Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης παρουσιάζει σε μια νέα έκθεση με τίτλο Winslow Homer: Winslow Homer: Crosscurrents, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη Ιουλίου, έναν από τους σημαντικότερους τοπιογράφους της Αμερικής του 19ου αιώνα, τον Γουίνσλοου Χόμερ, που δεν αρκέστηκε να ζωγραφίσει τα τοπία της Νέας Αγγλίας αλλά ταξίδεψε στον αμερικανικό Νότο και τον απεικόνισε με ευαισθησία και ανησυχία για το τι θα μπορούσε να επιφυλάσσει το μέλλον για την ίδια την Αμερική.
Το ΜΕΤ παρουσιάζει τα έργα της ώριμης περιόδου του, που είναι λιγότερο γνωστά από όσο οι θαλάσσιες σκηνές του Βόρειου Ατλαντικού, όπως το έργο του «The Gulf Stream» του 1899, ένας πίνακας τον οποίο ο καλλιτέχνης επεξεργάστηκε κάποια στιγμή πριν εισέλθει στη συλλογή του ΜΕΤ το 1906, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του το 1910, σε ηλικία 74 ετών.
Η ελαιογραφία που απεικονίζει έναν μαύρο άνδρα να παρασύρεται πάνω σε ένα αλιευτικό σκάφος περιτριγυρισμένο από καρχαρίες, χλευάστηκε ως «πολύ ανεκδοτολογική» στην εποχή της, αλλά σήμερα εμπνέει μια ολόκληρη έκθεση, η οποία έχει ως θέμα της «την αναμέτρηση με τη δουλεία και τη θέση της Αμερικής στον κόσμο».
Η έκθεση περιλαμβάνει μια σειρά από έργα που απεικονίζουν τους απελευθερωμένους σκλάβους του Νότου στα χρόνια γύρω από την Ανασυγκρότηση, υδατογραφίες της Καραϊβικής με αφορμή το δεύτερο ταξίδι του καλλιτέχνη, αμέσως μετά τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο του 1898, ενώ αποκαλύπτεται ένας καλλιτέχνης που έχει τις ρίζες του στις ένοπλες συγκρούσεις, ξεκινώντας με πίνακες του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, όταν ο Χόμερ μετατράπηκε από εικονογράφος σε αυτοδίδακτο ζωγράφο.
Μέχρι σήμερα δεν είχε οργανωθεί μια μεγάλη έκθεση και όπως είπε ο διευθυντής του ΜΕΤ Max Hollein, οι Ευρωπαίοι δεν τον έχουν «στα ραντάρ τους», όπως αντίστοιχα έχουν τον Γερμανό ζωγράφο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Μετά τη Νέα Υόρκη η έκθεση θα ταξιδέψει στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, όπου μια μικρότερη εκδοχή της θα εγκαινιαστεί τον Σεπτέμβριο.
Η ελαιογραφία που απεικονίζει έναν μαύρο άνδρα να παρασύρεται πάνω σε ένα αλιευτικό σκάφος περιτριγυρισμένο από καρχαρίες, χλευάστηκε ως "πολύ ανεκδοτολογική" στην εποχή της, αλλά σήμερα εμπνέει μια ολόκληρη έκθεση, η οποία έχει ως θέμα της «την αναμέτρηση με τη δουλεία και τη θέση της Αμερικής στον κόσμο».
Τοπιογράφος και χαράκτης, ο Χόμερ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Αμερικής του 19ου αιώνα και μια εξέχουσα προσωπικότητα της αμερικανικής τέχνης.
Ο Χόμερ γεννήθηκε στη Βοστώνη και η μητέρα του ήταν μια χαρισματική ερασιτέχνης ζωγράφος που δούλευε με ακουαρέλες και η πρώτη δασκάλα του στο αγροτικό τότε Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, όπου μεγάλωσε. Ήταν μέτριος μαθητής αλλά πολύ ταλαντούχος σχεδιαστής με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Ο πατέρας του ήταν τυχοδιώκτης που τελικά ταξίδεψε στην Ευρώπη για να δημιουργήσει περιουσία και εξαφανίστηκε από την οικογένεια.
Ο Χόμερ μαθήτευσε σε ηλικία 19 ετών σε εμπορικό λιθογραφείο της Βοστώνης. Έμεινε εκεί δυο χρόνια, απέρριψε την πρόταση να ενταχθεί στο προσωπικό του «Harper's Weekly» και άρχισε να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας εικονογράφος. Η καριέρα του διήρκεσε σχεδόν είκοσι χρόνια. Απεικόνιζε κυρίως τη ζωή της Βοστώνης και την αγροτική ζωή της Νέας Αγγλίας σε περιοδικά όπως το «Ballou's Pictorial» και το «Harper's Weekly», σε μια εποχή που η αγορά εικονογραφήσεων αυξανόταν ραγδαία και είχε γίνει μόδα.
Τα πρώιμα έργα του, κυρίως εμπορικές ξυλογραφίες αστικών και αγροτικών κοινωνικών σκηνών, χαρακτηρίζονται από καθαρά περιγράμματα, απλουστευμένες μορφές, δραματική αντίθεση φωτός και σκότους, ιδιότητες που παρέμειναν σημαντικές καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Γνώρισε γρήγορα επιτυχία και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1859.
Εκεί, μετά από μια σύντομη εκπαίδευση, άρχισε να δημιουργεί ελαιογραφίες, ενώ η μητέρα του προσπαθούσε να συγκεντρώσει κεφάλαια για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ευρώπη.
Η μοίρα του επιφύλαξε μια άλλη περιπέτεια και βρέθηκε να είναι απεσταλμένος του «Harper's» στην πρώτη γραμμή του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865), όπου σχεδίασε σκηνές μάχης και τη ζωή στο στρατόπεδο με τις ήσυχες αλλά και τις χαοτικές στιγμές της.
Αυτή ακριβώς την περίοδο βλέπουμε τη μεταμόρφωση ενός καλλιτέχνη από εικονογράφο σε ζωγράφο.
Ξεκίνησε να δουλεύει στο στούντιό του μια σειρά από πίνακες με θέμα τον πόλεμο, βασισμένους στα σκίτσα του, και εξέθετε πίνακες με αυτά τα θέματα κάθε χρόνο στη National Academy of Design από το 1863 έως το 1866. Έτυχε μεγάλης αποδοχής από το κοινό και τους κριτικούς, ωστόσο συνέχισε να συνεργάζεται ως εικονογράφος με περιοδικά της εποχής του.
Μετά τον πόλεμο στράφηκε στην απεικόνιση ειρηνικών οικιακών σκηνών, θέματα με παιδιά και γυναίκες, αντανακλώντας τη νοσταλγία για απλούστερες εποχές, τόσο τη δική του όσο και του έθνους συνολικά, μεταδίδοντας κάποιες φορές τη σιωπηλή ένταση μεταξύ δύο κοινοτήτων που προσπαθούσαν να κατανοήσουν το μέλλον τους στα δύσκολα χρόνια της Ανασυγκρότησης, όπως στο έργο του «A Visit from the Old Mistress» (1876).
Η ωριμότητα των συναισθημάτων, το βάθος της αντίληψης και η μαεστρία στην τεχνική του αναγνωρίστηκαν αμέσως στα ρεαλιστικά του έργα. Ταξίδεψε στο Παρίσι, με τον πίνακά του «Κρατούμενοι από το μέτωπο» να εκτίθεται στην Exposition Universelle, ενώ συνέχισε να εργάζεται για το «Harper's», απεικονίζοντας σκηνές της παρισινής ζωής. Συνδέεται περισσότερο με την καθιερωμένη γαλλική σχολή Μπαρμπιζόν και τον Μιλέ, όπως και με τους υπόλοιπους τοπιογράφους, παρά με τους νεότερους καλλιτέχνες όπως ο Μανέ και ο Κουρμπέ.
Απεικόνισε την αγροτική ζωή, ήταν ήδη ζωγράφος plein-air στην Αμερική και είχε ήδη αναπτύξει ένα προσωπικό στυλ που ήταν πολύ πιο κοντά στον Μανέ τελικά παρά στον Μονέ. Για την τεχνική του γνωρίζουμε ελάχιστα, αφού ήταν πολύ κλειστός και δεν ήθελε καν να αποκαλύψει τις μεθόδους του, αρνούμενος μάλιστα στον πρώτο βιογράφο του κάθε προσωπική πληροφορία ή σχόλιο.
Μπορεί να διακρίνει κανείς εύκολα την αγάπη του για τα αμερικανικά θέματα, τις ειδυλλιακές σκηνές της αγροτικής ζωής, τα παιδιά που παίζουν και τους νεαρούς ενήλικες που φλερτάρουν. Αν και ο Χένρι Τζέιμς δεν τον επαίνεσε για το έργο του «Breezing Up» (1876), βρίσκοντάς το ρηχό και πολύ εικονογραφικό, αυτός ο εμβληματικός του πίνακας ακόμα και σήμερα προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή, που βλέπει έναν πατέρα και τρία αγόρια που βγαίνουν για ιστιοπλοΐα.
Όταν άρχισε να κάνει ακουαρέλες, οι κριτικοί προβληματίστηκαν γράφοντας: «Ένα παιδί με ένα μελανοδοχείο δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι χειρότερο». Όμως οι ακουαρέλες του αποδείχθηκαν δημοφιλείς και ανθεκτικές και πουλήθηκαν ευκολότερα, βελτιώνοντας σημαντικά τη μέχρι τότε επισφαλή οικονομική του κατάσταση.
Μοναχικός και με ερωτικές απογοητεύσεις, ο Χόμερ ζούσε μακριά από την κοινωνική ζωή, για ένα διάστημα έζησε μάλιστα στον απομονωμένο φάρο του Eastern Point Lighthouse, ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, τους ψαράδες και τον καιρό.
Έζησε σε ένα αγγλικό ψαροχώρι για δυο χρόνια και με τον καιρό σταμάτησε να ζωγραφίζει γυναίκες της αστικής τάξης και απεικόνιζε ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες και τον καθημερινό ηρωισμό τους, βρίσκοντας ένα νέο στυλ και μεταφέροντας το ταλέντο του σε νέα πεδία.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 1882, παρουσίασε τις αγγλικές ακουαρέλες του στη Νέα Υόρκη και οι κριτικοί έγραψαν ότι «αγγίζουν ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο... Είναι έργα Υψηλής Τέχνης». Οι γυναίκες στα έργα του δεν μοιάζουν με κούκλες, αλλά είναι «στιβαρές, ατρόμητες, γυμνασμένες σύζυγοι και μητέρες ανδρών» που είναι απολύτως ικανές να υπομείνουν τις δυνάμεις και τις ιδιοτροπίες της φύσης στο πλευρό των ανδρών τους.
Μετακομίζοντας στο Σκάρμπορο, έζησε στο κτήμα της οικογένειάς του και εκεί ζωγράφισε τις μνημειώδεις θαλάσσιες σκηνές του που δείχνουν την πάλη του ανθρώπου με τη φύση. Όπως έγραψε η «New York Evening Post», στα πενήντα του είχε γίνει ένας «Γιάνκης Ροβινσώνας Κρούσος, απομονωμένος στο νησί της τέχνης του».
Αν και ποτέ δεν έγινε τόσο δημοφιλής όπως ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, τα έργα του είχαν αξία. Όταν μετακινήθηκε σε πιο θερμές τοποθεσίες, στη Φλόριντα, την Κούβα και τις Μπαχάμες, και έκανε μια σειρά από ακουαρέλες στο πλαίσιο μιας παραγγελίας για το περιοδικό «Century», αντικατέστησε την ταραχώδη, πράσινη, γεμάτη καταιγίδες θάλασσα του Prout's Neck με τον αστραφτερό γαλάζιο ουρανό της Καραϊβικής, ανανεώνοντας την παλέτα του και την τεχνική του.
Η μετακίνηση αυτή τον αναζωογόνησε όπως τον Γκογκέν τα ταξίδια του στην Ταϊτή. Για άλλη μια φορά, η φρεσκάδα και η πρωτοτυπία του επαινέθηκαν από τους κριτικούς, αλλά αποδείχθηκαν πολύ προχωρημένες για τους παραδοσιακούς αγοραστές τέχνης. Ο Χόμερ ζούσε λιτά, με την υποστήριξη του εύπορου αδερφού του και συνέχισε να εργάζεται στο μοναδικό του όραμα και τον τρόπο ζωγραφικής του για να δημιουργήσει ένα έργο που δεν έχει αντίστοιχο.
Το 1893 ζωγράφισε ένα από τα πιο διάσημα «δαρβινικά» έργα του, το «Κυνήγι της αλεπούς», το οποίο απεικονίζει ένα σμήνος πεινασμένων κορακιών να κατεβαίνουν προς μια αλεπού που επιβραδύνεται από το βαθύ χιόνι. Ο πίνακας αυτός αγοράστηκε αμέσως από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια, ο πρώτος πίνακάς του σε μεγάλη αμερικανική μουσειακή συλλογή.
Καθώς τα οικονομικά του ήταν σε καλύτερη κατάσταση, ο Χόμερ συνέχισε να παράγει εξαιρετικές ακουαρέλες, κυρίως σε ταξίδια στον Καναδά και την Καραϊβική. Οι όψιμες θαλασσογραφίες του εκτιμώνται ιδιαίτερα για τη δραματική και δυναμική έκφραση των δυνάμεων της φύσης, καθώς και για την ομορφιά και την έντασή τους.
Την τελευταία δεκαετία του, κατά καιρούς ακολούθησε τη συμβουλή που είχε δώσει σε έναν μαθητή το 1907: «Αφήστε τους βράχους για τα γηρατειά σας – είναι εύκολοι». Πέθανε το 1910 σε ηλικία 74 ετών στο στούντιό του στο Prout's Neck. Ζωγράφιζε μέχρι το τέλος και ο πίνακάς του «Shooting the Rapids, Saguenay River», το τελευταίο του έργο έμεινε ημιτελές.