ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΣΑΙ ΟΤΙ ΟΙ κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί και ότι κάτι πάει πολύ στραβά στον δυτικό πολιτισμό όταν μέσα σε λιγότερο από ένα εξάμηνο έχεις δει όχι μία, ούτε δύο αλλά τέσσερις αγγλόφωνες παραγωγές που εστιάζουν στην ταξικότητα και καυτηριάζουν τις αυθαιρεσίες του διαβόητου, προνομιούχου «1%».
Από κει και πέρα, οι ταινίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στις στουντιακές, δηλαδή το «Menu» και το «Glass Onion», που ευαγγελίζονται το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε και ένα μέλλον γένους θηλυκού, και στις ανεξάρτητες, δηλαδή το «Τρίγωνο της Θλίψης» και το «Ιnfinity Pool» του Μπράντον Κρόνενμπεργκ, που ακόμα κι αν προβλέπουν ένα κάποιο τέλος, δεν αναμένουν αλλαγή. Βλέπεις, η μη εξάρτησή τους από στουντιακά κεφάλαια τις απαλλάσσει από την (εμπορική) ανάγκη να αισιοδοξούν μέσα στον (επίσης εμπορικό) νιχιλισμό τους.
Η ιδέα είναι σαφής, η παραβολή προφανής, η συντρέχουσα θεματική περί προνομιούχου ενοχής, που στα χαρτιά ενισχύεται από τις καλλιτεχνικές οικογενειακές καταβολές σκηνοθέτη και ηθοποιού, μένει, δυστυχώς, ανεκμετάλλευτη και η ταινία καταλήγει να κυνηγάει την ουρά της μέχρι την υστερική, κακόγουστη τρίτη πράξη.
Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πάντως, όλες τους μένουν σε ένα πρώτο, σχηματικό επίπεδο, είναι αυτό που βλέπεις, απουσιάζει η διαλεκτική και η διεισδυτικότητα – ό,τι θα περίμενες από σάτιρες στην εποχή των social media. Παρακολουθήσαμε το «Infinity Pool», τρίτη ταινία του Μπράντον Κρόνενμπεργκ, υιού του Ντέιβιντ, πριν από λίγες μέρες στην πρεμιέρα του στην 73η Μπερλινάλε.
Οι συγκρίσεις του υιού με τον μπαμπά είναι αναπόφευκτες, η κατάδειξη, η γραφική βία και κάποια κοινά μοτίβα σχεδόν τις προκαλούν, εκεί, όμως, που ο πατήρ Ντέιβιντ αξιοποιούσε το εκάστοτε concept για να στήσει μια διανοητική κατασκευή –κακά τα ψέματα, γι’ αυτό και οι ταινίες του δεν έχουν την ευρεία αποδοχή άλλων μετρ του φανταστικού της γενιάς του– ο υιός βρίσκει στις ιδέες του απλώς αφορμή για ένα κολάζ από γλαφυρές εικόνες.
Στη νέα του ταινία μια ομάδα πλουσίων παραθερίζει σε ξένη χώρα, σε μια all-inclusive περιοχή που τους προστατεύει από την «πλέμπα». Aνάμεσά τους βρίσκεται και ο Tζέιμς, ένας συγγραφέας που παντρεύτηκε την πλούσια κόρη ενός μεγαλοεκδότη, άρα νιώθει σαν να μην ανήκει σε αυτή την εκλεκτή ελίτ. Στην πρώτη προκλητική σκηνή της ταινίας ο Τζέιμς πηγαίνει πίσω από έναν θάμνο προς νερού του και η Γκάμπι –η Μία Γκοθ σε ακόμα μία εξωστρεφή, μαξιμαλιστική ερμηνεία– πλησιάζει και τον αυνανίζει.
Ήδη από αυτήν τη σκηνή η Γκάμπι μοιάζει να έχει τον έλεγχο και άρα εξουσία πάνω του – ο συσχετισμός σεξ και εξουσίας τονίζεται μέσα στο έργο. Στο σημείο αυτό ανοίγουμε μια παρένθεση για να επισημάνουμε ότι χαιρετίζουμε την απενοχοποίηση του ανδρικού γυμνού σε σινεμά και τηλεόραση.
Μόλις λίγα χρόνια πριν, ένα πλάνο με πέος σε στύση θα μετέτρεπε μια ταινία αυτομάτως σε «αυτή την ταινία με το πέος σε στύση» στη συλλογική σινεφίλ συνείδηση. Πλέον ελάχιστοι θα σταθούν εκεί.
Στον γυρισμό από την παραλία ο Τζέιμς, ως σχετικά πιο νηφάλιος, οδηγεί το αυτοκίνητο και χτυπά έναν χωρικό στον δρόμο, τον οποίο αποφασίζουν να αφήσουν αιμόφυρτο. Όπως ανακαλύπτει σύντομα, οι Αρχές της περιοχής έχουν έναν ιδιαίτερο μοντέλο απονομής δικαιοσύνης και σωφρονισμού, προορισμένο αποκλειστικά για τους πλούσιους τουρίστες: μέσω μιας επέμβασης πλάθουν έναν κλώνο του θύτη, τον οποίο οι συγγενείς του θύματος μπορούν να σφαγιάσουν, ώστε να πάρουν εκδίκηση. Ο κλώνος τιμωρείται, το κοινό περί δικαίου αίσθημα φαινομενικά ικανοποιείται και ο πραγματικά υπεύθυνος μένει ατιμώρητος.
Μετά το αρχικό σοκ, ο Τζέιμς αφήνεται στην ελευθερία της μη λογοδοσίας και παρέα με τους νέους εύπορους φίλους του επιδίδονται σε μια σειρά από παραβατικές συμπεριφορές, εγκληματικές ενέργειες αλλά και σεξουαλικά όργια υπό την επήρεια ψυχοδραστικών ουσιών – οι ψυχεδελικές σεκάνς οργιών, κάπου ανάμεσα σε cult '70s δημιουργίες τύπου «Βehind the Green Door» και στο «Lost Highway», επιτυγχάνουν έναν ερεθιστικό συνδυασμό καύλας και φρίκης και αποτελούν highlight της ταινίας.
Η ιδέα είναι σαφής, η παραβολή προφανής, η συντρέχουσα θεματική περί προνομιούχου ενοχής, που στα χαρτιά ενισχύεται από τις καλλιτεχνικές οικογενειακές καταβολές σκηνοθέτη και ηθοποιού, μένει, δυστυχώς, ανεκμετάλλευτη και η ταινία καταλήγει να κυνηγάει την ουρά της μέχρι την υστερική, κακόγουστη τρίτη πράξη που εκθέτει τους ηθοποιούς της και θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να δικαιολογηθεί μόνο αν ο τόνος όσων είχαν προηγηθεί ήταν κωμικός – δεν είναι, παρά τις προθέσεις του ίδιου του Κρόνενμπεργκ, ο οποίος ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου στην Μπερλινάλε ότι έδειχνε την ταινία σε φίλους και γνωστούς και δεν γελούσε κανείς και τότε κατάλαβε ότι υπάρχει πρόβλημα.
Με τον Σκάρσγκαρντ να εμφανίζεται σε συνεντεύξεις και Q&A περπατώντας στα τέσσερα με κολάρο και λουρί, έχει διαρρεύσει και το πιο wtf στιγμιότυπο της ταινίας, οπότε μειώνεται ο αντίκτυπός του – η δήλωση του Δανού πρωταγωνιστή στην αίθουσα του βερολινέζικου Grand Hyatt ότι για τρεις μήνες ζούσε μαζί με σκυλιά σε πάρκα, πηδούσε τα πόδια περαστικών και αφόδευε πίσω από θάμνους έφερε γέλια που η ταινία του Κρόνενμπεργκ ουδέποτε προκάλεσε.
Ο μακαρίτης ο Ρότζερ Ίμπερτ υποστήριζε ότι σημασία δεν έχει τι λέει μια ταινία αλλά πώς το λέει. Στις μέρες μας, με μεγάλη ευθύνη της κριτικής, δεν έχει καν σημασία τι λέει μια ταινία αλλά τι αφορά. Μεγάλη μερίδα κοινού και κριτικής στέκεται στο θέμα και στην ανάδειξή του με την ευθύτητα (και το βάθος) ενός σοσιαλμιντιακού post, αδιαφορεί για το τι έχει να πει (ή ακόμα κι αν έχει κάτι να πει) γύρω από αυτό ο δημιουργός – για το πώς το λέει κινηματογραφικά, δε, ούτε λόγος.
Ε, με αυτό ως δεδομένο, δεν απορείς που ο υιός Κρόνενμπεργκ έχει εξελιχθεί σε ένα από τα εναλλακτικά poster boys της εποχής, ενώ ο πατέρας μοιάζει να αφορά λίγους. Έχει, βλέπεις, την απαίτηση να σκεφτούμε και τι σημαίνουν οι εικόνες που βλέπουμε, πέρα από το πόσο «αντισυμβατικές» δείχνουν. Και, δυστυχώς, φαίνεται να μην έχουμε πια ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση για κάτι τέτοιο.
«Infinity Pool» 2023 - Official Trailer