ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΦΙΛΟΜΟΥΣΗ περιέργεια και ιστορικό ενδιαφέρον τις κορυφαίες επιτυχίες στα charts του Billboard από τα '60s, εξοικειώθηκα από πολύ μικρός με τη μοναδική περίπτωση του Μπομπ Νιούχαρτ: το άλμπουμ του «The Button Down Mind of Bob Newhart», μια συλλογή από σκετς που στην πλειοψηφία τους ήταν επινοημένες τηλεφωνικές συνομιλίες με αληθινά ή φανταστικά πρόσωπα, κάτι που συνήθιζε να προβάρει με ένα φιλαράκι του για να καταπολεμήσει την επαγγελματική του ανία, έμεινε στο νούμερο ένα του εγκυρότερου καταλόγου επιτυχιών των ΗΠΑ σχεδόν ολόκληρο το καλοκαίρι του 1960, απτόητο από την πίεση των rock 'n' roll συγκροτημάτων τριγύρω του, καταλήγοντας να κερδίσει το περίοπτο Άλμπουμ της Χρονιάς στα βραβεία Grammy, με τον κωμικό να αποσπά εκείνο του Καλύτερου Νέου Καλλιτέχνη, επίτευγμα που κανείς συνάδελφός του δεν έχει επαναλάβει έκτοτε.
Ο Νιούχαρτ είχε εξασφαλίσει τη θέση του στην καρδιά των θεατών και ακροατών του, αντιπροσωπεύοντας έναν βασικά ηθικό και φιλήσυχο άνδρα με απροσδόκητα λοξή συμπεριφορά, 85% ο εαυτός του και 15% προϊόν ενός αρρωστημένου μυαλού, όπως υποστήριζε ο ίδιος.
Ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν τη μετεωρική επιτυχία του πρώην λογιστή από το Σικάγο, ο οποίος ξεκίνησε από το ραδιόφωνο και συνέχισε στα κλαμπ, εκφράζοντας τις παρατηρήσεις του με ένα αργό, σπαστό κωμικό τέμπο, περίπου όπως μιλούσε στους φίλους και τους γνωστούς του, χωρίς να φαίνεται πως προσπαθεί να γίνει αστείος ή να επιδίδεται σε υπερβολές για να προκαλέσει το γέλιο. Μετά από δύο ακόμη δίσκους, με αξιοπρόσεκτες αν και φθίνουσες πωλήσεις, κι ένα αναπόφευκτο break στην τηλεόραση, απέρριψε πολλές προτάσεις για δική του σειρά, απλώς γιατί δεν έκρινε ότι του ταίριαζαν, ώσπου ήρθε ο πρώτος του θρίαμβος, με το «The Bob Newhart Show», που έσκισε από το 1972 ως το 1978.
Ο κλινικός ψυχολόγος που υποδύθηκε επί 143 επεισόδια παραχώρησε τη θέση του στον ξενοδόχο Ντικ Λούντον για το δεύτερο μεγάλο show του, με τίτλο «Newhart», που κυριάρχησε στη δεκαετία του '80 και έκλεισε εμβληματικά, με τον χαρακτήρα του να υπονοεί πως ό,τι συνέβη στη διάρκεια της οκταετίας ήταν ένα όνειρο από την προηγούμενη σειρά!
Παραδόξως χωρίς Emmy για τόσες σεζόν με σταθερές πρωτιές (κέρδισε για πρώτη φορά ως guest στο «Big Bang Theory» πολύ αργότερα, το 2013), ο Νιούχαρτ αποπειράθηκε να εξελίξει τον τύπο που επικοινώνησε με τεράστια ανταπόκριση κυρίως στο αμερικανικό κοινό, αν και οι επόμενες σειρές του δεν βρήκαν πρόθυμο κοινό. Ωστόσο, είχε εξασφαλίσει τη θέση του στην καρδιά των θεατών και ακροατών του, αντιπροσωπεύοντας έναν βασικά ηθικό και φιλήσυχο άνδρα με απροσδόκητα λοξή συμπεριφορά, 85% ο εαυτός του και 15% προϊόν ενός αρρωστημένου μυαλού, όπως υποστήριζε ο ίδιος.
Ο άνθρωπος που ανέδειξε το ιδιαίτερο χιούμορ του ήταν ο επιστήθιος φίλος του, ο ογκόλιθος του επιθετικού χιούμορ στα παλιά σαλούν και τα καζίνο του Βέγκας, ο Ντον Ρικλς.
Θορυβώδης και ορμητικός, «επιστημονικά» οργανωμένος στο αυτοσχεδιαστικό του στυλ και πρωτοπόρος της προσβλητικής κωμωδίας, ο μικρόσωμος, πληθωρικός Ρικλς της παράδοσης της νεοϋορκέζικης εβραϊκής comedy ήταν το ονειρεμένο αντίβαρο στον αιωνίως ντροπαλό λευκό καθολικό που τραύλιζε και κόμπιαζε στο χαμηλόφωνο delivery των αστείων του, και δεν παρέλειπε να τον ρεζιλεύει με αγάπη σε κάθε ευκαιρία, σημειώνοντας πάντα πόσο τον θαυμάζει και τον λατρεύει – με τις συζύγους τους, Τζίνι και Μπάρμπαρα, έκαναν διακοπές και γιορτές μαζί ανελλιπώς, και η διαχρονική τους φιλία απαθανατίστηκε ανεκδοτολογικά και σπαρταριστά με τις κοινές ή χωριστές εμφανίσεις τους στα talk shows του Τζόνι Κάρσον, του Λένο, του Λέτερμαν και του Φιλ Ντόναχιου, αποτελώντας και θέμα ενός σχετικού πρόσφατου ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία Τζαντ Άπατοου.
Στον επικήδειο του Ρικλς, ο Νιούχαρτ είπε «ήταν μεγάλη μου τιμή που με ξεφτίλισε ο Ντον», παρότι ο φίλος του επαναλάμβανε συνεχώς σε συνεντεύξεις πως η γυναίκα του, η ανύποπτη και πάντα γελαστή Τζίνι, η οποία απεβίωσε πέρυσι, ήταν παλιά του φίλη και πρώην πόρνη για λογαριασμό του FBI!
Ο μετρ των κενών διαστημάτων ανάμεσα στον λόγο Νιούχαρτ μετέδιδε με ευθύτητα και μετριοφροσύνη μια αίσθηση οικειότητας που έλειπε από το στακάτο ντουέτο των Νίκολς - Μέι και από την αναπάντεχα παγκόσμιας ανταπόκρισης, υπολογισμένη οικογενειακή υπερβολή του Μπιλ Κόσμπι, με sitcoms που έστησε με ακρίβεια και πολύ μεράκι ο ίδιος, δουλεύοντας ασταμάτητα για να πετύχει κάθε λεπτομέρεια και απόχρωση των χαρακτήρων. Όταν η κωμωδία αγρίεψε, με τον Λένι Μπρους να βρίζει, τον Μορτ Σαλ να προβληματίζει και τον Άντι Κάουφμαν να προκαλεί εσκεμμένα δυσφορία, ο Νιούχαρτ παρέμεινε ατάραχος και πιστός στον ευγενικό σχολιασμό της κοινωνίας που άλλαζε ερήμην του.
Στο σινεμά τον είδαμε σποραδικά σε ταινίες των '70s, όπως το «Catch-22», και πολύ αργότερα στο «Elf» του Γουίλ Φερέλ, τη μόνη που συνέλαβε μια πλευρά του ύφους του. Ο Νιούχαρτ ανήκε στη σκηνή, στο μικρόφωνο και κυρίως στην τηλεόραση, το μέσο που αγκάλιασε ιδανικά τη ζεστασιά των αδέξιων, επίμονων παραλλαγών του αληθινού, αξιαγάπητου Μπομπ.