Ο Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης το 1953 έκανε μια τομή: πήρε την κάμερα στον δρόμο και έβγαλε τους ηθοποιούς από το στούντιο. Με το «Κυριακάτικο ξύπνημα» έχουμε το ντοκουμέντο μιας Αθήνας που έχει φύγει ανεπιστρεπτί: ειδυλλιακή, ήρεμη, όμορφη, ανθρώπινη και κάπως πρωτόγονη. Μια μικρή μεταπολεμική βαλκανική πρωτεύουσα με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Τριάντα οκτώ χρόνια μετά ο Μιχάλης Κακογιάννης ξαναπήρε την κάμερα, βγήκε στους δρόμους και κινηματογράφησε μια νέα πόλη, με άλλους ανθρώπους εν δράσει. Η διαφορά είναι συγκλονιστική. Η τότε φιλήσυχη και γραφική πρωτεύουσα είναι αγνώριστη, απρόβλεπτη, βίαιη, εξωφρενική.
Με το «Πάνω, κάτω και πλαγίως» ο βετεράνος σκηνοθέτης του διεθνούς κινηματογράφου και θεάτρου κλείνει έναν κύκλο ζωής, ενώ γίνεται ψυχρός καταγραφέας μιας παρανοϊκής και γκροτέσκας πραγματικότητας. Μιας κοινωνίας όπου τα ανθρώπινα αδιέξοδα υπερτερούν των παράλογων καταστάσεων, με αγάπη, χιούμορ και συγκατάβαση. Στο μεταξύ ο ίδιος έχει διανύσει μια πορεία μοναδική!
— Δεν κυνηγάτε τη δημοσιότητα, σπάνια εμφανίζονται συνεντεύξεις σας στον Τύπο….
Προτιμώ να μιλάω με τα έργα μου παρά να εκφέρω απόψεις για την τέχνη και να μην την προμηθεύω με το ανάλογο αντίκρισμα. Όταν ένας σκηνοθέτης έχει μια θέση σωστή, φαίνεται μέσα από τα έργα του. Ξέρει κανείς τι άνθρωπος είναι περίπου ο Μπέργκμαν από τα έργα του. Το να εκφέρει κανείς αποφθεγματικές απόψεις δεν νομίζω ότι είναι τόσο σημαντικό όσο η εντύπωση που μπορεί να δημιουργήσει με τη δουλειά του.
Έμαθα σκηνοθεσία βλέποντας κινηματογράφο. Όταν έκανα το «Κυριακάτικο ξύπνημα» δεν ήξερα τίποτα από τα τεχνικά, ούτε τι είναι 35άρης φακός ούτε τίποτα. Απλώς έστηνα. Η άγνοια είναι μεγάλο όπλο στην αρχή. Τολμάς πράγματα. Ορισμένα, βέβαια, συμβαίνουν από μόνα τους. Ο παράγοντας τύχη υπάρχει πάντα και πρέπει να είσαι έτοιμος να τον εκμεταλλευτείς ανάλογα.
— Θα ήθελα να κάνουμε μια αναδρομή στα χρόνια που η οικογένειά σας σάς στέλνει στην Αγγλία για να σπουδάσετε νομικά κι εσείς δουλεύετε στο ελληνικό τμήμα του BBC στο Λονδίνο.
Μόνο στην αρχή δούλεψα στο ελληνικό τμήμα, δηλαδή στις ειδήσεις. Μου έδωσαν δικό μου πρόγραμμα, το οποίο υποτίθεται ότι απευθυνόταν στην Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, αλλά, όπως ήταν φυσικό, το άκουγε όλη η Ελλάδα. Ήταν ένα πρόγραμμα κυρίως λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, κέντρο των αυτοεξόριστων Ελλήνων. Παίζαμε διάφορα έργα ή γράφαμε άλλα ειδικά για την εκπομπή. Πέρασαν πολλοί που τότε έτυχε να βρίσκονται στο εξωτερικό, ποιητές, ηθοποιοί, συγγραφείς: η Παξινού, ο Μινωτής, ο Καζαντζάκης, που ήταν τακτικός συνεργάτης. Το BBC, ακόμα και μες στον πόλεμο, δεν παρέβλεψε ποτέ την πνευματική διάσταση και την προώθηση των τεχνών στους καταπιεσμένους λαούς. Υπήρχε ολόκληρο τμήμα το οποίο ασχολιόταν αποκλειστικά μ’ αυτό το θέμα. Σημαντικότατες προσωπικότητες της εποχής εργάζονταν για το ραδιόφωνο. Στο τμήμα που εργαζόμουν εγώ ερχόμουν σε καθημερινή επαφή με τον Τζορτζ Όργουελ.
— Πρέπει να είστε από τους λίγους Έλληνες της γενιάς σας που αφομοιωθήκατε από την κοινωνική πραγματικότητα που ζούσατε, σε αντίθεση με την γκετοποίηση που βιώνουν οι περισσότεροι. Εκείνα τα χρόνια είχατε επαφή με την ελληνική παροικία ή αποκλειστικά με Εγγλέζους;
Και με τις δυο πλευρές. Στο σπίτι όπου ζούσα έμεναν μόνο Άγγλοι πάντως.
— Η εμπειρία του πολέμου πρέπει να ήταν φοβερή.
Το Λονδίνο βομβαρδιζόταν κάθε νύχτα. Το περίεργο ήταν ότι όταν ζει κανείς σε εποχές μεγάλης κρίσης και σε μια ατμόσφαιρα συνεχούς κινδύνου περνά καταπληκτικά. Υπάρχει μια έξαρση και μια, ας πούμε, σχεδόν θολερή σχέση μεταξύ των ανθρώπων, που ύστερα από μια νύχτα βομβαρδισμού η περιέργεια την επομένη να ελέγξεις ποιοι έχουν επιζήσει είναι κάτι συναρπαστικό. Έτσι αρπάζεις κάθε στιγμή που μπορείς. Η ζωή, άλλωστε, συνεχίζεται. Το θέατρο δεν έπαψε να λειτουργεί. Απλώς, αντί να λειτουργεί βράδυ, λειτουργούσε μέρα. Εμένα, πάλι, μου έτυχε να πάω δύο φορές στο γραφείο μου και να μην υπάρχει. Μόλις βομβαρδιζόταν το ένα κτίριο, αλλάζαμε, και πηγαίναμε σε άλλο. Πάντως, όλως περιέργως, δεν μου έχει αφήσει απωθημένα. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα τολμηρό άτομο, τα γεγονότα που δεν ελέγχω προσωπικά δεν με τρομάζουν πολύ. Ακόμα και το ενδεχόμενο μιας ολικής καταστροφής της ανθρωπότητας το αντιμετωπίζω με μια σχετική ηρεμία.
— Την εύχεστε;
Δεν την εύχομαι, αλλά τη θεωρώ σχεδόν αναπόφευκτη. Έτσι όπως πάμε, δεν ξέρουμε από πού θα μας έρθει. Δεν θα προλάβουμε καν να το καταλάβουμε. Παίζουμε με τον κίνδυνο. Το Παρίσι, ας πούμε, είναι περιστοιχισμένο από εργοστάσια ατομικής ενέργειας. Ένα μικρό λαθάκι αλά Τσερνόμπιλ και πάει…
— Στο Λονδίνο βρεθήκατε ως γόνος μιας ιδιαίτερα επιφανούς οικογένειας της Κύπρου. Ο πατέρας σας, μάλιστα, έφερε τον τίτλο του sir.
Ως επιφανής Κύπριος που, δυστυχώς, αποδείχτηκε και προφήτης ως προς την αποδοχή ορισμένων προτάσεων των Άγγλων για ανεξαρτησία σε πιο εύθετο χρόνο, τις οποίες μακάρι να είχαμε αποδεχτεί. Έγιναν πολλά λάθη.
— Έπαιξε καθοριστικά αρνητικό ρόλο η Αγγλία στο θέμα της Κύπρου.
Μα κι όταν η Κύπρος προσφέρθηκε στην Ελλάδα ως αναγνώριση της συμμετοχής της στους δυο πολέμους, και πάλι υπήρξαν δισταγμοί. Θεωρείται δε πως ό,τι καλό έχουν οι Κύπριοι το έχουν κληρονομήσει από τους Άγγλους. Όσο η Κύπρος ήταν αποικία ήταν φοβερά καθυστερημένη από κάθε άποψη. Οι Άγγλοι δεν τόλμησαν να αναπτύξουν τίποτα. Οι Κύπριοι αποδείχτηκαν τρομερά δραστήριοι μετά την αποχώρηση των Άγγλων. Σήμερα το επίπεδο ζωής στην Κύπρο είναι από τα ψηλότερα της Μεσογείου. Αυτό όμως το κατάφεραν οι Κύπριοι μόνοι τους, έχοντας πρώτα απαλλαγεί από τους Άγγλους.
— Ας γυρίσουμε στο Λονδίνο του ’40. Ξεκινήσατε ως ηθοποιός. Τι έγινε και σας κέρδισε η σκηνοθεσία;
Λόγω φιζίκ και μιας ελαφριάς προφοράς είχα περιορισμούς στην επιλογή των ρόλων, μολονότι έπαιξα δυο-τρεις σημαντικούς. Από την άλλη, δεν με γέμιζε. Είχα κατά καιρούς την αίσθηση, που την έχουν πολλοί ηθοποιοί, αλλά την ξεπερνούν, του γελοίου. Έρχεται κάτι σαν αστραπή πάνω σου και λες, «τώρα εγώ τι κάνω εδώ ντυμένος με ένα κοστούμι να προσποιούμαι κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαι;». Βέβαια, την αγαπούσα πολύ τη δουλειά και ενδεχομένως, αν μου είχαν ανοίξει περισσότερες πόρτες, να είχα συνεχίσει, αλλά ήταν μια απόφαση που πήρα ξαφνικά, να γίνω σκηνοθέτης.
— Την πόρτα της σκηνοθεσίας σάς την άνοιξαν η Λαμπέτη και ο Χορν στην Ελλάδα.
Η προοπτική ήταν, εφόσον ζούσα στην Αγγλία, να ’κανα σκηνοθετική καριέρα εκεί. Έγραφα ήδη σενάρια τα οποία όταν έδειχνα σε φίλους σημαντικότατους σκηνοθέτες μού έλεγαν ότι μόνο εγώ μπορούσα να τα γυρίσω. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Σε κάποιο ταξίδι μου στην Ελλάδα, σ’ αυτήν τη φτωχή χώρα όπου γυρίζονταν ταινίες ανέξοδα, βρήκα τις πόρτες διάπλατα ανοιχτές. Ομολογώ ότι μου τις άνοιξαν η Λαμπέτη και ο Χορν, με τους οποίους μας ένωνε μια φιλία, και αυτοί ήταν που με επέβαλαν ως σκηνοθέτη, και έγραψα την πρώτη μου ταινία γι’ αυτούς. Ήταν και η μόνη που έκανα κατά παραγγελία.
— Δηλαδή δεν διδαχτήκατε σκηνοθεσία ούτε σε κάποια σχολή ούτε δίπλα σε άλλον σκηνοθέτη;
Έκανα έναν χρόνο σεμινάρια στη σχολή του Old Vic που μόλις είχε ανοίξει. Εκεί είδα και μεγάλες, κλασικές σήμερα, πρωτοποριακές παραστάσεις. Τρομερά ταλαντούχοι σκηνοθέτες μ’ ένα τρομερό πνεύμα συνεργασίας, σπουδαίοι ηθοποιοί, οι οποίοι δέχτηκαν να συνεργαστούν, παίζοντας ακόμα και δευτερεύοντες ρόλους. Αλλά εγώ δεν πιστεύω σε σχολές σκηνοθεσίας. Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης χρειάζεται να ξέρει τη λειτουργία του ηθοποιού, να έχει περάσει ο ίδιος από την υποκριτική. Φυσικά, χρειάζεται και μια συγγραφική ικανότητα, γνώσεις μουσικής, ζωγραφικής.
— Οπότε το «Κυριακάτικο ξύπνημα» ήταν κυριολεκτικά το ντεμπούτο σας, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία;
Έμαθα σκηνοθεσία βλέποντας κινηματογράφο. Όταν έκανα το «Κυριακάτικο ξύπνημα» δεν ήξερα τίποτα από τα τεχνικά, ούτε τι είναι 35άρης φακός ούτε τίποτα. Απλώς έστηνα. Η άγνοια είναι μεγάλο όπλο στην αρχή. Τολμάς πράγματα. Ορισμένα, βέβαια, συμβαίνουν από μόνα τους. Ο παράγοντας τύχη υπάρχει πάντα και πρέπει να είσαι έτοιμος να τον εκμεταλλευτείς ανάλογα.
— Κι έτσι εγκατασταθήκατε στην Ελλάδα;
Βλέποντας ότι εδώ μπορούσα να δουλέψω με απόλυτη ανεξαρτησία, συνειδητοποίησα ότι τέτοιες ευκαιρίες δεν θα μου δίνονταν πουθενά αλλού. Σχεδίασα αμέσως τη δεύτερη ταινία μου, η οποία είχε ακόμα μεγαλύτερη απήχηση, τη «Στέλλα». Οι Άγγλοι έφτασαν να με αποκαλούν «Αθηναϊκή Σχολή» και η αλαζονεία μου ήταν τέτοια που απέρριψα συμβόλαιο να πάω στο Χόλιγουντ, γιατί, βέβαια, εκεί θα ήμουν αναγκασμένος να κάνω πράγματα που δεν ήθελα.
— Πάντως, οι δύο πρώτες ταινίες σας έκαναν γνωστό τον ελληνικό κινηματογράφο στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Το «Ξύπνημα» παίχτηκε στο Λονδίνο με ουρές, επιλέχτηκε ν’ ανοίξει το Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και οι Εγγλέζοι δεν έχαναν ευκαιρία να με αποκαλούν Βρετανό σκηνοθέτη.
— Πότε υπογράψατε την πρώτη σας σκηνοθεσία στο θέατρο;
Ήταν το «Μια κυρία χωρίς σημασία» του Όσκαρ Ουάιλντ με τον Χορν και τη Λαμπέτη, με τους οποίους δούλεψα κατ’ αποκλειστικότητα για χρόνια. Ήμουν τρομερά επιλεκτικός στη δουλειά μου. Δυστυχώς, σ’ εκείνη την πρώτη εμπειρία ο θίασος φιλοξενούσε την κυρία Κυβέλη, η οποία είχε μάθει η φυσιολογική θέση της στη σκηνή να είναι το κέντρο. Χρειάστηκε κάποιος αγώνας, αλλά δεν δίστασα.
— Είχε, βέβαια, σπουδαίους ηθοποιούς το ελληνικό θέατρο του ’50.
Υπήρχε πάντα πρόβλημα με τους δεύτερους ρόλους. Έστηναν θιάσους, άλλαζαν πολλά έργα σε μία σεζόν και αναγκαζόντουσαν να κάνουν αβαρίες στη διανομή, ανάλογα με το δυναμικό που ήδη υπήρχε. Το θέατρο υστερούσε πολύ και τεχνικά. Ήμουν ο πρώτος που σχεδίασε φωτισμούς. Ο σκηνοθέτης είτε δεν υπήρχε είτε δεν τον υπολόγιζαν. Μεγάλα έργα δεν υπήρχε δυνατότητα να παιχτούν και όταν ανεβάσαμε σε μια εντυπωσιακή παράσταση τον «Βροχοποιό» θεωρήθηκε ιδιαίτερα προχωρημένο έργο για την εποχή. Υπήρχε και η τέλεια αντιστοιχία ρόλων με τη Λαμπέτη και τον Χορν.
— Ωστόσο υπήρχαν ήδη ο Κουν και το Θέατρο Τέχνης.
Θεωρούνταν μια ειδική περίπτωση και για ένα ειδικό κοινό. Τολμούσε να ανεβάσει έργα υψηλότερης στάθμης.
— Με τις ταινίες που γυρίσατε το ’50 σκιαγραφήσατε ένα μωσαϊκό της ελληνικής ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλοαστική Αθήνα, όπως παρουσιάζεται στο «Τελευταίο ψέμα», δεν υπάρχει πια.
Όχι. Υπήρχε ο διαχωρισμός μεταξύ υψηλής κοινωνίας και εργατικής τάξης. Δεν υπήρχε η τεράστια τάξη των νεόπλουτων.
— Καταφέρατε, πάντως, ενώ προέρχεστε από ένα ανώτερο οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλον, να αγκαλιάσετε ως καλλιτέχνης τα λαϊκά στρώματα μιας εποχής μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων.
Καταρχάς, όταν δουλεύεις με κινηματογραφικό συνεργείο, έρχεσαι σε επαφή με λαϊκούς ανθρώπους. Τότε οι άνθρωποι ήταν γνήσιοι και τρομερά φιλόξενοι, κάτι το οποίο επίσης δεν υπάρχει πια πουθενά. Εγκλιματιζόμουν πολύ γρήγορα, όπου και αν βρισκόμουν. Τα σαλόνια δεν με εντυπωσιάζουν. Είναι ένας σνομπ αντισνόμπ. Σνομπάρω τους σνομπ. Στο «Τελευταίο ψέμα» κριτικάρω αυτή την τάξη ανθρώπων.
— Δεν είναι τυχαίο ότι ο αγγλικός τίτλος που δώσατε είναι «A matter of dignity» («Θέμα αξιοπρέπειας»). Βρίσκω ειρωνικό το ότι στη μεν «Στέλλα» παίζει η Μελίνα, που προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα, στο δε «Τελευταίο ψέμα» παίζει η Λαμπέτη, που είχε πιο λαϊκές καταβολές.
Η Λαμπέτη είχε μια φυσική ευγένεια. Η Μελίνα ήταν πάντα μια επαναστατική φιγούρα.
— Κι εσείς καταγράψατε μέσα από μια νεορεαλιστική παράδοση μια Ελλάδα φτωχή, κοινωνικά οπισθοδρομική, αλλά συγχρόνως ζωντανή και περήφανη.
Εκείνη την εποχή γύριζε ταυτόχρονα ο Φελίνι τους «Vitelloni», εγώ το «Κορίτσι με τα μαύρα» και ο Μπαρντέμ στην Ισπανία τον «Κεντρικό δρόμο». Κυρίαρχο θέμα όλων ήταν πώς σε μια καταπιεσμένη κοινωνία μια ομάδα χαβαλετζήδων ρημάζει τη ζωή των άλλων.
— Ο Φελίνι, ωστόσο, ακολούθησε γρήγορα μια καθαρά προσωπική γραφή και θεματολογία.
Δεν είμαι άνθρωπος που θέλει να βγάλει τα σωθικά του στη φόρα. Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά και κάθε τόσο κάτι μπορεί να με συναρπάσει και να μου ’ρθει πλάγια, κατά κάποιον τρόπο. Μετά τον «Ζορμπά» έκανα μια ταινία που δεν την περίμενε κανείς. Με αφορμή ένα ατύχημα στην Ισπανία, μια ατομική βόμβα που έπεσε κατά λάθος και δεν έσκασε, μάθαμε ότι πετάνε συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας ατομικές βόμβες σε πλήρη ετοιμότητα. Αποφάσισα να κάνω τότε μια ταινία για την περίπτωση που ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Το έκανα με ύφος σατιρικό, σχεδόν προκλητικά, με πλήρη ελευθερία από το FOX, μετά την τεράστια επιτυχία του «Ζορμπά». Το «Η μέρα που βγήκαν τα ψάρια στη στεριά» βγήκε μέσα στα γεγονότα.
— Με τον «Ζορμπά» χάσατε τα Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ταινίας. Απογοητευτήκατε, θέλατε να έχετε ένα Όσκαρ;
Έχω πάρει τόσες υποψηφιότητες που δεν με νοιάζει πια. Για να κερδίσει κανείς Όσκαρ πρέπει να πάει επί τόπου και να αγωνιστεί πολύ, με ένα στούντιο από πίσω του και πολλή διαφήμιση. Τη χρονιά του «Ζορμπά» ήξερα ότι επρόκειτο να δοθεί στον Κιούκορ για το «Ωραία μου κυρία», γιατί δεν είχε πάρει κανένα Όσκαρ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σκεφτείτε ότι δεν ήταν καν υποψήφια η μουσική του «Ζορμπά».
— Θελήσατε να κάνετε μια αμιγώς αμερικανική ταινία;
Καταρχάς, δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω στο Λος Άντζελες. Διάφορες κυρίες με κυνήγησαν να τις σκηνοθετήσω, αλλά αρνιόμουν. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ με σταύρωσε να σκηνοθετήσω το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια».
— Γιατί δεν το κάνατε;
Δεν την εκτιμούσα καθόλου.
— Της το είπατε;
Το κατάλαβε.
— Δεν υπήρχαν ηθοποιοί που επιθυμούσατε να σκηνοθετήσετε στο Χόλιγουντ;
Σκηνοθέτησα πολλούς σε δικούς μου ρόλους και παραγωγές. Την Κάθριν Χέπμπορν, τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, την Κάντις Μπέργκεν. Μου αρέσει και να ανακαλύπτω ηθοποιούς, όπως στην περίπτωση του Κρίστοφερ Γουόκεν, που τον πρωτοεμφάνισα.
— Βέβαια, η μόνιμη πρωταγωνίστριά σας αποδείχτηκε η Ειρήνη Παπά.
Όταν τη χρησιμοποίησα στην «Ηλέκτρα» δεν είχε ξαναπαίξει τραγωδία ούτε την είχα δει να παίζει πουθενά. Είχα γράψει στα τέλη της δεκαετίας του ’50 την «Ιφιγένεια» που προόριζα για τη Λαμπέτη. Στάθηκε αδύνατο να τη χρηματοδοτήσω. Η «Ηλέκτρα» έγινε με λεφτά της United Artists, η οποία μου τα έδωσε έτσι, χωρίς να περιμένει τίποτα από μένα, ως δώρο. Τελικά βρέθηκε να είναι η ταινία της χρονιάς, με πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη. Με την «Ηλέκτρα» αποφάσισα να ολοκληρώσω τρεις ταινίες που θα αποτελούσαν μια ενότητα, αλλιώς ο αγώνας για να κάνω μια ταινία πρέπει να προκληθεί μέσα από μια ανάγκη εξωτερικών ερεθισμάτων που με προκαλούν, από μια επιθυμία φοβερά έντονη.
— Στα χρόνια της δικτατορίας εργαστήκατε ως θεατρικός σκηνοθέτης στη Νέα Υόρκη. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Είχα ήδη μια μεγάλη επιτυχία στο Circle in the Square με τις «Τρωάδες» το 1963. Στη δικτατορία ζούσα μεταξύ Νέας Υόρκης και Παρισιού, σκηνοθετώντας θέατρο, αλλά η Νέα Υόρκη μού φαινόταν κι αυτή σαν χωριό. Με το που τέλειωναν οι πρόβες, έπαυε να μου κάνει αίσθηση. Εκείνο που με προκαλούσε ήταν να έχω επιτυχία με ένα ελληνικό κλασικό έργο. Ένα εμπορικό αμερικανικό έργο με πρώτα ονόματα ήταν φυσικό να είναι επιτυχία.
— Όχι με αρνητικές κριτικές.
Η κριτική είναι, βέβαια, αδίστακτη και καθοριστική.
— Κατέβασε τη «Λυσιστράτη» που ανεβάσατε με τη Μελίνα στο Μπρόντγουεϊ.
Ήταν μια πάρα πολύ πρωτοποριακή παράσταση για Μπρόντγουεϊ. Σόκαρε πολύ. Μας έστελναν υβριστικά γράμματα. Νόμιζαν ότι μετέτρεψα τον Αριστοφάνη σε πορνογράφημα. Ήταν όμως μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Έκανα πράγματα που αργότερα έκαναν οι Άγγλοι, το «Νίκολας Νίκλεμπι». Μετέτρεψα ένα ιταλικό θέατρο σε κυκλικό, βάζοντας μια πασαρέλα που συνδεόταν μέσω του εξώστη και οι ηθοποιοί έπαιζαν κυκλικά. Η «Λυσιστράτη», όλως περιέργως, δεν είχε ποτέ επιτυχία σε καμία χώρα, εκτός βέβαια από την Ελλάδα. Είναι γεγονός.
— Ο παράγοντας «Μελίνα» δεν βοήθησε;
Βοήθησε στο να έχουμε γεμάτο θέατρο για πέντε εβδομάδες. Κολοσσιαία επιτυχία.
— Εν τέλει κατέβηκε λόγω των κακών κριτικών, έτσι δεν είναι;
Οι παραγωγοί προτιμούν να κατεβάσουν μια παράσταση παρά να έχουν έλλειμμα αργότερα.
— Μιλήστε μου για το Παρίσι.
Το Παρίσι το έχω σαν δεύτερη πατρίδα και κατοικία μου. Τα πάω πάρα πολύ καλά με τους Γάλλους. Ξέρω και να τσακωθώ αν χρειαστεί.
— Το γαλλικό θέατρο σάς ενδιαφέρει;
Έχει τέτοια υποστήριξη από το κράτος, ώστε γίνονται πράγματα που είναι καταπληκτικά. Σε αντίθεση με την Αμερική, μπορείς να κάνεις πρόβες για μήνες, αν χρειαστεί. Υπάρχουν καταπληκτικοί σκηνοθέτες. Έχω δουλέψει και με την Comédie Française και με το Théâtre National Populaire και τώρα σχεδιάζω να ανεβάσω το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα».
— Είχατε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Σιμόν Σινιορέ που ήταν να παίξει τη Μαντάμ Ορτάνς στον «Ζορμπά», αλλά τελικά την αντικατέστησε η Λίλα Κέντροβα.
Η Σιμόν Σινιορέ αποδείχτηκε ένας πάρα πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος. Είχε γυρίσει δέκα μέρες από τον «Ζορμπά». Με δηλώσεις της καθόλου αντικειμενικές με απάλλαξε εκ των υστέρων από κάθε ευθύνη, ενώ δεν ήταν καθόλου έτσι. Είμαι πολύ σκληρός στη δουλειά μου. Ανελέητα σκληρός, οι ηθοποιοί έχουν να το λένε.
— Καταφέρατε να κρατήσετε όλα αυτά τα χρόνια την προσωπική σας ζωή έξω από τη δημοσιότητα.
Ήταν προσωπική επιλογή. Μου έχουν ζητήσει επανειλημμένως διεθνείς εκδοτικοί οίκοι να γράψω την αυτοβιογραφία μου, κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ. Έχω συνδεθεί με πάρα πολλούς ανθρώπους που θα ενδιέφερε τι έχω να πω γι’ αυτούς, αλλά από σεβασμό και φιλία δεν θα το κάνω, κι ας πουλούσε ένα τέτοιο βιβλίο. Αν το έκανα, θα έπρεπε να πω την αλήθεια, να γράψω αντικειμενικά. Αν, λόγου χάρη, έγραφα για τη Μαρία Κάλλας, με την οποία με συνέδεε μια φιλία, ενδεχομένως να παρερμηνεύονταν αυτά που έχω να πω.
— Μιλήστε μου για το «Πάνω, κάτω και πλαγίως» που γυρίζετε τώρα.
Μέσα στη γενική μαυρίλα του Περσικού Πολέμου έγραψα ένα σενάριο σε επτά μέρες. Χωρίς να χάσω χρόνο με αιτήσεις, με καθαρά δική μου παραγωγή, το γύρισα. Είναι μια μαύρη κωμωδία με μια αλληλουχία απρόσμενων και απρόβλεπτων καταστάσεων που ξεκινούν ένα μεσημέρι και τελειώνουν είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα. Κι αν έχει ένα μεγάλο ατού η ταινία, είναι που ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Άνθρωποι νορμάλ, καθημερινοί, που μπλέκονται σε παράλογες καταστάσεις. Μια δραματική κατά βάση ταινία με τραγικά περιστατικά, ιδωμένα με έναν εύθυμο τρόπο. Μια υποδόρια ταινία, όπως λέει η Ειρήνη. Σατιρίζονται τα πάντα: η τηλεόραση, το χάσμα των γενεών, οι ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχουν επεισόδια από τους δρόμους της πόλης, τρομοκρατικές ενέργειες, φονικά, συμβάντα μέχρι και μέσα στη Λυρική. Αλλά τελικά τους τη φέρνω. Η ζωή μπορεί να είναι ανεκτή αν είμαστε συνεπείς με τον εαυτό μας. Στο «Πάνω, κάτω και πλαγίως» δεν υπάρχει αδιέξοδο γιατί πολλές φορές πρέπει να φτάσεις στα άκρα για να βρεις την κατανόηση.
— Καταλαβαίνω ότι πρωταγωνιστεί η Αθήνα. Τι έχει συμβεί σ’ αυτή την πόλη απόν το «Κυριακάτικο ξύπνημα» μέχρι σήμερα;
Οι ρυθμοί της ζωής έχουν εντελώς αλλάξει, δεν έχουν καμία σχέση με εκείνης της εποχής. Η αγνότητα της πόλης του ενός εκατομμυρίου έχει διαρραγεί καθοριστικά. Η αντίθεση του τότε με το σήμερα είναι συγκλονιστική.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 29.8.2023