Ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος. Μια κουβέντα του φτάνει για να νομίσουν οι άνθρωποι γύρω του ότι θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του. Έτσι ξεκινά ο «Αυτόχειρας» του Νικολάι Έρντμαν, ένα έργο που γράφτηκε το 1927 για το θέατρο του Μεγιερχολντ και δεν ανέβηκε ποτέ – μάλιστα ο συγγραφέας το πλήρωσε με μακρόχρονη εξορία στη Σιβηρία. Ανέβηκε σαράντα χρόνια αργότερα, αλλά ο Έρντμαν δεν πρόλαβε να δει το έργο του στη σκηνή. Σήμερα, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο: μιλά για την εργαλειοποίηση της ζωής και του θανάτου, την υποκρισία, τη διαφθορά της κοινωνίας και τα κρυμμένα πίσω από λαμπερές κοινωνικές επιφάνειες κίνητρα με χιούμορ και ειρωνεία. Ο Μανώλης Μαυροματάκης υποδύεται τον μπερδεμένο, σε απόγνωση ήρωα που δεν ξέρει τι θα τον βγάλει από την αφάνεια και τη μίζερη καθημερινότητά του, η ζωή ή ο θάνατος.
— Μίλησέ μου γι' αυτόν τον «ήρωα» που υποδύεσαι.
Είναι ένας άνθρωπος που κινείται στα όρια του λούμπεν, άνεργος, τον ζει η γυναίκα του και έχει μεγάλο πρόβλημα με αυτό. Σε ένα καβγά τους παρεξηγεί η γυναίκα του δυο-τρεις κουβέντες του, νομίζει ότι θέλει να αυτοκτονήσει, κι αυτό το νέο μαθαίνεται. Καταφθάνει ένας εκπρόσωπος της ρωσικής ιντελιγκέντσιας που υποστηρίζει ότι «η αυτοκτονία σου πρέπει να είναι μια πράξη διαμαρτυρίας, εσύ πρέπει να καταγγείλεις τα κακώς κείμενα της κοινωνίας», διάφοροι άλλοι που του λένε «πρέπει να αυτοκτονήσεις», κι αυτός, τελικά, όντας ένας άνθρωπος που ζει στην αφάνεια, τα ακούει όλα προσεκτικά και δείχνει να πείθεται. Είναι κάτι που συνδέεται και με το σήμερα, γιατί αυτός ο άνθρωπος, όταν μιλάει για τον καημό του, θέλει να βγει από τον σωρό, να υπάρξει. Τώρα βλέπεις, για παράδειγμα, ανθρώπους που πάνε στα ριάλιτι.
Το έχουμε εμείς οι Έλληνες από τις μαμάδες μας να βλέπουμε κάπως μαξιμαλιστικά τη θέση μας, θέλουμε να γίνουμε πρωθυπουργοί και Πρόεδροι της Δημοκρατίας όλοι, νιώθεις ότι αν δεν μιλήσει για σένα όλος ο κόσμος, δεν υπάρχεις.
— Δεν συμβαίνει μόνο στα ριάλιτι και στην ψηφιακή ζωή αυτό αλλά και εδώ, δίπλα μας, ο καθένας θέλει να ξεχωρίζει.
Όλοι θέλουμε τα δέκα λεπτά διασημότητας για να νιώσουμε κάτι. Αν δεν μας δει ο άλλος ως υπάρχοντες, δεν υπάρχουμε. Αυτός είναι και ο καημός του Σεμιόν, να υπάρξει, και βλέπει ότι μπορεί να υπάρξει μέσα από τον θάνατό του, γιατί ο άλλος του υπόσχεται μια λαμπρή κηδεία με αδιανόητες τις τιμές και πιθανώς και την αναγνώριση που δεν είχε εν ζωή. Και όπως προχωράει το έργο, ξεφεύγει από το να είναι μια κριτική στον σταλινισμό και γίνεται ένα έργο που πραγματεύεται πολύ βαθιά υπαρξιακά ζητήματα.
— Όπως η απόγνωση του σύγχρονου ανθρώπου;
Ξέρεις τι λέει αυτός ο ήρωας; Έζησα για τη στατιστική. Η απόγνωση του σημερινού ανθρώπου είναι ότι, έχοντας χάσει ο ίδιος τις προσωπικές του σχέσεις και την επαφή με οτιδήποτε κοινωνικό θα μπορούσε να τον εντάξει σε ένα σύνολο απαξιωμένο, νιώθει τόσο μόνος που όσο κι αν προσπαθήσει για την καριέρα του, την επιτυχία του την οικονομική και επαγγελματική, στο τέλος αισθάνεται ένα από τα δεδομένα μιας στατιστικής μελέτης, δεν μπορεί να αισθανθεί κάτι παραπάνω κι αυτό είναι αφόρητο. Όσο περνούν τα χρόνια, νιώθεις πιο κοντά στο τέλος και λες «γιατί έζησα;», «τι είμαι;». Το θέμα όμως είναι τι είσαι εσύ σε σχέση με ποιο πράγμα – με τον κόσμο όλο;
Το έχουμε λίγο εμείς οι Έλληνες από τις μαμάδες μας να βλέπουμε κάπως μαξιμαλιστικά τη θέση μας, θέλουμε να γίνουμε πρωθυπουργοί και Πρόεδροι της Δημοκρατίας όλοι, και νιώθεις ότι αν δεν μιλήσει για σένα όλος ο κόσμος, δεν υπάρχεις. Το θέμα είναι πώς θα διαπραγματευτείς τη σχέση σου με κάποιον άλλο άνθρωπο ή μια άλλη ομάδα ανθρώπων. Ο Μπαντιού έλεγε ότι η πρώτη συλλογικότητα είναι το δύο, η σχέση η ερωτική, αλλά και εκεί υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, αλλάζουμε συντρόφους σαν τα πουκάμισα.
— Πιστεύεις ότι δεν έχουμε χρόνο; Εσύ είσαι σε μια δουλειά συλλογική. Έχεις χρόνο να μάθεις τον άλλον;
Νομίζω ότι μας έχει πάρει τα μυαλά όλη αυτή η επικοινωνιακή ευκολία του διαδικτύου και το πώς μπορείς να υπάρξεις εδώ που είσαι, έτσι δύσκολα μπορείς να δεις πώς είναι ο άλλος. Σου λένε «άδραξε τη στιγμή για να σε εκτινάξει στο σύμπαν», αλλά έτσι όπως τίθεται κι αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα.
— Πιστεύεις ότι δεν έχουμε τον χρόνο ή την υπομονή να μάθουμε τον άλλο;
Έχουμε μπει, νομίζω, σε μια διαδικασία όπου ο χρόνος είναι μια λογιστική παράμετρος, ένα πράγμα που δεν μπορεί να διογκωθεί ούτε μέσα από έναν έρωτα, το ενδιαφέρον σου για την επιστήμη ή ένα έργο που κάνεις στην τέχνη σου. Όμως μέσα σε αυτά ο χρόνος αποκτά την πραγματική του διάσταση, που δεν είναι περιορισμένη, μπορεί να μεγαλώνει και να μικραίνει, κι αυτό το έχουμε χάσει. Γίνονται όλα πια σαν να υπάρχει ένας κακώς εννοούμενος ντετερμινισμός, μια εκλογίκευση. Λέμε «η λογική», αλλά δεν είναι δυνατό να εκλογικεύσεις τα πάντα. Αν το κάνεις γίνεσαι χειριστικός, συμφεροντολόγος, τελικά χάνεις την ίδια τη σχέση. Δεν μπορεί να σκέφτεσαι ότι πρέπει να κάνεις καλά αυτό το έργο για να μιλήσει ο κόσμος για σένα, για παράδειγμα. Πρέπει να υπάρχει κάτι που να συνδέει σε έναν εαυτό και τους άλλους ανθρώπους.
— Μίλησέ μου για τη σχέση σου με τον σκηνοθέτη σου. Σε ρωτώ γιατί είναι είκοσι χρόνια μικρότερός σου. Και μια και μιλάμε για όλα αυτά, αποδεχόμαστε εμείς οι μεγαλύτεροι το νέο;
Είναι δύσκολο. Θες να σου λέει ο σκηνοθέτης «σε σέβομαι», όμως δεν βρίσκεται εκεί, εκείνη την ώρα, για να σου πει αυτό. Είναι για να κάνει μια δουλειά, και μάλιστα δύσκολη, να είναι αρχηγός σε έναν θίασο δεκαεπτά ατόμων στη δική μας περίπτωση. Αυτό σκέφτομαι για τον Γιώργο (Παπαγεωργίου) τώρα που το ρωτάς.
Η σχέση μας πέρασε από σαράντα κύματα κι εκείνος το χειρίστηκε πολύ καλά, όχι χειριστικά, με ωραίο τρόπο, και πάει να βγάλει ένα ωραίο αποτέλεσμα, χωρίς να είναι δουλοπρεπής προς τους ηθοποιούς του, που είναι μεγαλύτεροι από αυτόν – ορίζει το παιχνίδι. Να σου πω κάτι, έχουμε οι ηθοποιοί περιθώριο να σκηνοθετήσουμε τον εαυτό μας. Ένα 80% του ρόλου μας δεν μπορεί να σκηνοθετηθεί από άλλον. Είναι σημαντικό λοιπόν να αφήσεις τον άλλον να κάνει τη δουλειά του, να σκηνοθετήσει το υπόλοιπο. Και είναι σημαντικό το 20% σε όλους να είναι το ίδιο. Εγώ εκτίμησα πολύ τον Γιώργο σε αυτήν τη δουλειά.
— Ξέρεις, Μανώλη, σου την έκανα αυτή την ερώτηση γιατί ανήκεις στη γενιά που έχει δουλέψει με όλους τους σκηνοθέτες εδώ και τριάντα χρόνια και για να μου πεις τι μπορούν να ακούσουν οι επόμενοι από αυτή την εμπειρία.
Αν μπορούν να μάθουν κάτι, είναι ότι η πίεση από τον σκηνοθέτη αλλά και από το ίδιο το αντικείμενο είναι μεγάλη, πρέπει να εκθέσεις το ίδιο σου το σώμα, τον λόγο, δεν είναι εύκολο. Εκτίθεσαι ολοκληρωτικά και πρέπει να το κάνεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, γιατί και με όλους τους άλλους έχετε τον ίδιο στόχο, που ορίζει ο σκηνοθέτης. Ο οποίος θα σε πιέσει, θα επιμείνει, αρκεί αυτή η πίεση να μην ξεπερνά το όριο και να γίνεται βία. Όλα αυτά δεν γίνονται με το υποδεκάμετρο, υπάρχουν φορές που δέχεσαι την πίεση και πρέπει να βάλεις κι εσύ τον εαυτό σου σε μια διαδικασία.
— Ένας ηθοποιός είναι πάντα μαθητής, ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια;
Και αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, ναι, αλλά σκεφτόμουν ότι οφείλει, ακόμα και απέναντι στον σκηνοθέτη του και την ίδια τη δουλειά, να μην παραμένει μαθητής. Οφείλει να υπερασπιστεί την προσωπικότητά του, για την οποία τον διάλεξε ο σκηνοθέτης. Για μένα οφείλει να είναι μια αυθύπαρκτη προσωπικότητα που δεν τη διαλύει μια οδηγία, να συγκροτήσει τον ρόλο και τον κόσμο του σκηνοθέτη και να προχωρήσει.
— Αυτό χρειάζεται και αυτοπεποίθηση. Εσύ μέσα σε αυτά τα χρόνια πώς έχεις εκτιμήσει τον εαυτό σου; Είχες αυτοπεποίθηση;
Τα τελευταία χρόνια έχω εκτιμήσει τον εαυτό μου και λέω «Μανώλη, έχεις καταλάβει πολλές φορές πως όταν πας να παίξεις λίγο παραπάνω, γιατί νομίζεις ότι αυτό που έχεις είναι λίγο, το χαλάς». Πολλές φορές αυτό που έχεις φτάνει, αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Όχι, δεν είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά δεν ξέρω και αν θα έκανα κάτι άλλο. Γιατί για να καταλάβω τη βλακεία μου –που δεν ήταν και σπουδαία, απλώς αισθανόμουν ότι δεν ήμουν αρκετός, είναι ένα κόμπλεξ–, έπρεπε να την κάνω. Οπότε κάνω ψυχανάλυση εδώ και χρόνια και το διαχειρίζομαι.
Η απόγνωση του σημερινού ανθρώπου είναι ότι, έχοντας χάσει ο ίδιος τις προσωπικές του σχέσεις και την επαφή με οτιδήποτε κοινωνικό θα μπορούσε να τον εντάξει σε ένα σύνολο απαξιωμένο, νιώθει τόσο μόνος που όσο κι αν προσπαθήσει, στο τέλος αισθάνεται ένα από τα δεδομένα μιας στατιστικής μελέτης, δεν μπορεί να αισθανθεί κάτι παραπάνω κι αυτό είναι αφόρητο. Όσο περνούν τα χρόνια, νιώθεις πιο κοντά στο τέλος και λες «γιατί έζησα;», «τι είμαι;».
— Σε βοήθησε η ψυχανάλυση; Γιατί η δική μας γενιά έφτασε σε αυτή την πόρτα με χίλια ζόρια.
Ναι, με βοήθησε και στις σχέσεις μου και στη δουλειά μου. Αλλά, φυσικά, στην αρχή, όταν μιλούσαμε για ψυχανάλυση, νομίζαμε ότι ήμασταν ήρωες σε ταινίες του Γούντι Άλεν, ότι δεν υπάρχει αυτό, ότι είναι στον χώρο του φανταστικού, στην Αμερική. Νόμιζα ότι φτάνει να έχω φίλους, αλλά όχι, δεν πάει έτσι. Είναι πολύ χρήσιμο πράγμα, πολύ.
— Μπήκες όμως σε μια ζόρικη δουλειά. Το ήθελες από μικρός;
Μέχρι δέκα χρονών μεγάλωσα στην επαρχία, ο πατέρας μου ήταν ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής. Αρχικά ζούσαμε στον Οξύλιθο, ένα χωριό της Εύβοιας, και μετά στη θεϊκή Ποσειδωνία Σύρου. Ξέρεις, σκέφτηκα, το καλοκαίρι που πέρασε και πήγα στην Ποσειδωνία, ότι αυτό το μέρος μού έδωσε να καταλάβω τι σημαίνει ομορφιά. Και το κριτήριο του τι είναι όμορφο και τι δεν είναι εκεί το απέκτησα. Πρώτη φορά, όταν είδα αυτά τα καταπληκτικά αρχοντικά, τους φοίνικες. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια σπίτια, νόμιζα ότι ζούσα σε κλασικά εικονογραφημένα. Θα σου πω ένα περιστατικό: όταν φτάσαμε εκεί, μας έβαλαν στρωματσάδα για μία εβδομάδα μέχρι να πάμε στο σπίτι που είχε κλείσει ο πατέρας μου, σε ένα κτίριο που δεν λειτουργούσε και λεγόταν «λέσχη των πλουσίων». Καταπληκτικό, ψηλοτάβανο, με γυάλινες τζαμαρίες. Και εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου πιάνο, πάταγα τα πλήκτρα και έβγαιναν ήχοι. Αυτά τα τρία χρόνια εκεί ήταν σαν να πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία. Ήμουν πολύ τυχερός, κάτι κουρδιζόταν μέσα μου και κάτι με έσπρωχνε προς τα πάνω, που το κατάλαβα πολύ αργότερα.
Μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Ήμουν πολύ μαζεμένος, ούτε έρωτες, ούτε ανήσυχη εφηβεία, ήμουν άριστος μαθητής. Πήγα Βαρβάκειο, Σχολή Ηλεκτρολόγων - Μηχανολόγων στο ΕΜΠ. Στο Πολυτεχνείο ήταν τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής μου, ξεκόλλησα από το σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο, ξέδωσα, ήταν υπέροχα χρόνια. Στο Πολυτεχνείο γνώρισα έναν φίλο που είχαν μια θεατρική ομάδα στη Σαλαμίνα – ΘΟΚ Θεατρική Ομάδα Κούλουρης με το όνομα. Εκεί έμπλεξα με το θέατρο. Αυτοί μου έμαθαν το θέατρο, απ’ ό,τι φαίνεται κάτι με έτρωγε. Κάτι δεν μου έφτανε σε αυτά που έκανα.
— Θέατρο είχες δει;
Είχα δει μία φορά στη ζωή μου, την «Οδύσσεια» του Ευαγγελάτου. Πήγα στη Βεάκη, είχα μια σπουδαία δασκάλα, τη Λυδία Κονιόρδου. Τη Λυδία δεν την ξεχνώ ποτέ, την αγαπώ γιατί μας ενέπνευσε, μας έβαλε κανόνες πειθαρχίας και μας έδωσε να καταλάβουμε την αγάπη και τη χαρά στη δουλειά, αυτά είναι εφόδια που έχεις για πάντα. Εμένα μου έδωσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη της σκηνοθεσία και ήμουν πολύ τυχερός, δεν πήγα σε εκατό οντισιόν για να πάρω μια δουλειά.
— Πριν από λίγο καιρό έκανες τον «Λουκή Λάρα» του Βικέλα και ξέρω ότι θέλεις να κάνεις ξανά την παράσταση. Γιατί συνδέθηκες τόσο με αυτό το κείμενο;
Είναι το πιο προσωπικό μου κείμενο αυτό. Καταρχάς λόγω της γλώσσας, λόγω του περιεχομένου, και γιατί το πήρα πολύ στην πλάτη μου. Το είδα μουσικά, είναι σαν παρτιτούρα όλη του η ερμηνεία, υπάρχει από την ώρα που το ανασυνέθετα. Είναι σπουδαίο κείμενο γιατί λέει αυτό που χρειαζόμαστε: προσπάθησε να δεις τη φρίκη που ζεις και περίγραψέ την με όσο πιο ωραία λόγια μπορείς. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να αντέξεις.
— Έμαθα, παίζεις σε μια σειρά της Amazon. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Έχω κάνει δύο γαλλικές ταινίες και τώρα είμαι σε μια σειρά της Amazon που κάνει γυρίσματα και εδώ, σε μια σειρά για το μεταναστευτικό που λέγεται «Greek salad». Είναι από τους δημιουργούς της σειράς «Call my agent» και κάνω έναν Έλληνα δικηγόρο, λίγο λαμόγιο. Έχει εξαιρετικούς ηθοποιούς το καστ και χαίρομαι να δουλεύω μαζί τους. Ο παραγωγός ξέρει πολύ σινεμά, είναι μαγεία, γιατί υπάρχει μια γενναιοδωρία, κάνεις κάτι καλά και σου λένε καλά λόγια, χαίρονται που τους κάνεις τη δουλειά, δεν φοβούνται μην είσαι καλύτερος, μην τους φας τη δουλειά, μην καβαλήσεις το καλάμι. Κι εσύ, αλλιώς μαθημένος με τα εδώ, μένεις και κάπως απορείς, νιώθεις σαν να παίζεις στο «Τruman Show». Αυτό μας λείπει νομίζω, ο τρόπος να επιβραβεύουμε τον άλλον και ο τρόπος να αποδεχόμαστε αυτή την επιβράβευση από τον άλλον. Μας λείπει το να πιστέψουμε και να πράξουμε και τα δύο.
— Τι σε ευχαριστεί πιο πολύ τώρα στις πρόβες του «Αυτόχειρα», λίγο πριν από την πρεμιέρα;
Ότι ένας θίασος δεκαεπτά ατόμων, όχι μιας ομάδας, λειτουργεί με τη δυσκολία που φέρει ο καθένας μας. Λειτουργεί καλά κι αυτό το πιστώνω στον σκηνοθέτη.
«Αυτόχειρας» του Νικολάι Έρντμαν
Από 16.03.2022
ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»
Τετάρτη & Κυριακή: 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 21:00
Συγγραφέας: Νικολάι Έρντμαν
Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά - κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Γιώργος Δούσος, Δημήτρης Κλωνής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Χορογραφία - κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Παίζουν:Εβίτα Αγαΐτση, Αντώνης Αντωνιάδης, Βάσω Καβαλλιεράτου, Νίκος Καρδώνης, Γιάννης Λατουσάκης, Μανώλης Μαυροματάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Νικόλας Ντούρος, Αγορίτσα Οικονόμου, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Μάκης Παπαδημητρίου, Φανή Παρλή, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Ναταλία Τσαλίκη, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη