Μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι κάποια έργα τελειώνουν με την εποχή τους; Και ότι σε εξαιρετικές περιόδους, όπως ήταν για παράδειγμα η Οκτωβριανή Επανάσταση και η δεκαετία που ακολούθησε, κατά τη διάρκεια της οποίας στήθηκε εκ του μηδενός το σοβιετικό κράτος, κάποιοι συγγραφείς μπορεί να ήταν τόσο απορροφημένοι από το ιλιγγιώδες που συνέβαινε γύρω τους, ώστε να έγραφαν ακριβώς γι’ αυτό;
Χωρίς άλλη φιλοδοξία πέρα από το να συμβάλουν με τον τρόπο τους στο προτσές αυτού του μοναδικού πολιτικοκοινωνικού πειράματος, αποτυπώνοντας, σχολιάζοντας και επιθυμώντας να προκαλέσουν αντιδράσεις και διόρθωση των στρεβλώσεων που ήδη διάβρωναν το όραμα της επανάστασης και του νέου κόσμου που αυτή θα γεννούσε;
Ο Νικολάι Έρντμαν γεννήθηκε στη Μόσχα το 1900. Με το ξέσπασμα της επανάστασης κατατάχθηκε στον Κόκκινό Στρατό. Eπηρεασμένος από τον Μαγιακόφσκι και τον Γιεσένιν (που και οι δύο, απελπισμένοι, αυτοκτόνησαν, το 1930 ο πρώτος, το 1925 ο δεύτερος) και τον ολικό αναβρασμό της εποχής για τη νέα τέχνη της σοβιετικής εποχής, συμμετείχε σε πρωτοποριακές λογοτεχνικές ομάδες και έγραψε παρωδίες για τις σκηνές των μοσχοβίτικων θεάτρων.
Καημένε Έρντμαν, πού να φανταζόσουν ότι η ευρηματική, απίστευτης τόλμης καταγγελία σου θα κατέληγε σε μια καθόλα αντιδραστική σκηνική προσέγγιση, με τον βασικό πρωταγωνιστή να λέει μετ’ επιτάσεως και σχεδόν συγκινητικά: «Τι ζητάω; Ένα καλούτσικο μισθό και μια ήσυχη ζωή!».
To 1924 o Μέγιερχολντ ανεβάζει το πρώτο μεγάλο έργο του Έρντμαν, την Εντολή, στο οποίο ήδη τον απασχολεί η απώλεια της ταυτότητας, η αλλοτρίωση του εαυτού. Το ίδιο ζήτημα θα πραγματευτεί εκ νέου στη μαύρη σατιρική κωμωδία Ο Αυτόχειρ (1928), όπου εκθέτει τολμηρά και μάλιστα μέσα από το «ευχάριστο» φίλτρο της κωμωδίας, πώς η νέα πολιτική συνθήκη οδηγεί σε έναν φρικτό, ανελεύθερο και αυταρχικό κόσμο και τους πολίτες στην αδράνεια του φόβου, στην παραίτηση της διάψευσης και σε χυδαίες τακτικές επιβίωσης.
Τον επιβεβαίωσαν όσα ακολούθησαν. Παρά τη θετικότατη κρίση του Γκόρκι, ούτε ο Μέγιερχολντ, ούτε το θέατρο Βαχτάνγκοφ, ούτε η επιστολή του Στανισλάβσκι προς τον Στάλιν, μπόρεσαν να ξεπεράσουν την άρνηση της λογοκρισίας και να αλλάξουν την καταδικασμένη ως «αντεπαναστατική» τύχη έργου και συγγραφέα.
Ο Έρντμαν εκτοπίστηκε για χρόνια στη Σιβηρία και μεταπολεμικά, παραμένοντας στην αφάνεια, εξασφάλιζε τα προς το ζην γράφοντας ακίνδυνα σενάρια για ταινίες. Επέστρεψε στο θέατρο το 1964, όταν ο Γιούρι Λιουμπίμοφ ίδρυσε το Θέατρο Ταγκάνκα, αναλαμβάνοντας σκηνικές διασκευές κλασικών μυθιστορημάτων. Ωστόσο, μόνο το 1990, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Έρντμαν, μπόρεσε ο Λιουμπίμοφ να ανεβάσει τον Αυτόχειρα.
Η παρανόηση μιας φράσης του Σεμιόν Ποντσεκάλνικοφ, κεντρικού προσώπου στον Αυτόχειρα, οδηγεί σε μια κωμικοτραγική κατάσταση: κυκλοφορεί ευρέως ότι προτίθεται να δώσει τέλος στη ζωή του. Αμέσως καταφτάνουν διάφοροι τύποι που θέλουν να αξιοποιήσουν την αναμενόμενη αυτοχειρία προς ίδιον όφελος. Η επιρροή της τεχνικής που ο Αριστοφάνης τελειοποίησε στον Πλούτο (με την επίσκεψη των ιδιοτελών στο σπίτι όπου φιλοξενείται ο Πλούτος: του συκοφάντη, της ερωτευμένης γριάς, του Ερμή και του ιερέα) είναι σαφής.
Εδώ την «υπεραξία» της αυτοκτονίας του Σεμιόν διεκδικούν ένας εκπρόσωπος της περιθωριοποιημένης ιντελιγκέντσιας, μια γυναίκα που θέλει να προκαλέσει ζήλια στον άντρα που αγαπάει, ένας μαρξιστής κλητήρας, ένας συγγραφέας που δεν θέλει να είναι πια «σαλπιγκτής» της εξουσίας αλλά να γίνει Τολστόι, ένας ιερέας κ.ά., όλοι με τα δικά τους επιχειρήματα, ζωούλες θυσιασμένες στο υπέρτερο όραμα της οικοδόμησης ενός νέου, θαυμαστού κόσμου, που τους έχει ήδη καταπιεί.
Kαυτό αποτύπωμα της εποχής του, ο Αυτόχειρ δεν μπορεί να σταθεί απομακρυσμένος από το περιβάλλον και τα κατεπείγοντα αιτήματα που οδήγησαν στη δημιουργία του ‒ λείπουν τα κοινωνικοπολιτικά ανάλογα που θα επέτρεπαν να συνομιλήσει απευθείας με την εποχή μας.
Οπότε γιατί να ανεβάσεις σήμερα αυτό το έργο; Τι ξέρει ο μέσος θεατής για τη ρωσική ιντελιγκέντσια, για το προλέτκουλτ και τις δυνάμεις που συγκρούστηκαν στο όνομα της νέας τέχνης και της «προλεταριακής κουλτούρας»; Tι γνωρίζει για τις σοφές απόψεις του Λένιν ενάντια στην «παρθενόγενεση» της προλεταριακής τέχνης και για τον κατά Λέον Τρότσκι «άνθρωπο του μέλλοντος» (Λογοτεχνία και Επανάσταση, 1924) που όφειλε να κυριαρχήσει στα συναισθήματα και στα ένστικτά του, ώστε να ανυψωθεί σε ένα νέο επίπεδο και να δημιουργήσει την ιδανική κοινωνία; Ο Έρντμαν συνομιλεί στην ουσία μαζί τους, αρνούμενος τα «θετικά πρότυπα» που το καθεστώς απαιτούσε από τους δημιουργούς να προβάλλουν στα έργα τους, αρνούμενος τον ήρωα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που, αν και απλός καθημερινός άνθρωπος, μπορεί να εκφράζει τέλεια το όραμα και τις θυσίες που απαιτούσε η νέα κομμουνιστική πραγματικότητα.
Γι’ αυτό και ο Σεμιόν Ποντσεκάλνικοφ είναι ο απόλυτος αρνητικός ήρωας: τεμπέλης και φυγόπονος, σε όλη την επανάσταση «δεν ξεμύτισε από το σπίτι του», τώρα ζει εις βάρος της γυναίκας του και ερεθίζεται από την ξαφνική διασημότητα που του προσφέρει η προοπτική της αυτοχειρίας του. Ευγενική φιλοδοξία δεν τον κινεί, δεν πιστεύει σε κάτι, κανένα όνειρο αλλαγής δεν νοστιμίζει τη θλιβερή καθημερινότητά του.
Ο Έρντμαν επιμένει: δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι και ιδανικές κοινωνίες και ο καινούργιος κόσμος που οικοδομούνταν μετά την επανάσταση δεν μπορεί, είναι τραγικό λάθος, να βασίζεται σε κατασκευασμένες, ψεύτικες θεωρίες και «εφαρμογές» επί του πεδίου.
Το «γιατί» αυτό το έργο σήμερα, λοιπόν, και μάλιστα σκηνοθετημένο από έναν καλλιτέχνη της νεότερης γενιάς, ο οποίος μόνο επιφανειακά μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το μαύρο πολιτικό δράμα με το κωμικό περίβλημα, δεν απαντάται εύκολα. Οπωσδήποτε έξυπνα, ο Γιώργος Παπαγεωργίου έστησε την παράσταση ως θέαμα, ως τσίρκο παράξενων τύπων (ελάχιστοι οι αναγνωρίσιμοι εκτός του περιβάλλοντος του πρωτοτύπου) σε ένα απολιτικό πλαίσιο βαλκάνιας post-modern ιλαρότητας που καταπίνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός εξ αυτών.
Δεν χρειάζεται κόπος για να απολαύσεις τον (έξοχο) Νίκο Καρδώνη που ως σόουμαν υποστηρίζει τα δίκαια της περιθωριοποιημένης ιντελιγκέντσιας, ούτε να ασχοληθείς με κάτι μαρξιστικά που αναφέρονται, ούτε και να αναρωτηθείς γιατί ο Κώστας Μπερικόπουλος στον ρόλο του συγγραφέα Βικτόρ τσιτάρει τις ατάκες του Βέγγου από το Βλέμμα του Οδυσσέα (την ταινία του Αγγελόπουλου) για την Ελλάδα που ξεψυχάει και αν είναι να ξεψυχήσει, ας γίνει γρήγορα για να μην υποφέρουμε επί μακρόν;! Ας είναι καλά η Λένα Κιτσοπούλου.
Eίχε πολλές αρετές η παράσταση του Γιώργου Παπαγεωργίου. Πρώτα απ’ όλα, έναν πολύ καλό θίασο, αποτελούμενο από έμπειρους και ηλικιακά νεότερους ηθοποιούς. Ξεχώρισαν με τις συγκροτημένες ερμηνείες τους ο Μανώλης Μαυροματάκης, η Αγορίτσα Οικονόμου, ο Νίκος Καρδώνης και η Ναταλία Τσαλίκη.
Επιτυχής ήταν και η σύνθεση του κόσμου της παράστασης από ποικίλα, ξένα μεταξύ τους στοιχεία που ενοποιήθηκαν στη λογική του θεάτρου εν θεάτρω (και μέσα στον διονυσιασμό της αποχαιρετιστήριας γιορτής της Γ’ Πράξης). Έτσι, τα παραμορφωμένα μπουρλέσκ στοιχεία (πολύ καλή στον ρόλο της, με κοστούμι σέξι υπέρβαρης, η Βάσω Καβαλιεράτου) και η αισθητική τύπου Ρομά (για τον Μάκη Παπαδημητρίου) έδεσαν μια χαρά με τις ρωσικές πινελιές στα κοστούμια της Ναταλίας Τσαλίκη και της Αγορίτσας Οικονόμου. Το σκηνικό (θεατρικά τελάρα, καρέκλες των ερμηνευτών ως θεατών στη μία άκρη της σκηνής, η ορχήστρα από την άλλη) του Πάρι Μέξη ήταν λειτουργικό και γόνιμος ο διάλογος της σκηνικής δράσης με την πενταμελή ορχήστρα.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα το κοινό αποχωρεί από το θέατρο Κοτοπούλη με ευχάριστη διάθεση. Καημένε Έρντμαν, πού να φανταζόσουν ότι η ευρηματική, απίστευτης τόλμης καταγγελία σου θα κατέληγε σε μια καθόλα αντιδραστική σκηνική προσέγγιση, με τον βασικό πρωταγωνιστή να λέει μετ’ επιτάσεως και σχεδόν συγκινητικά: «Τι ζητάω; Ένα καλούτσικο μισθό και μια ήσυχη ζωή!».
Μάλιστα. Γιατί, ως γνωστόν, η ζωή είναι ωραία.
«Αυτόχειρ!», του Νικολάι Έρντμαν
Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Γιώργος Δούσος, Δημήτρης Κλωνής
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Παίζουν: Μανώλης Μαυροματάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Ναταλία Τσαλίκη, Μάκης Παπαδημητρίου, Βάσω Καβαλιεράτου, Νίκος Καρδώνης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Λυδία Τζανουδάκη, Φανή Παρλή, Αντώνης Αντωνιάδης, Νικόλας Ντούρος, Εβίτα Αγαΐτση
Εθνικό Θάτρο
Rex - Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Τετάρτη & Κυριακή: 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 21:00
Έως 15/5
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.