Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Νοεμβρίου στα 74 χρόνια του, μπορεί να έγινε πασίγνωστος μέσα από τα επιτυχημένα τηλεοπτικά σίριαλ, που θα σκηνοθετούσε κυρίως για την ιδιωτική τηλεόραση, μετά το 1990, όμως το ξεκίνημά του ήταν καθαρά κινηματογραφικό.
Με σπουδές σκηνοθεσίας στο London Film School, ο Μανουσάκης θα έρθει στην Ελλάδα, το 1971, προκειμένου να γυρίσει μια ταινία, που θα ήταν, επί της ουσίας, η διπλωματική του. Ο «Βαρθολομαίος», όπως ήταν ο τίτλος της, θα γυριστεί βεβαίως, αλλά o σκηνοθέτης δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στο Λονδίνο, για να καταθέσει την ταινία και να πάρει το πτυχίο του, επειδή η στρατολογία θα διέκοπτε την αναβολή του (προφανώς υπήρχαν «λόγοι» για να συμβεί αυτό). Συνεπώς, ο «Βαρθολομαίος» ήταν «καταδικασμένος» να πορευτεί εντός συνόρων. (Να σημειώσω, εδώ, πως η ταινία γυρίστηκε το 1971, για να προβληθεί για πρώτη φορά το επόμενο έτος – άρα, χρονολογικά, ανήκει στο 1972. Το λέω, γιατί σχεδόν παντού διάβασα, όλες τις προηγούμενες μέρες, πως ο «Βαρθολομαίος» ήταν ταινία του ’73, με τη βάση IMDb να γράφει πως πρόκειται για ταινία του ’74!).
Την ταινία θα την δουν κριτικοί κινηματογράφου και μέλη της Κριτικής Επιτροπής (την οποία τότε αποτελούσαν, ανάμεσα σε άλλους, και οι Μάνος Χατζιδάκις, Φρίξος Ηλιάδης, Βασίλης Μάρος, Γιάννης Μαρής και Γιώργος Διζικιρίκης), που θα μιλούσαν για μία «άκρως ενδιαφέρουσα» περίπτωση.
Η εποχή είναι ιδιαίτερη. Στη χώρα υπάρχει δικτατορία και στο σινεμά, στο επίπεδο που θέλει να κάνει ταινίες ο Μανουσάκης, υπάρχει μόνο το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, για να δείξει τη δουλειά του. Θέλω να πω πως ο Μανουσάκης έρχεται με «σκληρές» ιδέες από το εξωτερικό, αριστερίστικες έως και αναρχίζουσες, κι εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι, με τις ταινίες του, να προκαλέσει. Η πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τού δίνει τις αφορμές, αν και ο στόχος του είναι ευρύτερος. Δεν θέλει να κάνει μια ταινία –ας το πω έτσι κάπως χοντρά– για να ρίξει τη χούντα, αλλά για να δείξει πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, στις διάφορες όψεις του, μέσα από τις παραφυάδες του. Όπως συμπληρώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο parallaximag.gr (24 Ιούλ. 2022):
«Όταν ήρθαμε από την Αγγλία με τους συμφοιτητές-συνεργάτες μου στα πλαίσια της διπλωματικής, μια ομάδα ανθρώπων με όλες τις ειδικότητες, εγκατασταθήκαμε στο Χιλιομόδι, το χωριό της μάνας μου. Εκεί, η γιαγιά μου φρόντιζε όλους τους συμφοιτητές μου, μας μαγείρευε, είχε βάλει και κήπο για να έχουμε τα κηπευτικά μας. Δύο ταινίες έκανα εκεί, τον “Βαρθολομαίο” και τους “Άρχοντες”. Κάποια στιγμή, λοιπόν, επενέβη η ΕΤΕΚΤ, η διορισμένη από τη χούντα, όχι το σωματείο που γνωρίζουμε, και έδιωξε τους Άγγλους ως ξένους. Έτσι, έπρεπε να προσλάβουμε ελληνικό συνεργείο και τότε ο Γιώργος Αντωνάκης, διευθυντής φωτογραφίας, έβαλε πλάτη για να τελειώσει η ταινία».
Η ταινία φαίνεται πως είναι έτοιμη στο τέλος του ’71, αποκαλείται «Βαρθολομαίος», όπως ειπώθηκε, και ο προορισμός της είναι το 13ον Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα αναπτυσσόταν στη Θεσσαλονίκη, στο διάστημα 25 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1972. Από την αρχή-αρχή, όμως, ξεκινάνε τα προβλήματα...
Είναι γνωστό πως ήδη από το 1970 εμφανίζονται στο Φεστιβάλ ταινίες με πολιτικό περιεχόμενο ή πολιτικές προεκτάσεις τέλος πάντων, όπως ήταν η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κάτι που συνεχίζεται, και το 1971, με την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού και με την «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη. Το καθεστώς έχει ψυλλιαστεί το προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα και γι’ αυτό λαμβάνει, εγκαίρως, τα μέτρα του.
Ενώ υπάρχουν λοιπόν και λειτουργούν η Προκριματική Επιτροπή, που αποφασίζει για το ποιες ταινίες θα διαγωνιστούν στο Φεστιβάλ, όπως και η Κριτική Επιτροπή, που θα κρίνει όσες θα φθάσουν εκεί, έχει θεσμοθετηθεί, βάσει του νομοθετικού διατάγματος 241 / 19-7-1969, ακόμη μία (πρωταρχική) επιτροπή, η Γνωμοδοτική, η οποία, επί της ουσίας, είναι ένας καλυμμένος (αλλά στυγνός) λογοκριτικός μηχανισμός. Τι συνέβαινε με την Γνωμοδοτική; Το έλεγε ξεκάθαρα το διάταγμα:
«Δια την προβολήν ελληνικών ταινιών εις κινηματογραφικάς εκδηλώσεις ευρυτέρας σημασίας, διοργανουμένας εις το εσωτερικόν ή το εξωτερικόν, απαιτείται προηγούμενη έγκρισις του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως, παρεχομένη μετά γνώμην τής παρ’ αυτώ Γνωμοδοτικής Επιτροπής Κινηματογραφίας.(...) Η Επιτροπή αύτη εξετάζουσα τας κατά την προηγουμένην παράγραφον κινηματογραφικάς ταινίας εξ απόψεως καλλιτεχνικής και τεχνικής εν γένει αρτιότητος, προς δε και εξ απόψεως συμφωνίας του περιεχομένου αυτών προς τας θρησκευτικάς αντιλήψεις, τας παραδόσεις του Ελληνικού Λαού, το πολιτικόν και πνευματικόν επίπεδον τούτου, την δημοσίαν τάξιν και εθνικήν ασφάλειαν, αποφαίνεται επί της καταλληλότητος αυτών».
Έτσι, ο «Βαρθολομαίος» του Μανουσάκη θα κοπεί, νωρίς-νωρίς, από τη Γνωμοδοτική, η οποία θα φράξει τον δρόμο στην ταινία, απαγορεύοντας επί της ουσίας να περάσει αυτή στην καθ’ ύλην αρμόδια Προκριματική Επιτροπή του Φεστιβάλ – την οποία (Προκριματική) αποτελούσαν, εκείνη τη χρονιά, ένας... εκπαιδευτικός σύμβουλος, δύο σκηνοθέτες (Νέστωρ Μάτσας, Ίων Νταϊφάς), ένας τεχνικός κινηματογράφου, κάποιος που εκπροσωπούσε τις κινηματογραφικές επιχειρήσεις, κι ένας εγκάθετος του καθεστώτος.
Ουσιαστικά η Γνωμοδοτική προκαταλαμβάνει την όποια απόφαση της Προκριματικής, επικαλούμενη, σε πρώτη φάση, τις ενδεχόμενες ατέλειες σε τεχνικά-αισθητικά ζητήματα (κάτι παντελώς άκυρο, καθώς τούτο αποτελούσε έργο της Προκριματικής) και σε μια δεύτερη φάση το ιδεολογικό πλαίσιο των ταινιών, που αντιμετωπίζεται σε σχέση με το πώς αυτό αναπαριστά, επικαλείται ή διαστρέφει το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες.
Ο «Βαρθολομαίος» απουσιάζει λοιπόν από το 13ον Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, αλλά τελικά θα καταφέρει να κάνει μια προβολή, την 1η Οκτωβρίου του ’72 (την ημέρα που τελείωνε το Φεστιβάλ) σε μια αίθουσα της Θεσσαλονίκης (μάλλον τη Θυμέλη), σε μια εκδήλωση που είχε ονομαστεί «αντιφεστιβάλ», και στην οποία θα προβάλλονταν, μαζί, οι μικρού μήκους ταινίες «Το Πακέτο» του Θανάση Ρακιτζή και «Δύο τρία πράγματα» του Γιάννη Σμαραγδή («κομμένες» και αυτές από τη Γνωμοδοτική). Την ταινία θα την δουν κριτικοί κινηματογράφου και μέλη της Κριτικής Επιτροπής (την οποία τότε αποτελούσαν, ανάμεσα σε άλλους, και οι Μάνος Χατζιδάκις, Φρίξος Ηλιάδης, Βασίλης Μάρος, Γιάννης Μαρής και Γιώργος Διζικιρίκης), που θα μιλούσαν για μία «άκρως ενδιαφέρουσα» περίπτωση.
Όμως η ταλαιπωρία και της ταινίας και του σκηνοθέτη θα συνεχιζόταν, καθώς στις 5 Οκτωβρίου του ’72, τέσσερις μέρες μετά τη λήξη του Φεστιβάλ, ο «Βαρθολομαίος» ξανακόβεται! Είναι η πρωτοβάθμια επιτροπή λογοκρισίας, τώρα, που κρίνει ότι η ταινία δεν μπορεί να βγει στις αίθουσες, επειδή... «αντίκειται εις τους κοινωνικούς, θρησκευτικούς, οικογενειακούς και πολιτειακούς θεσμούς, υπαγορεύει εμμέσως την ασυδοσίαν και αναρχίαν και αποβαίνει, ούτως, επιζημία δια προβολήν εις το ελληνικόν κοινόν».
Ο 22χρονος Μανουσάκης ήταν λογικό να αντιδράσει στην απόφαση της πρωτοβάθμιας (τυπικά μπορούσε να το κάνει) προσφεύγοντας στην δευτεροβάθμια λογοκριτική επιτροπή, η οποία, στις 23 Οκτωβρίου του ’72, θα παρείχε, εν τέλει, την πολυπόθητη άδεια. (Τι επεμβάσεις είχαν συμβεί επί της ταινίας, ώστε να αλλάξει η απόφαση της λογοκρισίας, δεν είναι γνωστό).
Προβλήθηκε, τελικά, ο «Βαρθολομαίος» σε πρώτο, χρόνο; Βεβαίως. Στη Θυμέλη της Θεσσαλονίκης θα έβγαινε, κανονικά, τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου του ’72, ενώ θα παιζόταν και στην Αλκυονίδα στην Αθήνα – κατά βάση ως μια... αντι-χουντική ταινία. Με άλλα λόγια η παρουσία του κόσμου, στις δύο αίθουσες, ήταν κάτι σαν πράξη αντίστασης. Το αποτέλεσμα; Πενιχρότατο. Η περιορισμένη διανομή, και όσα είχαν επισυμβεί, θα καταβαράθρωναν την ταινία, καθώς αυτή θα έκανε μόλις 9.039 εισιτήρια στην πρωτεύουσα, που θα την κατέτασσαν στην 60η θέση, ανάμεσα στις 64 της σεζόν 1972-73.
Αν, πάντως, αναλογιστείς το δυσφημιστικό κυνήγι από τις κρατικές υπηρεσίες τότε τα νούμερα δεν είναι και τόσο απογοητευτικά, υπό την έννοια πως άλλες ταινίες του Φεστιβάλ, με πολύ περισσότερο «σπρώξιμο» από τον «Βαρθολομαίο», και με ποικίλα πλεονεκτήματα (σε... ιδεολογική καθαρότητα, διανομή, παραγωγή, ηθοποιούς κ.λπ.), είχαν επίσης πατώσει. Λέμε για τις «Ιπποκράτης και Δημοκρατία» του Ντίμη Δαδήρα (με Παπαμιχαήλ, Χρονοπούλου, Αλεξανδράκη) (50η/στις 64), «Μπουμ Ταρατατζούμ» του Ερρίκου Θαλασσινού (με Γ. Κωνσταντίνου, Θ. Καρακατσάνη) (54/64) και «Οργισμένη Γενηά» του Μεμά Παπαδάτου (με τη Μαρία Αλιφέρη) (59/64). Γιατί είχε συμβεί αυτό; Σίγουρα για διαφορετικούς λόγους, για την κάθε ταινία, αλλά και γιατί, το 1972-73, ο κόσμος δεν πήγαινε τόσο εύκολα στο σινεμά, όσο τα προηγούμενα χρόνια.
Να προσθέσω, ακόμη, πως ο «Βαρθολομαίος» θα περάσει ελαφρώς και στο εξωτερικό, καθώς η ταινία θα εμφανιζόταν στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Sanremo (30 Μαρτίου 1973), ενώ κάποιες επιπλέον προβολές θα συνέβαιναν σε λέσχες κ.λπ.
Τον «Βαρθολομαίο» τον είχα δει από μέτριας ποιότητας πειρατική βιντεοκασέτα στην αρχή της δεκαετίας του ’90 και είναι λίγα εκείνα που μπορώ να ανακαλέσω, σήμερα – καθότι η ταινία ήταν... δύστροπη και κάπου ακαταλαβίστικη. Προφανώς θα ήθελα να την δω ξανά τώρα, ώστε να μπορέσω να την κρίνω καλύτερα, αλλά αυτό είναι πλέον πολύ δύσκολο, αφού η ταινία είναι από χρόνια εξαφανισμένη – και άρα δεν υπάρχει περίπτωση να την πετύχεις σε κάποια οθόνη. Παρά ταύτα θα επιχειρήσω να πω δυο λόγια για ’κείνη, με τη βοήθεια πληροφοριακού υλικού της εποχής.
Κατ’ αρχάς στον «Βαρθολομαίο» έπαιζαν λίγοι επαγγελματίες ηθοποιοί (Γιώργος Μπαλλής, Στέλλα Αρκάδη, Μηνάς Κωνσταντόπουλος και μερικοί ακόμη), όπως και ερασιτέχνες, κάτοικοι ενός χωριού, που ήταν ο τόπος των γυρισμάτων (το Χιλιομόδι Κορινθίας, όπως αναφέρθηκε πιο πριν).
Οι άνθρωποι του χωριού έχουν μια περίεργη συνήθεια, να τιμωρούν για τα διάφορα παραπτώματα που συμβαίνουν στην κοινωνία τους, αντί για τους φταίχτες, τα αντικείμενα. Έτσι, φαινομενικά διάγουν ήσυχο βίο, αφού δεν υπάρχουν οι μεταξύ τους προστριβές, κάτι, όμως, που έχει καταστρέψει τις σχέσεις τους, βυθίζοντάς τους σε μια βασανιστική μοναξιά. Εκεί εισβάλλει ο στρατός, που στόχο έχει να τιμωρεί τα αντικείμενα, έχοντας ως αρχηγό έναν αξιωματικό, που νοσταλγεί την παλιά εποχή, όταν τιμωρούνταν οι άνθρωποι. Στο χωριό εμφανίζεται κάποια στιγμή ένας έμπορος (Γιώργος Μπαλλής), που είναι έτοιμος να παζαρέψει και εν τέλει να αγοράσει κάθε τι που πουλιέται, ακόμη και ανθρώπους, ακόμη και τον αξιωματικό, ενώ δίπλα του παρουσιάζεται μια νύφη (Στέλλα Αρκάδη), η οποία, μετά το θάνατο του δικού της, βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική θέση. Η νύφη θα αναζητήσει βοήθεια σε μια φιλενάδα της, τη μόνη που θα μπορέσει να απαλύνει το ψυχικό της τραύμα κι έτσι, θεραπευμένη πια, είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον έμπορο, που δίπλα της νοιώθει να χάνει τη δύναμή του...
Ο «Βαρθολομαίος» δεν πήρε καλές κριτικές στην εποχή του. Κοινώς θάφτηκε. Ο στριφνός Νίκος Λυγγούρης έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» [Οκτ. / Νοε. / Δεκ., 1972]:
«Δεινοπαθεί ο σουρεαλισμός στην ταινία του Μ. Μανουσάκη. Μέσα από μια συνεχή χρήση στομφωδών συμβόλων, που υποτίθεται ότι εκφράζουν τη σύγχρονη κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση, ο σκηνοθέτης επιδίδεται σε μια πραγματική οδύσσεια, όπου το παρανοϊκό συμπορεύεται ελεύθερα με το αντιδραστικό. Είναι ολοφάνερη η άγνοια της λειτουργίας των συμβολικών αλυσίδων, που η σωστή συμβολική τέχνη, από τον Αρτώ μέχρι τον Μαγκρίτ κατέγραψε, και που στο σινεμά σκηνοθέτες σαν τον Μπουνιουέλ και τον Λανγκ πραγματοποίησαν την τελειότερη εγγραφή τους(...)».
Να και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, από τον ετήσιο τόμο «Χρονικό ’73», του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα:
«Ο “Βαρθολομαίος” του Μανούσου Μανουσάκη ενδιαφέρει κύρια σαν μια απόπειρα “παράλληλου” κινηματογράφου, όπου ο δημιουργός αδιαφορεί σχεδόν για την επικοινωνία, προσφέροντας σύμβολα χωρίς “κλειδιά”. Πραγματικά οι συμβολικές σειρές του δεν λειτουργούν ούτε σύμφωνα με υπερρεαλιστικούς κώδικες, ούτε με κώδικες της τυπικής συμβολικής.(...) Από την άλλη ορισμένες από τις πιο συγκεκριμένες μεταφορές σε κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις ή σεξουαλικά ταμπού, ενώ βρίσκουν κάποια οπτική πραγμάτωση, εξουδετερώνονται από την επανάληψη, την ταυτολογία με το λόγο, την απαράδεκτη χρήση της μουσικής. Στο τέλος ο θεατής αισθάνεται ασφυξία κάτω από τη νευρωτική αυτή εμμονή».
Και ο Γιάννης Σολδάτος, χρόνια μετά, στην «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» [Αιγόκερως, Δ Έκδοση, 1984]:
«Ο Βαρθολομαίος του Μανουσάκη είναι μια ταινία απόλυτα συνεπής με τη θέση του σκηνοθέτη της ότι η “τέχνη και ειδικότερα ο κινηματογράφος σε μια καπιταλιστική χώρα πρέπει να είναι επιθετική και προκλητική στο επίπεδο του νοήματος και της κατανόησης”. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια υπερ-ρεαλιστική κινηματογραφική γραφή, που διαλύει τον παραδοσιακό-αστικό τρόπο διήγησης. Μέσα από τη γραφή αυτή προβάλλουν τα σύμβολα που μεταχειρίζεται, αναφερόμενος σε συγκεκριμένες καταστάσεις του τόπου του, ανάγλυφα, έτσι ώστε ο θεατής να μπορέσει να τα αποκρυπτογραφήσει, να συλλάβει το νόημά τους και να συνειδητοποιήσει τις καταγγελίες τους. Καταγγελίες ενάντια στη δύναμη του παράλογου, ηθικά αυτοδικαιολογούμενου, κράτους, ενάντια στη στρατιωτική εξουσία, ενάντια στη μονολιθικότητα του αλλοτριωμένου μέσα στο κοινωνικό σύστημα ατόμου κ.λπ. Η ταινία είχε περιπέτειες με τη λογοκρισία, αλλά μετά επετράπη η προβολή της».
Προσωπικά, μου κάνει εντύπωση αυτό που γράφει ο Γ. Μπακογιαννόπουλος περί... απαράδεκτης χρήσης της μουσικής στον «Βαρθολομαίο». Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, απ’ όσα τουλάχιστον μπορώ να ανακαλέσω. Λέμε για μουσική (και τραγούδια) που είχε συνθέσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος – ένας συνθέτης που τότε βρισκόταν στα πολύ επάνω του, και που θα έβρισκε την ευκαιρία να «χώσει» στον «Βαρθολομαίο», συνθέσεις και τραγούδια του, που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα μπορούσε να δισκογραφηθούν άμεσα και άνετα (εκείνη την περίοδο).
Ένα πρώτο τραγούδι που ακουγόταν στο φιλμ ήταν το περίφημο «Δελτίου καιρού», σε ποίηση Μήτσου Κασόλα, που τη συγκεκριμένη εποχή ο κόσμος θα το μάθαινε από τον Θέμη Ανδρεάδη, ο οποίος το τραγουδούσε στη Λήδρα (υπάρχουν στο YouTube δύο εκτελέσεις-ντοκουμέντα) – αν και πολλοί θα το μάθαιναν από την πρώτη δισκογραφημένη εκτέλεση της Μαρίας Δημητριάδη στο LP της με τον ίδιο τίτλο, που θα τυπωνόταν από την CBS, το 1980. Στην ταινία πάντως το «Δελτίο καιρού» το έλεγε ο ίδιος ο Μαρκόπουλος.
Θέμης Ανδρεάδης - Δελτίο καιρού - του Γιάννη Μαρκόπουλου - Live στη Λήδρα 1972.
Άλλο πολύ σημαδιακό τραγούδι, που ακουγόταν στον «Βαρθολομαίο» ήταν «Οι εχθροί (Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί)» σε στίχους Γιώργου Σκούρτη, που θα έλεγε ο Νίκος Ξυλούρης και στο LP «Διάλειμμα» [Columbia, 1972] (προφανώς στην ταινία η εκτέλεση ήταν διαφορετική), όπως επίσης ακουγόταν και το «Μέρα με την ημέρα», σε στίχους Γιώργου Χρονά, με την Βίκυ Μοσχολιού, που προοριζόταν για το LP «Ανεξάρτητα» [EMI / Columbia, 1975] – για να ακουστεί για πρώτη φορά στη δισκογραφία, το 1977, από την Λιζέττα Νικολάου (στο άλμπουμ της «Το Χαμόγελο της Λιζέττας») και από την Μοσχολιού στην CD-reissue «Ανεξάρτητα + 7 Κινηματογραφικά» [Η Καθημερινή / EMI] το 2011.
Μέρα με την ημέρα (Γ. Χρονάς & Γ. Μαρκόπουλος)
Κάνοντας αυτή την έρευνα για την ταινία –και το ξαναλέω αυτό–, εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η κουβέντα του Μπακογιαννόπουλου περί... απαράδεκτης χρήσης της μουσικής στον «Βαρθολομαίο». Τι να εννοούσε ο καταξιωμένος κριτικός κινηματογράφου; Μήπως το ότι ήταν too much όλα αυτά τα τραγούδια στην ταινία και δεν «έδεναν» με το περιεχόμενό της; Μήπως δηλαδή ο Μαρκόπουλος είχε «εκμεταλλευτεί» τη δυνατότητα που του παρείχε το σάουντρακ, προκειμένου να ηχογραφήσει κομμάτια, που δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη ή δεν μπορούσε να περάσουν από τη λογοκρισία;
Μήπως ο «Βαρθολομαίος» αντιμετώπισε προβλήματα, τελικά, και λόγω των τραγουδιών του Μαρκόπουλου, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στο μάτι του καθεστώτος (λόγω της εξελισσόμενης σε αντιχουντική διαδήλωση συναυλίας του στο Σπόρτιγκ, τον Μάιο του ’72 κ.λπ.); Το λέω, γιατί αλλιώς λειτουργεί στον κόσμο ένα τραγούδι σε μια ταινία και αλλιώς στην δισκογραφία. Εννοώ πως μέσω του σινεμά επηρεάζονται πολλοί ταυτόχρονα, ενώ μέσω του δίσκου επηρεάζεται ο κάθε ακροατής ξεχωριστά.
Τι να πει κανείς; Αν δεν ξαναδούμε τον παντελώς χαμένο τις τελευταίες δεκαετίες «Βαρθολομαίο» του Μανούσου Μανουσάκη, πολλά ερωτήματα θα μείνουν αναπάντητα...
Οι Εχθροί