«Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ είναι μια μορφή πίστης», ομολογεί η Αλίτσε Ρορβάκερ, και όχι τέχνης, σκέψης ή παρατήρησης, όπως θα ερχόταν εύκολα στον νου. Κι ενώ οι περισσότεροι συμπατριώτες της, και όχι μόνο, φελινίζουν, όπως ας πούμε ο Νάνι Μορέτι στο «Il sol dell’avvenire», που επίσης διαγωνίζεται για τον Χρυσό Φοίνικα στο 76ο Φεστιβάλ Καννών, και κάποιοι επιχειρούν αντονιονισμούς, εκείνη παραμένει πεισματικά, ταπεινά και ιδιόχειρα η παζολινικότερη όλων, κάτι που επιβεβαίωσε με την ιστορία του λαϊκού αγίου Λατζάρο στην αμέσως προηγούμενη ταινία της.
Στη «Χίμαιρα» ο Αρτούρ περιδιαβαίνει στα χωράφια και στα χωριά της ιδιαίτερης πατρίδας της στην Τοσκάνη της δεκαετίας του '80. Μόλις έχει επιστρέψει από ένα ταξίδι με τρένο, ταλαιπωρημένος μέσα στο σκονισμένο και (κάποτε) λευκό κοστούμι του, ταραγμένος από το όνειρο μιας όμορφης κοπέλας που τον κοιτάζει στα μάτια και φαίνεται να τον αναζητά. Καταλαβαίνουμε πως είναι η αγαπημένη του που χάθηκε ή δεν ζει πια, κάτι που όλοι έχουν αποδεχθεί εκτός από εκείνον και τη μητέρα της (Ιζαμπέλα Ροσελίνι), μια παλιά τραγουδίστρια της όπερας που ζει σε μια ρημαγμένη αγροικία, την οποία εποφθαλμιούν πιεστικά οι άλλες κόρες της.
Η ιστορία μοιάζει σκαρίφημα χαρακτήρων γύρω από μια κεντρική ιδέα, και κυρίως πάνω στο μεταφυσικό ρομάντζο ενός τρυφερού «διαστημάνθρωπου» με το ανεκπλήρωτο όνειρο που τον δένει αναπόσπαστα με το φάντασμα της αγαπημένης του.
Ο Αρτούρ είναι Άγγλος, αρχαιολόγος και τυμβωρύχος, όχι όμως όπως οι κατ’ επάγγελμα tombaroli της Ούμπρια. Διαθέτει χάρισμα, μια διαίσθηση που τον οδηγεί σε ευρήματα και πιστεύει πως τα αντικείμενα ή τα κτερίσματα που βρίσκει στους τάφους τού δείχνουν το πέρασμα σε μια άλλη ύπαρξη – για τους ντόπιους είναι η δουλειά που έμαθαν από τους παππούδες τους και τους προμηθεύει τα προς το ζην. Και πάει λέγοντας, ώσπου βρίσκουν έναν πραγματικό ετρουσκικό θησαυρό σε έναν ασύλητο τάφο, ένα άγαλμα που θα τους μπλέξει σοβαρά, με την παρέμβαση της αδελφής της σκηνοθέτιδας, ηθοποιού Άλμπα, σε έναν κομβικό ρόλο – για τον Άρτουρ μπορεί και να αποδειχθεί η πολυπόθητη χίμαιρα του τίτλου.
Αντίθετα από τον αγγελικό σαμαρείτη Λατζάρο, ο Άρτουρ είναι μονίμως ενοχλημένος, χαμένος στις σκέψεις του, σαν να μην τον χωράει ο τόπος. Προφανώς δεν ανήκει εκεί και σίγουρα δεν κολλάει με την παρέα που τον εκμεταλλεύεται, αλλά μέσα από τη λακωνική ερμηνεία του Τζος Ο’Κόνορ, που κάνει ένα μικρό θαύμα ως ανώδυνος παρείσακτος και διατηρεί μια ανάταση στο βλέμμα που αντιτίθεται στην ηττημένη κορμοστασιά του, είναι ταυτόχρονα ξένο σώμα και περαστικός στον χρόνο, ένα αερικό χωρίς συνάλλαγμα.
Η Ρορβάκερ άλλαξε το σενάριό της για να προσαρμόσει τον Άρτουρ στην ηλικία του βραβευμένου πρωταγωνιστή του «The Crown», αλλά η ιστορία, που σίγουρα βρίσκεται κοντά στην καρδιά και τις παιδικές μνήμες της Φλωρεντινής δημιουργού, μοιάζει σκαρίφημα χαρακτήρων γύρω από μια κεντρική ιδέα και κυρίως πάνω στο μεταφυσικό ρομάντζο ενός τρυφερού «διαστημάνθρωπου» με το ανεκπλήρωτο όνειρο που τον δένει αναπόσπαστα με το φάντασμα της αγαπημένης του.
Σκηνή από την ταινία