Για να τιμήσουν την σημερινή επέτειο, οι Εκδόσεις Άγρα και ο Διονύσης Καψάλης τύπωσαν εκτός εμπορίου αυτό το κείμενο.
Γραφή νοτάριου ή δικηγόρου
σε τρία φύλλα folio, γραμμένα
μόνο στη μια όψη, κι από κάτω,
σε κάθε μια σελίδα, η υπογραφή του
αδιαμφισβήτητη, όπως κι οι λέξεις
By me, από εμένα: Wiliam Shakespeare.
Το είχα ξαναδεί πολλές φορές
αυτό το έγγραφο, μεταγραμμένο
ή σε facsimile∙ δεν είναι λίγο
να σώζεται ολόκληρη η διαθήκη
του ανθρώπου που έγραψε τον Ληρ, τον Άμλετ,
την Τρικυμία, τ’ Όνειρο, τον Μάκβε,
ή τα Σονέτα του – και μόνο αυτά
θα έφταναν και με το παραπάνω,
θα γέμιζε η ζωή μας θαυμασμό.
Ναι, τη διαθήκη του την ήξερα,
την είχα μελετήσει κι είχα δει
σε ποιούς μοιράζει τα υπάρχοντα του
ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ένα μόλις μήνα
πριν απ’ το θάνατο του: στη μεγάλη
κόρη του, τη Σουζάνα, πρώτα απ’ όλους
(ελλείψει πρωτοτόκου γιού: ο Χάμνετ
είχε πεθάνει απ’ το ενενήντα έξι),
στην εγγονή του Ελισάβετ Χωλ,
στην άλλη κόρη, τη μικρή, την Τζούντιθ,
στην αδερφή του και τους ανιψιούς του,
στους φίλους του και στους φτωχούς του
Στράφορντ∙
και στη γυναίκα του Ανν Χάθαγουευ
το δεύτερο καλύτερο κρεβάτι
με την επίπλωση του: το κρεβάτι
που πλάγιαζε μαζί της όσο ζούσε
(και όχι, όπως σχολιάζουν κάποιοι
σκανδαλισμένοι ανόητοι, επειδή
ήταν τάχα μισογύνης). Πάντως
για όλους μεριμνά, όλους φροντίζει,
σ’ όλους αφήνει κάτι ο γλυκός
κύκνος του Αίηβον λίγο πριν σωπάσει
για πάντα.
Ασφαλώς την ήξερα,
την είχα μελετήσει αναδιφώντας
τη νύχτα τις σελίδες κάποιου τόμου.
Όμως τη μέρα εκείνη στο Λονδίνο,
αργοπορώντας σε μιάν έκθεση
για τη ζωή του Σαίξπηρ – θες που πρώτη
φορά έβλεπα το πρωτότυπο,
θες κάποιος άλλος λόγος, αφανής
(αν όχι ο δύσκολος καιρός, τα χρόνια
που βάρυναν επάνω μου), ή κάτι
στης μέρας το ύφος, με σταμάτησαν
κι έμεινα εκεί διαβάζοντας για ώρα.
Μια φυλαγμένη μέσα μου πληγή
ή μια συγκίνηση που τόσα χρόνια
την κουβαλούσα ανέκφραστη και τώρα
μπροστά σ’ εκείνο το έγγραφο ξεσπούσε,
με θέλησε να σκύβω δακρυσμένος
επάνω από τη γυάλινη προθήκη
και να διαβάζω πάλι τη διαθήκη
σαν να την έβλεπα πρώτη φορά
Εις το όνομα του Κυρίου, αμήν.
Εγώ ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, απ’ το Στράφορντ
της επαρχίας Ουώρικ, gentleman.
Αυτό κυρίως, gentleman, και τ’ άλλα
έπονται: ναι, μερίμνησε για όλους.
Το ουσιώδες, θα μου πείτε, είναι άλλο:
ότι έχουμε τον Ληρ, τον Άμλετ, τον Οθέλλο,
την Τρικυμία, τ’ Όνειρο, τον Μάκβεθ
και τα Σονέτα: τι μας ενδιαφέρει
τι γράφει στη διαθήκη του, σε ποιόν
αφήνει το αργυρό του κύπελλο,
το δεύτερο καλύτερο κρεβάτι
ή το σπαθί του∙ αφήνω πια που τόσοι
(κι ανάμεσα τους, πες, δυό σοβαροί)
αμφισβητούν αν πράγματι υπήρξε
ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και δεν ήταν κάποιος
σπουδαίος ευγενής, Κόμης ή Λόρδος,
που έγραψε τα έργα και ζητώντας
να μείνει άγνωστος συνέλαβε
αυτή τη λαμπερή ψευδωνυμία
ή κρύφτηκε πίσω από τ’ όνομα
ενός επαρχιώτη θεατρίνου,
ενός κακόμοιριου από το Στράτφορντ,
που προφανώς δεν είχε την παιδεία
ή το ταλέντο (που είναι απ’ τον Θεό)
να γράψει τέτοια έργα.
Μιά, ωστόσο
μιά λεπτομέρεια σ΄όλη τη διαθήκη,
αυτή και μόνο ήταν αρκετή
να τ’ αναιρέσει όλα, να σαρώσει
το ανούσιο κατασκεύασμα του φθόνου
και της μικροψυχίας – και σ’ αυτή
τη λεπτομέρεια συγκεντρώθηκε
όλη η συγκίνηση μου: ήταν η μνεία,
ανάμεσα στους άλλους κληρονόμους,
του ονόματος των φίλων του και στο Globe,
που πρώτη μου φορά την πρόσεχα:
οι εταίροι μου John Heminges, Richard Burbage,
Henry Condell, να λάβουν ο καθένας
σελίνια είκοσιέξι κι οκτώ πένες
για ν’ αγοράσουν ένα δαχτυλίδι.
Ναι, ήταν αρκετή εκείνη η μνεία
για να στηθεί μπροστά μου, όπως θα ‘ταν,
στα μάτια μου και στη σκηνή του κόσμου,
όλο το πηγαινέλα της ζωής:
τα θέατρα και οι αρκτομαχίες,
το ξύλινο οικοδόμημα της Σφαίρας,
το πλήθος που συνέρεε, οι κράχτες,
οι βλοσυροί Πουριτανοί, οι πόρνες,
οι αυλικοί και οι πορτοφολάδες,
οι λασπωμένοι δρόμοι, οι αποβάθρες,
οι ύβρεις κι οι φωνές των γονδολιέρων,
οι βάρκες που κυλούσαν πάνω-κάτω
στον Τάμεση που μύριζε κατράμι
κι ανθρώπινες ακαθαρσίες –όλα
ξανάζησαν για μια στιγμή μπροστά μου
χάρη στη μνεία εκείνων των τριών
φίλων και συνεταίρων του στο Globe,
Henry Condell, John Heminges, Richard
Burbage.
Όπως το βλέπω εγώ, το ουσιώδες,
το ουσιώδες και το θαυμαστό,
είναι ότι υπήρξε αυτός ο άνθρωπος,
ότι περπάτησε στους ίδιους δρόμους,
κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό, και είδε
τον Τάμεση που αέναος κυλούσε
στην ταραχή των ανθρωπίνων κι όπως είναι
το θαύμα της ζωής μας που διαβαίνει,
ίδια για όλους κι όμως άλλη πάντα,
στο μεγαλείο της και στην οδύνη,
στο δόξα και τη ματαιότητα της.
Το ουσιώδες και το θαυμαστό,
όπως το βλέπω εγώ κι όπως το είδα
την κρύα εκείνη μέρα στο Λονδίνο,
που περπατώντας ώρες ξαναζούσα
μέρη που τα θυμόμουνα και άλλα
καινούργια, μαγαζιά, δρόμους, ανθρώπους-
το ουσιώδες είναι ότι υπήρξε
ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, γιατί αυτός εδώ
ο κόσμος, ο δικός μας, όπως είναι
ακόρεστος στον πόνο και το δάκρυ,
μπορεί να πλάσει κάποτε ταλέντα
σαν τον φτωχό ετούτο θεατρίνο
από το Στράτφορντ∙ και το ουσιώδες
είναι οι δύο από τους τρεις εταίρους
που ονομάζονται μες στη διαθήκη,
ο Χέμινγκς κι ο Κοντέλλ (γιατί ο Μπέρμπετζ
είχε πεθάνει απ’ το δεκαεννιά),
φορώντας ένα δαχτυλίδι πένθους
στον μέσο τους, όπως συνηθιζόταν,
θα φρόντιζαν μετά να εκδοθούν
σε σχήμα folio όλα τα έργα
του συνεταίρου κι ακριβού τους φίλου
Guiliamus filius Johannes Shakspere,
όπως τον μνημονεύει η βάπτιση του.
σχόλια