«ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΜΕΓΑΛΕ» ήταν ο αγαπημένος χαιρετισμός του Μιχάλη Δημόπουλου όποτε τον έβλεπα, συνήθως πριν από επίσημη πρεμιέρα σε φεστιβάλ, έξω από αίθουσα για συζήτηση για τις ταινίες που μόλις είδαμε, για συνέντευξη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στα δικά του λημέρια, στη Θεσσαλονίκη, στον θεσμό που ανέλαβε να ξεκολλήσει από τη στενή οπτική της εγχώριας παραγωγής και απογείωσε, με τη συνδρομή του Δημήτρη Εϊπίδη, σε ένα όραμα που σήμερα φαντάζει απαραίτητο, αλλά τότε συνάντησε αρκετές αντιδράσεις.
Πίστευε πως η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται σταρ για να τραβήξει τους θιασώτες ενός γκλαμ που δεν αντέχει, αλλά οφείλει να χτίσει μια καλλιτεχνική υπόληψη για να διατηρήσει και να αυξήσει ένα ανήσυχο κοινό ‒ και είχε δίκιο.
Ο Μισέλ, όπως όλοι τον φωνάζαμε, ένας αγέρωχος σινεφίλ που νόμιζες πως μόλις επέστρεψε από το Quartier Latin, με βροντερή φωνή και ευδιάκριτο αξάν στα ελληνικά του, είχε από νωρίς στην πορεία του μια αφοσίωση στο σινεμά των δημιουργών, και το υπηρέτησε από κάθε πόστο: από την «Αυγή» και τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο», με κείμενα που μετέδιδαν την αύρα των «Cahiers», από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που αναστήλωσε και διεθνοποίησε από το 1992, όταν και ανέλαβε διευθυντής και υπεύθυνος του κύριου προγράμματος και των αφιερωμάτων, από τις εκδόσεις κυρίως για σκηνοθέτες που φιλοξενούσε το Φεστιβάλ και, βέβαια, την Κινηματογραφική Λέσχη της κρατικής τηλεόρασης, όπου είχε την επιμέλεια της επιλογής των ταινιών μαζί με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο για περίπου τρεις δεκαετίες.
Κατά βάθος εσωστρεφής και ντροπαλός άνθρωπος, αδιαπραγμάτευτος στις προτιμήσεις του, αν και γενναιόδωρος στις εκλεκτικές εμμονές του, πάντα παρατηρητικός και εύστοχος στις περιγραφές και στις αναλύσεις του, αυστηρός με το ελληνικό σινεμά, αλλά λάτρης των σκηνοθετών που είχαν κάτι να πουν, ανοιγόταν και σπινθήριζε όποτε πραγματευόταν το σινεμά που πίστευε πραγματικά, και θυμάμαι τη ζέση που έδειχνε στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες αλλά και στις παρουσιάσεις δημιουργών όπως ο Ζαν Ντανιέλ Πολέ ή ο Οτάρ Ιοσελιάνι, και πολλών άλλων που σύστησε στο ελληνικό κοινό.
Δεν κλείστηκε ποτέ εντός των συνόρων. Πίστευε πως η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται σταρ για να τραβήξει τους θιασώτες ενός γκλαμ που δεν αντέχει, αλλά οφείλει να χτίσει μια καλλιτεχνική υπόληψη για να διατηρήσει και να αυξήσει ένα ανήσυχο κοινό ‒ και είχε δίκιο.
Ανήκε σε μια γενιά κριτικών που τείνει να εκλείψει, στην κάστα εκείνων που συγκεντρώνουν, συγκρίνουν και αναδεικνύουν αξίες με σταθερότητα και πνοή έναντι του σύγχρονου ρεύματος γραφιάδων που λειτουργούν με άξονα την εφήμερη συγκίνηση του hip και την περιορισμένη ματιά του οπαδού. Όταν έκανε το άλμα στο ανώτερο πόστο του programmer, έδειξε τι μπορεί να πετύχει ένας διανοούμενος πέρα από τη συνθήκη του εντύπου και της εβδομαδιαίας στήλης ‒ έγινε σηματωρός και πλοηγός για ένα ευρύτερο κοινό, με υπομονή και ψυχραιμία.
Τελευταία φορά που είδαμε ταινία μαζί ήταν στις Κάννες, στην πρώτη παγκόσμια του «2046» του Γουόνγκ Καρ Βάι. Στο φινάλε, με τους ακόμη ημιτελείς τίτλους τέλους, αυτός ο θεόρατος διανοούμενος, πετάχτηκε όρθιος, και άρχισε να χειροκροτεί βουρκωμένος: «Πού να το είχε ολοκληρώσει, φαντάζεσαι τι θα βλέπαμε», μου είπε…