Τα παράθυρα σφραγίζονται για να κλείσουν έξω τους δαίμονες. Τα παράθυρα ανοίγουν για να φύγει η ψυχή από τη φυλακή του σώματος. Πόσο μπορούν να αγαπηθούν δύο άνθρωποι;
Δεν υπάρχουν όρια στο σύμπαν της Έμιλι Μπροντέ.
Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κατηφορίζουν ξέφρενα την πλαγιά και χάνονται στα χερσοτόπια. Εκεί ξημεροβραδιάζονται, χοροπηδούν σαν αγριοκάτσικα, γελούν αχόρταγα και γεύονται την άγρια φύση.
Η Κάθριν και ο Χίθκλιφ. Τα παιδιά της καταιγίδας, τα τέκνα του Γουέδεριν Χάιτς, της επιβλητικής αγροικίας που στέκει αγέρωχη στην κορυφή του λόφου και τη χτυπούν αλύπητα οι άνεμοι της βόρειας Αγγλίας.
Ένα σπίτι τεράστιο, γυμνό, ακατέργαστο, παγωμένο, με τα ωμά κρέατα εκτεθειμένα στην κουζίνα... Κι όμως: αυτός είναι ο παράδεισος για τα δυο μικρά αγρίμια, τη νόμιμη θυγατέρα των Έρνσω και το ορφανό, μαυριδερό γυφτάκι που της έφερε δώρο ο πατέρας της, όταν εκείνη ήταν έξι ετών. Το ονόμασαν Χίθκλιφ, όπως λεγόταν το άτυχο πρωτότοκο της οικογένειας.
Ο μονόλογος της Ισαβέλλας Λίντον αποδεικνύεται χάρμα ώτων και οφθαλμών. Με μάσκα εμπνευσμένη από τα γιαπωνέζικα μάνγκα και πλεγμένα «κεφτεδάκια» στα μαλλιά, η νεαρή ηθοποιός Φελίς Τόπη σίγουρα προσγειώθηκε ανάμεσά μας από άλλη διάσταση. Αν οι κούκλες μπορούσαν να μιλήσουν, τόσο εύθραυστη θα ήταν η φωνή τους, σκεφτόμαστε. Αν μπορούσαν να κινηθούν, τόσο μεταξένιες θα ήταν οι κινήσεις τους.
Οι νεκροί δεν λένε να ησυχάσουν στα Ανεμοδαρμένα Ύψη.
Ειδικά όταν χάνονται πρόωρα, έχοντας υποστεί το μαρτύριο ενός ανελέητου, αδιέξοδου έρωτα, που αρνείται να σβήσει με τον θάνατο. «Ποιος θα ήταν ο λόγος της δημιουργίας μου, αν περιοριζόμουν απόλυτα στον εαυτό μου;» αναρωτιέται η κεντρική ηρωίδα ενώπιον της έμπιστης οικονόμου Νέλλυ Ντιν.
Η Κάθριν βρήκε στον Χίθκλιφ την ολοκληρωμένη εκδοχή της κι αυτό την ανύψωσε στους ουρανούς. Τον πρόδωσε για να παντρευτεί τον Έντγκαρ Λίντον κι αυτό την έστειλε στην τρέλα.
«Νέλλυ, είμαι ο Χίθκλιφ. Είναι πάντα, πάντα στον νου μου. Δεν μου δίνει χαρά, όπως δεν μου δίνει χαρά ο εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτό μου» προσπαθεί να εξηγήσει το υπέρμετρο, αφύσικο πάθος της για τον σύντροφο που αγάπησε από παιδί και που τώρα τον εγκαταλείπει για έναν καθωσπρέπει γάμο, σύμφωνο με τις κοινωνικές συμβάσεις του 19ου αιώνα.
«Η Κάθριν δεν έχει ουσιαστική επιλογή. Παγιδευμένη [...] στα σαγόνια της λογικής, της εκπαίδευσης και της ευπρέπειας, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από αυτό που τελικά κάνει, να προχωρήσει σε γάμο με τον Έντγκαρ Λίντον, εφόσον δεν υπάρχει κανένας άλλος κατάλληλος να τον παντρευτεί και μια κυρία πρέπει να παντρευτεί» σημειώνουν οι Σάντρα Γκίλμπερτ και Σούζαν Γκούμπαρ στην εξαιρετική μελέτη τους The madwoman in the attic: The woman writer and the nineteenth-century literary imagination.
Δεν είναι απλό πράγμα να πουλάς την ψυχή σου. H Kάθριν βουλιάζει σε αχαρτογράφητα νερά. Ανίκανη να υπάρξει χωρίς το έτερον ήμισύ της, θα αποχωρήσει σταδιακά απ' αυτό τον κόσμο που της απαγορεύει να ζει όπως επιθυμεί.
«Κουράστηκα, κουράστηκα να είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Θέλω να φύγω, να βρεθώ ξανά στον φωτεινό κόσμο, και να μείνω για πάντα εκεί. Να μην τον βλέπω πια θολά μέσα απ' τα δάκρυα, να μην τον λαχταρώ πίσω από τους τοίχους μιας βασανισμένης καρδιάς. Να είμαι εκεί, πραγματικά εκεί, μέσα του» εξομολογείται στη Νέλλυ Ντιν λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή.
Ο θάνατος της Κάθριν σηματοδοτεί το τέλος του πρώτου μέρους του αριστουργηματικού μυθιστορήματος (1847) της Έμιλι Μπροντέ και εκεί ακριβώς ολοκληρώνεται η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Χώρος» (το δεύτερο μέρος θα παρουσιαστεί το φθινόπωρο).
Σκηνή που παραπέμπει σε κουκλοθέατρο, κοστούμια «εποχής» σε λιτή εκδοχή, ποικίλες μάσκες για την εναλλαγή των ρόλων, αυτά συνιστούν τα βασικά «εξωτερικά» εργαλεία που χρησιμοποιεί η ομάδα για να πλάσει το νοητό κι αισθητικό πλαίσιο του έργου της.
Όσον αφορά τις μεθόδους εξιστόρησης, επιλέγεται ένας συνδυασμός αφήγησης και αναπαράστασης, με τη μία να διαδέχεται και να συμπληρώνει την άλλη. Ένας διαφορετικός ηθοποιός αναλαμβάνει κάθε φορά τον ρόλο του αφηγητή –πολλαπλοί αφηγητές υπάρχουν άλλωστε και στο μυθιστόρημα–, ενώ αυτά που λέει ζωντανεύουν ως «κανονικό» θέατρο, με ή χωρίς μάσκες, ενώπιόν μας.
Αλίμονο, οι μέθοδοι αυτές εφαρμόζονται τόσο στεγνά, τόσο ανέμπνευστα, ώστε σύντομα μας κυριεύει απελπισία. Ο πρώτος αφηγητής (Δήμητρα Κούζα), υπεύθυνος να μας εισάγει στην ιστορία, περιφρονεί κάθε επιταγή επικοινωνίας με το κοινό: αδιάφορος και στιφός, διαβάζει δυνατά από το βιβλίο του χωρίς καθόλου να νοιάζεται αν μεταδίδει τα νοήματα ή αν τον ακολουθούν οι θεατές.
Ο δεύτερος αφηγητής (Κωνσταντίνος Μωραΐτης) αποδεικνύεται πιο μπριόζος, αλλά δυστυχώς ο τρίτος και σημαντικότερος (Μαντώ Κεραμυδά/Νέλλυ Ντιν), επιφορτισμένος με τον μεγαλύτερο όγκο κειμένου, βαλτώνει σε μια τρομερή μονοτονία και ουδέποτε αναδεικνύει τις χαρές, τις εντάσεις και τις διακυμάνσεις των ανεμοδαρμένων σελίδων.
Κι ενώ αναμένουμε τουλάχιστον τα δραματικά μέρη να μας ανασύρουν από τον λήθαργό μας, αποδεικνύονται κι αυτά τόσο φτωχά, τόσο αναμενόμενα, ώστε θα έλεγε κανείς πως οι εμπλεκόμενοι νιώθουν ευτυχείς να αρκούνται στο αυτονόητο και στο λιγοστό.
Κάθε αναπαράσταση λειτουργεί ως απλοϊκή εικονογράφηση: έτσι, όταν ο αφηγητής λέει «ήταν πάντα ζωηρή και κεφάτη», η ηθοποιός-Κάθριν σηκώνει τα φουστάνια της και χοροπηδά για να μας αποδείξει του λόγου το αληθές.
Δεν βλέπουμε τίποτα που να μην το έχουμε ήδη «δει» –και πολύ πιο έντονα, τολμώ να πω– διαβάζοντας το βιβλίο. Δεν βλέπουμε τίποτα που να φανερώνει ευρηματική οργάνωση του υλικού, επεξεργασία των ιδεών, ανάδειξη των αντιπαραβαλλόμενων κόσμων, προσωπική και εις βάθος τοποθέτηση επί της ιστορίας.
Φυσικά, αυτό συνεπάγεται θάνατο της φαντασίας, και μάλιστα αργόσυρτο, εφόσον διαρκεί δυόμισι ώρες. Η προχειρότητα με την οποία έχει στηθεί ο περιβάλλων σκηνικός χώρος (γύρω από το «πλαίσιο» της σκηνής) έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση.
Οι μάσκες συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας αίσθησης αρχετυπικού παραμυθιού, πράγμα ευπρόσδεκτο, υπάρχουν όμως και φορές που λειτουργούν εις βάρος του επιθυμητού αποτελέσματος.
Στον περίφημο λόγο της Κάθριν, π.χ., εκεί όπου η ηρωίδα ομολογεί την ταύτισή της με τον Χίθκλιφ, η ηθοποιός φοράει μια μάσκα που επηρεάζει την άρθρωσή της, συνεπώς αποτρέπεται η είσοδός μας στον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας.
Γενικότερα, η Δήμητρα Κούζα ως Κάθριν επιδεικνύει απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, μένει όμως εγκλωβισμένη σε ένα ψυχρό, αρραγές κέλυφος – ίσως στην προσπάθειά της να αποφύγει τον μελοδραματισμό.
Ξαφνικά, μετά το διάλειμμα, συμβαίνει ένα μικρό θαύμα: Ο μονόλογος της Ισαβέλλας Λίντον αποδεικνύεται χάρμα ώτων και οφθαλμών.
Με μάσκα εμπνευσμένη από τα γιαπωνέζικα μάνγκα και πλεγμένα «κεφτεδάκια» στα μαλλιά, η νεαρή ηθοποιός Φελίς Τόπη σίγουρα προσγειώθηκε ανάμεσά μας από άλλη διάσταση.
Αν οι κούκλες μπορούσαν να μιλήσουν, τόσο εύθραυστη θα ήταν η φωνή τους, σκεφτόμαστε. Αν μπορούσαν να κινηθούν, τόσο μεταξένιες θα ήταν οι κινήσεις τους.
Θα ξεχώριζα επίσης τη σκηνή όπου το νεοαφιχθέν ορφανό αγοράκι –ο «Χίθκλιφ»– πατάει για πρώτη φορά στα πόδια του: οι ηθοποιοί χειρίζονται εκεί τόσο όμορφα την ξύλινη μαριονέτα, ώστε μοιάζει πραγματικά σαν να εμφυσούν ζωή στο πεταμένο αυτό πλάσμα, που ξυπνά θαμπωμένο και τρέχει ν' αγκαλιάσει τον μπαμπά του.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στην εξαιρετική, υποδειγματική μετάφραση του προσφάτως αποθανόντος Άρη Μπερλή. Αξίζει πραγματικά να τη διαβάσετε.
Info:
Έμιλi Μπροντέ
Ανεμοδαρμένα Ύψη,
Μέρος Πρώτο
Μετάφραση: Άρης Μπερλής
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Μαυρίδου
Σκηνογραφία, ενδυματολογία: Ράνια Εμμανουηλίδου
Φωτισμοί: Παναγιώτης Λαμπής
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Κούκλα: Στάθης Μαρκόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ερατώ Αγγουράκη
Σχεδιασμός σκηνικού χώρου: Αντώνης Δαγκλίδης
Παίζουν:
Δήμητρα Κούζα, Μιχάλης Βαλάσογλου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Γιάννης Λεάκος, Μαντώ Κεραμυδά, Φελίς Τόπη
Εταιρεία Θεάτρου Χώρος
Πραβίου 6, Βοτανικός,
210 3426736
Παρ.-Κυρ. 20:00,
€10 γενική είσοδος
σχόλια