Στη Νέα Υόρκη πήγα επειδή αισθανόμουν ότι εκεί θα είμαι ο εαυτός μου. Πήγα για δουλειά αλλά και για ζωή. Δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα, αλλά ήξερα ότι θα το έβρισκα εκεί. Ξεκίνησα να δουλεύω σε περιοδικά ως intern και μετά δούλεψα στα «Visionaire» και «V magazine», στις art editions, όπου μάζευα υλικό από καλλιτέχνες. Θυμάμαι, δούλευα σε ένα τεύχος που είχε το θέμα «μαγεία» και συνεργαζόμουν με τον Spike Jonze και διάφορους άλλους καλλιτέχνες που μας έδιναν έργα τους. Ήμασταν μια μικρή ομάδα και είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όμως ήταν όλα άτομα της μόδας και δεν με ενθουσίαζαν. Ήταν πολύ δήθεν.
• Ένα βράδυ συνάντησα κάποιον απ' το «Vice». Ήμουν σε ένα μπαρ και στο υπόγειο είχε ένα τεράστιο ψυγείο όπου έμπαινες και όλοι ήταν με κόκες. Μπήκαμε εκεί κι ενώ συζητάγαμε για την ελληνική οικονομία, το Μεσανατολικό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με ρώτησε πού δουλεύω. «Τέχνη και μόδα και μαλακίες», μου λέει, «έλα να δουλέψεις μαζί μας». «Πού δουλεύεις;». «Στο Vice».
Ο φεμινισμός εμπορευματοποιήθηκε εντελώς και πολύ γρήγορα. Πρέπει πια να βγάλεις T-shirt, να βγάλεις αυτοκόλλητο και να γίνεις και celebrity. Όλοι θέλουν να φανεί το πρόσωπό τους, βέβαια.
Το «Vice» εκείνη την εποχή ως περιοδικό δεν μου άρεσε. Στα μάτια ήταν μια φυλλάδα για hipster boys και μου φαινόταν σεξιστικό και λίγο ρατσιστικό. Αλλά τα αφεντικά μου παρουσιάσανε το νέο όραμα –video site με ντοκιμαντέρ γυρισμένα σε όλο τον κόσμο– και με πείσανε να συνεργαστώ μαζί τους.
• Και η πρώτη μου δουλειά ήταν να οργανώσω ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σικάγο. Δεν είχαν κάποιον να κάνει παραγωγή και μου είπαν «θα κάνεις εσύ». Δεν είχα κάνει ποτέ φεστιβάλ μουσικής, αλλά το ανέλαβα και πήγε μια χαρά. Γενικά, κανένας δεν ήταν ιδιαίτερα εξειδικευμένος και το έβρισκα ενδιαφέρον αυτό το πάθος, αυτό το «δεν έχω ιδέα, αλλά θα τα καταφέρω» που είχαν όλοι, «θα πάρω τηλέφωνο τον φίλο μου, τη φίλη μου, τη μάνα μου, το νονό μου να με βοηθήσει, να μου πει».
Ήταν πολύ λίγα άτομα τότε, αλλά είχαν πάθος και περηφάνια για τη δουλειά που κάνανε. Ήθελαν να είναι η καλύτερη δουλειά, να μην την έχεις ξαναδεί, και δεν αντιγράφαμε κανέναν.
Δεν κοιτάζαμε πουθενά, σε κανένα άλλο μέσο, δεν μας ενδιέφερε και δεν ξέραμε καν τι γινόταν σε άλλες εταιρείες media. Ο ανταγωνισμός υπήρχε μόνο μεταξύ μας, δεν ασχολούμασταν με άλλα μέσα και πάντα το γούσταρα αυτό. Κοιτάζαμε ταινίες, μουσικές, πράγματα που δεν είχαν άμεση σχέση με αυτό που κάναμε εμείς, δεν κοιτάζαμε τι κάνει ο τάδε με το βιντεάκι του. Βλέπαμε το ντοκιμαντέρ που είχε κάνει ο Έρολ Μόρις παλιά και λέγαμε «εμείς τι θα κάνουμε τώρα;». Αναρωτιόμασταν αν άρεσε σ' εμάς πρώτα απ' όλα. Κι αν δεν μας άρεσε, πηγαίναμε παρακάτω.
Κάναμε πολλή κριτική μεταξύ μας. Δουλεύαμε 20 ώρες την ημέρα, κοιμόμασταν κάτω απ' τα γραφεία, υπήρχαν μέρες που δεν πηγαίναμε καν σπίτι και δεν παραπονιόταν κανείς. Θυμάμαι την εποχή που έκανα σκηνοθεσία με τον Pharrell και τον Johnny Knoxville και δεν είχαμε ούτε πολλά λεφτά ούτε πολύ χρόνο αλλά ήταν από τις πιο συναρπαστικές εποχές.
• Έφυγα μετά από εφτάμισι χρόνια γιατί είχα εξαντληθεί και γιατί ο σεξισμός ήταν το κάτι άλλο. Κι είχα φτάσει σε ένα σημείο που παραπάνω από μένα ήταν μόνο αυτοί που είχαν την εταιρεία και δεν τα πηγαίναμε καλά ‒ οι αξίες μας δεν συνέπιπταν και το ήξεραν. Στην αρχή δεν με πείραζε και τόσο γιατί όλοι προσπαθούσαν πολύ, παρόλο που διαφωνούσαμε, μετά όμως υπήρχαν πολλές τριβές, παρεξηγήσεις, πάρα πολλές παρεξηγήσεις.
Προς το τέλος, ο Σέιν ήθελε να γίνουμε MIS organization και όντως γίναμε. Έτσι διαμελήθηκε η εταιρεία. Δεν μπορούσαμε πια να είμαστε όπως ήμασταν. Όσο το «Vice» έκανε cultural journalism ήταν εύκολα τα πράγματα, μόλις όμως πέρασε σε κανονικό journalism, με ειδήσεις, χρειάζονταν ξεχωριστά κτίρια και άλλο προσωπικό, άλλη τακτική ‒ έτσι χωρίστηκαν όλα.
Εγώ δεν ήμουν των ειδήσεων, οπότε είδα να γίνεται μια μετατόπιση που δεν ήταν στις δικές μου επιδιώξεις. Μου έλεγαν και κάτι πράγματα επί προσωπικού, που ήταν πολύ ενοχλητικά. Παρουσίαζα τι είχα κάνει μέσα στον χρόνο και με ρωτούσαν «πόσων χρονών είσαι τώρα; Πότε θα κάνεις παιδιά;». Έκαναν συνεχώς πολλά ψυχοσεξουαλικά και controlling πράγματα. Δεν υπήρχε έλεγχος, έτσι συμπεριφέρονταν και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, γιατί αυτή ήταν η κουλτούρα μιας ολόκληρης εταιρείας.
Τώρα τελευταία, που προσπάθησαν οι «New York Times» να γράψουν ένα άρθρο, η δημοσιογράφος έκανε έναν χρόνο έρευνα και ήθελε να δημιουργηθεί ένα νέο «me too», αλλά δεν επρόκειτο για έναν, όπως ο Weinstein, που μπορούσες να βγάλεις σκάνδαλο. Το πρόβλημα με το «Vice» ήταν συνολικά η κουλτούρα της εταιρείας, ξεκινούσε από πάνω κι έφτανε μέχρι κάτω. Κι επειδή ήμουν κι εγώ μέρος του, στη θέση executive, ήμουν κι εγώ μέρος του προβλήματος.
Προσπάθησα να κάνω κάποιες αλλαγές, αλλά δεν τα κατάφερα. Ακόμα και τίποτα να μην έχεις κάνει, όταν είσαι μέλος μιας εταιρείας και ανέχεσαι όσα γίνονται εκεί, είσαι κι εσύ υπεύθυνος. «Τη λέξη από s (σ.σ.σ sexism)», μου έλεγαν, «μην τη λες» ‒ δεν αναφερόταν ποτέ στην κουβέντα. Δεν ήθελαν να το κουβεντιάζουν και αν έλεγες κάτι παραπάνω, σταματούσαν να σου μιλάνε, σε έβαζαν στο ψυγείο κανονικά. Παίζονταν και πολλά παιχνίδια τακτικής, έτσι κουράστηκα και ήθελα να φύγω.
• Η παραίτησή μου από το «Vice» ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή μου. Έχω πάρει διαζύγιο, έχω χωρίσει, έχω φύγει από την πατρίδα μου, όλα αυτά δεν μου έχουν στοιχίσει τόσο όσο μου στοίχισε το να φύγω από το «Vice». Ήταν πολύ δύσκολο πράγμα γιατί ήταν και η δουλειά και η οικογένειά μου, ήταν πάθος, πιστεύαμε ότι κάναμε κάτι που θα αλλάζαμε τον κόσμο, παρόλο που δεν είχαμε καταλάβει τι επίδραση είχαμε. Άνοιξα την τηλεόραση στην Ελλάδα και είδα μετά από χρόνια αυτή την εικόνα που προωθούσαμε: άτομα με τατουάζ, μούσια και περίεργες μπλούζες να φωνάζουν στην κάμερα. Αντανακλαστικά σκέφτηκα, «ωχ, αυτό κάναμε;»
Όπου και να πας, και στην Κίνα και παντού, βλέπεις το ίδιο πράγμα ακριβώς. Θέλαμε να αναδείξουμε την υποκουλτούρα και να πούμε ότι υπάρχει σε αυτήν ποιότητα, ενδιαφέροντα άτομα, φοβερές ιστορίες. Βρίσκαμε σε αυτήν πάθος και τη λατρεύαμε, τη συζητάγαμε, ξέραμε το παραμικρό, το τάδε συγκρότημα, την τρίτη πόρτα στο παρακάτω στενό όπου υπήρχε κάτι καταπληκτικό. Και, ξαφνικά, αυτό χάθηκε. Τις subcultures που λατρεύαμε στην ουσία τις καταστρέψαμε. Το «Vice» έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτό. Και το ίντερνετ βέβαια. Όταν περνάς το μικρό και το μυστικό σε πολύ κόσμο γίνεται mainstream, παύει να είναι το ίδιο. Στενοχωριέμαι λίγο, αλλά καταλαβαίνω ότι έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός.
• Κάναμε mainstream την υποκουλτούρα και τώρα, με το που βγαίνει οτιδήποτε που έχει δέκα άτομα που ενδιαφέρονται γι' αυτό, όλοι τρέχουν. Και το βγάζουν αμέσως. Χωρίς το σκοτάδι, όμως, δεν υπάρχει υποκουλτούρα. Αν δεν έχεις κάποιο μυστικό για να δημιουργηθεί μια κουλτούρα γύρω από αυτό, δεν υπάρχει μαγεία. Ένα μυστικό που το ξέρει όλος ο κόσμος δεν είναι μυστικό. Κάτι που ανακάλυψες πρέπει να το πιστέψεις, να το καλλιεργήσεις, να είναι κάτι δικό σου και μετά να το σκορπίσεις και να δεις τις αντιδράσεις του κόσμου.
Αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν μυστικά, δεν μπορείς να έχεις κάτι δικό σου. Μόλις υπάρξει κάτι, το ανεβάζουν ως στόρι στο Instagram. Παλιά την πληροφορία την έψαχνες, δεν κυκλοφορούσε τόσο εύκολα και αυτό το ψάξιμο είναι σημαντικό, πιο σημαντικό από το να το βρεις. Όταν ψάχνεις κάτι και δεν το βρίσκεις, όταν σ' το δίνουν με το σταγονόμετρο, το εκτιμάς, κι αν είναι κάτι ιδιαίτερο, θέλεις να το δείξεις στους άλλους. Διαφορετικά δεν έχει καμία αξία. Όταν το βρίσκεις εύκολα, δεν το σέβεσαι.
Κάναμε mainstream την υποκουλτούρα και τώρα, με το που βγαίνει οτιδήποτε που έχει δέκα άτομα που ενδιαφέρονται γι' αυτό, όλοι τρέχουν. Και το βγάζουν αμέσως. Χωρίς το σκοτάδι, όμως, δεν υπάρχει υποκουλτούρα. Αν δεν έχεις κάποιο μυστικό για να δημιουργηθεί μια κουλτούρα γύρω από αυτό, δεν υπάρχει μαγεία.
Το όνειρο του Ίντερνετ, η ελπίδα του, ήταν ότι θα είχαμε πρόσβαση σε ξένες και εξωτικές υποκουλτούρες, όπως έγινε στην αρχή, π.χ. με τη noise music στην Ινδονησία. Ήταν κάτι φοβερό και μπορούσες να εμβαθύνεις σε αυτό. Αντί της εμβάθυνσης, που θα μας επέτρεπε να μάθουμε πιο πολλά, να τα μελετήσουμε, τώρα έχουν ισοπεδωθεί όλα. Η εξειδίκευση που θα ερχόταν έγινε μια ομογενοποίηση και αυτό το όνειρο ουσιαστικά δεν το ζήσαμε. Υπήρξε μόνο για ένα πολύ μικρό διάστημα. Όταν άρχισαν όλοι να έχουν πρόσβαση στα πάντα και να κατεβάζουν ασύδοτα μουσική, χωρίς να ψάχνουν τίποτα σε βάθος, έγιναν όλα επιφανειακά...
• Όταν βγήκε ο Τραμπ, μας έπιασε όλους κατάθλιψη. Τα media όμως βρήκαν έναν σκοπό. Μας έπιασε τρομερή απογοήτευση και το ρίξαμε στον ακτιβισμό. Αλλά κι αυτός έχει τακτική γιατί το ξέρει καλά το μέσο. Ρίχνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα μια «χειροβομβίδα» στα media, οπότε όλοι σταματάμε ό,τι κάνουμε και τρέχουμε. Κι άμα δεν ασχοληθείς με τις βλακείες του, το μήνυμα που παίρνουν οι άλλοι είναι ότι δεν σε ενοχλεί κι έτσι γίνεται ένας φαύλος κύκλος. Από media που ήμασταν γίναμε ακτιβιστές και αρχίσαμε να διοργανώνουμε πορείες γυναικών, διαμαρτυρίες, ο καθένας ψάχνει να βρει έναν τρόπο για να φαίνεται ότι αντιδρά. Τώρα, με τα παιδιά των μεταναστών που τα χώρισαν από τις οικογένειές τους, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ χειρότερα.
Ασχολούμαστε με τον Τραμπ συνεχώς κι αυτό είναι πολύ ψυχοφθόρο, κουραστήκαμε, δεν μας αφήνει να κάνουμε δουλειά, υπάρχει ένας αντίλογος συνεχώς. Τα μεγάλα μέσα, βέβαια, τα βοήθησε αυτό: η κυκλοφορία των «New York Times» εκτινάχθηκε, το CNN, η «Washington Post», ωφελήθηκαν εξίσου. Ήρθαν και όλη αυτή η ιστορία με το γυναικείο ζήτημα κι άλλαξαν και τα μικρότερα media.
Όταν έχεις υποδομή για ειδήσεις, κάνεις κάποια νούμερα, γιατί έχεις editors που μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ό,τι γίνεται. Όταν είσαι σε μικρότερη εταιρεία με media δεν έχεις το περιθώριο να σταματάς ό,τι κάνεις, επειδή αυτός είπε κάποιες βλακείες, και να τις αναλύεις. Υπήρξαν φορές που έλαβα το μήνυμα «γιατί δεν λες κάτι;». Βρε παιδιά, πέντε φορές την ημέρα τα ίδια και τα ίδια; Έχουμε και δουλειές να κάνουμε, αυτό θα το βρούμε μπροστά μας κάποια στιγμή. Από τη μια βοήθησε πολύ, από την άλλη έκανε κακό.
• To «Front» εξελίσσεται (σ.σ. ένα site «βωμός» των νέων μέσων και μια πολιτιστική πλατφόρμα σε φεμινιστική βάση που τρέχουν αποκλειστικά γυναίκες, με περιεχόμενο μέσα από ένα εναλλακτικό «θηλυκό» πρίσμα –«που αναζητάει την ομορφιά μέσα από το σκοτάδι»). Θα κάνω δύο φορές τον χρόνο κάτι σαν πακέτο με βίντεο, γιατί μετά τον Τραμπ και τις «βόμβες» του γίναμε κι εμείς «what to do?» και ασχολούμασταν 18 ώρες την ημέρα με τη μία οργάνωση και την άλλη. Κι έπρεπε να πηγαίνουμε να τους γνωρίζουμε, μην τυχόν και υποστηρίξουμε κάτι που δεν είναι σωστό. Είχαμε γίνει full-time ακτιβιστές. Ενώ είχαμε τον φεμινισμό και κάποιες προοδευτικές αξίες που ήταν η βάση, ο ακτιβισμός έγινε ο σκοπός, η μοναδική μας απασχόληση. Δεν ήταν αυτός ο στόχος μου, ποτέ.
Μπορείς να πάθεις overdose με όλα αυτά. Οι ΜΚΟ έβγαλαν λεφτά στις πλάτες μας και έγιναν celebrity. Άκουγα και παράπονα, «δεν έκανες την έρευνα που έπρεπε, γιατί ο τάδε πριν από δέκα χρόνια είχε κάνει αυτό», δηλαδή για κάθε άτομο που μιλάγαμε έπρεπε να μάθουμε και όλο του το ιστορικό.
Η πολιτική γύρω από τον ακτιβισμό, το gender identity ή τα identities γενικά έγινε ψυχαναγκασμός. Όταν ξεκίνησα το «Front» δεν υπήρχαν πολλά άτομα να τα συζητάνε αυτά και μέσα σε δυο-τρία χρόνια τα συζητούσαν όλοι. Και λέγανε τα ίδια και τα ίδια. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνω αυτό πια, πόσα άτομα να σου μιλήσουν για τον φεμινισμό; Σταματήσαμε να ασχολούμαστε και τώρα σκεφτόμαστε ποια θα είναι τα επόμενά μας βήματα.
• Ο φεμινισμός εμπορευματοποιήθηκε εντελώς και πολύ γρήγορα. Πρέπει πια να βγάλεις T-shirt, να βγάλεις αυτοκόλλητο και να γίνεις και celebrity. Όλοι θέλουν να φανεί το πρόσωπό τους, βέβαια. Το Women's March δεν το οργάνωσαν τρία-τέσσερα άτομα, το οργάνωσαν πάρα πολλά και έγινε σε όλο τον κόσμο, κι όμως είδες ποιες γνωρίζεις. Μου λένε «έλα να μιλήσεις για under-represented voices», αλλά σταμάτησα να πηγαίνω και να λέω τα ίδια και τα ίδια. Αυτήν τη στιγμή, όλοι οι προοδευτικοί λέμε τα ίδια... Δεν έχει νόημα να τα λέω ξανά και ξανά και εγώ. Πάμε παρακάτω, πρέπει να υπάρχει εξέλιξη.
Κάποια στιγμή ένας δημοσιογράφος μου είπε: «Το πρόβλημά σου είναι ότι είσαι μπροστά από την εποχή σου». Εκεί ζούσαμε πάντα και εκεί χαίρομαι να ζω, αναζητώντας το επόμενο ενδιαφέρον πράγμα. Τώρα κάνουμε δουλειές με το «National Geographic», που με ενδιαφέρει πάρα πολύ γιατί ασχολούμαι με τον πλανήτη μας. Κάτι τέτοιο δεν το κάνεις για να λες «αυτό το κομμάτι το έγραψα επειδή θέλω να σώσω τον πλανήτη». Απλώς δείχνεις στο κοινό κάποια πράγματα που είναι χρήσιμα.
Θα βγάλουμε τρεις σειρές με το «National Geographic». Αυτά που κάνουμε online τα κάνουμε pitch τώρα ως σειρές ντοκιμαντέρ για το Netflix και κάνουμε κάποιες εκπομπές για την Amazon. Αυτό που είναι πάρα πολύ κουραστικό με την online ή την digital δουλειά για άτομα σαν εμάς, που μας αρέσει πραγματικά το craft και η δημιουργία, είναι ότι όλα αυτά που κάνουμε για να αφηγηθούμε την ιστορία, κάνοντας γύρισμα και δουλεύοντας τα χρώματα, το editing και τη μουσική σαν να είναι μεγάλου μήκους ταινία, τα τρώει το Ίντερνετ επειδή είναι digital. Κι όλα αυτό τη στιγμή που εσύ έχεις βάλει όλη σου την ψυχή και άπειρη δουλειά. Βέβαια, το καταλαβαίνει ο κόσμος, τουλάχιστον αυτοί που έχουν γούστο.
Στο Ίντερνετ υπάρχουν τόσα πολλά που τίποτα πλέον δεν έχει σημασία και αυτό εμένα με πειράζει. Αυτό συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική, και στο φαγητό, και σε όλες τις τέχνες. Με ενοχλεί η εύκολη κατανάλωση. Μου αρέσει να γίνεται κάτι επιμελώς και με τέχνη και πιστεύω ότι αυτή την εποχή μόνο στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο τα βρίσκεις αυτά. Το digital με έχει κουράσει. Χύνεις αίμα για να κάνεις έρευνα για ένα θέμα, να το φτιάξεις. Το δουλεύεις μέρες ολόκληρες, μήνες, το ανεβάζεις και μετά από δύο ώρες έχει εξαφανιστεί. Αν το προσέξουν για μια μέρα, νιώθεις ότι έχεις καταφέρει κάτι.
Και στους δημοσιογράφους πάντα δίνω τη συμβουλή να κρατούν τα δικαιώματα, να έχουν την επιλογή, αύριο-μεθαύριο, ένα άρθρο τους να μπορούν να το κάνουν και ταινία. Το «Vice» έχασε τεράστιες ευκαιρίες, γιατί αν είχαμε μετατρέψει όλες τις ιστορίες του, που ήταν μοναδικές, σε ταινίες, δεν θα χρειαζόταν να ασχολούμαστε με εταιρείες αναψυκτικών και τηλεφωνίας, χάνοντας άπειρο χρόνο για βιντεάκια και καμπάνιες. Θα είχαν μείνει, ενώ τώρα τις έχει καταπιεί το Ίντερνετ.
Το Ίντερνετ ξεκίνησε ως κάτι αντίστοιχο του χάκερ και του ανώνυμου και έχει γίνει η επιτομή του καπιταλισμού. Χωρίς διαφήμιση δεν υπάρχεις και οι διαφημιστές σού ορίζουν τα πάντα. Η «κοινωνική ευαισθησία» έχει γίνει κάτι άλλο πια. Η διαφήμιση έχει αλλάξει τα ήθη. Έχει επιβάλει έναν νεοσυντηρητισμό που είναι στην ουσία υποκρισία: πουλάνε τα δεδομένα του οποιουδήποτε και μετά τους πειράζει η ρώγα.
Το σκέφτομαι και γελάω γιατί σε πέντε χρόνια όλοι θα αρχίσουν να κάνουν το αντίθετο πάλι, επειδή όλα κάνουν κύκλο. Θυμάσαι το 2000 να κάνει κανένας πολιτική κουβέντα; Όχι.
Στο Ίντερνετ υπάρχουν τόσα πολλά που τίποτα πλέον δεν έχει σημασία και αυτό εμένα με πειράζει. Αυτό συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική, και στο φαγητό, και σε όλες τις τέχνες. Με ενοχλεί η εύκολη κατανάλωση.
• Μόλις εξελέγη ο Τραμπ υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, είπα «αυτό είναι, τη βάψαμε». Μου έλεγαν όλοι ότι είμαι πολύ απαισιόδοξη, ενώ ήταν φως φανάρι τι θα γινόταν, γιατί είχαμε να κάνουμε με ένα celebrity, και μάλιστα στην Αμερική. Ξέρεις πότε θα έχανε ίσως ο Τραμπ; Μόνο αν είχε απέναντί του τον Kanye West!
Αυτό με τα celebrities γίνεται όλο και χειρότερο και είναι φοβερό που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος ότι δεν αξίζουν ούτε τον χρόνο μας ούτε τα λεφτά μας. Θυσιάζουμε την κουλτούρα για το celebrity, το έντεχνο για το επιφανειακό. Δεν μπορείς να γυρίσεις ταινία σε εταιρεία media χωρίς celebrity, αν θες να πετύχεις. Σε ρωτάνε: «Ποιος θα είναι executive producer, είναι celebrity; Έχεις celebrity επενδυτή;». Έτσι είναι στη Νέα Υόρκη και παντού. Πάντα υπήρχε μια τάση, αλλά τώρα τελευταία έχει δημιουργηθεί ολόκληρο σύστημα. Είναι η μεγαλύτερη μπίζνα. Και δεν αφήνουν το περιθώριο στα μικρότερα μέσα να επιστρέψουν στην υποκουλτούρα, γιατί επενδύουν μόνο στους celebrities.
• Γενικά, τα media αυτήν τη στιγμή, ειδικά στη Νέα Υόρκη, είναι μια φούσκα, η οποία, όταν σκάσει, θα αλλάξουν πολλά. Οι μισθοί έχουν γίνει εξωπραγματικοί, υπάρχουν πολλά άτομα χωρίς εμπειρία που βγάζουν λεφτά, και μάλιστα πολλά, γιατί το μηχάνημα χρειάζεται χέρια. Αυτό είναι κάτι που έγινε τα τελευταία τρία χρόνια που όλοι ζητάνε ασταμάτητα περιεχόμενο ‒ έγινε της τρελής. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ψηλά έχουν φτάσει οι μισθοί. Το ίδιο έγινε με την υποκουλτούρα.
Οι «New York Times» μας είχαν σε παρουσίαση ως το πιο cool νέο μέσο, και τις ταινίες μας και τα θέματά μας. Ξέρεις τι σήμαινε αυτό; Ότι άρχισαν να προσλαμβάνουν τους συνεργάτες μου δίνοντάς τους 100 και 150 χιλιάρικα τον χρόνο. Πού να βρω εγώ, το μικρό μέσο, τόσα λεφτά να τους δώσω; Σιγά-σιγά, άρχισαν να μαζεύουν όλο τον κόσμο. Είναι τεράστιες οι κλίμακες και δεν μπορεις να τους ανταγωνιστείς. Προσέλαβαν μία κοπέλα που δούλευε σ' εμένα και έκανε video-editing για 100.000 ‒ τρελά λεφτά! Το cool δεν είναι κάτι καλό πια, γιατί και τους υπαλλήλους σού παίρνουν και τις ιστορίες. Και δεν πιστεύω ότι η δουλειά που βγαίνει είναι για τέτοιους μισθούς, οπότε θα έχουμε μεγάλο «μπαμ» σύντομα.
• Η Νέα Υόρκη έχει ψιλοπεθάνει, πράγμα που είναι και κακό και καλό. Έγινε τόσο ακριβή πόλη, που δεν μπορείς να ζήσεις πια εκεί. Φεύγει ο κόσμος και πάει στο Λος Άντζελες και σε μικρότερες πόλεις, παίρνοντας μαζί του αυτό που λάτρευα στη Νέα Υόρκη: το περίεργο, το freak. Δεν βλέπεις πια freak στη Νέα Υόρκη, σπανίως. Τα παιδιά που κάνουν τέτοια πράγματα τα ανεβάζουν και τα βλέπεις αμέσως, δεν υπάρχει έκπληξη. Στη συνέχεια γίνονται influencers.
Αρχίζει να σκορπίζει αυτό που υπήρχε κάποτε, δεν έχει την ίδια ψυχή. Δεν είναι μόνο κακό αυτό, βέβαια, γιατί δεν πρέπει να γίνονται πράγματα μόνο σε μια-δυο πόλεις. Και στη μουσική δεν βλέπεις πια όσα έβλεπες, πολύ κρίμα! Η περιοχή που όταν είχα πάει, πριν από δέκα χρόνια, είχε μια πλούσια μουσική σκηνή, τώρα είναι γεμάτη άψυχους ουρανοξύστες με διαμερίσματα που κοστίζουν 2 εκατομμύρια το καθένα. Πού να ζήσει ο άλλος;
• Γίνονται πολλές τέτοιες συζητήσεις περί μετακίνησης του πληθυσμού προκειμένου να αλλάξει η πολιτική κατάσταση. Παίζει μεγάλο ρόλο η ψήφος κάθε περιοχής στην Αμερική, γιατί έτσι μπορεί να αλλάξει το ποιος έχει την πλειοψηφία στο Κονγκρέσο. Έχω πάρει μέρος σε πολλές συζητήσεις και άκουγα να λένε: «Αυτή την πόλη μπορούμε να την κάνουμε alternative art center επειδή υπάρχουν x θέσεις σε αυτή την Πολιτεία. Να στείλουμε 20.000 δικά μας άτομα να ψηφίσουν και να την αλλάξουν, να την κάνουν μπλε αντί κόκκινη». Όλα αυτά που νομίζαμε ότι είναι θεωρίες συνωμοσίας είναι απλώς η πραγματικότητα. Το να στείλεις μέσα σε δύο χρόνια 20.000 άτομα σε μια πόλη για να εγκατασταθούν και να ψηφίσουν τους Δημοκρατικούς δεν είναι αστείο. Και υπάρχει μάρκετινγκ όσον αφορά το είδος των καταστημάτων που θα ανοίξουν, τη γενικότερη υποδομή που θα αλλάξει την πόλη αυτή. Κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς μπορείς να επηρεάσεις στρατηγικά την πολιτική ενός τόπου.
• Δεν έχουμε καταλάβει ακόμα πώς γίνεται ο εκσυγχρονισμός online. Κι ούτε πρόκειται, να σου πω την αλήθεια. Με τις διαφημίσεις δεν βγαίνει άκρη, ειδικά όταν ο διαφημιστής σού υπαγορεύει τι να βάλεις και τι να μη βάλεις στην ύλη σου. Έχουμε καταντήσει να είμαστε φτωχοπεριοδικά. Όλες οι εταιρείες στα media, μικρές και μεγάλες, ασχολούμαστε με το πώς θα κάνουμε intellectual property, πώς θα κάνουμε τα podcasts σειρές, πώς θα πάρουμε τα άρθρα και θα τα κάνουμε ταινίες.
Το Ίντερνετ ξεκίνησε ως κάτι αντίστοιχο του χάκερ και του ανώνυμου και έχει γίνει η επιτομή του καπιταλισμού. Χωρίς διαφήμιση δεν υπάρχεις και οι διαφημιστές σού ορίζουν τα πάντα. Η «κοινωνική ευαισθησία» έχει γίνει κάτι άλλο πια. Η διαφήμιση έχει αλλάξει τα ήθη. Έχει επιβάλει έναν νεοσυντηρητισμό που είναι στην ουσία υποκρισία: πουλάνε τα δεδομένα του οποιουδήποτε και μετά τους πειράζει η ρώγα.
Η γενιά που έζησε τη μεγάλη άνοδο έχουμε κουραστεί, συναντιόμαστε και αναρωτιόμαστε γιατί είμαστε ακόμα στα media. «Ευχαριστώ» δεν σου λέει κανένας, ό,τι δουλειά έχεις κάνει, ό,τι αίμα έχεις χύσει εξαφανίζεται. Δυστυχώς, όμως, αγαπάμε αυτό που κάνουμε. Ωστόσο, δεν είμαι απαισιόδοξη, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε 5 ή 10 χρόνια από τώρα δεν θα υπάρχουν ξανά υποκουλτούρες. Ο κόσμος δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, θα γυρίσει, απλώς έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που όλα είναι επιφανειακά. Θα υπάρξει καινούργια σοδειά κάποια στιγμή από άτομα που θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο ιδιαίτερο.
• Η ζωή άρχισε να έχει νόημα για μένα όταν ασχολήθηκα με την κινηματογράφηση. Έμαθα πώς να τα βγάζω πέρα με τις πιο δύσκολες πλευρές της ζωής μόλις έμαθα παραγωγή και την νοοτροπία που τη συνοδεύει: Υπάρχει μια λύση για τα πάντα, το όχι δεν σημαίνει ποτέ όχι, ό,τι μπορεί να πάει στραβά θα πάει και δεν πρέπει να παίρνεις ποτέ τίποτα προσωπικά επειδή θα χάσεις απλά χρόνο και ενέργεια. Όλα όσα έμαθα για τις λαμπρές πλευρές της ζωής τα έμαθα μέσα από την σκηνοθεσία. Η ζωή είναι η ιστορία που θα δημιουργήσουμε. Ας την κάνουμε μαγική και διασκεδαστική, κι ας προσπαθήσουμε να έχουμε στο περιβάλλον μας μόνο σπουδαία άτομα. Και ας γράψουμε το κάθε επεισόδιο λες και είναι το πιο ενδιαφέρον μέχρι στιγμής.
Info:
IG: @thalia_mavros
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 5.9.2018