Κινείται μονίμως σε ένα δικό του τέμπο: Χάνεται στην πόλη, περνά μέρες ατέλειωτες χωμένος στα βιβλία του, στις σημειώσεις και στις πρόβες του, επιμένει στην πολυτέλεια του χρόνου, αφιερώνεται ολόψυχα στους μαθητές του, ονειρεύεται να σκηνοθετήσει τα πιο περίπλοκα κείμενα. Τα κάνει όλα, όμως, με μια αφοσίωση συγκινητική, λίγο ανακόλουθη με τους σημερινούς ρυθμούς και πρακτικές. Καμιά φορά δεν τον ξεχωρίζεις από τους ήρωές του. Άλλοτε πάλι λες, δεν αντέχουν οι δονκιχωτικές φιγούρες σήμερα, με κάτι άλλο θα «ταΐζει» την υποκριτική του πείνα.
Έχοντας αφήσει πίσω του τη μεγάλη σκηνική περιπέτεια που έζησε ταξιδεύοντας στον κόσμο με το «Ιnk» και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο Χάρης Φραγκούλης ξημεροβραδιάζεται στη Σφενδόνη γιατί εκεί συμβαίνουν όλα. Τη μισή μέρα ψάχνει τις τελευταίες σκηνοθετικές διορθώσεις στη «Σκέψη» και την άλλη μισή κάνει πρόβες για να υποδυθεί έναν μεσήλικα επιστήμονα στο νέο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη «Rayman ούρλιαξε» που σκηνοθετεί ο Περικλής Μουστάκης και αναμένεται στα μέσα Μαρτίου.
Συγχρόνως ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τις 15 Φεβρουαρίου που βγαίνει στις αίθουσες η νέα ταινία του Παντελή Παγουλάτου «Νέα Ήπειρος» στην οποία υποδύεται έναν αλητάκο βουτηγμένο στις πιο βρόμικες αθηναϊκές διαδρομές.
«Από την εποχή μου, που στο σχολείο κοροϊδεύαμε εκείνον που φορούσε γυαλιά ή είχε σπυράκια, μέχρι σήμερα που κανείς δεν τολμά να αναφερθεί στα γυαλιά ή στα σπυριά κανενός, ζούμε τον φασισμό του μέσου όρου».
Η «Σκέψη» έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή και ο έξοχος Κωσταντίνος Αβαρικιώτης που είδα στις πρόβες να παλεύει με ένα από τα αριστουργήματα του Αντρέγιεφ (γραμμένο το 1902) φαίνεται έχει βρει τον τρόπο να παίξει με το μοτίβο της προσποίησης, της τρέλας ή της καταβύθισης στην πιο σκοτεινή ψυχική μας περιοχή. Ο ήρωας που υποδύεται είναι ο γιατρός Αντόν Ιγκνάτιεβιτς Κερζέντσεφ, ο οποίος έχει δολοφονήσει τον στενό του φίλο Αλεξέι Σβιέλοφ και καταθέτει την απολογία του στους ανακριτές του. Η αρχική εντύπωση που δίνεται είναι πως διέπραξε τον φόνο και τώρα προσπαθεί να πείσει ότι ήταν ψυχικά διαταραγμένος.
Μπροστά στο δίλημμα «χειροπέδες ή ζουρλομανδύας» αποφασίζει να δώσει την παράσταση της ζωής του. Κατά τη διάρκεια, όμως, αυτής της «ερμηνείας» διαφαίνεται ότι η σκηνοθετημένη διαταραχή ίσως δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Όσο το κείμενο μπαίνει πιο βαθιά στην ψυχή του, τόσο η σκέψη του τον προδίδει. Στο τέλος δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε το προσωπικό του αδιέξοδο ούτε το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του.
Να είχε άραγε ο Αντρέγιεφ επίγνωση ότι η καλλιτεχνική του διαίσθηση τον είχε οδηγήσει να περιγράψει ένα από τα κλινικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας; Τον έκανε ή δεν τον έκανε ο γιατρός τον φόνο; Ξεγέλασε ή όχι εκείνους που τώρα τoν «ανακρίνουν»; Είναι τελικά το μυαλό και η φαντασία το μόνο πράγμα που δεν μπορούμε να υποτάξουμε; Ένας αιώνας και βάλε πέρασε από τη μέρα που ο Ρώσος έγραψε τη «Σκέψη» και σήμερα, σε ένα στενό κάτω από την Ακρόπολη, η ψυχική διαταραχή, το εσωτερικό μας σκοτάδι, η διαταραγμένη σκέψη, οι συναισθηματικές εκκρεμότητες και οι αιώνιες αμφιθυμίες πλημμυρίζουν τη σκηνή της Σφενδόνης με υποψίες, χιούμορ, φαντασία, έρωτα και μπαρούτι.
Τα σκηνικά μέσα που χρησιμοποιούν είναι ελάχιστα. Ένα ξύλινο εδώλιο, σαν τεράστιο μουσικό κουτί, μέσα από το οποίο ξεπηδούν οι άνθρωποι που σαν μαριονέτες κινεί ο δολοφόνος αλλά και τα γεγονότα που συμπληρώνουν το διαταραγμένο παζλ.
«Αυτό που με συγκινεί περισσότερο, σχεδόν με μια παιδική συγκίνηση, είναι η στιγμή που το έπιπλο σαν λουλούδι ανοίγει και από μέσα του αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος. Ανθρώπινες μινιατούρες, στιγμές, αντικείμενα, συναισθήματα ξεπηδούν. Πάντα μου άρεσαν οι μικροί κόσμοι, τα μουσικά κουτιά, η προοπτική να κοιτάω τα πράγματα συγκεντρωμένα από ψηλά, σαν να ίπταμαι και να παρακολουθώ τον κόσμο μου. Οι γυάλινες χιονόμπαλες με τη χρυσόσκονη, η "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων", μια φυσαλίδα που μπορούσα να κάθομαι να παρατηρώ για ώρα με ησύχαζαν», μας λέει ο Χάρης Φραγκούλης.
Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που διάβασε το έργο, αλλά ακόμα θυμάται πως «ζαλίστηκε». «Όταν καιρό μετά αποφάσισα ότι θέλω να γίνει παράσταση, αυτομάτως ονειρεύτηκα ότι θα το ερμηνεύσει ο Κωστής (Αβαρικιώτης). Άλλωστε τις πιο πολλές φορές τα έργα τα φαντάζομαι για συγκεκριμένους ανθρώπους. Ποτέ δεν θέλω γενικά κι αφηρημένα να σκηνοθετήσω κάτι. Θέλω να ερμηνεύσει ο Αντρέας, η Σοφία, ο Κωστής έναν συγκεκριμένο ρόλο. Κείμενο και άνθρωπος έρχονται μαζί στα όνειρά μου», συμπληρώνει. Ο πρωταγωνιστής της «Σκέψης», απολογούμενος για τον φόνο, ανασύρει στιγμές από το παρελθόν σαν να κάθεται στο ντιβάνι και να ψυχαναλύεται μπροστά μας.
Χάρης Φραγκούλης: Δεν έχω πάει ποτέ σε ψυχοθεραπευτή. Ο καθένας καταλαβαίνει τα πράγματα σύμφωνα με τις αναφορές του. Γιατί στο ντιβάνι και όχι σε έναν χώρο προσευχής; Γιατί όχι σε έναν τόπο εξομολόγησης;
— Σου είναι πιο οικείος ο χώρος της προσευχής από αυτόν της ψυχανάλυσης;
Προσευχή είναι να δίνεις τον λόγο σου σε κάτι πιο μεγάλο από σένα. Και ναι, με αυτό έχω πολύ μεγάλη επαφή. Η πίστη δεν είναι μόνο ηθικολογία και μικροαστισμός, αγωνία για το αν θα πάμε στον παράδεισο ή αν θα τρώμε πιλάφια. Στο θέατρο, για παράδειγμα, στη μεγάλη του στιγμή, δεν νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια κατάσταση που σε υπερβαίνει; Αυτό δεν είναι μια επαφή με τον Θεό; Όταν διαβάζεις αυτά που έχει γράψει ο Τσέχοφ ή όταν ακούς Μπαχ, δεν λες «αυτά τα πράγματα τα έχει αγγίξει ο Θεός»; Οτιδήποτε μας υπερβαίνει, το αγαπάμε και δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, όλα αυτά τα μεγαλύτερα από μας στα οποία δίνουμε αναφορά, αυτά είναι ο θεός του καθενός.
— Δεν σε φανταζόμουν να δίνεις κάπου αναφορά.
Φυσικά και δίνω. Όταν υπηρετείς τον λόγο ενός συγγραφέα, όταν αισθάνεσαι ότι ακολουθείς τις εντολές κάποιου, όταν έχεις ενοχές κι ευθύνη για όσα θα δημιουργήσεις γύρω από έναν κορυφαίο ρόλο, αυτά δεν συνιστούν μια θεολογική σχέση; Η επαφή με κάτι ανώτερο από εσένα δεν είναι ένα είδος πίστης; Όταν ανεβάζεις Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Αντρέγιεφ, δεν υπηρετείς τον λόγο τους; Αυτή η αναφορά που τους δίνω είναι για μένα μια θεολογική σχέση. Ακόμα και ο έρωτας, όταν είναι αληθινός, σφοδρός ή βαθύς, αποκτά με έναν τρόπο θεολογική υπόσταση γιατί σε υποχρεώνει να βάζεις κάποιον πάνω από σένα. Το να πεθαίνεις για κάποιον είναι αφύσικο. Αυτό, λοιπόν, το μη ορθολογικό, από το θέατρο μέχρι τον έρωτα, εγώ το ονομάζω επαφή με τον Θεό.
— Η σχέση με τα θεία εμπεριέχει και μεγάλες δόσεις ενοχών και απολογίας.
Δεν αρνούμαι ότι έχω ενοχές. Όχι με την έννοια να μετανιώνω για ό,τι κάνω, αλλά με βασανίζει συνεχώς αυτή η φωνή που μου επισημαίνει όσα μπορούσα να κάνω και δεν έκανα.
— Την ψυχανάλυση γιατί την αποκλείεις; Δεν πιστεύεις ότι αυτό το ξεγύμνωμα μπορεί να σε λυτρώσει;
Δεν την αποκλείω καθόλου, απλώς δεν τη γνωρίζω, ακόμα τουλάχιστον. Το γεγονός ότι σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή –σαν τη σημερινή εποχή– θεωρούν όλοι ότι η γιατρειά της ψυχής πρέπει να γίνεται με αυτόν τον τρόπο δεν σημαίνει ότι είναι αυτό στο οποίο θα τρέξω. Άλλος κάνει πρόβα και θεωρεί ότι γιατρεύεται γιατί κι εκεί εκτίθεσαι σε ανθρώπους που δεν ξέρεις, καθώς ανοίγεις την καρδιά σου σε πολλαπλούς ψυχαναλυτές.
— Για να επιστρέψουμε στον ήρωα της «Σκέψης». Κάποια στιγμή χάνει την εποπτεία της ζωής του και του σχεδίου που έχει καταστρώσει.
Αυτό συμβαίνει με όλους μας. Θέλουμε να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο, να τα επιτηρούμε όλα, να ορίζουμε τι είναι καλό και τι είναι κακό. Ξεχνάμε όμως ότι η αληθινή κατάκτηση δεν είναι να ορίζεις τη σκέψη σου αλλά να συνειδητοποιείς ότι δεν την ορίζεις. Η αποδοχή της ήττας μας είναι η μεγαλύτερή μας νίκη. Γενναιότητα δεν είναι να μη φοβάσαι, αλλά να γνωρίζεις τη φθαρτότητά σου.
— Είναι το θέατρο γεμάτο ήττες;
Κάθε μέρα, κάθε πρόβα, κάθε ώρα νιώθεις γελοίος. Μπορεί για μία στιγμή να αισθανθείς ότι μια μικρή λάμψη εμφανίστηκε κάπου, αλλά τις υπόλοιπες ενενήντα εννέα νιώθεις άχρηστος.
— Με τι πολεμάς αυτές τις ήττες;
Δεν μπορώ να τις πολεμήσω. Ο αγώνας γίνεται για να καταλάβω ότι η ήττα θα είναι εκεί. Πρέπει να το δεχτώ. Είναι σαν τη δυστυχία και τον φόβο. Όσο κι αν όλα γύρω μας μάς προτρέπουν να είμαστε πάντα χαρούμενοι και ατρόμητοι, νικητής βγαίνει εκείνος που αποδέχεται ότι πρέπει να υπάρχουν κι οι δυσάρεστες στιγμές.
— Οι σημαντικές συνεργασίες, όπως αυτή με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, σε οχυρώνουν ή σου δημιουργούν μεγαλύτερο στρες;
Η συνεργασία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου υπήρξε από τις λιγότερο αγχωτικές δουλειές μου. Δεν είχε τοποθετηθεί ψηλά ο πήχης γιατί δεν είχα παρελθόν στον χορό και ποτέ δεν ένιωσα ότι μετράει περισσότερο αυτή η δουλειά επειδή θα ακολουθούσε παγκόσμια περιοδεία. Το Μέγαρο χωράει πολλαπλάσιους θεατές και η Επίδαυρος προκαλεί ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να περιγραφεί, ειδικά αν τη ζήσεις σε νεαρή ηλικία, όπως εγώ στην «Γκόλφω», που ήμουν μπέμπης. Τώρα, στα 40, θα μασήσω; Πιο πολύ αγχώνομαι για το τι λέω καθημερινά στους μαθητές μου. Το να μη χορέψω καλά σε μια παράσταση δεν θα βλάψει ποτέ κανέναν. Αλλά το να οδηγήσω κάποιον σε λάθος δρόμο είναι μια ευθύνη σημαντική και βαριά.
— Από όσα αναφέρονται στη «Σκέψη» για την κοινωνία, με τι ταυτίζεσαι περισσότερο;
Με το ότι η κοινωνία δεν αντέχει τις εξαιρέσεις. Δεν σηκώνει εκείνον που διαφέρει, που αισθάνεται τα πράγματα με άλλον τρόπο, που ξεμυτά από τον μέσο όρο, που έχει ένα ταλέντο το οποίο δεν γίνεται κατανοητό. Από την εποχή μου, που στο σχολείο κοροϊδεύαμε εκείνον που φορούσε γυαλιά ή είχε σπυράκια, μέχρι σήμερα που κανείς δεν τολμά να αναφερθεί στα γυαλιά ή στα σπυριά κανενός, ζούμε τον φασισμό του μέσου όρου.
— Την ιστορία όμως δεν την αλλάζουν οι εξαιρέσεις;
Όχι. Η ιστορική στιγμή καθορίζεται από τον μέσο όρο. Καμία φωτεινή ή τρομακτική εξαίρεση δεν θα έβρισκε τον δρόμο προς τη «δόξα» της αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι του μέσου όρου για να απορροφήσουν το κήρυγμά της και να μεταβολίσουν τις ιδέες της. Ηγέτης χωρίς λαό δεν υπάρχει.
— Υπάρχουν ηγέτες στην εποχή μας;
Δεν ξέρω. Σίγουρα λείπει το υπόβαθρο και οι συνθήκες που θα δημιουργήσουν μια συνθέτη προσωπικότητα. Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αλλεργία στη συνθετότητα και τους προβληματισμούς από ό,τι παλιά. Θέλουμε εύκολες απαντήσεις, γρήγορες λύσεις, παλεύουμε για μια στείρα εξειδίκευση, υποκλινόμαστε στη βιασύνη και δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αποσπασματικότητα. Η πνευματικότητα και οι πολυσύνθετες προσωπικότητες για να αναπτυχθούν χρειάζονται την άργητα και όχι την ταχύτητα. Δηλαδή ό,τι περισσότερο στερούμε σήμερα από τις ζωές μας. Η εποχή μας δεν ζητάει φιλοσοφία αλλά λύσεις. Τα χρήματα και τα υπέρογκα κονδύλια δεν δίνονται για να σκεφτόμαστε αλλά για να βρίσκουμε τις απαντήσεις. Στην καθημερινότητά μας όχι απλώς δεν ευνοείται αλλά ενίοτε και σαμποτάρεται ο στοχασμός. Σε βλέπει ο άλλος να σκέφτεσαι και σου λέει: «Παιδάκι μου, χαζολογάς;». Σε βλέπει να μένεις μόνος κι αναρωτιέται: «Γιατί απομονώνεσαι;». Σε παρατηρεί να αναζητάς τον προσωπικό σου χώρο και χρόνο και συμπεραίνει: «Έχεις κατάθλιψη».
— Μετά από καιρό επιστρέφεις στη σκηνή ως ηθοποιός στο νέο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη «Rayman ούρλιαξε». Πώς είναι αυτός ο τύπος;
Πρόκειται για έναν καταξιωμένο επιστήμονα που ετοιμάζεται να παραλάβει ένα σημαντικό βραβείο. Αλλά την τελευταία στιγμή η αμφιθυμία τον διαλύει: από τη μια βασανίζεται γιατί αισθάνεται ότι τα βραβεία φθηναίνουν το έργο του, από την άλλη –όπως όλοι– έχει μια πλευρά που χαίρεται και την πιο ευτελή επιβράβευση. Είναι ένας μεσήλικας που βιώνει μια τρομερή εσωτερική πάλη: από τη μια επιθυμεί τις διακρίσεις κι από την άλλη γνωρίζει ότι η συσχέτιση με τις βραβεύσεις ενδεχομένως να του κλέψει την πνευματικότητά του.
— Έχεις υποφέρει από αντίστοιχες αμφιθυμίες;
Δεν μου έχει τύχει να μισώ κάτι τόσο πολύ που να το αρνούμαι. Το βραβείο Χορν μια χαρά το δέχτηκα, χάρηκα και το ποσό που το συνόδευε και το αξιοποίησα κάνοντας την επόμενή μου παράσταση. Καταλαβαίνω όμως την εσωτερική σύγκρουση. Κανείς δεν μπορεί να έχει απαλλαγεί από την ανάγκη να αρέσει ή να βγάζει χρήματα. Το θέμα είναι πόσο χώρο παραχωρείς σε αυτές τις ανάγκες. Μπορείς, για παράδειγμα, να παλεύεις μαζί τους μέχρι τέλους, αλλά μπορείς και να παραδοθείς αμαχητί. Είναι όπως στο θέατρο: Όλοι θέλουμε να έχουμε κόσμο στις παραστάσεις μας. Αλλά αν φτιάχνεις παραστάσεις με μοναδική πρόθεση να αρέσουν, σίγουρα οι απώλειες θα είναι σημαντικές. Είναι σαν να ενδίδεις στον σκοπό.
— Εσύ θεωρείς ότι ξεμπέρδεψες με αυτή την εσωτερική πάλη;
Μπα, δεν νομίζω... Απλώς όσο μεγαλώνω μπαίνω πια πιο εύκολα στα παπούτσια του άλλου, ακολουθώ το όραμα των σκηνοθετών χωρίς να προβάλλω ιδιαίτερη αντίσταση όταν κάτι το θεωρώ λάθος και έχω συνειδητά πια συμφιλιωθεί με τις συνθήκες στο θέατρο. Είναι σαν να έχω αποδεχτεί ότι έτσι θα πάει: Θα κάνω παραστάσεις που θα μπαίνουν μέσα, δεν θα μου είναι ποτέ εύκολη η διαδικασία της δημιουργίας, δεν θα έχω οικονομική ευχέρεια.
— Το να δουλεύεις με πρόσωπα που δεν εκτιμάς ή με τα οποία δεν μιλάς την ίδια γλώσσα δεν είναι μια τέτοια μορφή υποχώρησης;
Ο ηθοποιός πρέπει να ερωτευτεί για να υποδυθεί έναν ρόλο σωστά. Αλλιώς δεν μπορεί να το κάνει. Έστω και με το ζόρι, πρέπει να βρεις στην εκάστοτε συνθήκη το πρόσωπο, το κείμενο, τον ρόλο μαζί με τον οποίο θα σηκώσεις το βάρος. Είναι αβάσταχτο φορτίο, και δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο, να δουλεύεις κάπου που δεν αντέχεις.
— Και για να κλείσουμε με τη «Νέα Ήπειρο». Τι είναι ο Φανής που ερμηνεύεις στην ταινία του Παντελή Παγουλάτου;
Ένας αλητάκος μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο περιθωριακούς φτωχοδιάβολους. Είναι μάγκας, κλεφτρόνι κι ενώ προβάλλει την πολύ βίαιη πλευρά του, συγχρόνως είναι και λίγο αστείος, οπότε τα κάνει μαντάρα. Το κορίτσι που αγαπά επίσης υπηρετεί τα ίδια ελεεινά πρότυπα, οπότε καταλήγουν πάντα χαμένοι. Είναι άλλος ένας ηττοπαθής τύπος που με συγκίνησε βαθιά.
— Έχεις καταλάβει τι σε έλκει σε αυτούς τους ρόλους;
Μάλλον δεν νιώθω τόσο ζεστά πλάι στη λάμψη, στους πολύ φωτεινούς και ταλαντούχους. Πιστεύω ότι ο χαζός κι ο ηττημένος είναι πιο κοντά στο πνεύμα από τον νικητή και τον τέλειο.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τη θεατρική παράσταση «Η σκέψη» εδώ.