Καναδός, παρότι εγκαταστάθηκε νωρίς και εργάστηκε κυρίως στο Λος Άντζελες, καθόλου Εβραίος, σε πείσμα του επωνύμου του, με την παρεξήγηση να εδραιώνεται μετά την τεράστια επιτυχία της ταινίας του «Ο βιολιστής στη στέγη», και αταξινόμητος, αφού θα μπορούσαν να τον φλερτάρουν οι νεότεροι Αμερικανοί δημιουργοί αλλά και οι συντηρητικότερες κινηματογραφικές «δυνάμεις».
Τα πρώτα βήματα του Νόρμαν Τζούισον δείχνουν έναν κινηματογραφιστή σε ένα ταξίδι αξιοπρεπούς επιβίωσης: από το Οντάριο πήγε στην Αγγλία και δούλεψε σε παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα και μάλλον η τύχη τον έφερε στο Χόλιγουντ, για να σκηνοθετήσει τις δυο τελευταίες επιτυχίες της Ντόρις Ντέι, το «The Thrill of it All» και το «Send me no flowers». Η καριέρα της εθνικής Αμερικανίδας παρθένας τελείωνε, ενώ του πιο cool τύπου στην ιστορία του σινεμά ανέτελλε, και ο Τζούισον πέτυχε τον Στιβ ΜακΚουίν στα ντουζένια του.
Το «Cincinatti Kid» («Ο χαρτοπαίχτης») παραμένει ένα στυλάτο δραματικό θριλεράκι, μερικά χρόνια πριν το «Κεντρί», και παρακολουθείται απνευστί, ακούγεται δε υπέροχα χάρη στο σκορ του άφταστου Λάλο Σίφριν. Η «Υπόθεση Τόμας Κράουν» έκανε διάσημη τη Φέι Ντάναγουεϊ, αντηχεί ακόμη την αισθησιακή τζαζ του Μισέλ Λεγκράν και λάμπει με την κλασική σεκάνς με το σκάκι και τα βλέμματα – αν αυτό δεν είναι το πρώτο cinema du look, δεκαετίες πριν από τον Ζαν Ζακ Μπενέξ, τότε τι είναι;
Αν και ακούγεται υπερβολική η κοινωνική αλλαγή λόγω μίας και μόνο ταινίας, το «In the Heat of the Night» συζητήθηκε πολύ και σίγουρα γύρισε αρκετά στραβά μυαλά στην ορθότερη και σίγουρα ειρηνικότερη σκέψη.
Ο Τζούισον έφτιαξε όνομα στο Χόλιγουντ με την «Ιστορία ενός Εγκλήματος». Στην απονομή του 1968 απέσπασε 5 Όσκαρ, όχι γιατί ήταν η καλύτερη ταινία (το «Μπόνι και Κλάιντ» έχει δικαιωθεί πολύ περισσότερο από τον χρόνο) αλλά γιατί αποδείχθηκε η σωστότερη. Ο Σίντνεϊ Πουατιέ έπαιξε πανέξυπνα τον ντεντέκτιβ Βέρτζιλ Τιμπς που συνελήφθη γιατί απλά ήταν μαύρος στον Νότο και στη συνέχεια έπιασε τον ένοχο ενός φόνου προκατάληψης μαζί με τον ψύχραιμο Γκιλέσπι του Ροντ Στάιγκερ – σε ένα ιδιοφυές πορτρέτο. Ο Στάιγκερ ανταμείφθηκε, όπως και ο σεναριογράφος Στέρλινγκ Σίλιφαντ για την απόδοση μιας σειράς διαλόγων ανάμεσα στον διάχυτο ρατσισμό και τον ανερχόμενο λιμπεραλισμό, σε μια εποχή που η Αμερική έχασκε διχασμένη περίπου όπως και στις μέρες μας, αλλά ο Τζούισον, που συνολικά προτάθηκε για 7 Όσκαρ στην καριέρα του και δεν πήρε κανένα, εκτός από ένα από εκείνα τα διορθωτικά, ήταν εκείνος που κράτησε την ταινία σε ένα νουάρ ύφος και το σασπένς αδιάκοπο.
Προς τιμήν του, έγινε ο πρώτος που νοιάστηκε πραγματικά για το χρώμα του μαύρου προσώπου στην οθόνη, φώτισε και επεξεργάστηκε σωστά ό,τι έμοιαζε παράταιρο στις κινηματογραφικές δεκαετίες που προηγήθηκαν. Αν και ακούγεται υπερβολική η κοινωνική αλλαγή λόγω μίας και μόνο ταινίας, το «In the Heat of the Night» συζητήθηκε πολύ και σίγουρα γύρισε αρκετά στραβά μυαλά στην ορθότερη και σίγουρα ειρηνικότερη σκέψη.
Το ξεκίνημα των ‘70s βρήκε τον Τζούισον σε ασταμάτητη ρέντα, αυτήν τη φορά με δυο μιούζικαλ που μετέφερε από το θέατρο. Το 1971, ο «Βιολιστής στη στέγη» έγινε τεράστια παγκόσμια επιτυχία, χάρισε στον Τοπόλ έναν ρόλο ζωής, τον έφερε ξανά στα Όσκαρ, και επιβεβαίωσε την πίστη του στην κλασική αφήγηση – και μαζί την ικανότητά του να αφουγκράζεται το γούστο του κοινού χωρίς να ξεπέφτει σε αισθητικές εκπτώσεις. Με το «Jesus Christ Superstar» μετέφρασε τον γουεμπερικό μουσικο-σκηνικό στόμφο σε μια πιο «ελαφρολαϊκή» ροκ όπερα, πολύ διασκεδαστική, έξω καρδιά, πολύ πιο ευχάριστη και ανώδυνη απ’ ό,τι φοβούνταν οι συνήθεις ύποπτοι των θρησκευτικών ιερών και οσίων, που εννοείται πως διαμαρτύρονταν ακόμη και τότε, ακόμη και γι’ αυτό το έργο.
Κι ενώ κανείς δεν περίμενε πως ο Καναδός σκηνοθέτης θα μπορούσε να επαναλάβει τέτοιου είδους επιτυχίες, ξεπέρασε τον εαυτό του με το μεγαλύτερο hit της καριέρας του, το 1987, με το «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού», ένα εξαιρετικά ευχάριστο κινηματογραφικό κονσερτίνο πάνω στο τι σημαίνει μοντέρνα κομεντί και στο πώς μεταστρέφεις την ενέργεια μιας σούπερ σταρ της μουσικής, όπως η Σερ, σε ευαίσθητη και διαπεραστική ερμηνεία. Όσκαρ για τη «snap out of it» παράσταση της γυναίκας που μέχρι τότε περνούσε στον κόσμο ως αξιοπερίεργη περσόνα με πλούσιο παρελθόν και φανταχτερά αμφίβολο μέλλον, για την Ολυμπία Δουκάκη, αλλά και για το σενάριο του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, και διαβατήριο στον Τζούισον για περισσότερο ρομαντισμό, με το ωραίο «Only You» με Ρόμπερτ Ντάουνι και Μαρίσα Τομέι και το, όχι και τόσο, «Bogus», με το αδέξιο συνταίριασμα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ με τη Γούπι Γκόλντμπεργκ.
Πριν το «Hurricane» και έναν από τους πιο μεστούς, σαρωτικούς ρόλους του Ντένζελ Γουάσινγκτον ως Ρούμπεν Κάρτερ, που τον είχε τραγουδήσει και ο Μπομπ Ντίλαν παλιότερα (και ο σκηνοθέτης φώναζε πως κακώς δεν πήρε Όσκαρ), προηγήθηκε, το 1984, η «Ιστορία ενός στρατιώτη», ίσως η καλύτερη ταινία του, και σίγουρα αυτή που προσωπικά προτιμώ, με διαφορά. Ένα συναρπαστικό murder mystery ποτισμένο με γνώση και αντίληψη του ρατσισμού στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γυρισμένο με βαθιά γνώση των χαρακτήρων, αναδεικνύει το αστραφτερό κείμενο του Τσαρλς Φούλερ, μας θυμίζει τον αδικοχαμένο ηθοποιό Χάουαρντ Ρόλινς, γοητευτικό και αγέρωχο, όπως και στο «Ragtime», και αφήνει έναν ανεπανάληπτο καρατερίστα, τον Έιντολφ Σίζαρ, να λάμψει σε μια υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου ερμηνεία.
Το «A Soldier’s Story», που ο Τζούισον σκηνοθέτησε χωρίς αμοιβή, γιατί κανένα στούντιο δεν ήθελε να το χρηματοδοτήσει μέχρι που συμφώνησε η Sony και βοήθησε έμπρακτα ο τότε κυβερνήτης Μπιλ Κλίντον, απλά γιατί του άρεσε, είναι η επιτομή του σινεμά που ένας αθόρυβος μάστορας με κοινωνική συνείδηση επιδίωξε να υλοποιήσει, εξαργυρώνοντας τη συγκυρία των επιτυχιών του.