Και συ χτενίζεσαι
Ελεύθερο Θέατρο, Άλσος Παγκρατίου. 1973
Τα «παιδιά» του Ελεύθερου Θεάτρου ήταν μια μεγάλη «παρέα» νέων ηθοποιών, αποφοίτων κυρίως της σχολής του Εθνικού, που εν μέσω δικτατορίας είχαν ξεκινήσει μια θεατρική «κολεκτίβα», στην οποία δεν υπήρχε ούτε κεντρικός πρωταγωνιστής ούτε σκηνοθέτης. Η σκηνοθεσία ήταν ομαδική όπως και η όλη προσπάθεια. Ανέβαζαν έργα με πρωτοποριακή διάθεση και δεν απευθυνόντουσαν απαραίτητα σε μια θεατρόφιλη ελίτ, μάλλον το αντίθετο. Ως εκ τούτου, ήταν πολύ φυσικό κάποια στιγμή να θελήσουν να πλησιάσουν το αυθεντικά λαϊκό είδος της αθηναϊκής επιθεώρησης. Το καλοκαίρι του 1973 ανέβασαν στο ανοιχτό θέατρο του Άλσους Παγκρατίου μια δική τους επιθεώρηση με τίτλο Και συ χτενίζεσαι επάνω σε σπαρταριστά κείμενα των Μποστ και Σκούρτη αλλά και των ίδιων.
Κατάφεραν να περάσουν τον σκόπελο της λογοκρισίας, γιατί πολύ απλά ποτέ δεν έδειξαν ολοκληρωμένα τα κείμενα, στα οποία κάθε βράδυ πρόσθεταν κι άλλα λόγια. Η παράσταση, με λιτά σκηνικά, τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη και το ανεξάντλητο πνεύμα των ηθοποιών, έπιασε αμέσως, ενώ, καθώς κάποιοι από αυτούς οδηγήθηκαν στη φυλακή, προξενήθηκε μεγάλος ντόρος. Καταρχάς, στους πολιτικοποιημένους νέους της εποχής, στους φοιτητές, και αμέσως μετά σε ένα ευρύτερο κοινό, που έτρεξε να γελάσει απενοχοποιημένα με την καυστική σάτιρα που ασκούνταν. Στο στόχαστρο, εκτός από την πολιτική, ήταν και οι μικροαστικές συνήθειες και τα τερτίπια του Έλληνα. Υπήρχαν και νούμερα που είχαν να κάνουν με την επικαιρότητα, όπως ήταν η ταινία Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι, που είχε απαγορευτεί για προσέβαλλε τα ήθη. Εκείνης της ανεπανάληπτης θεατρικά αλλά και πολιτικά συγκυρίας κοινωνοί ήταν οι Σταμάτης Φασουλής, Άννα Παναγιωτοπούλου, Υβόννη Μαλτέζου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Κώστας Αρζόγλου, Ντίνος Λύρας, Γιώργος Σαμπάνης και Νίκος Σκυλοδήμος. Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης το Ελεύθερο Θέατρο συνέβαλε στην αναβίωση της επιθεώρησης, τελειοποιώντας με τον δικό του τρόπο το είδος.
Το μεγάλο μας τσίρκο
Του Ιάκωβου Καμπανέλη, Θέατρο Αθήναιον. 1973. Ακροπόλ. 1974
Η παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο, που ξεπέρασε τα στενά θεατρικά όρια και αποτέλεσε πολιτικό γεγονός, ξεκίνησε να παίζεται εν μέσω της δικτατορίας τον Ιούνιο του 1973, στο καλοκαιρινό Αθήναιον της Πατησίων, απέναντι από το Μουσείο. Βασίστηκε σε μια ιδέα που το ζεύγος των πολύ γνωστών πρωταγωνιστών Τζένης Καρέζη και Κώστα Καζάκου έριξε στον συνεργάτη τους συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη και που εκείνος ανέπτυξε σε δέκα επεισόδια, μέσα από τα οποία αφηγούνταν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, με τις μεγάλες της εθνικές καταστροφές, τους λαϊκούς αγώνες, τις εξεγέρσεις, τις προδοσίες, τις πιέσεις του ξένου παράγοντα. Αφότου κατάφεραν να μπερδέψουν τη λογοκρισία της χούντας και πήραν την άδεια, από την πρώτη μέρα των παραστάσεων έγινε λαϊκό προσκύνημα. Οι δύο πρωταγωνιστές σε ρόλους κομπέρ, ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι, εξηγούσαν στον κόσμο μέσα από τον διάλογο τι διαδραματιζόταν επί σκηνής και τι ακολουθούσε.
Έχοντας επιστρατεύσει όλη τους την υποκριτική γκάμα, είτε με χειρονομίες και υπονοούμενα είτε με μορφασμούς και αστεία, περνούσαν τα μηνύματά τους στον κόσμο που «έπιανε» τα πάντα, έναν κόσμο που διψούσε για σάτιρα, ελεύθερο λόγο, κριτική, και ανταποκρινόταν. Το στρατιωτικό καθεστώς, παρόλες τις πιέσεις που ασκούσε στους θιασάρχες, δεν τολμούσε να το κατεβάσει. Έστελνε εσατζήδες και μυστικούς αστυνομικούς για να τρομοκρατούν τον κόσμο, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο θίασος αποτελούνταν από 24 ηθοποιούς, ανάμεσά τους και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος που έπαιζε τον Κολοκοτρώνη και κατέβαινε από το βάθρο του αγάλματός του ώστε να παρακινήσει τους Έλληνες να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, αδυνατώντας να κρατήσει τα δάκρυά του, όπως άλλωστε και το κοινό που τον άκουγε. Το ίδιο γινόταν και όταν άκουγε την εξαιρετική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου στα τραγούδια που ερμήνευε ο Νίκος Ξυλούρης.
Τα σλόγκαν από τα πανό της παράστασης υιοθετήθηκαν από τους φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου την ίδια χρονιά και οι δύο πρωταγωνιστές οδηγήθηκαν στη φυλακή. Όταν τους άφησαν ελεύθερους, η παράσταση ξανάνοιξε στο χειμερινό Ακροπόλ, όπου την πρώτη βραδιά τους έρραιναν με κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Συνεχίστηκε ολόκληρο τον χειμώνα του 1974 με σταθερή την προσέλευση του κόσμου, αλλά το καλοκαίρι δεν τους ανανέωσαν την άδεια. Την επομένη, που έπεσε η χούντα, και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1974 έγινε μια θριαμβευτική επαναφορά του έργου, με προσθήκες όλων όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν ελεύθερα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το έργο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, την επαρχία, την Κύπρο αλλά και τη Γερμανία. Υπολογίζεται ότι την είδαν περί τους 550.000 ανθρώπους. Στον θρίαμβο αυτό, βέβαια, είχαν συμβάλει καθοριστικά οι πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες.
σχόλια