«Μία ταινία σημαδιακή στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Μια ταινία που χρειαζόμαστε» — Κώστας Πάρλας, «Το Βήμα» (14/12/1971)
«Δουλειά πραγματικά κριτική και, ταυτόχρονα, ατίθαση… Κωμικό και τραγικό μαζί, καθησυχαστικό και ανησυχητικό, σκανδαλώδες και επαναστατικό…» — Μισέλ Δημόπουλος, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχος Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, 1971)
«Για μια φορά, ο ελληνικός κινηματογράφος προσέχει επιτέλους τη ζωή και τη μιμείται δημιουργικά, αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι και στον κινηματογράφο όπως και στη ζωή, οι άνθρωποι πολλές φορές άλλα λένε και άλλα εννοούνε, και πως το "σ’ αγαπώ" δεν λέγεται πάντα με λιγωμένα μάτια, ή συνοδεία βιολιών» — Ροζίτα Σώκου, «Ακρόπολις», (14/12/1971)
«Το γεγονός και μόνο πως τούτη η ταινία σε υποχρεώνει να σκεφτείς πολύ και σοβαρά, της δίνει αυτόματα μια ποιότητα εξαιρετικά δυσεύρετη στον ελληνικό κινηματογράφο» — Βασίλης Ραφαηλίδης, «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τ.16 – 1971)
«Πρέπει να έχεις κουλτούρα, να έχεις ασκηθεί πολύ στον εντοπισμό της “ελληνικότητας”, και αισθητική που να πηγάζει από τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη και τον Καραγκιόζη, για να δεις το τοπίο της αθηναϊκής συνοικίας, όπως το είδε ο Δαμιανός στην Ευδοκία» — Κώστας Σταματίου, «Τα Νέα» (14/12/1971)
Με τόσα και τόσα που έχουν γραφτεί, θα έλεγε κανείς πως δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί για την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Κι αυτά τα λόγια όμως, μοιάζουν σήμερα κάπως απομακρυσμένα από τα καθ' ημάς. Ας πούμε, τι συνιστά ο όρος «ελληνικότητα» στις μέρες μας; Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα; Μα τι λέω, εδώ και δεκαετίες, δεν μπορούσαν καν να τη δουν όπως θα έπρεπε. Είχαμε μονάχα τις αποθεωτικές μαρτυρίες των κριτικών της εποχής – και όχι την ταινία την ίδια.
Υπερβολή, θα μου πείτε: Υπάρχει ολόκληρη στο YouTube (τι τραγωδία κι αυτή…).
Βάζω μια παρένθεση: Τα χρόνια που δίδασκα στη Σχολή Σταυράκου, επειδή οι ώρες των μαθημάτων ήταν λίγες, καλούσα τους μαθητές σπίτι μου κάθε βράδυ Πέμπτης, όπου αράζαμε, ενίοτε και μέχρι τα ξημερώματα, βλέποντας ταινίες, ακούγοντας μουσικές και κάνοντας κουβέντα – φυσικά για σινεμά, δηλαδή για τα πάντα. Κλεμμένη η τακτική, το έκανε ο Κώστας Τριπολίτης όταν σπούδαζα εκεί, και ήταν κάτι που ήθελα να εφαρμόσω ο ίδιος.
Στις συναντήσεις αυτές με τους μαθητές μου λοιπόν, συνειδητοποίησα (μεταξύ πολλών άλλων) πως τα άθλια beta masters όλων των κλασικών ελληνικών ταινιών είχαν απωθήσει γενιές ολόκληρες από το ελληνικό σινεμά.
«Για ποια αριστουργήματα μιλούν όλοι αυτοί οι κριτικοί» με ρωτούσαν. «Αφού οι ταινίες δεν βλέπονται». Είχαν δίκιο – στ' αλήθεια δεν βλεπόντουσαν έτσι όπως είχαν καταντήσει, ξεθωριασμένες, βρόμικες στην όψη, φαντάσματα των ταινιών που κάποτε υπήρξαν, ολοκληρωτικά εγκαταλελειμμένες στη μοίρα τους από κάθε κρατικό παράγοντα, ανεβασμένες όπως-όπως στο YouTube, συνήθως από προβολές τους στην κρατική τηλεόραση, σε ακόμα πιο φτωχή ποιότητα.
Η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου.
Όμως το περασμένο Σάββατο, χάρη σε μια υπέροχη πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την «Ευδοκία» όπως δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ.
Τόσα είχαμε διαβάσει πια για την όψη της ταινίας, για τον ήλιο που «έκαιγε» τα πρόσωπα των ηρώων της, την ελληνική γη που ποτέ άλλοτε δεν είχε αποτυπωθεί σε φιλμ με τέτοια πιστότητα, τη «χωματένια» της ποιότητα. Μάταιος κόπος: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε επιβιώσει στις κιτρινωπές κόπιες που πετυχαίναμε μια στο τόσο στην ΕΡΤ ή το κανάλι της Βουλής (και φυσικά, τα ίδια τα κανάλια δεν έφεραν καμία ευθύνη για την κατάντια τους).
Ε, λοιπόν, είχαν όλοι δίκιο: Η ταινία έλαμψε στη μεγάλη οθόνη που στήθηκε στον Κήπο της Πειραιώς 260, εκεί όπου δηλαδή διεξάγεται το πρώτο μέρος του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω», όπου, εκτός των άλλων, φιγουράρουν και 30 ελληνικές ταινίες, ψηφιακώς αποκατεστημένες και επιμελημένες από την ΕΑΚ.
Πριν προχωρήσω στην εμπειρία του να παρακολουθείς την «Ευδοκία» όπως θα επιθυμούσε ο σκηνοθέτης της, οφείλω να υπογραμμίσω πως η αποκατάσταση της θα πρέπει να ήταν μια, κυριολεκτικά, εφιαλτική διαδικασία – και θα εξηγήσω αμέσως τους λόγους.
Σχεδόν τα πάντα, από τεχνικής απόψεως, είναι «λάθος». Υπάρχουν «καμένες» άκρες φιλμ (που σκάνε στο τέλος μιας λήψης) αφημένες μέσα στο σώμα της ταινίας, η τονικότητα του χρώματος πολλές φορές αλλάζει από πλάνο και πλάνο, συχνά εντός της ίδιας σκηνής, ενώ ο ήχος δείχνει ασύγχρονος (και πώς θα μπορούσε να μην είναι, έτσι όπως γυρίστηκε στην αγγλική γλώσσα).
Όμως, αυτά τα «λάθη» για κανέναν λόγο δεν θα έπρεπε να διορθωθούν!
Η «Ευδοκία» μοιάζει καμωμένη από ήλιο και χώμα και έρχεται καταπάνω σου με την ορμή ενός φυσικού φαινομένου και όχι μιας κινηματογραφικής ταινίας. Όλα αυτά τα «ελαττώματα» στα χέρια του Δαμιανού γίνονται πολύτιμα εργαλεία, καθώς είναι εντέλει εκείνα που δυναμιτίζουν τις αρχέτυπες μορφές του, εκτοξεύοντας τες πέρα από την arte-povera ή τη μοντέρνα τέχνη (όρος που χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι πάσης κακοτεχνίας). Βλέπετε, ο Δαμιανός έκανε κινηματογράφο χωρίς ο ίδιος να ήταν «επαγγελματίας» κινηματογραφιστής – και αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα.
Ο Κώστας Σταματίου, σε εκείνη την κριτική του, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στο διάβολο η “τεχνική τελειότητα”, η “στιλπνή αφήγηση”, η “άψογη σκηνοθεσία”, τα στούντιο, οι προβολείς τους, οι “σταρ” τους – να πάνε και να μην ξανάρθουν. Αδέξιος, μπρούτος-γηγενής, ο Αλέξης Δαμιανός μπορεί να “μην ξέρει” αλλά “κάνει κινηματογράφο”. Με τη λύσσα του. Ας τον βοηθήσουμε να συνεχίσει».
Χωρίς πλάκα, προσπαθήστε να φανταστείτε την «Ευδοκία» διορθωμένη από έναν ενθουσιώδη τεχνικό: Η χωματένια ποίησή της θα είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Για να το πάω στη μουσική, θα ήθελε κανείς να ακούσει Dead Moon, τους θεούς του lo-fi garage, σε Dolby 5.1;
Ως εκ τούτου, ο υπεύθυνος αποκατάστασης του φιλμ (την οποία επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης και μουσικός Γιάννης Βεσλεμές), έχοντας πάντοτε ως οδηγό του τις διασωθείσες κόπιες, αλλά και τις μαρτυρίες της οικογένειας του δημιουργού, έπρεπε όχι μόνο να αποκαταστήσει τα λάθη, αλλά και να επιδιορθώσει όλες τις ατέλειες που προέκυψαν από τη φυσική φθορά του σελιλόιντ. Άλλο να το γράφω, άλλο να το διαβάζετε, άλλο να κουβαλάς στους ώμους σου μια τέτοια ευθύνη.
Πρέπει όμως να τα κατάφερε, γιατί η ταινία τελείωσε και εγώ αισθανόμουν πως είχε περάσει από πάνω μου ένα τρένο. Η αρχέγονη δύναμη της, που μοιάζει να υψώνεται μέσα από την ίδια κοσμική δεξαμενή απ’ όπου ξεπήδησαν οι αρχαίες τραγωδίες, σε πλημμυρίζει πριν προβάλεις την παραμικρή αντίσταση. Τα δε χρώματα της αποκατεστημένης κόπιας είναι τόσο «ζωντανά» που της προσδίδουν μια τρισδιάστατη ποιότητα – υπήρξαν πολλές στιγμές που έμεινα, κυριολεκτικά, με το στόμα ανοιχτό.
Ναι, μοιάζει να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση αυτή η ταινία, όπως ακριβώς αποκτά μεταφυσική διάσταση η ίδια η Ελλάδα μέσα από το έργο του Ελύτη – αυτό το συγκρουσιακό πεδίο δηλαδή όπου η λαϊκή παράδοση κονταροχτυπιέται με τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε άλλωστε τεκμηριώσει, σε παλαιότερη συνέντευξή του, πως οι δυο πόλοι της αισθητικής ανάπτυξης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είναι, επιγραμματικά, «η Ελλάδα του Σεφέρη και η Ελλάδα του Ελύτη».
Αν το έργο του «Τεό» εκπροσώπησε με επιμονή την πρώτη, ο Δαμιανός παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην δεύτερη.
Και εδώ έρχεται η απορία που διατύπωσα στην αρχή του κειμένου: Τι είναι σε θέση να αντιληφθούν οι νεότεροι σινεφίλ, βλέποντας την «Ευδοκία» σήμερα;
Στην προβολή που παρακολούθησα, μια μερίδα του κοινού έδειξε να μην παίρνει τοις μετρητοίς τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των ηρώων (χωρίς μάλιστα να συγκρατεί πάντα τα γέλια της), συνηθισμένη ίσως να τη συναντά σε χαρακτήρες γλαφυρούς και γελοίους, όπως αυτούς που συναντάμε, για παράδειγμα, στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη.
Αυτό φυσικά είναι προβληματικό, και αναφορικά με τον Δαμιανό (οι χαρακτήρες αυτοί είναι τόσο καθαροί και τίμιοι που τους αξίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση σε προσωπικό, πλέον, επίπεδο), αλλά και αναφορικά με τον ίδιο τον Οικονομίδη (ο Γιάννης δεν αποστρέφεται αυτή την Ελλάδα, κι αν, ανά στιγμές, δείχνει να χρησιμοποιεί κοροϊδευτικά αυτούς τους κώδικες, το κάνει ακριβώς για να καταγράψει αυτή την πτώση, αυτή την αποκοπή).
Επίσης, ήρωες σαν τον Γιώργο και την Ευδοκία που πολύ συχνά «άλλα λένε, κι άλλα κάνουν», σπάνε το ηθικό φράγμα «ασφάλειας» που έχει στηθεί από το αμερικάνικο (και, πολύ συχνά, το ευρωπαϊκό – ακόμα και το φεστιβαλικό) σινεμά, αυτό το μανιχαϊστικό δραματουργικό τερέν δηλαδή, που έχει πλέον επιβληθεί συλλογικά, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Αλλά αυτό αποτελεί αφετηρία μιας άλλης κουβέντας, που ίσως θα ήταν καλό να την ξεκινήσει κάποιος άλλος, πιο αρμόδιος από εμένα.
Προσωπικά, ανυπομονώ να δω κι άλλες αποκατεστημένες ελληνικές ταινίες σε μεγάλη οθόνη. Μπορώ να σκεφτώ ήδη μια σειρά τίτλων: «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζηνού, «Η κάθοδος των εννιά» του Χρήστου Σιοπαχά, «Απόντες» & «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού, «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (όσα λιγότερα πούμε για την «αποκατάσταση» της που κυκλοφορεί – και που πρόσφατα πρόβαλε στο YouTube το Ίδρυμα Ωνάση τόσο το καλύτερο), «Ιωάννης ο Βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη, «Λάβετε θέσεις» του Θόδωρου Μαραγκού, «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» της Φρίντας Λιάππα…
Θα μου πείτε, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.
Γιατί η προσπάθεια αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου δεν είναι απλά αξιέπαινη. Είναι σωτήρια. Η διοργάνωση «Χώρα, σε βλέπω» αφήνει πίσω της ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα, το οποίο όμως αποτελεί συνάμα και αφετηρία διαλόγου. Πετυχαίνει, δηλαδή, στο έπακρο τον σκοπό της και, ταυτοχρόνως, διασώζει ένα σημαντικό κομμάτι της κινηματογραφικής μας ιστορίας, σε μια χώρα που, δυστυχώς, ειδικεύεται στην περιφρόνηση της πολιτιστικής της κληρονομιάς.
Ας μην τελειώσει εδώ.
Οι προβολές του αφιερώματος «Χώρα, σε βλέπω» συνεχίζονται στον Κήπο της Πειραιώς 260.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται από την αποκατεστημένη κόπια της «Ευδοκίας». Ευχαριστώ τη Φαίδρα Βόκαλη για την παραχώρηση τους.