Μέχρι την προβολή της ομώνυμης τηλεοπτικής διασκευής του στις αρχές των ‘80s, το «Shogun» του Τζέιμς Κλάβελ υπολογίζεται ότι είχε πουλήσει γύρω στα 6 εκατομμύρια αντίτυπα. Στο βιβλίο και στην τηλεοπτική μεταφορά του οφείλεται η ενίσχυση του ενδιαφέροντος της Δύσης για τα ήθη και τα έθιμα της Άπω Ανατολής, η προσθήκη του λήμματος «seppuku» στο δυτικό λεξιλόγιο, ακόμα και μέρος της εισπρακτικής επιτυχίας του «Kagemusha» του Ακίρα Κουροσάβα στο παγκόσμιο box-office.
Ο Τοσίρο Μιφούνε, κάποτε ηθοποιός-φυλαχτό του τελευταίου, μα τσακωμένος μαζί του την περίοδο εκείνη, ήταν το μεγάλο όνομα του τηλεοπτικού «Shogun», συνοδευόμενος από τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν, που στα ‘80s θα έβρισκε καταφύγιο στο μέσο που τον έκανε διάσημο, τη μικρή οθόνη. Πέρα από τη φρενίτιδα του κοινού για τους σαμουράι, στο «Shogun» οφείλουμε να πιστώσουμε και τη θεμελίωση του trend της μίνι σειράς. Ερχόμενo μετά από το «Roots» και τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ», το «Shogun» ήταν η σειρά που έπεισε τα τηλεοπτικά δίκτυα και τις εταιρείες παραγωγής ότι μόνο κέρδος μπορούν να έχουν από την επένδυση σε αυτό το διαφορετικό format τηλεοπτικής μυθοπλασίας, που δεν στoχεύει στην εβδομαδιαία ανανέωση του ραντεβού με τους τηλεθεατές και στη μακροζωία του, μα έχει αρχή, μέση και τέλος και ολοκληρώνεται σε ελάχιστα επεισόδια.
Το αξιοπρεπές worldbuilding σε συνδυασμό με μια ίντριγκα που θέλει να θυμίσει κάτι από τις δολοπλοκίες και τα παιχνίδια εξουσίας του «Game of Thrones» θα είναι αρκετά για να ξεγελάσουν τη δίψα των θεατών που αναζητούν το επόμενο τηλεοπτικό κόλλημά τους σε μια, κατά γενική ομολογία, άνυδρη περίοδο για το format.
Η νέα εκδοχή του «Shogun» έρχεται τέσσερις δεκαετίες μετά, όταν το format της μίνι σειράς δεν αποτελεί πια ένα ελκυστικό αξιοπερίεργο, μα τον κανόνα για τις streaming πλατφόρμες. Το ριμέικ, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, δεν έχει μεγάλα ονόματα στο καστ, αν και η φυσιογνωμία του θρυλικού για τους Ιάπωνες Χιρογιούκι Σανάντα είναι γνώριμη από τη συμμετοχή του σε μια σειρά από αγαπητούς τίτλους στη fan κοινότητα – οι φίλοι του arthouse ίσως να τον πρόσεξαν για πρώτη φορά στο εξαίρετο «Twilight Samurai». Ο μαγνήτης για το κοινό εδώ είναι το ίδιο το brand name του «Shogun», η επιστροφή μιας παλιάς δόξας, «ανακαινισμένης» για ένα κοινό που μπορεί να έχει ακούσει το όνομα, μα ποτέ δεν γνώρισε τη χάρη.
Με τη δράση τοποθετημένη στη φεουδαρχική Ιαπωνία και την ιστορία χωρισμένη σε κεφάλαια, η δημιουργική ομάδα υπόσχεται ακριβέστερη αποτύπωση, μεγαλύτερη εκπροσώπηση και περισσότερο σεβασμό για το «ντόπιο» στοιχείο, εκεί που η προηγούμενη εκδοχή πόνταρε πολλά στον εξωτισμό και στη διάθλαση του σύμπαντος υπό το βλέμμα του Δυτικού.
Αυτό μπορεί σε ένα πρώτο (και επιφανειακό) επίπεδο να επιτυγχάνεται μέσω κάποιων σεναριακών προσαρμογών, στην πράξη όμως πρόκειται για σειρά που ούτε τον ρυθμό, ούτε την αισθητική της γιαπωνέζικης μυθοπλασίας φέρει, είναι προσαρμοσμένη ώστε να αρέσει στο δυτικό μάτι, πατώντας σε αφηγηματικά μοτίβα που μας έχει συνηθίσει η αγγλόφωνη τηλεόραση. Είναι μια εύλογη, αν όχι σοφή επιλογή για τη διεθνή επιτυχία και τη γοητεία της σειράς, αν μας ρωτάτε, μα οφείλαμε να το αναφέρουμε λόγω των επίμονων εξαγγελιών της παραγωγής.
Τα δυο πρώτα επεισόδια, που είδαμε για τις ανάγκες του παρόντος, τα σκηνοθετεί ο Tζόναθαν φαν Τάλενκεν, ο οποίος θα αναλάβει σύντομα και τα δυο πρώτα επεισόδια του επερχόμενου «Blade Runner 2099». Αποτελούν αμφότερα μια γνωριμία με τους χαρακτήρες και μια σύσταση των εύθραυστων ισορροπιών στην περιοχή, η διάρρηξη των οποίων μοιάζει αναπόφευκτη. Παρακολουθώντας τα, παρατηρήσαμε μια κατάχρηση του lens flare και μια επιμονή σε μεσαία πλάνα, με στόχο να δοθεί μια νότα ρεαλισμού σε ένα ολωσδιόλου τεχνητό σύμπαν – από τα μέσα των ‘00s και για περίπου μια δεκαετία αυτό ήταν το trend σε στουντιακό σινεμά και τηλεόραση.
Είναι μια αισθητική επιλογή που μπορεί να γεννήσει συναισθήματα νοσταλγίας σε θεατές που μεγάλωσαν, π.χ., με τις σειρές του Tζέι Τζέι Έιμπραμς ή με το «Game of Thrones», το οποίο αναφέρεται επίμονα στο promo αλλά και στις περισσότερες «πρώτες εντυπώσεις», κυρίως σε ιστοσελίδες fan κουλτούρας. Επίσης, αν και ζητούμενο είναι το έπος, η πλανοθεσία δεν υπηρετεί επαρκώς την επική στοχοθεσία. Βλέπεις, αν δεν σε διέπει αγνή επική στόφα, καταφεύγεις στο μέγεθος της παραγωγής, στη σκηνογραφία και στον κάποτε δυσανάλογο στόμφο του μουσικού score για να καλύψεις την ένδεια.
Από το καστ, οι τρεις βασικοί παίχτες είναι ο Χιρογιούκι Σανάντα, η Άνα Σαουάι του «Pachinko» και ο Κόσμο Τζάρβις. Ο πρώτος στηρίζεται κυρίως στο ανάστημα και στο εξωφιλμικό κύρος της περσόνας του, για όσους την (ανα)γνωρίζουν, ενώ η δεύτερη είναι η ήρεμη δύναμη, συνδυάζοντας έναν έμφυτο μαγνητισμό με μετρημένους υποκριτικούς τόνους και κερδίζοντας τις τελικές εντυπώσεις. Ο αδύναμος κρίκος είναι ο Τζάρβις, με μια ερμηνεία που θυμίζει κάτι ανάμεσα στον Άντονι Χόπκινς του «Bounty», αλλά όπως τον μιμούνται οι Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον στα «Trip», και στον Μάικλ Σιν στις πιο camp στιγμές του. Καταφέρνει να σε πετάξει εκτός κλίματος σε μια σειρά που, αν μη τι άλλο, φροντίζει υπομονετικά και επιμελημένα ώστε να απορροφηθεί ο θεατής από το σύμπαν της.
Το αξιοπρεπές worldbuilding σε συνδυασμό με μια ίντριγκα που θέλει να θυμίσει κάτι από τις δολοπλοκίες και τα παιχνίδια εξουσίας του προαναφερθέντος «Game of Thrones» θα είναι αρκετά για να ξεγελάσουν τη δίψα των θεατών που αναζητούν το επόμενο τηλεοπτικό κόλλημά τους σε μια, κατά γενική ομολογία, άνυδρη περίοδο για το format. Κοινώς, μπορεί το ανανεωμένο «Shogun» να μην αποτελεί τη Δευτέρα Παρουσία της Peak TV, αλλά κάνει τη δουλειά.
Τα πρώτα δυο επεισόδια της σειράς «Shogun» είναι διαθέσιμα από σήμερα στο Disney+.
SHOGUN | Official Trailer (2024) FX