Γυρισμένη το 1946, στο ενδιάμεσο μεταξύ του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της επίσημης έναρξης του Ψυχρού Πολέμου, και κινηματογραφικά τοποθετημένη μεταξύ της Καζαμπλάνκα του 1942 και του Δεσμώτη του Ιλίγγου του 1958, η Υπόθεση Νοτόριους, ένα απολαυστικό και αγωνιώδες ερωτικό μελόδαραμα, αξιοποιεί (και αντιστρέφει) ιδιοφυώς την οικειότητα που δημιουργούσε στο κοινό το ντουέτο Μπέργκμαν-Ρέινς και προοικονομεί τον τρόπο που οι άνδρες στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ πλάθουν τις γυναίκες των ονείρων ή των προθέσεών τους για να ικανοποιήσουν τους σκοπούς τους.
Στο Vertigo ο Τζίμι Στιούαρτ οραματίστηκε τόσο παθιασμένα την τέλεια φαντασίωση στο πρόσωπο της Κιμ Νόβακ που πιάστηκε στον ύπνο, αδυνατώντας να διαχωρίσει τη φαντασία από την πραγματικότητα ‒ σε μια εμμονική αλληγορία του αρνητικού ενός φιλμ ως πιο αληθινού από τη μεθυστική ψευδαίσθηση που προκαλεί στο μάτι.
Έχει γραφεί και αναλυθεί πώς ο Βρετανός δημιουργός πάντα άφηνε μικρό, αλλά ζωτικό χώρο ανάμεσα στα κινηματογραφικά του ζευγάρια για να χωρέσει η κάμερά του, δηλαδή να συμμετέχει κι εκείνος με τον μοναδικό του τρόπο στο ερωτικό πάρτι.
Και σε σχέση με την οσκαρική Καζαμπλάνκα του Μάικλ Κερτίζ, η Μπέργκμαν έχει διαφορετικό ρόλο, αν και συχνά διατηρεί μια αμφισημία ικανή να αποσπάσει το βλέμμα από το προδιαγεγραμμένο φινάλε.Μπορεί η Αλίσια Χούμπερμαν, που υποδύεται, να είναι Αμερικανίδα, αλλά ο πατέρας της ήταν κατάσκοπος των ναζί και αυτό το έμμεσο στίγμα στο βιογραφικό της εκμεταλλεύεται ο πράκτορας Ντέβλιν (Κάρι Γκραντ) για να τη στρατολογήσει εναντίον του Άλεξ Σεμπάστιαν (Κλοντ Ρέινς, υποψήφιος για Όσκαρ β’ ρόλου), ενός παλιού φίλου και συνεργάτη του πατέρα της ο οποίος διέφυγε στη Βραζιλία για να οργανώσει ένα «μεθεόρτιο» δίκτυο ναζί.
Καθ’ οδόν προς το Ρίο, Ντέβλιν και Χούμπερμαν ερωτεύονται και εκεί ο Χιτς εφαρμόζει τον κορυφαίο τρόπο του για να κάνει έρωτα με την πρωταγωνίστρια, σπάζοντας τον κώδικα ηθικής που τότε επέβαλε φιλί μέχρι τρία δευτερόλεπτα, με διακοπτόμενη επαφή ανά τρία δευτερόλεπτα, από το μπαλκόνι μέχρι την πόρτα με ένα τηλεφώνημα ενδιάμεσα, που τελικά ζάλισε το κοινό, αποστόμωσε τους λογοκριτές και κράτησε τρία λεπτά ‒ έχει γραφεί και αναλυθεί πώς ο Βρετανός δημιουργός πάντα άφηνε μικρό, αλλά ζωτικό χώρο ανάμεσα στα κινηματογραφικά του ζευγάρια για να χωρέσει η κάμερά του, δηλαδή να συμμετέχει κι εκείνος με τον μοναδικό του τρόπο στο ερωτικό πάρτι, πέρα από τα χαρακτηριστικά του cameos, που στη συγκεκριμένη ταινία είναι ένα σύντομο πέρασμα σε ένα… πάρτι.
Ο Γκραντ, επιβλητικός και ευειδής, σκληρός και τυπικός με την υφισταμένη του, περιφρονώντας την αρχικά, ώσπου να υποκύψει στη μοιραία έλξη, πάντα διατηρώντας επιφύλαξη και καχυποψία, έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με τον μικροκαμωμένο, πιο κομψό και ευγενέστατο Ρέινς, τον άμα τη εμφανίσει κακό, που όμως αγαπά ειλικρινά τη γυναίκα που γνωρίζει από νεαρή και της φέρεται όχι σαν χειριστικό κάθαρμα, όπως θα περίμενε κάποιος λόγω της δράσης του, αλλά σαν κύριος, με ελπίδα και πίστη. Ωστόσο, μετά την ήττα της χώρας του, δεν γίνεται να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σε κανέναν ‒ είναι ερωτευμένος, αλλά όχι τόσο νέος ώστε να παρασύρεται από τα αισθήματά του.
Η Αλίσια δεν διαψεύδει την εντύπωση της ελευθέριας για τα δεδομένα της εποχής, αλλά γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη του κοινού, επειδή ο Χίτσκοκ στρέφει το σενάριο του Μπεν Χεκτ προς την ευαλωτότητά της και την επικινδυνότητα της θέσης της. Είναι η μοναδική που απειλείται βάσιμα: ο Ντέβλιν υπενθυμίζει πόσο επαγγελματίας πατριώτης είναι, άρα τη θεωρεί δυνητικά αναλώσιμη, ενώ ο Σεμπάστιαν δεν το έχει σε τίποτα να διαφύγει ‒ άλλωστε το έχει ξανακάνει.
Οι δύο άνδρες την παρεξηγούν διαδοχικά και ο Χίτσκοκ επιλέγει βελούδινα πλάνα και την πιο κομψή κίνηση της κάμερας μέχρι εκείνο το σημείο της καριέρας του για να χτίσει το σασπένς με το χαρακτηριστικό του εύρημα της ραδιενεργής ουσίας στις φιάλες με το κρασί.
Όσο για τη συμμετοχή του Αλέξη Μινωτή στην ταινία, λέγεται πως ο Έλληνας ηθοποιός είχε μάθει από αγγελία πως ο Χίτσκοκ ζητούσε έναν ηθοποιό με ξενική προφορά για τον μικρό ρόλο του μπάτλερ του Σεμπάστιαν, απάντησε και προσελήφθη, ενώ όταν ο σκηνοθέτης ζήτησε να τον δει στο γραφείο του, χάρηκε όταν έμαθε πως ήταν Έλληνας και του ανέφερε πως του είχε μείνει στη μνήμη μια παράσταση του Άμλετ που είχε δει στο Λονδίνο πριν από τον πόλεμο.
«Είχα παίξει σε εκείνη την παράσταση», του είπε ο Μινωτής. «Ποιον ρόλο;» ρώτησε ο Χίτσκοκ, για να λάβει την απάντηση: «Του Άμλετ!». Ο Βρετανός σηκώθηκε από την καρέκλα, τον ασπάστηκε και του προσέφερε ένα τρίμηνο συμβόλαιο ‒ αντίθετα με την Παξινού, η οποία είχε κερδίσει Όσκαρ λίγα χρόνια νωρίτερα για το Για ποιον χτυπά η καμπάνα, η καριέρα του Μινωτή στο Χόλιγουντ δεν είχε συνέχεια, έπαιξε μόνο έναν ρόλο δίπλα στη Μισέλ Μοργκάν, μέχρι την επιστροφή στην Ελλάδα και μια μακρά θητεία σε κλασικούς κυρίως ρόλους στο θέατρο ως τα βαθιά του γεράματα καθώς και στον θώκο του διευθυντή του Εθνικού στη Μεταπολίτευση.