχει να κάνει με έναν νεότερης ηλικίας άντρα. Αυτός κινεί την ιστορία.
• Είναι διάκριση και τιμή, και μια κάποια δικαίωση που η ταινία συμμετείχε στο Διαγωνιστικό «Meet the Neighbours». Με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχω συνδέσει μερικές από τις καλύτερες εμπειρίες και στιγμές της ζωής μου. Δεν το έχω χάσει εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον. Κάθε Νοέμβρης με βρίσκει εκεί. Αυτός είναι ο πρώτος Νοέμβρης που, αντί να περπατάμε στην παραλία, κοιτάμε τους τέσσερις τοίχους, με αυτό το πολύ περιοριστικό καθεστώς που κάνει τα πράγματα ακόμα πιο απαισιόδοξα. Θα ήθελα πολύ να το είχα ζήσει όλο αυτό με τη Θεσσαλονίκη. Μου πήρε μέρες να το χωνέψω ότι μετά από 6-7 χρόνια δουλειάς η πρεμιέρα μας θα γίνει Κυριακή στο σπίτι, αντί για Κυριακή στον «Τζων Κασσαβέτη». Είναι γλυκόπικρο το συναίσθημα. Όπως και να το κάνεις, έχουμε ανάγκη από συναναστροφές, ψυχαγωγία, να μπορούμε να κυκλοφορούμε στον δρόμο χωρίς να δίνουμε λογαριασμό. Σίγουρα είναι προτιμότερο να έρχονται οι ταινίες σε επαφή με το κοινό τους, έστω και με αυτόν τον τρόπο, από το να ακυρωθεί τελείως ένα φεστιβάλ, να χαθεί δηλαδή ένας χρόνος ολόκληρος από την ιστορία του. Από την άλλη, όταν κάποιος φτιάχνει μια ταινία, τη φτιάχνει για την αίθουσα. Όλες καταλήγουν σε μικρές οθόνες, αλλά όταν μια ταινία χάνει την πρώτη της επαφή με το κοινό σε μια αίθουσα, αυτό πονάει. Βρισκόμαστε σε κουβέντες, ωστόσο, με διανομείς. Είναι εντυπωσιακό το ενδιαφέρον και δεν το περίμενα. Τώρα όλα εξαρτώνται από το αν η κυβέρνηση θα ανοίξει τους κινηματογράφους για λίγες μέρες, να πετάξει στον πολιτισμό ένα ξεροκόμματο, να μπορέσει ο καθένας να κάνει τη δουλειά του.
• Από την ενασχόλησή μου με το σινεμά έχω κερδίσει δημιουργικότητα. Θεωρώ πως είναι μια βασική ανάγκη. Έχω χάσει ή κοντεύω να χάσω τα μαλλιά μου.
• Δεν ξέρω αν αγαπώ την Αθήνα. Σίγουρα υπάρχουν συγκεκριμένες καταστάσεις που έχω ζήσει, μέρη, άνθρωποι, συνδέομαι μαζί της με πάρα πολλούς τρόπους, αλλά δυσκολεύομαι να πω αν την αγαπώ. Θα μπορούσα να σου πω ότι τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ περισσότερο, έστω για τα μικρά διαστήματα που έχει τύχει να περάσω εκεί. Έχει φοβερή ατμόσφαιρα, που δεν τη συγκρίνω με τη δική μας. Βέβαια, νομίζω ότι γενικά συμβαίνει αυτό, όταν μένεις σε ένα μέρος το βαριέσαι, σε κουράζει. Τι με χαλάει στην Αθήνα; Ο Μεγάλος Περίπατος με χαλάει. Πάρα πολύ. Δεν σου λέω πως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην πόλη ή ότι αν λυθεί, λύθηκαν όλα μας τα προβλήματα, αλλά είναι κάτι που, όταν το βλέπω, με ενοχλεί.
• Δεν είμαι κάποιος που θα πάει συχνά σε μπαρ, αλλά τώρα, που δεν έχω αυτή την επιλογή, μου λείπει. Είναι άσχημο να θες στις 2:30 τη νύχτα να πιεις ένα ποτό, γιατί μπορεί εκείνη την ώρα να τελείωσες τη δουλειά σου, και να μην υπάρχει αυτό το option. Είναι θλιβερό. Κατά τα άλλα, αράζω πολύ συχνά σε σπίτια βλέποντας ταινίες. Σινεμά πήγαινα πολύ, τώρα προσπαθώ να φτιάξω το οικιακό μου σινεμά, γιατί μου έχει λείψει. Σε συναυλίες πήγαινα, που επίσης μου λείπουν. Βγαίνω τα βράδια για περπάτημα στις γύρω περιοχές, προς Υμηττό, Νέο Κόσμο...
• Λευτέρη με λένε. Το «Φωκίων Μπόγρης» προέκυψε από μια τρολιά, από ένα αστείο. Στην πρώτη μας εφηβική προσπάθεια είχαμε όλοι αντίστοιχα ψευδώνυμα. Σκοπός ήταν ο «Φωκίων Μπόγρης» να ακούγεται σαν ένας γέρος που έχει κάνει 80 ταινίες. Βέβαια, τότε ήμουν 22 χρονών. Αλλά σε λίγο θα πλησιάζω προς αυτό που θέλει να πει το όνομα. Για κάποιον λόγο το κράτησα. Είπα, δεν πειράζει, μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά τουλάχιστον σου τραβά την προσοχή.
Η ταινία «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη προβλήθηκε στο τμήμα «Meet the Neighbors» του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και θα κυκλοφορήσει σύντομα στις αίθουσες.
Instagram: @f_bogris // @prostimo_2020
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.