ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ταξινομούν τους σταθμούς μιας ζωής σαν πετραδάκια που πρέπει να μπουν σε τάξη, σε μια σειρά για χάρη του θεατή και της ιστορικής δεοντολογίας. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι άλλο, μεγάλο κεφάλαιο, και το «Όλα για τη μητέρα μου», μια πεφωτισμένη, έμμεση αυτοβιογραφία που μιλάει για τους ανθρώπους που γνωρίζει και συμπονά, και ειδικά για τις γυναίκες που τον καθόρισαν, τη μάνα του και όλες τις μητέρες, τις ηθοποιούς και τις ηθοποιούς που παίζουν άλλες ηθοποιούς, τις αγάπες και τα πάθη του, δηλαδή την αληθινή ψυχή και την καλλιτεχνική επιθυμία του, κάτι που αποτελεί απείρως πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση στη ζωή ενός καλλιτέχνη από την απαρίθμηση συμβάντων.
Το υπέροχο αυτό μελόδραμα για την ταυτότητα και την επώδυνη μετάβαση, την αλληλεγγύη, την αλήθεια και τις αποκαλυπτικές στιγμές της, τη γενναιοδωρία και τις ενοχές ξεκινά με τον χαμό του 17χρονου Εστέμπαν, ακριβώς στο ύφος και την ένταση του «Opening Night» του Τζον Κασσαβέτη, τη βραδιά που θαύμασε την αγαπημένη του πρωταγωνίστρια στο «Λεωφορείο ο Πόθος» και συνεχίζει με μια συναρπαστική θύελλα στη μητρική καρδιά της Μανουέλα, και ειδικά στην αναζήτηση του πατέρα που είχε ξεγράψει από τη ζωή του γιου της, τρανς γυναίκας πλέον, στη Βαρκελώνη, ανακαλώντας το παρελθόν, βλέποντας παλιές φίλες και γνωρίζοντας μια ιδιαίτερη περίπτωση, πιο κοντινή σε αυτήν από όσο υποψιαζόταν στην αρχή.
Η ταινία σάρωσε όλα τα βραβεία της σεζόν 1999-2000, από τα ξενόγλωσσα Όσκαρ, Bafta και Χρυσή Σφαίρα, μέχρι τα Goya καλύτερης ταινίας. Μόνο οι Κάννες είχαν άλλα στο μυαλό τους – το ότι, μετά από τόσες συμμετοχές στο επίσημο διαγωνιστικό, ο Αλμοδόβαρ δεν έχει Χρυσό Φοίνικα, ισούται με ποινικό αδίκημα!
Το να περιοριστεί ο θεατής στην γκέι και γυναικεία θεματολογία, ή ο σινεφίλ στις πολλαπλές αναφορές μιας ταινίας που ξεκινά με παράφραση και allusion στο «Όλα για την Εύα» και υφαίνει την ευαίσθητη τραγικότητα των ηρωίδων του Τενεσί Ουίλιαμς στο στιλπνό μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ, είναι ευγενική υποτίμηση του επιτεύγματος του Ισπανού δημιουργού. Όπως και ο Ταραντίνο, απογειώνει τις επιρροές σε ένα δικό του έργο, και το «Όλα για τη μητέρα μου», αναμφίβολα με ένα φόρτωμα στην πλοκή που ισορροπεί στο τσακ, δεν διατρέχει μόνο πολύχρωμα είδη και οικείες εικόνες, αλλά μιλάει σοβαρά και βαθιά για μια γενιά που μέτρησε αθώους νεκρούς από το AIDS, οργίστηκε, θρήνησε, αναρωτήθηκε για την πίστη και την κοινωνία, και στο ενδιάμεσο βασανίστηκε από άδικες ενοχές.
Ωστόσο το κάνει αγγίζοντας, όχι τέμνοντας ή χαϊδεύοντας, σαν τον Τζορτζ Κιούκορ, αν μπορούσε να κάνει την ταινία της απόλυτης αρεσκείας του και να μιλήσει ανοιχτά. Είναι η πιο ολοκληρωμένη και εντυπωσιακή ταινία του Αλμοδόβαρ για την πρώτη, εικοσαετή φάση της καριέρας του, και μια εμπνευσμένη κατάθεση για τον αιώνα που ρίχνει αυλαία.
Η ταινία σάρωσε όλα τα βραβεία της σεζόν 1999-2000, από τα ξενόγλωσσα Όσκαρ, Bafta και Χρυσή Σφαίρα, μέχρι τα Goya καλύτερης ταινίας. Μόνο οι Κάννες, και ειδικά ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, είχαν άλλα στο μυαλό τους, και πιο συγκεκριμένα τη «Ροζέτα» των Νταρντέν και το «Humanite» του Μπρινό Ντιμόν, αφήνοντας μόνο το βραβείο σκηνοθεσίας στον Ισπανό – το ότι, μετά από τόσες συμμετοχές στο επίσημο διαγωνιστικό, ο Αλμοδόβαρ δεν έχει Χρυσό Φοίνικα, ισούται με ποινικό αδίκημα!
Η ταινία «Όλα για τη μητέρα μου» επανακυκλοφορεί στις αίθουσες από την Πέμπτη 25/7.