Για τη συνήθεια μεγάλης μερίδας του κοινού να εντυπωσιάζεται που ο τάδε «μπορεί να παίξει», όταν βλέπουν τον x κωμικό να υποδύεται δραματικό ρόλο, τα έχουμε γράψει πολλές φορές – εν ολίγοις, και στην κωμωδία ο ηθοποιός «παίζει», απλώς κάνει το δράμα του κωμωδία. Ο Άνταμ Σάντλερ, βέβαια, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κωμικού.
Δεν διαθέτει την πλαστική κινησιολογία και την καρτουνίστικη φρενίτιδα του Τζιμ Κάρεϊ, την αυτοσχεδιαστική δεινότητα και τη random λογοπαραγωγή του Γουίλ Φέρελ, τη deadpan εκφορά και την ανερυθρίαστη επίδειξη κρετινισμού του Στιβ Καρέλ, ούτε καν τη νευρωσική ατζαμοσύνη του Μπεν Στίλερ.
Αντ’ αυτών, έχει μια γήινη, αμερικανική φυσιογνωμία που τον καθιστά ιδανικό για ρόλους «ανθρώπου της διπλανής πόρτας», τουλάχιστον για το αμερικανικό κοινό, και μια περσόνα μεγάλου παιδιού που μπορεί να προκαλέσει γέλιο από την τοποθέτησή της σε ενήλικες καταστάσεις. Στην πραγματικότητα, αν δεν ήταν τόσο έκδηλα διαφορετική η ιδιοσυγκρασία των ταινιών, η μετάβασή του από την κωμωδία στο δράμα δεν θα προξενούσε τόσο μεγάλη εντύπωση.
Δεχόμαστε ότι αν το φιλμ πιάσει τον θεατή σε φάση συναισθηματικής ενδοσκόπησης, ενδέχεται να καλύψει την ανάγκη του να παρακολουθήσει μια ταινία που καταλαβαίνει πώς νιώθει τη δεδομένη στιγμή έτσι εύστοχα που συλλαμβάνει τη σχετική διάθεση.
Εδώ και χρόνια ο Άνταμ Σάντλερ έχει αποκλειστική συμφωνία με το Netflix. Πλάι σε κάθε λαϊκή φαρσοκωμωδία τύπου «The Ricidulous 6» και «Hubie Halloween» του επιτρέπεται να προσθέτει στη φιλμογραφία του και θεάματα πιο arthouse προσανατολισμού, σαν το «Μeyerowitz Stories» του Νόα Μπάουμπακ και το πυρετικό «Uncut Gems», θεάματα όπου αυτή η μερίδα του κοινού, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, μπορεί να τον δει να «παίζει».
Στα δεύτερα εντάσσεται και το «Spaceman». Στην ταινία ο Σάντλερ υποδύεται τον Γιάκουμπ, έναν Τσέχο αστροναύτη που έχει αποσταλεί στο Διάστημα για να ερευνήσει ένα σύννεφο αστρικής σκόνης και να ξεκλειδώσει τα μυστήρια του σύμπαντος. Η δράση ξεκινά in medias res, με τον ήρωα ήδη στο Διάστημα, αποπροσανατολισμένο και αποξενωμένο από τη σύζυγό του, τη Λένκα. Η τελευταία βιντεοσκοπεί μήνυμα ότι τον εγκαταλείπει, μα οι αρμόδιοι της διαστημικής υπηρεσίας αρνούνται να του το μεταφέρουν για να μη θέσουν περισσότερο σε κίνδυνο τη συναισθηματική του υγεία και κατ’ επέκταση την ίδια την αποστολή.
Κάπου εκεί εμφανίζεται μια υπερμεγέθης αράχνη με τη φωνή του Πολ Ντέινο, ένας ταξιδιώτης σαν τον Γιάκουμπ, που θέλησε να εξερευνήσει τη μοναξιά του δεύτερου. Υπάρχει μια αμφισημία ως προς την ύπαρξη ή μη της αράχνης, μα καμία αμφιβολία για τη συμβολική της χρήση. Ο Χανούς, όπως ονομάζει την αράχνη ο Γιάκουμπ, είναι ταυτόχρονα η συνείδηση του ήρωα αλλά και μια ψυχοθεραπευτική προβολή που εμφανίζεται για να τον βοηθήσει να μη… χαθεί στο Διάστημα με τη Λένκα, αναγνωρίζοντας τα σφάλματά του, τον συνειδητό εγωιστικό εγκλεισμό του σε ένα προσωπικό «διαστημόπλοιο» και την παρεπόμενη συναισθηματική αποστασιοποίησή του.
Από απάτητες κορυφές του είδους σαν το ταρκοφσκικό «Solaris» και θεαματικές, βιρτουόζικες θριλερικές αφηγήσεις σαν το «Gravity» ως ασκήσεις νεορομαντικής μελαγχολίας σαν το σοντερμπεργκικό «Solaris» –πραγματικά, δώστε του (ακόμα) μία ευκαιρία–, η κατάρτιση αλληγορικών μυθοπλασιών σε αχανείς γωνιές του Διαστήματος έχει γεννήσει έναν φιλμικό κανόνα πολυπληθή, στον οποίο το «Spaceman» μάλλον δεν έχει να προσθέσει απολύτως τίποτα καινούργιο ή αξιοσημείωτο, πέρα από την παραδοξότητα με την αράχνη.
O Γιόχαν Ρενκ του εξαίρετου «Chernobyl» γνωρίζει πώς να χτίσει ατμόσφαιρα, βάζοντας και τους ηθοποιούς του –πρακτικά τον Σάντλερ και τον Ντέινο– να μιλούν σε πολύ χαμηλή ένταση και με αργό tempo, ώστε να δώσει την αίσθηση μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας, μια αίσθηση που εντείνεται και από τους μονότονους, ambient ήχους του Μαξ Ρίχτερ.
Όταν τα γνώριμα έγχορδα του τελευταίου ξεχειλίσουν συναισθηματικά για πρώτη φορά, νιώθεις σαν να συμβαίνει όντως κάτι σημαντικό, κι ας αποδεικνύεται ο Ρενκ κατώτερος των περιστάσεων εικονοκλαστικά. Η διαστημική κατασκευή φέρει στοιχεία ανατολικοευρωπαϊκά –μια διαφοροποίηση από τα συνήθη σκηνικά του είδους–, ενώ η απόδοση ανθρωπόμορφων χαρακτηριστικών στον σχεδιασμό της αράχνης αποτελεί μια ευχάριστη διαφοροποίηση από τον βραχνά του «ρεαλισμού» που μαστίζει εδώ και χρόνια το είδος της φαντασίας, επιστημονικής και μη.
Δυστυχώς, το περιεχόμενο είναι λειψό, με τον Χανούς να μιλά διαρκώς με γνωμικά, από εκείνα που έκαναν πλούσιους κάτι Ίβηρες λογοτέχνες, τύπου «ό,τι αρχίζει, τελειώνει, αδύνατε άντρα, ακόμα και το ίδιο το σύμπαν», ή με παραινέσεις εγχειριδίου αυτοβοήθειας. Δεχόμαστε ότι αν το φιλμ πιάσει τον θεατή σε φάση συναισθηματικής ενδοσκόπησης, ενδέχεται να καλύψει την ανάγκη του να παρακολουθήσει μια ταινία που καταλαβαίνει πώς νιώθει τη δεδομένη στιγμή, έτσι εύστοχα που συλλαμβάνει τη σχετική διάθεση. Απλώς, υπάρχουν πολύ καλύτερες δημιουργίες εκεί έξω, οι οποίες, μαζί με αυτό, έχουν και κάτι να του πουν, αλλά κι έναν πιο ευρηματικό τρόπο να του το δείξουν.
Η ταινία «Spaceman» είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix.