ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΑΝ ΑΥΤΗ την ταινία, την «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους», με τον οικείο σε πολλούς και πολλές τίτλο, μπορείς να την αποκαλέσεις ελληνική. Σίγουρα η παραγωγή της ήταν ελληνική (Skouras Films / Κλέαρχος Κονιτσιώτης), σίγουρα ήταν γυρισμένη στην Ελλάδα, αλλά η σκηνοθεσία της ανήκε σ’ έναν μάστορα του τσεχοσλοβάκικου (τότε) σινεμά, τον Jiří Sequens (1922-2008).
Ο Sequens ήταν κομμουνιστής και μάλλον παρέμεινε τέτοιος και μετά τις «κοσμοϊστορικές αλλαγές», στο τέλος των 80s και την αρχή των 90s. Περισσότερο, ίσως, για να μην προδώσει το παρελθόν του και λιγότερο, επειδή ταυτιζόταν σώνει και καλά με τη συγκεκριμένη ιδεολογία. Ο άνθρωπος υπήρξε επαγγελματίας σκηνοθέτης και έπρεπε να δουλέψει μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, θέτοντας τις γνώσεις και το ταλέντο του στην υπηρεσία της κομμουνιστικής αφήγησης.
Ταινίες, που αντανακλούσαν αυτού του τύπου τη δουλειά του Jiří Sequens είχαν γυριστεί και πριν την κάθοδό του στην Ελλάδα, στο μέσο του ’60, όπως για παράδειγμα συνέβαινε με την “Cesta ke Štěstí” (Δρόμος για την Ευτυχία) το 1951, στην οποία καταγραφόταν η ιστορία μιας γυναίκας που βοηθούσε, στο χωριό της, την διαδικασία κολεκτιβοποίησης της αγροτικής γης, μα και μετά, στο διάστημα 1975-1980, όταν θα σκηνοθετούσε τη δραματική τηλεοπτική σειρά “Třicet Případů Majora Zemana” (Οι Τριάντα Περιπτώσεις του Ταγματάρχη Ζέμαν) – εκεί όπου ένας επιθεωρητής της αστυνομίας θα επιχειρούσε να διαλευκάνει ποικίλες υποθέσεις, κάτω βεβαίως από το άγρυπνο μάτι του καθεστώτος.
Ο Κονιτσιώτης είχε μια κάποια «τρέλα» με τις πολεμικές ταινίες εκείνη την εποχή, η οποία συνδεόταν (και) με τα πολεμικά επίκαιρα, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει. Εθεωρείτο κατόρθωμα, τότε, κάτι τέτοιο και ο Κονιτσιώτης ήταν αποφασισμένος να τα εκμεταλλευθεί εμπορικά.
Την καλύτερη ταινία του ο Jiří Sequens θα την γύριζε λίγο πριν έρθει στην Ελλάδα και αυτή θα ήταν η “Atentát” (Δολοφονία) από το 1965, στην οποία ο τσεχοσλοβάκος σκηνοθέτης αποτύπωνε την ιστορία της δολοφονίας ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου των Ναζί, του Reinhard Heydrich (αληθινό πρόσωπο), στην Πράγα του 1942.
Η ταινία αυτή είχε διακριθεί στο 4ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μόσχας (5-20 Ιουλίου 1965), λαμβάνοντας «χρυσό βραβείο», όπως και στην 6η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (τέλος Σεπτεμβρίου 1965), όταν είχαν προβληθεί και ξένες ταινίες στην διοργάνωση, με την “Atentát” (στα ελληνικά «Ο Δήμιος της Πράγας») να λαμβάνει «β τιμητική διάκριση».
Δεν είμαι βέβαιος αν ο Jiří Sequens είχε έρθει στην Ελλάδα με αφορμή την προβολή της ταινίας του στη Θεσσαλονίκη, όμως σίγουρα, τότε, θα τον γνώρισε έμμεσα (μέσω της ταινίας) ή άμεσα (πρόσωπο με πρόσωπο) ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης (1926-1989), ο οποίος διαγωνιζόταν στην «Εβδομάδα» ως παραγωγός της ταινίας «Επιστροφή» (σκ. Ερρίκος Ανδρέου).
Ο Κονιτσιώτης είχε μια κάποια «τρέλα» με τις πολεμικές ταινίες εκείνη την εποχή, η οποία συνδεόταν (και) με τα πολεμικά επίκαιρα, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει. Εθεωρείτο κατόρθωμα, τότε, κάτι τέτοιο και ο Κονιτσιώτης ήταν αποφασισμένος να τα εκμεταλλευθεί εμπορικά. Έτσι, θα γέμιζε με «επίκαιρα» την ταινία «Προδοσία» (1964) του Κώστα Μανουσάκη, στην οποία ήταν συμπαραγωγός, ενώ το ίδιο θα έκανε και με την ταινία του Jiří Sequens «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους».
Έψαχνε τρόπους, λοιπόν, ο Κονιτσιώτης, για να «δέσει» το υλικό που είχε στα χέρια του, αλλά του έλειπαν τα σενάρια – τα οποία, όμως, θα έβρισκε στην πορεία, αφού στην «Προδοσία», η αρχική ιδέα του Νότη Περγιάλη θα γινόταν σενάριο από τους Κώστα Μανουσάκη-Άρη Αλεξάνδρου, ενώ στο «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους» μία πρώτη δική του ιδέα θα γινόταν σενάριο από τους Βασίλη Βασιλικό-Jiří Sequens.
Η ταινία είχε ξεκινήσει να γυρίζεται στη χώρα μας στο τέλος Νοεμβρίου του 1965, ενώ δύο μήνες αργότερα, στο τέλος Ιανουαρίου του ’66, ήταν πλέον ολοκληρωμένη. Σκηνές, δε, θα κινηματογραφούνταν σε διάφορες τοποθεσίες της Αθήνας, με τα πιο πολλά «εσωτερικά» να γυρίζονται στην περιώνυμη Βίλα Καζούλη, στην Κηφισιά. Όπως είχαν γράψει τότε και οι εφημερίδες («Ελευθερία»): «Ο αρχιτέκτων Νώντας Νικολής, με τον τσέχο διευθυντή φωτογραφίας Rudolf Milic, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο και κάθε τρόπο, κατορθώνοντας να μετατρέψουν την Βίλα Καζούλη σε παλιό, γερμανικό, μισοκατεστραμμένο αρχοντικό. Η γνησιότης του ντεκόρ και οι άνετοι χώροι, που του προσφέρθηκαν, επέτρεψαν στον Jiří Sequens να δημιουργήσει –όπως λέει– την ατμόσφαιρα της αλήθειας, που είναι απαραίτητη για την ταινία. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε στο γύρισμα, εκτός από τους τέσσερις βασικούς πρωταγωνιστές του, πάμπολλους ηθοποιούς σε δεύτερους ρόλους και 250 κομπάρσους, με τους οποίους έστησε τις διάφορες πολεμικές σκηνές της ταινίας, τόσο στους εξωτερικούς, όσο και στους εσωτερικούς χώρους. Παράλληλα με το έμψυχο υλικό, που κατά τη γνώμη του σκηνοθέτου υπερέβη τις προσδοκίες του, χρησιμοποιήθηκε πολεμικό υλικό –35.000 σφαίρες, 100 αυτόματα και άλλα όπλα–, τα οποία έφεραν οι παραγωγοί από την Τσεχοσλοβακία. Κι ακόμη αυθεντικές στρατιωτικές στολές από την Ρωσία, την Αμερική, την Αγγλία και την Γερμανία».
Το στόρι
Η υπόθεση της ταινίας «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους» τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στο κατεστραμμένο Βερολίνο. Το Γ Ράιχ έχει ηττηθεί, ο Κόκκινος Στρατός έχει μπει στην πόλη, αρχίζοντας τις εκκαθαρίσεις, με τους τελευταίους ναζί να κρύβονται στα ερείπια, μαζί με τον άμαχο πληθυσμό.
Οι Σοβιετικοί μάχονται απέναντι σε ομάδες των Ες-Ες, με τον αξιωματικό Ιβάνωφ (Γιάννης Βόγλης) να τραυματίζεται σε μια μάχη, έξω από μια βίλα – στην οποία κρύβεται η Έρικα (Emely Reuer), σύζυγος ενός ταγματάρχη των Γερμανών. Ο Σοβιετικός μπαίνει στο σπίτι, η Γερμανίδα προσπαθεί να αντισταθεί, αλλά στην πορεία θα τον αντιμετωπίσει όχι μόνο σαν τραυματία...
Ο Άξονας έχει καταρρεύσει, η ναζιστική Γερμανία έχει ηττηθεί κατά κράτος, αλλά ο κόσμος υποφέρει. Δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν χρήματα, δεν υπάρχουν τρόφιμα, δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο το σκοτάδι και ο φόβος – που ορίζουν πλέον τη ζωή, όσων θα κατόρθωναν να επιβιώσουν. Νομοτελειακά, λοιπόν, η ανάγκη της επιβίωσης είναι εκείνη που οδηγεί την Έρικα στην αγκαλιά του Σοβιετικού. Έτσι, ο Ιβάνωφ είναι ο πρώτος, αλλά όχι και ο τελευταίος εραστής τής Γερμανίδας...
Σε λίγο, στο κατεχόμενο Βερολίνο, εκτός από τους Σοβιετικούς, καταφθάνουν και οι Αμερικάνοι. Αυτοί είναι πιο αλέγκροι και με πιο πολλές κονσέρβες... Μπαρ ανοίγουν συνεχώς, για να στεγάσουν τις νύχτες των νέων κατακτητών της πόλης και κάπως έτσι, σ’ ένα απ’ αυτά, θα πιάσει δουλειά η Έρικα...
Ο σύζυγος τής Έρικας (που είναι ναζί, όπως είπαμε) έχει χαθεί στο ανατολικό μέτωπο και αναζητείται από τους συμμάχους. Η Έρικα καλείται για κατάθεση κι ένας αμερικανός αξιωματικός, ο Τζίμι Μέρφι (Νίκος Κούρκουλος), είναι εκείνος που θα αναλάβει τις ανακρίσεις. Η Γερμανίδα δεν γνωρίζει τίποτα για την τύχη του συζύγου της και αφήνεται ελεύθερη...
Ένα βράδυ στο μπαρ που εργάζεται, η Έρικα φέρνει τα τελευταία κοσμήματά της για να τα πουλήσει. Ο Μέρφι, που διασκεδάζει στο μπαρ, δέχεται να αγοράσει τα κοσμήματα, προσφέροντάς της, όμως, ένα για δώρο. Ουσιαστικά την εξαγοράζει. Η Έρικα δεν μπορεί να αντισταθεί στην πολιορκία του Αμερικάνου –ξέρει πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να ζει– και γι’ αυτό τον ακολουθεί στο σπίτι του. Υπάρχει λοιπόν μία ερωτική διελκυστίνδα ανάμεσα στον Σοβιετικό και τον Αμερικάνο, με την Γερμανίδα να ανταποκρίνεται και στους δύο... σαν να μην νοιώθει, σαν να εκτελεί κάποια δουλειά ή σαν από υποχρέωση.
Κάποια στιγμή θα επιστρέψει κρυφά στο σπίτι του ο χαμένος ναζί ταγματάρχης (Günther Stoll), για να ενταχθεί αμέσως στο σκηνικό της καταστροφής. Αφού καταβροχθίζει ότι έχει περισσέψει, από το γεύμα της Έρικας με τον Μέρφι, αναρωτιέται, στην πορεία, πώς είχαν βρεθεί όλα ’κείνα που έφαγε... με την Έρικα να του λέει πως είχε πουλήσει τα χρυσαφικά της, για να τα εξασφαλίσει.
Ο Γερμανός δείχνει να μην καταλαβαίνει που βρίσκεται. Αδυνατεί να χωνέψει πως το Τρίτο Ράιχ έχει ηττηθεί, επιχειρώντας να βγει έξω από το σπίτι, σαν να μην τρέχει τίποτα. Γρήγορα αντιλαμβάνεται, όμως, πως δεν υπάρχει καμία ελπίδα για ’κείνον και γι’ αυτό αποφασίζει να κρυφτεί στο υπόγειο. Γίνεται, έτσι, αυτήκοος μάρτυς των επισκέψεων του Σοβιετικού και του Αμερικάνου στην κρεβατοκάμαρά του.
Ο Γερμανός τα χάνει, καθώς αντιλαμβάνεται πως πλέον έχει απολέσει τα πάντα, πως είναι ένας καθ’ ολοκληρίαν ηττημένος, ένα ψυχικό ράκος, δίχως ίχνος αξιοπρέπειας. Θα μπορέσει, άραγε, να βρει τη δύναμη να αντιδράσει σ’ αυτόν τον εξευτελισμό, ή θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης;
Άλλα θέματα...
Στην ταινία, όπως προείπαμε, ο Jiří Sequens έχει ενσωματώσει και «επίκαιρα» από το ανατολικό μέτωπο (πάνω-κάτω τα δέκα από τα ενενήντα τρία λεπτά της ταινίας είναι «επίκαιρα»), επιχειρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να προσδώσει στο «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους» μια πανανθρώπινη όψη. Το καταφέρνει, όχι λόγω των «επικαίρων» φυσικά, αλλά λόγω της σκηνοθεσίας του, που επιχειρεί να μεταφέρει στον θεατή (που βλέπει την ταινία σε σινεμασκόπ) το κλίμα τής πιο ζοφερής εποχής για την Ευρώπη, μέσα στον 20ο αιώνα.
Υπάρχουν κι άλλες πολύ σημαντικές ταινίες, που έχουν γυριστεί με φόντο αυτό το σκηνικό (τη συμμαχική κατοχή των γερμανικών εδαφών, μετά τη λήξη του πολέμου), παλαιότερες και πιο καινούριες, όπως η κλασική “The Third Man” (1949) του Carol Reed ή η “Europa” (1991) του Lars von Trier, όμως και η ταινία του Jiří Sequens δεν είναι αδιάφορη – παρότι δεν φθάνει την κλάση των προηγουμένων.
Ο Sequens δεν ήταν τυχαίος. Είχε σπουδάσει τον κινηματογράφο στην Τσεχοσλοβακία, όπως και την πολεμική ταινία, και ήξερε τα «τι» και «πώς». Γνώριζε άριστα πώς να συνδυάζει τα πλάνα, πώς να κατευθύνει τον ρυθμό, πώς να δομεί τις σκηνές και πώς να ενσωματώνει σε όλα αυτά τη μουσική. Δύσκολα θα βρισκόταν, εκείνη την εποχή, έλληνας σκηνοθέτης, που θα κατόρθωνε να φέρει εις πέρας μια τέτοια παραγωγή (με τον τρόπο που την έφερε ο Τσεχοσλοβάκος).
Υποκριτικά, τώρα, αν εξαιρέσεις τους δύο γερμανούς ηθοποιούς, την Emely Reuer (1941-1981) και τον Günther Stoll (1924-1977), που θα τον ξαναβλέπαμε σε ελληνική ταινία στο «Αγκίστρι» του Ερρίκου Ανδρέου, το 1976, το «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους» δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο – και εννοούμε με αυτό πως οι υπόλοιποι ρόλοι, τους οποίους είχαν αναλάβει οι έλληνες ηθοποιοί, ήταν μάλλον διεκπεραιωτικοί.
Στα συν της ταινίας η βαριά, ακαδημαϊκή φωτογραφία του Rudolf Milic και επίσης η τριπλή παρουσία της μουσικής μέσω background (Richard Wagner), original score (Βασίλης Τενίδης) και τζαζ τραγουδιού, με την Κίτσα Καζάκου να τραγουδά “The time for love” (σε στίχους κάποιου D. Jakson – έτσι γραμμένο βλέπουμε το όνομα στους τίτλους), υπό την συνοδεία της ορχήστρας του διακεκριμένου λευκορώσου πιανίστα Λεβ, που έκανε τότε καριέρα στην Ελλάδα.
Κίτσα Καζάκου & Ορχήστρα LEV - The time of Love
Το φιλμ, που θα έβγαινε στις αίθουσες περί το μέσο του Μαρτίου του 1966, θα χαρακτηριζόταν ως «ακατάλληλον» από τη λογοκρισία, επειδή διέθετε γυμνό, με αποτέλεσμα, και παρά τη σχετική προβολή σε περιοδικά κι εφημερίδες, να βρεθεί στην 30η θέση των εισπράξεων (στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων), στη σεζόν 1965-66, κόβοντας 198.467 εισιτήρια (καθόλου άσχημα πάντως).
Στo γενικότερο προμόσιον θα βοηθούσε επίσης και το σάουντρακ, με τις μουσικές του Βασίλη Τενίδη, που θα τύπωνε η Lyra σε μορφή 7ιντσου 4-tracks EP, με την ταινία να προβάλλεται και στο εξωτερικό, ως “Epitaph for Friends and Enemies” και βεβαίως στην Τσεχοσλοβακία ως “Epitaf”.
Και όμως το «Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους» δεν ήταν η πρώτη και η τελευταία ταινία, που θα γύριζε ο Jiří Sequens στην Ελλάδα, αφού την επόμενη σεζόν θα προβαλλόταν στις αίθουσες και το «Έρωτες στη Λέσβο» (1967), με τον Πάρι Αλεξάντερ, την Βέρα Κρούσκα και την Claudie Lange, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...
Επιτάφιος για Εχθρούς και Φίλους - Richard Wagner