Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ

Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ Facebook Twitter
Ανυπολόγιστης αξίας το κωμικό διαμέτρημα της Γαλήνης Χατζηπασχάλη. Φωτ.: Εύη Καλογηροπούλου
0

Οι φτηνές παγέτες αστράφτουν πάνω στα σώματά τους. «Άραγε θα γίνει κάτι;» αναρωτιούνται σεινάμενοι κουνάμενοι μπροστά από τις θεόρατες χρυσαφί κουρτίνες που περικλείουν σαν «π» τη σκηνή της Φρυνίχου. Η διάθεση είναι ανάλαφρη-περιπαικτική-μπλαζέ∙ κάτι σαν βαριεστημένο όπα-όπα. «Έτσι θα το συνεχίσουμε;» επιμένουν από το μικρόφωνο. Παραμένει ασαφές το κατά πόσο αυτό είναι (και) δική μας ευθύνη. Γεμάτοι ενοχές για την απραξία μας, ανήμποροι να χαλάσουμε χατίρι στους αγαπημένους μας ερμηνευτές, υπακούμε πρόθυμα σε όλες τις οδηγίες που λαμβάνουμε από τα καλοκουρδισμένα στόματά τους: πείτε «ου», πείτε «ναι», πείτε «τζου τζου ναι» κ.ο.κ.

Τι κι αν χτυπάμε παλαμάκια, τι κι αν «κάνουμε κεφάλι», τι κι αν χαχανίζουμε, τελικά «δεν θα γίνει τίποτα», μαθαίνουμε. «Δεν θα γίνει τίποτα ποτέ. Ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο, ούτε παραμεθαύριο. Ποτέ ποτέ ποτέ». Είναι τε-τε-τε-λεσίδικο, φαίνεται. Δεν υπάρχει επιστροφή. Θα πεθάνουμε σ’ έναν βούρκο. Θα σαπίσουμε χειροκροτώντας ανόητους με παγέτες που μας «διασκεδάζουν», ενώ κατά βάθος δεν μας έχουν σε καμία εκτίμηση. «Έρχεστε εδώ και βρομάτε σαν σκατά. Γιατί δεν πλένεστε;» μας ρωτά ημιαγριεμένη η Ιωάννα Μαυρέα. «Που και το σκατό καλύτερο είναι από σας», συνεχίζει στο ίδιο μυρωδάτο ύφος.

Δεν έχει επιλέξει να αναδεικνύει το «καλό», αντιθέτως ουρλιάζει μπροστά στο «κακό» σαν το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή. Όλα είναι σαθρά, όλα βρομούν και ζέχνουν –προπαντός εμείς–, το μόνο που μας απομένει, αν ποτέ ξυπνήσουμε και το καταλάβουμε, είναι η καύλα και η χαρά του σοδομισμού – άντε και μερικά γνήσια λαϊκά, ελληνικά τραγούδια.

Μετά το κοπρολαγνικό κρεσέντο, το σκηνικό επιτέλους αλλάζει. Τώρα περνάμε στην καθαρή, ανόθευτη παρωδία. Φανταστείτε τον τσεχοφικό Γλάρο εμπλουτισμένο με ξυλοφόρτωμα, σαδομαζοχισμό, κυνοφαγία, παιδεραστία, γλωσσοκοπία και σκηνική υστερία. Ο Τριγκόριν είναι ένα σίχαμα-τύραννος-μεγαλομπεμπές-νάρκισσος που απαιτεί τη στιγμιαία και προπαντός αδιαπραγμάτευτη ικανοποίηση όλων των βίτσιων και καπρίτσιων του, η Γελένα Πόποβα (έτσι λέγεται εδώ η Αρκάντινα) αγγίζει αδιανόητα ύψη ηδονικής παράκρουσης, ικετεύοντάς τον να την τρυπήσει με ένα πιρούνι, ο γιος της Τρέπλιεφ παραμένει ένα μαμόθρεφτο ερωτευμένο με τη Νίνα-Νινάκι –αλλά σε πιο cool εκδοχή και χωρίς αυτοκτονικές τάσεις–, η νεαρή Νατάσα Ναβρατίλοβα περιμένει τον αγαπημένο της κρεμασμένη στο παράθυρο, η Μάσα παρακολουθεί τα πάντα από μία γωνία, μεθυσμένη, ερεθισμένη, αγανακτισμένη, έτοιμη να τα κάνει όλα λίμπα, η βλοσυρή μαγείρισσα Μεντβεντένκο-Μαυρέα αγωνιά για τα σερβίτσια, ενώ ένα παράλογο δράμα τρομερής έντασης εκτυλίσσεται γύρω από το μυστήριο του χαμένου λαρδιού, που φέρνει τα μέλη της οικογένειας σε φριχτή αντιπαράθεση, απελευθερώνοντας ένα παράξενο κράμα πείνας, μούχλας, κλιματικής καταστροφής, σεξουαλικής διαστροφής, splatter σκηνών, ουρλιαχτών, και αναποδογυρισμένων επίπλων.

Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ Facebook Twitter
Η Κιτσοπούλου ξερνάει. Με όλους και με όλα. Φωτ.: Εύη Καλογηροπούλου

Αφού κορυφωθεί με μια ακραία πράξη βίας –τη φριχτή τιμωρία που επιβάλλεται από την ομήγυρη στη Μάσα, όταν η τελευταία ξεμπροστιάζει τον παιδεραστή Ιλία Αντρέγιεβιτς–, η παράσταση κλείνει σε ήρεμους τόνους με μια ακόμη παρωδία, αυτήν τη φορά της τηλεοπτικής εκπομπής «Κυριακή στο χωριό»: η ειδυλλιακή ζωή στο Πετσετοχώρι ορεινής Αιτωλοακαρνανίας, τα ροζ μάγουλα των χωρικών, η επαφή με το χώμα, ο καταρράκτης του Χρυσού Δράκου (ναι! Ο Δράκος ζει μέχρι σήμερα), τα τιτιβίσματα των αηδονιών, το μπούκοβο, το μαχλέπι, το ρακόμελο, οι άνθρωποι με τις «ανοιχτές ψυχές» συνθέτουν την γνήσια ελληνική ουτοπία, αυτήν που οι «ψαγμένοι» Αθηναίοι έχουν απολέσει οριστικώς διάγοντας έναν βίο πλήρους αποκτήνωσης.  

«Μιλάω για έναν θυμό προσωπικό, βαθύ, από μέσα, πολύ προσωπικό, θυμό με πόνο, ΘΥΜΟ, ΘΥΜΟ, ΘΥΜΟ!» είναι η τελευταία φράση που ακούγεται πριν από τη λήξη και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, πράγματι, ο θυμός συνιστά, ακόμα, το βασικό κινητήριο συναίσθημα της συγγραφέως, η οποία διαποτίζει με αυτό άλλο ένα δημιούργημά της.

Η Κιτσοπούλου έχει θυμό. Και τον εκφράζει ποκιλοτρόπως. Ξεκινάει μ’ ένα βεβιασμένο τσιφτετέλι-ωδή στο «τίποτα», περνάει στην εκτόνωση διά βωμολοχίας, βρίσκει προσωρινή διέξοδο στην αποδόμηση και την κοροϊδία, καταλήγει με τον απόλυτο εμπαιγμό της δήθεν αυθεντικής ελληνικότητας. Σατιρίζει τη νοθευμένη μπουζουκο-κουλτούρα μας, κανιβαλίζει τους κλασικούς –αλλά κι αυτούς που ονειρεύονται να γίνουν «κλασικοί»–, ξεσκεπάζει την υποκρισία μας γύρω από το θέμα της γυναικείας κακοποίησης, μιλάει για τη σκοτεινή πλευρά της σεξουαλικότητας, κραυγάζει τη σαρωτική δύναμη της επιθυμίας, της αναρχικής παρόρμησης, της ηδονής που πηγάζει από τη βία, από το γκρέμισμα κάθε ιερού και όσιου, κάθε παγιωμένης «αξίας» που μας καθηλώνει στα αόρατα δεσμά μας. Η κατάσταση δεν θα αλλάξει ποτέ, η απραξία μας θα συνεχίζεται επ' άπειρον, θα καταπίνουμε αμάσητα όλα τα σκουπίδια που μας σερβίρουν, θα παρακολουθούμε μουδιασμένοι τον εξευτελισμό μας σε μια μετα-μπεκετική λούπα δίχως τέλος, δίχως προοπτική ανατροπής. 

Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ Facebook Twitter
Αστράφτουν οι Ιωάννα Μαυρέα και Γιάννης Κότσυφας. Φωτ.: Εύη Καλογηροπούλου

Κι αν η ζωή διαθέτει θετικές πλευρές, αυτές ουδόλως αφορούν την Κιτσοπούλου. Δεν έχει επιλέξει να αναδεικνύει το «καλό», αντιθέτως ουρλιάζει μπροστά στο «κακό» σαν το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή. Όλα είναι σαθρά, όλα βρομούν και ζέχνουν –προπαντός εμείς–, το μόνο που μας απομένει, αν ποτέ ξυπνήσουμε και το καταλάβουμε, είναι η καύλα και η χαρά του σοδομισμού – άντε και μερικά γνήσια λαϊκά, ελληνικά τραγούδια.

Δεν είναι τυχαίο, φυσικά, ότι η ίδια γράφει για τον εαυτό της και υποδύεται τον ρόλο της Μάσας: η αλκοολική, σεξουλιάρα, αμακιγιάριστη και ανυπόταχτη Μάσα είναι η μόνη που τολμά να ξεσκίσει τον ιστό της εγκληματικής σιωπής, να αψηφήσει τον φόβο των οδυνηρών συνεπειών, να τις υποστεί μέχρι τέλους. Η Μάσα/Λένα είναι η Λαβίνια του Σαίξπηρ, η Κασσάνδρα του Αισχύλου και η Έιμι Γουάινχάουζ σε ένα. Καταραμένη να τραγουδάει την αλήθεια και να μην την πιστεύει κανείς· όχι μόνο να μην την πιστεύει αλλά να της κόβει κυριολεκτικά τη γλώσσα σε μια απελπισμένη απόπειρα παραδειγματικής φίμωσής της. (Αντι)φεμινιστικό ίνδαλμα, οργισμένη ρομαντική καλλιτέχνις, ιέρεια της απελευθέρωσης, Ερινύα και Μέδουσα μαζί, αυτή την περσόνα καλλιεργεί, χρόνια τώρα, η Κιτσοπούλου για τον εαυτό της, φροντίζοντας, από τη μια, να τη συνδέσει επιμελώς με την προσωπική της μυθολογία και, από την άλλη, να την τοποθετήσει στο πλέον αντι-μυθολογικό σκηνικό της σύγχρονης ευτέλειας και παρακμής.

Η Κιτσοπούλου ξερνάει. Με όλους και με όλα. Ξερνάει μαζί μας, με τους συναδέλφους της, με τους φίλους της (το «σκετς» του εμετού ήταν ίσως το πιο επιτυχημένο της παράστασης). Μας διασκεδάζει, μας ταπεινώνει, μας νουθετεί, μας εξηγεί γιατί η ζωή μας «έχει γίνει ένα καραόκε», μας προκαλεί, μας δοκιμάζει. Μας πετά καταπρόσωπα το «τίποτα». Όμως, παρόλο που βρίθει παρανοϊκών ιδεών κι ευρημάτων, παρόλο που επιστρατεύει τους καλύτερους και τις καλύτερες – ανυπολόγιστης αξίας το κωμικό διαμέτρημα της Γαλήνης Χατζηπασχάλη και της Ιωάννας Μαυρέα, ενώ εξίσου αστράφτουν δίπλα τους ο Γιάννης Κότσυφας, ο Θοδωρής Σκυφτούλης και ο Πάνος Παπαδόπουλος–, δεν αποφεύγει τελικά το «ξεχείλωμα», το αναμάσημα, την κόπωση – σαν να επιμένει κανείς να στίβει επί ώρες το ίδιο κουκούτσι. Πόσο να αρμέξεις το «τίποτα»; 

Αυτή που δεν θα σωπάσει ποτέ Facebook Twitter
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης. Φωτ.: Εύη Καλογηροπούλου

Με αυτόν τον τρόπο, οδηγεί τον θεατή σε μια θέση ανυπόφορη: τον αναγκάζει ν’ ακούει το ίδιο «μήνυμα» ξανά και ξανά, πολτοποιημένο μέχρι εξοντώσεως (της έμπνευσης, της υπομονής, της απόλαυσης). Θα έλεγε, βέβαια, κανείς, ότι εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι, στη δοκιμασία των αντοχών μας. Αν εγώ σας δείχνω το τίποτα, αν ορθώνω απέναντί σας τον καθρέφτη της αποβλάκωσής σας, εσείς γιατί δεν αντιδράτε; Γιατί παρακολουθείτε σαν χάνοι και τα δέχεστε όλα αγόγγυστα; θα μπορούσε να ρωτά η δημιουργός.

Το περασμένο Σάββατο, η κυρία που καθόταν δίπλα μου επέλεξε να κάνει ακριβώς αυτό: να αντιδράσει. Το έπραξε υιοθετώντας διάφορες μεθόδους, πότε σφυρίζοντας, πότε μιλώντας «αγενώς» και, τέλος, βγάζοντας το κινητό της και τηλεφωνώντας σε μια φίλη. Αυτή η αθώα πράξη αντίστασης απέναντι στην κενότητα και την ξεθυμασμένη επαναληπτικότητα της σκηνικής δράσης προκάλεσε πλήθος παρατηρήσεων από τους «σοβαρούς», προσηλωμένους θεατές, οι οποίοι, υπνωτισμένοι από το είδωλό τους στον καθρέφτη, δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λέξη από το «έργο». Κι αυτή, τελικά, ήταν η πιο ενδιαφέρουσα, από πολιτικής άποψης, στιγμή της βραδιάς, η πιο περίτρανη απόδειξη της αποχαύνωσής μας, της ανημπόριας μας να αμφισβητήσουμε το κύρος της θεατρικής συνθήκης, ακόμα και όταν η τελευταία μάς περιπαίζει, μας καταπιέζει και μας ακυρώνει επιδεικτικά. Όπως ακριβώς κάνουμε, δηλαδή, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας.

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Θέατρο / «Merde!»: Μια παράσταση για τα κωμικοτραγικά παρασκήνια του θεάτρου

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Γιώργος Κουτλής συνσκηνοθετούν τον Νίκο Καραθάνο και την ομάδα των «Παιχτών» σε ένα νέο έργο με έναν αδηφάγο παραγωγό, έναν «ποιοτικό» σκηνοθέτη, έναν «εμπορικό» ηθοποιό, και τον γολγοθά της προετοιμασίας μιας παράστασης που πρέπει να αφορά τους πάντες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Θέατρο / Πριονίζοντας τα ποδ(άρ)ια της πατριαρχίας

Πατροκτονίες δεν επιτελούν, πλέον, μόνον οι γιοι αλλά και οι θυγατέρες, όπως διαπιστώνουμε στη μαύρη κωμωδία «Ο τρόμος του κροκόδειλου» που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ένα τετραήμερο με ψηφιακή και αναλογική τέχνη στη Νέα Υόρκη

Αποστολή στη Νέα Υόρκη / «Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από το AI, αλλά ότι μπορεί να γίνει πιο δημιουργικός»

Η LiFO παρακολούθησε τέσσερα έργα ψηφιακής τέχνης και χορού με τα οποία το Ίδρυμα Ωνάση και η πλατφόρμα Onassis ONX συμμετείχαν στο φημισμένο νεοϋορκέζικο φεστιβάλ «Under the radar».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
O οdy icons τραγουδάει Λαπαθιώτη σε μια παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη και της bijoux de kant

Θέατρο / «Ο Λαπαθιώτης έφερνε τη νύχτα μέσα στη μέρα, κάτι που σήμερα αποκαλούμε "κουίρ"»

Ο περφόρμερ και δημιουργός της αβανγκάρντ μουσικής οdy icons ερμηνεύει ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μελοποιημένα από τον Χρίστο Θεοδώρου στη νέα παράσταση της bijoux de kant.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Θέατρο / Σημασία έχει ν’ αγαπάς (και να χορεύεις)

Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα «Το Συνέδριο για το Ιράν» του Βιριπάγιεφ, έναν ιδιότυπο αγώνα λόγου που είναι σμιλεμένος σκηνοθετικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μοιάζει με ακαδημαϊκή «εισήγηση».
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είναι ρομαντικό το ότι πέθανε τόσο νέα η Σάρα Κέιν, είναι βάναυσο και θλιβερό»

Θέατρο / «Δεν είναι ρομαντικό το ότι πέθανε τόσο νέα η Σάρα Κέιν, είναι βάναυσο και θλιβερό»

Τριάντα χρόνια μετά το εκρηκτικό ντεμπούτο της στη θεατρική σκηνή με το έργο «Blasted», συνάδελφοι και συνεργάτες της σπουδαίας συγγραφέως μιλάνε για την ίδια και το έργο της.
THE LIFO TEAM
Ο γαλήνιος και ανησυχητικός χορός του Χρήστου Παπαδόπουλου

Portraits 2025 / Ο γαλήνιος και ανησυχητικός χορός του Χρήστου Παπαδόπουλου

Εδώ και δέκα χρόνια ο Χρήστος Παπαδόπουλος χορογραφεί εικόνες γαλήνιες ή ανησυχητικές, με το μινιμαλιστικό του λεξιλόγιο να εκφράζει τη δύναμη της ανθρώπινης επαφής, την προσωπική ελευθερία στη συνθήκη της κοινής εμπειρίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζαβαλάς Καρούσος: Η θυελλώδης ζωή του ηθοποιού που είπε πρώτος το περίφημο «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Τζαβαλάς Καρούσος: Ο ηθοποιός που είπε πρώτος το περίφημο «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»

Ηθοποιός, μεταφραστής, αγωνιστής της αριστεράς, ο Τζαβαλάς Καρούσος που πέθανε σαν σήμερα το 1969 είχε ως στόχο του τη βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων του και τη δικαίωση του καθημερινού τους μόχθου μέσα από τον σοσιαλισμό.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Το "δημοφιλής" είναι ό,τι πιο προσβλητικό έχουν πει για μένα»

Portraits 2025 / Η Ελένη Ράντου κάνει το πάρτυ της ζωής της. Και στο τέλος ξεσπά σε λυγμούς.

Με την παράσταση-φαινόμενο «Το πάρτυ της ζωής μου» η Ελένη Ράντου ξετυλίγει με χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια πενήντα χρόνια «τραυμάτων» με φόντο τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και αναζητά τους λόγους που αξίζει να ζεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Portraits 2025 / Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Η χορογράφος και στενή συνεργάτιδα της Ελένης Φουρέιρα, αφού έφτιαξε την πιο viral χορογραφία της χρονιάς για το «Αριστούργημα», αποφάσισε να δοκιμαστεί και στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο. Και ναι, πήγε καλά αυτό.
ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ
Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ