Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Η «Ευδοκία» μοιάζει καμωμένη από ήλιο και χώμα και έρχεται καταπάνω σου με την ορμή ενός φυσικού φαινομένου και όχι μιας κινηματογραφικής ταινίας.
0

«Μία ταινία σημαδιακή στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Μια ταινία που χρειαζόμαστε»Κώστας Πάρλας, «Το Βήμα» (14/12/1971)

«Δουλειά πραγματικά κριτική και, ταυτόχρονα, ατίθαση… Κωμικό και τραγικό μαζί, καθησυχαστικό και ανησυχητικό, σκανδαλώδες και επαναστατικό…»Μισέλ Δημόπουλος, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχος Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, 1971)

«Για μια φορά, ο ελληνικός κινηματογράφος προσέχει επιτέλους τη ζωή και τη μιμείται δημιουργικά, αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι και στον κινηματογράφο όπως και στη ζωή, οι άνθρωποι πολλές φορές άλλα λένε και άλλα εννοούνε, και πως το "σ’ αγαπώ" δεν λέγεται πάντα με λιγωμένα μάτια, ή συνοδεία βιολιών» — Ροζίτα Σώκου, «Ακρόπολις», (14/12/1971)

«Το γεγονός και μόνο πως τούτη η ταινία σε υποχρεώνει να σκεφτείς πολύ και σοβαρά, της δίνει αυτόματα μια ποιότητα εξαιρετικά δυσεύρετη στον ελληνικό κινηματογράφο»Βασίλης Ραφαηλίδης, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τ.16 – 1971)

«Πρέπει να έχεις κουλτούρα, να έχεις ασκηθεί πολύ στον εντοπισμό της “ελληνικότητας”, και αισθητική που να πηγάζει από τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη και τον Καραγκιόζη, για να δεις το τοπίο της αθηναϊκής συνοικίας, όπως το είδε ο Δαμιανός στην Ευδοκία»Κώστας Σταματίου, «Τα Νέα» (14/12/1971)

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Ο Δαμιανός έκανε κινηματογράφο χωρίς ο ίδιος να ήταν «επαγγελματίας» κινηματογραφιστής – και αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα. 

Με τόσα και τόσα που έχουν γραφτεί, θα έλεγε κανείς πως δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί για την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Κι αυτά τα λόγια όμως, μοιάζουν σήμερα κάπως απομακρυσμένα από τα καθ' ημάς. Ας πούμε, τι συνιστά ο όρος «ελληνικότητα» στις μέρες μας; Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα; Μα τι λέω, εδώ και δεκαετίες, δεν μπορούσαν καν να τη δουν όπως θα έπρεπε. Είχαμε μονάχα τις αποθεωτικές μαρτυρίες των κριτικών της εποχής – και όχι την ταινία την ίδια.

Υπερβολή, θα μου πείτε: Υπάρχει ολόκληρη στο YouTube (τι τραγωδία κι αυτή…).

Βάζω μια παρένθεση: Τα χρόνια που δίδασκα στη Σχολή Σταυράκου, επειδή οι ώρες των μαθημάτων ήταν λίγες, καλούσα τους μαθητές σπίτι μου κάθε βράδυ Πέμπτης, όπου αράζαμε, ενίοτε και μέχρι τα ξημερώματα, βλέποντας ταινίες, ακούγοντας μουσικές και κάνοντας κουβέντα – φυσικά για σινεμά, δηλαδή για τα πάντα. Κλεμμένη η τακτική, το έκανε ο Κώστας Τριπολίτης όταν σπούδαζα εκεί, και ήταν κάτι που ήθελα να εφαρμόσω ο ίδιος.

Στις συναντήσεις αυτές με τους μαθητές μου λοιπόν, συνειδητοποίησα (μεταξύ πολλών άλλων) πως τα άθλια beta masters όλων των κλασικών ελληνικών ταινιών είχαν απωθήσει γενιές ολόκληρες από το ελληνικό σινεμά.

«Για ποια αριστουργήματα μιλούν όλοι αυτοί οι κριτικοί» με ρωτούσαν. «Αφού οι ταινίες δεν βλέπονται». Είχαν δίκιο – στ' αλήθεια δεν βλεπόντουσαν έτσι όπως είχαν καταντήσει, ξεθωριασμένες, βρόμικες στην όψη, φαντάσματα των ταινιών που κάποτε υπήρξαν, ολοκληρωτικά εγκαταλελειμμένες στη μοίρα τους από κάθε κρατικό παράγοντα, ανεβασμένες όπως-όπως στο YouTube, συνήθως από προβολές τους στην κρατική τηλεόραση, σε ακόμα πιο φτωχή ποιότητα. 

Η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου.

Όμως το περασμένο Σάββατο, χάρη σε μια υπέροχη πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την «Ευδοκία» όπως δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ.

Τόσα είχαμε διαβάσει πια για την όψη της ταινίας, για τον ήλιο που «έκαιγε» τα πρόσωπα των ηρώων της, την ελληνική γη που ποτέ άλλοτε δεν είχε αποτυπωθεί σε φιλμ με τέτοια πιστότητα, τη «χωματένια» της ποιότητα. Μάταιος κόπος: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε επιβιώσει στις κιτρινωπές κόπιες που πετυχαίναμε μια στο τόσο στην ΕΡΤ ή το κανάλι της Βουλής (και φυσικά, τα ίδια τα κανάλια δεν έφεραν καμία ευθύνη για την κατάντια τους). 

Ε, λοιπόν, είχαν όλοι δίκιο: Η ταινία έλαμψε στη μεγάλη οθόνη που στήθηκε στον Κήπο της Πειραιώς 260, εκεί όπου δηλαδή διεξάγεται το πρώτο μέρος του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω», όπου, εκτός των άλλων, φιγουράρουν και 30 ελληνικές ταινίες, ψηφιακώς αποκατεστημένες και επιμελημένες από την ΕΑΚ. 

Πριν προχωρήσω στην εμπειρία του να παρακολουθείς την «Ευδοκία» όπως θα επιθυμούσε ο σκηνοθέτης της, οφείλω να υπογραμμίσω πως η αποκατάσταση της θα πρέπει να ήταν μια, κυριολεκτικά, εφιαλτική διαδικασία – και θα εξηγήσω αμέσως τους λόγους.

Σχεδόν τα πάντα, από τεχνικής απόψεως, είναι «λάθος». Υπάρχουν «καμένες» άκρες φιλμ (που σκάνε στο τέλος μιας λήψης) αφημένες μέσα στο σώμα της ταινίας, η τονικότητα του χρώματος πολλές φορές αλλάζει από πλάνο και πλάνο, συχνά εντός της ίδιας σκηνής, ενώ ο ήχος δείχνει ασύγχρονος (και πώς θα μπορούσε να μην είναι, έτσι όπως γυρίστηκε στην αγγλική γλώσσα). 

Όμως, αυτά τα «λάθη» για κανέναν λόγο δεν θα έπρεπε να διορθωθούν!

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Μοιάζει να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση αυτή η ταινία.

Η «Ευδοκία» μοιάζει καμωμένη από ήλιο και χώμα και έρχεται καταπάνω σου με την ορμή ενός φυσικού φαινομένου και όχι μιας κινηματογραφικής ταινίας. Όλα αυτά τα «ελαττώματα» στα χέρια του Δαμιανού γίνονται πολύτιμα εργαλεία, καθώς είναι εντέλει εκείνα που δυναμιτίζουν τις αρχέτυπες μορφές του, εκτοξεύοντας τες πέρα από την arte-povera ή τη μοντέρνα τέχνη (όρος που χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι πάσης κακοτεχνίας). Βλέπετε, ο Δαμιανός έκανε κινηματογράφο χωρίς ο ίδιος να ήταν «επαγγελματίας» κινηματογραφιστής – και αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα. 

Ο Κώστας Σταματίου, σε εκείνη την κριτική του, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Στο διάβολο η “τεχνική τελειότητα”, η “στιλπνή αφήγηση”, η “άψογη σκηνοθεσία”, τα στούντιο, οι προβολείς τους, οι “σταρ” τους – να πάνε και να μην ξανάρθουν. Αδέξιος, μπρούτος-γηγενής, ο Αλέξης Δαμιανός μπορεί να “μην ξέρει” αλλά “κάνει κινηματογράφο”. Με τη λύσσα του. Ας τον βοηθήσουμε να συνεχίσει».

Χωρίς πλάκα, προσπαθήστε να φανταστείτε την «Ευδοκία» διορθωμένη από έναν ενθουσιώδη τεχνικό: Η χωματένια ποίησή της θα είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Για να το πάω στη μουσική, θα ήθελε κανείς να ακούσει Dead Moon, τους θεούς του lo-fi garage, σε Dolby 5.1; 

Ως εκ τούτου, ο υπεύθυνος αποκατάστασης του φιλμ (την οποία επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης και μουσικός Γιάννης Βεσλεμές), έχοντας πάντοτε ως οδηγό του τις διασωθείσες κόπιες, αλλά και τις μαρτυρίες της οικογένειας του δημιουργού, έπρεπε όχι μόνο να αποκαταστήσει τα λάθη, αλλά και να επιδιορθώσει όλες τις ατέλειες που προέκυψαν από τη φυσική φθορά του σελιλόιντ. Άλλο να το γράφω, άλλο να το διαβάζετε, άλλο να κουβαλάς στους ώμους σου μια τέτοια ευθύνη.

Πρέπει όμως να τα κατάφερε, γιατί η ταινία τελείωσε και εγώ αισθανόμουν πως είχε περάσει από πάνω μου ένα τρένο. Η αρχέγονη δύναμη της, που μοιάζει να υψώνεται μέσα από την ίδια κοσμική δεξαμενή απ’ όπου ξεπήδησαν οι αρχαίες τραγωδίες, σε πλημμυρίζει πριν προβάλεις την παραμικρή αντίσταση. Τα δε χρώματα της αποκατεστημένης κόπιας είναι τόσο «ζωντανά» που της προσδίδουν μια τρισδιάστατη ποιότητα – υπήρξαν πολλές στιγμές που έμεινα, κυριολεκτικά, με το στόμα ανοιχτό.

Ναι, μοιάζει να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση αυτή η ταινία, όπως ακριβώς αποκτά μεταφυσική διάσταση η ίδια η Ελλάδα μέσα από το έργο του Ελύτη – αυτό το συγκρουσιακό πεδίο δηλαδή όπου η λαϊκή παράδοση κονταροχτυπιέται με τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό.

Η Ευδοκία τραγουδάει ακόμα Facebook Twitter
Ήρωες σαν τον Γιώργο και την Ευδοκία που πολύ συχνά «άλλα λένε, κι άλλα κάνουν», σπάνε το ηθικό φράγμα «ασφάλειας» που έχει στηθεί από το αμερικάνικο (και, πολύ συχνά, το ευρωπαϊκό – ακόμα και το φεστιβαλικό) σινεμά.



Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε άλλωστε τεκμηριώσει, σε παλαιότερη συνέντευξή του, πως οι δυο πόλοι της αισθητικής ανάπτυξης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είναι, επιγραμματικά, «η Ελλάδα του Σεφέρη και η Ελλάδα του Ελύτη».

Αν το έργο του «Τεό» εκπροσώπησε με επιμονή την πρώτη, ο Δαμιανός παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην δεύτερη.

Και εδώ έρχεται η απορία που διατύπωσα στην αρχή του κειμένου: Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα;

Στην προβολή που παρακολούθησα, μια μερίδα του κοινού έδειξε να μην παίρνει τοις μετρητοίς τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των ηρώων (χωρίς μάλιστα να συγκρατεί πάντα τα γέλια της), συνηθισμένη ίσως να τη συναντά σε χαρακτήρες γλαφυρούς και γελοίους, όπως αυτούς που συναντάμε, για παράδειγμα, στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη. 

Αυτό φυσικά είναι προβληματικό, και αναφορικά με τον Δαμιανό (οι χαρακτήρες αυτοί είναι τόσο καθαροί και τίμιοι που τους αξίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση σε προσωπικό, πλέον, επίπεδο), αλλά και αναφορικά με τον ίδιο τον Οικονομίδη (ο Γιάννης δεν αποστρέφεται αυτή την Ελλάδα, κι αν, ανά στιγμές, δείχνει να χρησιμοποιεί κοροϊδευτικά αυτούς τους κώδικες, το κάνει ακριβώς για να καταγράψει αυτή την πτώση, αυτή την αποκοπή). 

Επίσης, ήρωες σαν τον Γιώργο και την Ευδοκία που πολύ συχνά «άλλα λένε, κι άλλα κάνουν», σπάνε το ηθικό φράγμα «ασφάλειας» που έχει στηθεί από το αμερικάνικο (και, πολύ συχνά, το ευρωπαϊκό – ακόμα και το φεστιβαλικό) σινεμά, αυτό το μανιχαϊστικό δραματουργικό τερέν δηλαδή, που έχει πλέον επιβληθεί συλλογικά, με καταστροφικά αποτελέσματα.

Αλλά αυτό αποτελεί αφετηρία μιας άλλης κουβέντας, που ίσως θα ήταν καλό να την ξεκινήσει κάποιος άλλος, πιο αρμόδιος από εμένα.

Προσωπικά, ανυπομονώ να δω κι άλλες αποκατεστημένες ελληνικές ταινίες σε μεγάλη οθόνη. Μπορώ να σκεφτώ ήδη μια σειρά τίτλων: «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζηνού, «Η κάθοδος των εννιά» του Χρήστου Σιοπαχά, «Απόντες» & «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού, «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (όσα λιγότερα πούμε για την «αποκατάσταση» της που κυκλοφορεί – και που πρόσφατα πρόβαλε στο YouTube το Ίδρυμα Ωνάση τόσο το καλύτερο), «Ιωάννης ο Βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη, «Λάβετε θέσεις» του Θόδωρου Μαραγκού, «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» της Φρίντας Λιάππα…

Θα μου πείτε, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια. 

Γιατί η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου. Πετυχαίνει, δηλαδή, στο έπακρο τον σκοπό της και, ταυτοχρόνως, διασώζει ένα σημαντικό κομμάτι της κινηματογραφικής μας ιστορίας, σε μια χώρα που, δυστυχώς, ειδικεύεται στην περιφρόνηση της πολιτιστικής της κληρονομιάς. 

Ας μην τελειώσει εδώ. 

Οι προβολές του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω» συνεχίζονται στον Κήπο της Πειραιώς 260.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται από την αποκατεστημένη κόπια της «Ευδοκίας». Ευχαριστώ τη Φαίδρα Βόκαλη για την παραχώρηση τους. 


 

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο λοχίας της "Ευδοκίας" Γιώργος Κουτούζης αφηγείται πώς γυρίστηκε η θρυλική ταινία του Δαμιανού

Οθόνες / Ο λοχίας της «Ευδοκίας» Γιώργος Κουτούζης αφηγείται πώς γυρίστηκε η θρυλική ταινία του Δαμιανού

Ο εμβληματικός πρωταγωνιστής της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού, που προβάλλεται απόψε ψηφιοποιημένη στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του αφιερώματος του Φεστιβάλ Αθηνών «Χώρα, σε Βλέπω», είχε μιλήσει στη LiFO δίνοντας άγνωστα στοιχεία για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Για τον Χρίστο Σιοπαχά και την «Κάθοδο των εννιά», μια κορυφαία στιγμή του Νέου Ελληνικού Σινεμά

Οθόνες / Για τον Χρίστο Σιοπαχά και την «Κάθοδο των εννιά», μια κορυφαία στιγμή του Νέου Ελληνικού Σινεμά

Πέθανε σε ηλικία 72 ετών ο γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου και πρώην διευθυντής του ΘΟΚ, Χρίστος Σιοπαχάς. Αυτή ήταν η πιο γνωστή ταινία του.
ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

125 λεπτά με την Πόπη Διαμαντάκου/ Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω»

Media / «Δεν υπάρχει τηλεκριτική σήμερα, όλα είναι δημόσιες σχέσεις»

Η γνωστή τηλεκριτικός Πόπη Διαμαντάκου μιλά στη LiFO για τη μακρά επαγγελματική της διαδρομή, την τηλεόραση του χθες και του σήμερα και απαντά για πρώτη φορά στα επικριτικά σχόλια που προκαλούν κατά καιρούς τα κείμενα της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Οθόνες / «Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Μια μεγάλη κουβέντα με τον σκηνοθέτη και μουσικό Γιάννη Βεσλεμέ που κυκλοφορεί ταυτόχρονα το νέο του άλμπουμ και η ρετροφουτουριστική του ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». (SPOILER ALERT)
M. HULOT
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Μυθολογίες / «Όταν είδα το "Climax", δεν μπορούσα να συνέλθω για ώρες»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Τι συνδέει τον Αρονόφσκι με τον Αλμοδόβαρ και τον Λάνθιμο με τον Βούλγαρη; Ο μουσικός Capétte φτιάχνει τη δική του αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
the last showgirl

Οθόνες / Πρεμιέρα προσεχώς: 10 ταινίες που θα ξεχωρίσουν το επόμενο δίμηνο

Η επιστροφή του Βάλτερ Σάλες, ένας στοχαστικός Κώστας Γαβράς, τα φαντάσματα του Γιώργου Ζώη, ο Ντίλαν κατά τον Τιμοτέ Σαλαμέ, το βάπτισμα της Πάμελα Άντερσον στην υποκριτική, ένα χαμηλόφωνο διαμάντι από την Ινδία και η μεγαλόπνοη αλληγορία του Μπρέιντι Κόρμπετ είναι μερικές από τις ταινίες που θα μας απασχολήσουν τον χειμώνα του 2025.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Pulp Fiction / Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Πέθανε στα 99 της χρόνια η Βρετανή ενδυματολόγος που έντυσε χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της αυθεντικότητας και στην αντίληψη της δραματικότητας του σεναρίου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε δια παντός την πραγματικότητα

Απώλειες / Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε διά παντός την πραγματικότητα

Το όνομα του Ντέιβιντ Λιντς (1946-2025) έγινε επιθετικός προσδιορισμός και οι ταινίες του μας προσκάλεσαν να βλέπουμε και να αισθανόμαστε αλλιώς τον κόσμο: με τα μάτια μιας απόκοσμης ψευδαίσθησης και την ψυχή της υπέροχης εμμονής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Μυθολογίες / «Μετά το “Blues Brothers” φορούσα μαύρα γυαλιά στην τάξη»: Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Έχοντας συμπεριλάβει στη λίστα του από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο, o συγγραφέας πιστεύει πως το τραγικό και το γελοίο συναντιούνται σε κάποιο σημείο, το οποίο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
pamela anderson

Οθόνες / H όψιμη δικαίωση της Πάμελα Άντερσον

Μια γυναίκα που επί δεκαετίες αντιμετωπιζόταν από τον πλανήτη ως αντικείμενο (ηδονής και χλεύης) βρίσκει στο «Last Showgirl» την ευκαιρία να αποδείξει ότι υπάρχει θέση γι’ αυτήν και σε άλλους ρόλους από εκείνους που της φόρεσε η βιομηχανία του θεάματος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχιώτες

Οθόνες / Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχειώτες

Ο Λευτέρης Τζώρτζης έχει συγκεντρώσει 50.000 τίτλους. Το όνομά του έχει αναφερθεί σε έργο της Κιτσοπούλου, «ξεπουλάει» Ταρκόφσκι και έχει ζήσει επικούς καβγάδες για ταινίες - πιο πρόσφατα για τα «Μαγνητικά Πεδία».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Οθόνες / Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Λίγο πριν από την κυκλοφορία του «Arcadia» του Γιώργου Ζώη στις αίθουσες, ο Βαγγέλης Μουρίκης μιλάει στη LiFO για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει έναν ρόλο, για τον Οικονομίδη, τον Γραμματικό, τα spoilers και τη χαμένη αρετή τού να ακούμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ