Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ ΕΠΕΤΡΕΨΕ στη σχεδιάστρια Χόλι Γουάντινγκτον να οραματιστεί ελεύθερα τα κοστούμια για το Poor Things, όπως λέει η ίδια. «Η μόνη οδηγία στην πραγματικότητα ήταν ότι δεν ήθελε να μοιάζει εμφανώς με δράμα εποχής αλλά ούτε και με ταινία επιστημονικής φαντασίας».
Η Μπέλα Μπάξτερ της Έμα Στόουν εξελίσσεται από μια αφελή παιδίσκη σε μια σεξουαλικά και πολιτικά απελευθερωμένη γυναίκα και, σύμφωνα με τη σχεδιάστρια, πολύ σημαντική υπήρξε η απόφαση ότι ο χαρακτήρας θα έπρεπε να έχει μακριά, κατάμαυρα μαλλιά.
«Είχαμε αυτό το βιβλίο με πατρόν από τη δεκαετία του 1890, το οποίο ο βοηθός μου το πήρε από έναν αντικέρ στην αγορά του Πορτομπέλο. Πρόκειται για μια πολύ σύντομη περίοδο της μόδας όπου υπήρχαν τεράστια μανίκια. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είναι ακόμη μεγαλύτερα – πραγματικά τεράστια. Και ο Γιώργος συμφώνησε».
Η έμπνευση προέκυψε από έναν πίνακα του Έγκον Σίλε και ήταν αυτό το στοιχείο που καθόρισε τη χρωματική παλέτα της Γουάντινγκτον. «Τα ρούχα έπρεπε να αλλάζουν μαζί με την ίδια», λέει. Πέραν αυτού, ο Λάνθιμος της προσέφερε απόλυτη εννοιολογική ελευθερία. Ό,τι φαινόταν να λειτουργεί, έμενε.
Η Μπέλα στο σπίτι
Η εμφάνισή της στο σπίτι βασίζεται στην ιδέα ότι σε αυτό το σημείο πρόκειται για ένα πολύ μικρό παιδί. Τα ρούχα δεν είναι βρεφικά, είναι γυναικεία, αλλά εφαρμόζονται με έναν ad hoc τρόπο, επειδή έχει τη σωματική διάπλαση ενός παιδιού. Είναι ένας ελαφρώς δυσαρμονικός, άβολος τρόπος να ντύσεις μια γυναίκα – σαν ένα αγχωτικό όνειρο που βλέπεις ότι πηγαίνεις σε συνέντευξη για δουλειά φορώντας ένα κοστούμι στο πάνω μέρος και τίποτα στο κάτω, μόνο εσώρουχα.
Φοράει αυτό το αστείο μικρό μπουστάκι που είναι βασισμένο σε ένα αυθεντικό μπουστάλ κλουβί της ύστερης βικτοριανής εποχής, το οποίο φοριόταν κάτω από το φόρεμα για να του δώσει όγκο. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι μοιάζει εντελώς φουτουριστικό.
Η Μπέλα στη Λισαβόνα
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι παραγωγοί κανόνισαν να συναντήσω την Έμα. Πήρα μαζί μου πολλά διαφορετικά δείγματα μανικιών – μεγάλα και μεσαίου μεγέθους. Πήρα πολλά διαφορετικά είδη εσωρούχων. Ήταν μια απόκλιση από τα παιδικά βρακάκια που φοράει στην αρχή της ταινίας. Στη Λισαβόνα είναι μεταξένια, ρευστά και σέξι. Ήθελα να βγει από το ξενοδοχείο φορώντας κάτι πραγματικά δυσαρμονικό. Και σκεφτόμουν εκείνη τη σκηνή στον «Ταξιτζή», όταν η Τζόντι Φόστερ βγαίνει στους δρόμους της Νέας Υόρκης με αυτά τα καυτά σορτς.
Οι μπότες είναι ένας μικρός φόρος τιμής στα φουτουριστικά σύνολα του Αντρέ Κουρέζ, στον διαστημικό μοντερνισμό μεταξύ ‘60s και ‘70s. Oι μπότες βασίζονται στην ιδέα ότι έχει τα δάχτυλα των ποδιών της ελεύθερα, επειδή είναι τόσο ανεξέλεγκτη – εκθέτει κάθε πτυχή της, συμπεριλαμβανομένων των ποδιών της. Τα χρυσά, κίτρινα και γαλάζια χρώματα είναι ένας συνδυασμός που θυμίζει πολλούς χαρακτήρες παραμυθιών – κάτι σαν μια Disney εκδοχή της Λισαβόνας, όλο παστέλ. Ήθελα τα ρούχα να αντανακλούν αυτήν τη χαρά και την αισιοδοξία».
Το νυφικό φόρεμα
«Μου άρεσε η ιδέα του "κλουβιού", με ζώνες από λεπτό μετάξι. Προκαλείται έτσι αυτή η αίσθηση εγκλωβισμού, αλλά συγχρόνως μπορούσες να δεις να διαγράφεται το σώμα της. Και επίσης αυτά τα φοβερά μανίκια. Είχαμε αυτό το βιβλίο με πατρόν από τη δεκαετία του 1890, το οποίο ο βοηθός μου το πήρε από έναν αντικέρ στην αγορά του Πορτομπέλο. Πρόκειται για μια πολύ σύντομη περίοδο της μόδας όπου υπήρχαν τεράστια μανίκια. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είναι ακόμη μεγαλύτερα – πραγματικά τεράστια. Και ο Γιώργος συμφώνησε.
Το μανίκι του νυφικού είναι περίπου ένα μέτρο σε όλο του το μήκος. Μοιάζει με μπαλόνι. Με το πέπλο δυσκολεύτηκα γιατί δεν ένιωθα ότι ήταν ακριβώς κατάλληλο για αυτόν τον χαρακτήρα. Αλλά μετά το πήγα στην Έμα το πρωί της φωτογράφισης, κι εκείνη το πήρε και το τύλιξε γύρω από το πρόσωπό της. Μου αρέσει το γεγονός ότι είναι διάφανο και ελαφρύ και μεγάλο, και είναι επίσης το αγαπημένο της κοστούμι στην ταινία, επειδή το σώμα της ένιωθε τόσο ελεύθερο μέσα σε αυτό».
Με στοιχεία από The New York Times