Tα ξημερώματα του Σαββάτου έφυγε από την ζωή σε ηλικία 81 ετών ο σκηνοθέτης Τζoν Τζ. Άβιλντσεν (Kαράτε Κίντ, Σώστε τον Τίγρη). Σπουδαίος σκηνοθέτης ο Άβιλντσεν δεν ήταν, άφησε όμως πίσω του μια σπουδαία ταινία, τον θρυλικό Rocky, που στην χώρα μας είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες με τον τίτλο Ρόκι, τα Χρυσά Γάντια.
O Ρόκι Μπαλμπόα γεννήθηκε στο μυαλό του νεαρού Σιλβέστερ Σταλόνε, σε μια περίοδο που εκείνος προσπαθούσε να καθιερωθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία, αλλά το καλύτερο που είχε πετύχει ήταν ένα πέρασμα δευτερολέπτων στις Μπανάνες του Γούντι Άλεν κι έναν μικρό ρόλο στο ριμέικ του Farewell my Lovely. Αντλώντας έμπνευση από τον προσωπικό του αγώνα, ο Σταλόνε έγραψε το σενάριο μέσα σε τρεις μέρες και έπειτα χτύπησε την πόρτα των στούντιο. Eνδιαφέρον από την πλευρά των στούντιο υπήρξε, όλες οι προτάσεις όμως συνοδεύονταν από τον όρο να υποδυθεί τον ήρωα ένας πιο αναγνωρίσιμος σταρ. Ο Σταλόνε ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει σε κανέναν άλλο να ενσαρκώσει στην οθόνη έναν ήρωα τόσο δικό του και το πείσμα του τελικά απέδωσε καρπούς. Το project βρήκε στέγη στην United Artists και με την βοήθεια του παραγωγού Ίρβιν Γουίνκλερ, που υποθήκευσε το σπίτι του για να συγκεντρωθεί το σύνολο του απαραίτητου προϋπολογισμού, ξεκίνησε γυρίσματα υπό τις οδηγίες του Άβιλντσεν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα υπόδειγμα λαϊκού σινεμά, που ενθουσίασε θεατές και κριτικούς, ενώ έφτασε μέχρι τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, κατακτώντας, μεταξύ άλλων, το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
Μετά από έξι συνέχειες, ο Ρόκι θεωρείται πνευματικό τέκνο του Σταλόνε, ίσως όχι άδικα, καθώς κάθε νέα του κινηματογραφική εξόρμηση αντανακλά το στάδιο που βρίσκεται η ζωή και η καριέρα του αμερικανού σταρ. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε την συμβολή του Άβιλντσεν στην πρώτη αυτή ταινία. Πιστός στις νεορεαλιστικές αρχές του αμερικανικού σινεμά της εποχής, ο Άβιλντσεν ακολουθεί τον ήρωα του με την κάμερα στο χέρι, ανάμεσα στις φτωχογειτονιές της Φιλαδέλφειας και συνθέτει μέσω αυτού το πορτρέτο μιας περιοχής και των ανθρώπων της σε μια συγκεκριμένη εποχή, ενώ παράλληλα συστήνει μια σειρά από στοιχεία και μοτίβα που θα καταστούν δομικά για την σειρά στο μέλλον, όπως το μοντάζ της προπόνησης. Αναδεικνύοντας το έξυπνο σενάριο του Σταλόνε, που θέλει τον ήρωα να απαντά με ανθρώπινες, συνεσταλμένες χειρονομίες στις καθημερινές δοκιμασίες, ο Άβιλντσεν φροντίζει πρώτα να συσφίξει τις σχέσεις σου με αυτό τον ελαφρώς αργόστροφο, μα ασύστολα καλοσυνάτο επίδοξο πυγμάχο, που φυτοζωεί σε έναν κόσμο που τιμωρεί τέτοια χαρακτηριστικά και ταλανίζεται από εκείνο το αβάσταχτο «γιατί» της ευκαιρίας που δεν ήρθε ποτέ, κι έπειτα τον πετάει στην αρένα του ρινγκ. Κάπως έτσι σαράντα ένα χρόνια μετά και άλλες τόσες επαναληπτικές προβολές, το Rocky έχει ακόμα την δύναμη να σε ξεσηκώσει στο κάθισμα σου, να σε κάνει να κουνάς χέρια και πόδια αγωνιώντας για την έκβαση του αγώνα, ακόμα κι αν την ξέρεις. Και είναι αυτή η έκβαση που απαντά εμφατικά στις επίμονες μέσα στα χρόνια κατηγορίες μερίδας της κριτικής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα πως το φιλμ είναι μια ωδή στο αμερικανικό όνειρο, την ίδια ώρα που ο αντίπαλός της την βραδιά των Όσκαρ, ο σκορσεζικός Ταξιτζής, ξεσκεπάζει την απατηλή του φύση και τις επιπτώσεις του στο Άτομο. Μα ο ήρωας στο τέλος δεν επιβραβεύεται από το Σύστημα, που προτιμά να δώσει τη νίκη στον άνθρωπο του, αλλά από την λαϊκή εκτίμηση κι από την αγκαλιά της αγαπημένης του. Αν ψάχνεις έναν βασικό λόγο που σήμαινε συναγερμός στη γειτονιά που μεγάλωνες όταν έπαιζε το Rocky στην τηλεόραση, σε αυτό το φινάλε θα τον βρεις.