Επειδή η οποιαδήποτε κουβέντα περί αντικειμενικότητας στον κινηματογράφο, και την τέχνη γενικότερα, καταλήγει συχνά σε αδιέξοδο, δεχόμαστε πως υπάρχει μια σειρά συγκυριών που έχει καθορίσει ως σήμερα τη θέση κάποιων σκηνοθετών και των έργων τους στην ιστορία του κινηματογράφου. Για παράδειγμα, δε θα μάθουμε ποτέ αν ο Χίτσκοκ είχε το ίδιο διαμορφωμένο στάτους που έχει σήμερα αν δεν υπήρχε η επιμονή των Γάλλων των Cahiers du Cinéma για την επανεκτίμηση του έργου του. Ή άραγε θα περνούσαν οριστικά στη λήθη οι ταινίες των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ αν ο μανιακός Μάρτιν Σκορσέζε δεν έκανε την υπερπροσπάθεια να τις ξαναβγάλει στην επιφάνεια μέσα στα 70s; Συγκυρίες όμως, που με τον τρόπο που συνέβησαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και συνομωσίες, έγιναν και προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή ένας αριθμός από μεσάζοντες να καταστρέφει την καριέρα καλλιτεχνών, δημοσιοποιώντας τα λάθη τους, με διάθεση υπερβολής και χωρίς υποψία συγχώρεσης. Όπως έγινε στην περίπτωση του Μάικλ Τσιμίνο.
Βρισκόμαστε στο 1978 και ο Τσιμίνο μπαίνει στη χρυσή νέα γενιά του αμερικανικού σινεμά με τον Ελαφοκυνηγό που παίρνει 5 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων ταινίας και σκηνοθεσίας. Όπως και για τους περισσότερους εκείνης της γενιάς, η επιτυχία της ταινίας του δίνει το εισιτήριο μεγαλύτερους προϋπολογισμούς και, κυρίως, απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Την επόμενη δουλειά του τη σκεφτόταν για αρκετά χρόνια, είχε φτιάξει ένα προσχέδιο σεναρίου για την Πύλη της Δύσης το 1971, αλλά όντας εντελώς άγνωστος τότε, αγνοήθηκε. Το 1978 όμως ήταν το hot καλλιτεχνικό όνομα, ό,τι και αν πρότεινε θα γινόταν δεκτό. Και έτσι έγινε, αποκτά πλήρη εξουσία στις δημιουργικές αποφάσεις, θέλει την Ιζαμπέλ Υπέρ αντί κάποιας γνωστής αμερικανίδας ηθοποιού και αυτό φέρνει τον πρώτο καυγά, όμως τελικά η γνώμη του υπερισχύει και τον Απρίλιο του 1979 ξεκινά γυρίσματα με 12 εκατομμύρια δολάρια διαθέσιμα για ξόδεμα.
Το τί συνέβη στα γυρίσματα που κράτησαν περίπου ένα χρόνο, τριπλασιάζοντας το κόστος του φιλμ, αιωρείται συνήθως μεταξύ της πραγματικότητας και του θρύλου. Στην πρώτη συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις του Τσιμίνο για τουλάχιστον 30 λήψεις κάθε πλάνου, για προσωπική επιλογή κάθε κομπάρσου και των ρούχων του σε τεράστιες σκηνές, για απαίτηση να ξαναστηθεί ένας κεντρικός δρόμος γιατί οι αποστάσεις των δύο πλευρών του δεν ήταν αυτές που υπέδειξε και πάρα πολλές, ως επί το πλείστον εμμονοληπτικές λεπτομέρειες.
Το τί συνέβη στα γυρίσματα που κράτησαν περίπου ένα χρόνο, τριπλασιάζοντας το κόστος του φιλμ, αιωρείται συνήθως μεταξύ της πραγματικότητας και του θρύλου. Στην πρώτη συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις του Τσιμίνο για τουλάχιστον 30 λήψεις κάθε πλάνου, για προσωπική επιλογή κάθε κομπάρσου και των ρούχων του σε τεράστιες σκηνές, για απαίτηση να ξαναστηθεί ένας κεντρικός δρόμος γιατί οι αποστάσεις των δύο πλευρών του δεν ήταν αυτές που υπέδειξε και πάρα πολλές, ως επί το πλείστον εμμονοληπτικές λεπτομέρειες. Υπάρχει και ο θρύλος, εκεί όπου ακούγεται πως ο Τσιμίνο έμαθε ότι ο Κόπολα έφτασε σε μήκος φιλμ για εγγεγραμμένο υλικό το 1 εκατομμύριο πόδια και ήθελε να τον ξεπεράσει (και το έκανε φτάνοντας τα 1,3 εκ.), ακόμη και πως τα μισά λεφτά της παραγωγής ξοδεύτηκαν σε ναρκωτικά για να μη γκρινιάζουν πολύ οι ταλαιπωρημένοι συντελεστές από τα θέλω του «Αγιατολάχ», όπως είχαν ονομάσει τον σκηνοθέτη.
Προφανώς προσδίδεται μεγάλη ευθύνη γι' αυτό το φιάσκο στον Τσιμίνο που με πρόσχημα την τελειομανία καταστρατήγησε κάθε κανόνα συμπεριφοράς μέσα στο γύρισμα, βρέθηκε απέναντι σε όλους, ενώ δεν είχε να πει και τα καλύτερα λόγια ο μοντέρ Γουίλιαμ Ρέινολντς, που έπρεπε να μείνει μαζί του σε ένα δωμάτιο για μήνες. Προβληματικές παραγωγές όμως γυρίζονταν από την εποχή του βωβού σινεμά, η United Artists μπορούσε να είναι πιο επιβλητική, όπως επίσης και να τον απολύσει ενώ για καιρό σκεφτόταν και το ακραίο σενάριο να κλείσει εντελώς την κάνουλα με τα χρήματα, μη τελειώνοντας το φιλμ και χάνοντας απλά όσα ξοδεύτηκαν ως τότε. Τίποτα δεν έγινε και ο Τσιμίνο αφού επιτέλους τέλειωσε, παρουσίασε ένα workprint 5μιση ωρών, που φυσικά δεν έγινε αποδεκτό, όχι όμως εξαιτίας του περιεχομένου, αλλά καθαρά λόγω της τρομακτικής, για το κοινό, διάρκειας. Ο σκηνοθέτης έκοψε τελικά την ταινία στα 219 λεπτά, που θεωρείται η «επίσημη» διάρκειά της ως σήμερα, η πρεμιέρα δρομολογήθηκε για το Νοέμβριο του 1980 και εκεί συνέβη η μεγάλη καταστροφή.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που το Χόλυγουντ, ξεκινώντας από τις αρχές περίπου των 70s, παρέδωσε τα σκήπτρα σε νέους σκηνοθέτες ελπίζοντας πως αυτοί θα βρουν τρόπους να κάνουν μεγάλο, και ελκυστικό προς το κοινό, σινεμά. Έτσι κι έγινε, μέσα στη δεκαετία βγήκαν αριστουργήματα που βλέπονται μέχρι σήμερα, οι σκηνοθέτες όμως από παιδάκια έγιναν γίγαντες και δε δέχονταν μύγα στο σπαθί τους σε ό,τι είχε να κάνει με δημιουργικές αποφάσεις. Όσο έφερναν πίσω κέρδη, αυτό δεν ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα, αλλά προέκυψαν μαζεμένες αποτυχίες. Ο Μπογκντάνοβιτς με το Nickelodeon, ο Σκορσέζε με το New York, New York, ο Σπίλμπεργκ με το 1941, ο Κόπολα με τις περιπέτειες του Αποκάλυψη Τώρα, έκαναν τους ιδιοκτήτες των πολυεθνικών που κατείχαν τα στούντιο να επιμένουν πως κάτι πρέπει να αλλάξει και πως η νέα τεχνολογία θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να φτιαχτούν επικερδείς, διασκεδαστικές ταινίες χωρίς μεγαλομανείς δημιουργούς. Και μια εκκωφαντική αποτυχία θα διευκόλυνε μια τέτοια απόφαση.
Εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη αποτυχία της αμερικανικής κριτικής, που έγινε το βασικό εργαλείο για την αποδοχή της Πύλης της Δύσης. Οι κριτικές της πρεμιέρας ήταν αποκαρδιωτικές, πολλοί έγραψαν πως ήταν το χειρότερο φιλμ που είδαν στη ζωή τους και αντί να αναφέρουν συγκεκριμένα επιχειρήματα πάνω στην αισθητική και το περιεχόμενο, έγραφαν για τους θρύλους των γυρισμάτων και για την απαξιωτική συμπεριφορά του Τσιμίνο προς τους υπόλοιπους. Ελάχιστοι μίλησαν για τις καινοτομίες της ταινίας, τη χρησιμοποίηση του γουέστερν ως πεδίου για ταξικό αγώνα ή της ιστορίας ως παραβολή για το πώς χτίστηκε αυτή η μεγάλη χώρα, τον χώρο της οποίας κινηματογράφησε με δέος ο Τσιμίνο. Δημιουργήθηκε ένα κλίμα που ξεπερνούσε το φιλμ (που τελικά αποσύρθηκε κακήν κακώς για νέο κόψιμο, έχοντας βγάλει περίπου 1 από τα συνολικά 3,5 εκ. δολάρια, με κόστος 44) και έβαζε στο μάτι εγωιστές καλλιτέχνες που πήραν στα χέρια τους το Χόλυγουντ και το χάλασαν και πως έπρεπε να σταματήσει κάποια στιγμή αυτό.
Φυσικά, η χασούρα ήταν πολύ μεγάλη για να μη σταματήσει. Η ιδιοκτήτρια εταιρεία της United Artists, την πούλησε με συνοπτικές διαδικασίες στην MGM, η οποία με τη σειρά της την εξάλειψε, τα στούντιο ξαναπήραν το final cut και ο Τσιμίνο έμεινε στο περιθώριο. Του πήρε 5 χρόνια να ξαναδουλέψει, στη Χρονιά του Δράκου, με σημαντικά μειωμένα χρήματα και ελευθερίες και γύρισε μόλις άλλα 3 φιλμ, καθώς το όνομά του συνέχισε να προκαλεί απέχθεια σε πολύ κόσμο. Η κριτική αποκατέστησε το κύρος της Πύλης της Δύσης, η ταινία πλέον αντιμετωπίζεται ως «παραγνωρισμένο αριστούργημα», κάτι που μάλλον μοιάζει με υποκρισία, παρά με επανεξέταση, καθώς η συμβολή των κριτικών στην καταστροφή του Τσιμίνο και του director-driven κινηματογράφου ήταν καθοριστική. Ακόμη και η υπόθεση της Πύλης της Δύσης θα μπορούσε να διαβαστεί ως αλληγορία αυτής της μάχης, με τους εύρωστους κτηνοτρόφους να παίζουν το ρόλο των στούντιο και τους νεοφερμένους ευρωπαίους μετανάστες το ρόλο των νέων σκηνοθετών. Και στις 2 περιπτώσεις, ξέρουμε ποιος κέρδισε.