Τελειώνοντας το σχολείο μπήκε στη σχολή Θεατρικών Σπουδών, «έτσι, για το πτυχίο της υπόθεσης», το οποίο όμως τελικά δεν πήρε. Της έλειπε το πρακτικό κομμάτι, έδωσε λοιπόν και πέρασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. «Είχα δάσκαλο τον Ακύλλα Καραζήση που με έμαθε πώς να μιλάω σαν άνθρωπος πάνω στη σκηνή και να μην καμώνομαι».
Όσο ακόμα φοιτούσε σε αυτήν έκανε δύο μικρού μήκους ταινίες, τη «Μελατονίνη» του Νίκου Πάστρα και το «Όταν γελάω κλείνουν τα μάτια μου» του Ντάνιελ Μπόλντα, «είχα κάνει ταινία και παλιότερα, αλλά αυτές οι δύο ήταν για μένα ένας τρόπος ένταξης σε έναν κινηματογράφο άλλο, που μου ταιριάζει, που νιώθω ότι τον αφουγκράζομαι καλύτερα».
Αποφοίτησε τη χρονιά που επικράτησε το γενικευμένο pause της πανδημίας στη ζωή μας, αυτή η απρόσμενη παύση που κάποιους επαγγελματικούς χώρους τους πάγωσε εντελώς, όπως τον δικό της. Μόλις η ζωή επέστρεψε σε κανονικούς ρυθμούς στάθηκε για πρώτη φορά μπροστά από τον τηλεοπτικό φακό για τις μίνι σειρές «42°C» και «Καρτ Ποστάλ» που τη γοήτευσαν με το φορμά τους, το οποίο προσομοιάζει σε αυτό του σινεμά, και επειδή της έδωσαν τη ευκαιρία να ταξιδέψει στην Ελλάδα, να φύγει από την Αθήνα.
Η πρώτη της θεατρική δουλειά, το «Killer Joe», ήταν και η παρθενική σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Στάνκογλου, «με βοήθησε να μπω στο θέατρο με τρόπο ομαλό, με πολλή φροντίδα».
Ακολούθησαν τα γυρίσματα του Milky Way, της πρώτης τηλεοπτικής σειράς του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτη Βασίλη Κεκάτου που έχει εκτοξεύσει τις προσδοκίες μας εδώ και μήνες. Την αναμένουμε μέσα στο ’23, «εκεί κι αν μιλάμε για σινεμά», θα μου πει.
Το συζητούσα πρόσφατα με έναν φίλο, λέγαμε πως μάλλον δεν υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που δεν θυμάται τη στιγμή που έμαθε ότι δολοφόνησαν τον Αλέξη. Η φούσκα στην οποία ζούσα έσκασε, νομίζω ότι υπήρξε σημείο καμπής για μια ολόκληρη γενιά, σε αυτό οφείλουμε και την πολιτικοποίησή της.
Στο πολυαναμενόμενο «Milky Way» υποδύεται την Κάτε, μια δεκαεφτάχρονη που φιλοδοξεί να γίνει make up artist και παράλληλα να περάσει Θεολογία, «ήταν τέλειο το γεγονός πως ο χαρακτήρας δεν καμία σχέση με μένα, ακόμα πιο τέλεια ήταν η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Βασίλης. Ήταν μια φανταστική εμπειρία, με παραγωγή και ρεπεράζ τρομερό γυρίσαμε τη μισή Ελλάδα. Η σειρά πήρε πολύ καιρό να ολοκληρωθεί και όλο αυτό το διάστημα έπρεπε να κρατάμε μια συνέχεια στον ρόλο μας, να μπαινοβγαίνουμε σε αυτόν, είναι μια κατάσταση λίγο ζόρικη και πολύ ενδιαφέρουσα ταυτόχρονα».
Καιρό πριν ανακοινωθεί ότι η πιο δημοφιλής πλατφόρμα streaming απέκτησε τα παγκόσμια δικαιώματα για το «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, η πιάτσα πόνταρε στο ότι η εγχώρια σειρά που θα άνοιγε τον δρόμο αυτό θα ήταν το περιπετειώδες ταξίδι ενηλικίωσης του Κεκάτου. «Την πιστεύω πολύ τη σειρά, στέκεται πολύ εύκολα στο εξωτερικό, εννοείται ότι θα ήθελα να τη δω να προβάλλεται μέσω της πλατφόρμας του Netflix, ποιος δεν θα το ήθελε; Ως δίγλωσση, σκέφτομαι το άνοιγμα προς τα έξω, είναι κάτι που με ενδιαφέρει».
Σε περίπτωση που το επίθετό της σας γεννά απορίες, δεν πρόκειται για ψευδώνυμο, ο πατέρας της είναι κατά το ήμισυ Άγγλος, «ο παππούς ήρθε με τον πόλεμο, ερωτεύτηκε τη γιαγιά, έπαθε λαλά και έμεινε εδώ».
Μέχρι τώρα έχει συμμετάσχει στις πρώτες μεγάλου μήκους κινηματογραφικές δουλειές σκηνοθετών που έχουν δώσει ήδη τα διαπιστευτήρια τους στις μικρού μήκους. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, το καλοκαίρι θα τη βρει στο σετ της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Βασίλη Κεκάτου με προσωρινό τίτλο «Οι Άγριες Μέρες μας, ενώ τα «Μπάσταρδα», η ταινία του Νίκου Πάστρα που υλοποιήθηκε με τη βοήθεια μιας crowdfunding καμπάνιας, προκάλεσε αίσθηση στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πήρε διανομή και είναι ένα από τα προσεχώς των ελληνικών αιθουσών.
Εκεί θα δούμε μια δεκαμελή παρέα κοριτσιών και αγοριών η οποία έχει βάλει σκοπό να φτιάξει μια ολοκαίνουρια κοινωνία με τους δικούς της όρους και θα φυλάει σκοπιά προκειμένου κανείς να μη διαταράξει τον τρόπο με τον οποίο έχει αποφασίσει να ζήσει σε ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή το οποίο έχει καταλάβει.
Έξω από τον ρόλο της, ενώ πίνουμε καφέ στην πλατεία Μαβίλη, η Ναταλία Σουίφτ μου περιγράφει με ενθουσιασμό πώς δεκαεφτά άτομα είχαν μετατρέψει σε πραγματικό κοινόβιο το εξοχικό της στην Αργολίδα επί ενάμιση μήνα και ότι κοιμόντουσαν σε υπνόσακους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, «είναι κάτι που το νιώθω πολύ δικό μου, είναι και η συνεργασία με τον Νίκο που για μένα είναι ένα δώρο τρομερό».
Μαζί με τα παραπάνω, μέσα στο καλοκαίρι βρέθηκε να συμπρωταγωνιστεί μαζί με τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο στο Rhapsodist, την επίσης πρώτου μεγάλου μήκους ταινία του Αμερικανού Νίκολαϊ Χάμελ. Σε αυτήν, ο Αίσωπος, ένας σύγχρονος μυθοπλάστης, μπαίνει ένα καλοκαιρινό βράδυ σ’ ένα μπαρ, κάθεται δίπλα στον μοναδικό πελάτη και ξεκινάει να του αφηγείται την ιστορία του. Το ακροατήριό του αυξάνεται και ο Αίσωπος καταφέρνει να διεισδύσει στην καρδιά και το μυαλό των ακροατών του, μπλέκοντας ιδιαίτερους χαρακτήρες και καταστάσεις.
Είναι μόλις είκοσι οκτώ ετών, έχει αποφοιτήσει κοντά στα τρία χρόνια από τη σχολή, η πορεία της είναι σύντομη, αλλά πυκνή, το όνομά της ήδη αναγνωρίσιμο, τόσο στους πιο εναλλακτικούς όσο και στους πιο mainstream κύκλους.
Αυτήν τη σεζόν τη βλέπουμε στο «Αυτή η νύχτα μένει», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, ενώ θεατρικά βρίσκεται στο Ιλίσια - Βολανάκης για το έργο του Γιάννη Τσίρου «Τα μάτια τέσσερα», που έχει λάβει το Βραβείο Δραματουργίας Κάρολος Κουν και το σκηνοθετεί ο Γιώργος Πυρπασόπουλος. «Είχα κλείσει τη σειρά και σκεφτόμουν “ωραία, αλλά θέατρο; Δεν θα κάνω;”. Δεν το έλεγα ως παράπονο, αλλά νομίζω ότι είναι λογικό να επιθυμεί κανείς και τα δύο».
Η τηλεοπτική της δουλειά δεν έχει μόνο ένα επεισόδιο την εβδομάδα, προβάλλεται Δευτέρα με Τετάρτη, ενώ η παράσταση παίζει από Τετάρτη έως Κυριακή. Σε περιπτώσεις σαν της Ναταλίας σκέφτομαι αν αυτό που ωφελεί είναι να τα δώσει όλα κανείς όσο είναι νέος ή να χαρεί αυτό που σοφά έχει ειπωθεί ότι δεν γυρνάει πίσω, δηλαδή τα νιάτα.
«Σε μέρες που δεν έχω γύρισμα ή όταν θα βρω λίγο χρόνο λίγο μετά την παράσταση, αν δεν αναζητήσω τον καναπέ μου, θα κάνω βόλτες, θα πιω μπίρες με φίλους, προσπαθώ όσο μπορώ να μη χάνομαι από τους δικούς μου ανθρώπους, όπως προσπαθώ να βλέπω κι άλλες παραστάσεις.
Θέλει να προλάβει να δει την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα και το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» του Εντουάρ Λουί, που παρουσιάζεται από την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη στο ΠΛΥΦΑ.
Από την κουβέντα μας καταλαβαίνω ότι νιώθει πιο κοντά στο θέατρο και στο σινεμά, «αλλά δεν έχω κάνει και τόσο πολλή τηλεόραση, τώρα ξεκινάω να βρίσκω την άνεσή μου σε αυτήν και τους ρυθμούς της, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι καλείσαι να έχεις ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο. Δεν το λέω επειδή είμαι σε αυτήν, αλλά δεν μειώνει την αξία κανενός το να κάνει τηλεόραση, ειδικά τώρα πια και στην Ελλάδα έχει περάσει σε άλλο επίπεδο.
Θεωρώ ότι έχουμε ξεπεράσει αυτά τα επαγγελματικά ταμπού και αυτό μόνο για καλό είναι. Πρόκειται και για ζήτημα βιοποριστικό, δεν μπορεί να απαιτείς από έναν ηθοποιό να κάνει μόνο θέατρο, ειδικά αν αυτός δεν έχει καταξιωθεί, είναι πολύ δύσκολο να ζήσει κανείς αποκλειστικά από το θέατρο. Αν υπακούσει σε αυτόν τον παλιακό τρόπο σκέψης θα αναγκαστεί να βρει μια άλλη, άσχετη απασχόληση και αυτομάτως να μετατρέψει τη δουλειά που πραγματικά θέλει να κάνει, αυτή του ηθοποιού, σε χόμπι».
Ξεκίνησε κάνοντας κάποιες indie κινηματογραφικές επιλογές που ούτε αυτές αποφέρουν, όπως καθετί που πάει κόντρα στο ρεύμα. «Αυτές οι επιλογές έχουν να κάνουν με το πάθος. Το καλό με το να δουλεύω σε μια σειρά ‒σε μια δουλειά που εκτιμώ πολύ, διαφορετικά δεν θα την έκανα‒ είναι ότι μου παρέχει ένα μεροκάματο τέτοιο ώστε να μπορώ να κάνω και άλλου είδους επιλογές που δεν μου προσφέρουν σίγουρα την ίδια άνεση».
H εντύπωση που δίνει είναι πως τα βήματά της είναι υπολογισμένα με προσοχή. «Προσπαθώ να αποφύγω ό,τι με ζορίζει ηθικά, είτε αυτό έχει να κάνει με συνεργασίες είτε με τον τρόπο που διαχειρίζεται ένας δημιουργός ένα συγκεκριμένο θέμα. Προσπαθώ να αποφεύγω όσα θα με έκαναν να γυρνάω σπίτι μου και να μη νιώθω καλά με τον εαυτό μου».
Στο «Αυτή η νύχτα μένει» ανήκει στον πιο καθωσπρέπει κόσμο της ημέρας, υποδύεται την Εύη, τη μικρή κόρη του δημάρχου που, έχοντας φύγει για σπουδές στην Αθήνα, επιστρέφει στο Αγρίνιο για να συναντήσει μια οικογένεια θλιμμένη και αναστατωμένη από κάτι άγνωστο σε εκείνη.
«Eίναι ένα κορίτσι χειραφετημένο σε μια επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του ’80, έχει έναν ωραίο τσαμπουκά και μια μόνιμη ανάγκη να μάθει την αλήθεια, είναι οξυδερκής, καταλαβαίνει ότι όλοι γύρω της τη δουλεύουν ψιλό γαζί, δεν αφήνει λοιπόν τα πράγματα στην ησυχία τους με τίποτα, τα σκαλίζει συνέχεια, ενώ παράλληλα αγαπάει και πολύ δυνατά».
Μπορεί να πει ότι στα επόμενα επεισόδια θα δούμε μια αλλαγή της Εύης, η σχέση με τον πατέρα της θα εξομαλυνθεί, θα κάνει κάποια βήματα επαγγελματικά, θα ερωτευτεί, αν και αυτό θα πάρει λίγο καιρό «γιατί δεν εμπιστεύεται εύκολα».
Πιάνουμε τα ’80s που καμία από τις δυο μας δεν τα έχει ζήσει, πρόκειται όμως για μια εποχή που πάντα της προξενούσε ενδιαφέρον καλλιτεχνικά και αισθητικά, αγαπά το σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη και του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο ρόλος που έχει ζηλέψει πολύ είναι αυτός της Δώρας Μασκλαβάνου ως Μαρίνα στη «Γλυκιά Συμμορία».
Όταν τη ρώτησα αρχικά υπήρξε παρανόηση, νόμιζε πως εννοούσα ποιος είναι ο ρόλος που θα ήθελε να έχει στη σειρά, αν δεν της είχε δοθεί αυτός της Εύης, οπότε μου είπε πως επειδή δεν τραγουδάει, ζηλεύει εκείνους που το κάνουν, όπως και το ότι όλο αυτό το σκηνικό που έχει στηθεί με το μπουζούκι, την παγέτα, τα πιάτα και τα λουλούδια, «ο άλλος κόσμος της σειράς, αυτός της νύχτας που φαίνεται ωμός, αλλά τελικά είναι πιο ειλικρινής», της ασκεί μια γοητεία, «αλλά θα πάει και η Εύη στα μπουζούκια, θα κάνει το πρώτο της βήμα στη νύχτα».
Το απύθμενο χάος των Αρχών και του Νόμου, μια κοινωνία όπου ο πιο αδύναμος είναι καταδικασμένος στη μοίρα του: το θέμα που πραγματεύεται το Τα μάτια τέσσερα είναι ατυχώς διαχρονικά επίκαιρο στην Ελλάδα. «Πρόκειται για καταστάσεις που αντί να τις αφήνουμε στο παρελθόν διογκώνονται όσο περνάει ο καιρός. Αυτό το έργο είναι γραμμένο το 2006, πριν από τις δολοφονίες του Γρηγορόπουλου και του Ζακ Κωστόπουλου, αλλά είναι σαν να τις προαναγγέλλει με ένα τρόπο. Το τρομακτικό είναι πως αν το διαβάσεις και δεν ξέρεις πότε έχει κυκλοφορήσει, θα μπορούσε να έχει γραφτεί τον προηγούμενο μήνα».
Της λέω ότι, παρακολουθώντας, ένιωσα την αδικία να με πνίγει και θυμό. «Διαβάζοντάς το, μου γεννήθηκαν και μένα αυτά τα συναισθήματα και ένας από τους λόγους που επέλεξα να είμαι στην παράσταση είναι γιατί με αφορά αυτό για το οποίο μιλάει και αναδεικνύει».
Και η θεατρική της επιλογή είναι κάτι έξω από τα κλασικά, «υπάρχει ανάγκη για νέους δημιουργούς στο θέατρο. Τους δίνονται περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι παλιά, αλλά σίγουρα όχι όσες θα έπρεπε ακόμα. Τις περισσότερες ολοκαίνουριες ιδέες που βλέπω να υλοποιούνται τις έχει τρέξει κάποιος μόνος του, δυστυχώς».
Όταν η νεαρή Άννα συλλαμβάνεται για μια μικροκλοπή, ο παππούς της θα κινήσει γη και ουρανό για να τη συνδράμει. Η αντίσταση κατά της Αρχής, η κατηγορία που τη βαραίνει, είναι αδιαπραγμάτευτη και χαρακτηρισμένη ως «κακουργηματική» και ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός δείχνει άκαμπτος στην περίπτωσή της.
Αυτή είναι η υπόθεση της παράστασης στην οποία κρατάει διπλό ρόλο, «οι δυο αυτοί χαρακτήρες φαινομενικά δεν έχουν κανένα κοινό αλλά και καμία εξουσία, η Νάντια δεν έχει εξουσία μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον ‒ μιλάμε για μια γυναίκα που είναι ένα θύμα της καθημερινής πατριαρχίας, αυτής που μπορεί να μας πάρει και καιρό να την αντιληφθούμε. Πάνω στην Άννα έχει πέσει όλη η εξουσία του κόσμου και την πιέζει, την καθηλώνει».
Η επέτειος των σύγχρονων Δεκεμβριανών πλησιάζει, θα τη ρωτούσα έτσι κι αλλιώς πώς θυμάται εκείνες τις μέρες, και λόγω του έργου του Τσίρου και γιατί είχε περίπου την ηλικία του Αλέξη Γρηγορόπουλου όταν αυτός δολοφονήθηκε το 2008, ωστόσο δεν γνώριζα ότι πήγαιναν σε αντικρινά σχολεία.
«Το συζητούσα πρόσφατα με έναν φίλο, λέγαμε πως μάλλον δεν υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που δεν θυμάται τη στιγμή που έμαθε ότι δολοφόνησαν τον Αλέξη. Η φούσκα στην οποία ζούσα έσκασε, νομίζω ότι υπήρξε σημείο καμπής για μια ολόκληρη γενιά, σε αυτό οφείλουμε και την πολιτικοποίησή της».
Διακόπτει τη ροή του λόγου της, εγώ νομίζω ότι έχει αγχωθεί. «Απλώς σκέφτηκα τι θα συμβεί στη φετινή πορεία, τον τελευταίο χρόνο δεν έχει υπάρξει πορεία που να έχω κατέβει και να μην έχει αντιμετωπιστεί με ακραία καταστολή».
Τα πρώτα της βήματα συνέπεσαν με τις πρώτες καταγγελίες για κακοποιητικές εξουσιαστικές σχέσεις, λεκτική και ψυχολογική βία εντός των θεατρικών κύκλων, για σεξουαλική παρενόχληση, με την επέλαση του κινήματος #MeToo στον χώρο της.
«Θέλει τρομερή γενναιότητα να μιλήσεις για κάτι τέτοιο, έχω αμέριστο σεβασμό για όσους/-ες κάνουν αυτό το βήμα που είναι αναγκαίο για την εξυγίανση του χώρου μας. Ελλοχεύει πάντα ο φόβος της λογικής του “έλα μωρέ, έγινε κι αυτό, προχωράμε”, αλλά προφανώς δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να ανοίγει καθημερινά, γιατί το ότι έχουν γίνει κάποια πρώτα βήματα δεν σημαίνει ότι πάει και πέρασε, ότι αυτό το πράγμα τελείωσε.
Μπορεί να ακουστεί πολύ ρομαντικό, έχω αρκετή πίστη στη γενιά μου, ελπίζω να είναι αυτή που θα αλλάξει τα πράγματα ή τουλάχιστον θα προσφέρει στις επόμενες έναν χώρο λίγο πιο περιποιητικό και λιγότερο τρομακτικό. Παρατηρώ ότι βλέπουμε με άλλον τρόπο το επάγγελμα, προσπαθούμε γενικά να πάρουμε αποστάσεις από αυτήν τη σκληρότητα που υπήρχε παλιότερα, τα “έτσι είναι ο χώρος”, “αν δεν πάθεις πώς θα μάθεις”, “για να πετύχεις και να έχεις δουλειά πρέπει να ματώσεις”, όλα αυτά».
Δείτε εδώ ημέρες και ώρες παραστάσεων για την παράσταση «Τα μάτια τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου που ανεβαίνει στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης
Το «Αυτή η νύχτα μένει» προβάλλεται από Δευτέρα έως Τετάρτη, στις 22:40, στον Alpha.
Το «Milky Way» έρχεται προσεχώς στο Mega.
Η ταινία «Μπάσταρδα» θα κάνει πρεμιέρα προσεχώς στους κινηματογράφους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.