Η ίδια η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά, που έγραψε καμιά εικοσαριά χρόνια πριν το κείμενο, δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει θεατρική παράσταση, όπως έχει πει σε συνέντευξή της, αλλά κάμφθηκε από τον νεαρό ηθοποιό και σκηνοθέτη Δημήτρη Λιόλιο, ο οποίος αφέθηκε ολοκληρωτικά στη γοητεία του. Και μάλλον είχε δίκιο. Τόσο η σκηνοθετική του προσέγγιση όσο και η προσωπική του ερμηνεία κυοφορούνται από μια ψύχραιμη και εξημερωμένη εμμονή με το έργο, τις λέξεις, τα κρυμμένα του νοήματα. Αυτό καταλαβαίνει κανείς αν παρακολουθήσει την παράσταση «Το φαγητό» στο ΠΛΥΦΑ, έναν χώρο που τα τελευταία χρόνια φιλοξενεί νεανικές ομάδες. Ένας πρώην βιομηχανικός χώρος, μια παροπλισμένη κλωστοϋφαντουργία, η οποία με το που μπαίνεις σε υποβάλλει σε μια σχεδόν μυστηριακή διάθεση. Αυτό συνέβη και με την παράσταση του έργου της Λαϊνά.
Η σκηνή είναι σχεδόν γυμνή, με ελάχιστα έπιπλα να συνθέτουν το σκηνικό και τους φθαρμένους παλιούς τοίχους να σε στοιχειώνουν. Μια πολυθρόνα, δύο καρέκλες, ένας πάγκος που μοιάζει σαν να είναι καλυμμένος με πράσινη βλέννα (στην πορεία το κείμενο αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου με το πράσινο χρώμα) και σχηματίζει ένα «π», μόνο που η επιφάνειά του σπάει στα δύο και τα δύο τμήματα δεν συναντιούνται. Δύο νέοι άντρες, ο ένας ντυμένος με κοστούμι σε αποχρώσεις επίσης του πράσινου, χωρίς πουκάμισο αλλά με γιλέκο, και ο άλλος ντυμένος πιο καθημερινά, στις ίδιες αποχρώσεις. Η εμφάνισή τους δεν παραπέμπει σε κάποια ταυτότητα, δεν γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτούς.
Η σύντομη ιστορία της σχέσης των ανθρώπων με το φαγητό μέσα από τον εκρηκτικό αυτό (διπλό) μονόλογο της σπουδαίας ποιήτριας αποκτά εντελώς άλλη διάσταση, την παρανοϊκή και εκρηκτική αντίδραση ενός αινιγματικού ανθρώπου που ίσως κάποτε αγάπησε ολοκληρωτικά.
Ο πρώτος (Σταύρος Λιλικάκης), με το κοστούμι, ξεκινάει να μιλάει με πάθος για κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν σου είχε περάσει από το μυαλό ότι συντρέχει λόγος να το αναλύσεις: το φαγητό, την τροφή, την ανάγκη μας να τρώμε, την τέχνη της βρώσης! Ξεδιπλώνει όλον τον κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς που διέπει τη σχέση μας με το φαγητό, τα συναισθήματά μας γύρω από αυτό, τη σχέση μας με τους άλλους, τη σχέση μας με το σώμα μας, τις ανθυγιεινές μας τακτικές, τις σκέψεις που γεννιούνται από την πεποίθηση ότι το φαγητό είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη. Αλλά μήπως δεν είναι; Μήπως μας επιβλήθηκε;
Ο άλλος (Δημήτρης Λιόλιος) βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική συναισθηματική συνθήκη. Συνομιλεί –νοητά– με την αγάπη του και παρομοιάζει τον κορεσμό από το πολύ φαΐ με ένα τέλμα που αναπόδραστα τον οδηγεί στην απόλυτη αφοσίωση σε αυτήν. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που ξεπερνάει τον έρωτα. Γιατί ο έρωτας είναι μία στιγμή, ενώ η αγάπη έχει διάρκεια. Μέχρι που έρχεται ο θάνατος, το τελεσίδικο τέλος, το μη περαιτέρω, η νέκρα. Η αγάπη όμως παραμένει. Αποτελεί μια βεβαιότητα, αυτό τουλάχιστον μεταδίδει στο κοινό όταν, αντικρίζοντας το νεκρό κορμί της, σέβεται την ασάλευτη ψυχρότητά της. Κάθεται όσο πιο κοντά της μπορεί και παρατηρεί. Λέει: «Αν τώρα μου ζητήσεις κάτι, πες μου το, αμέσως πες μου το, γιατί τώρα είναι η στιγμή και τώρα μπορώ να σ’ το δώσω, τώρα, σ’ αυτό το αθόρυβο, ακίνητο, άδειο δωμάτιο που ζήσαμε μαζί σα σε καλύβα κάτω από τ’ αστέρια».
Ο πυκνός λόγος συνεχίζεται με εξοντωτικούς ρυθμούς από τους δύο ερμηνευτές, ένα παραλήρημα κυρίως από τον πρώτο, που μας μιλάει για το φαγητό, και μια ονειρική ενατένιση από τον άλλον, υπηρετώντας με μαθηματική ακρίβεια τον ποιητικό-φιλοσοφικό λόγο που είναι έτσι κι αλλιώς καταιγιστικός, αν και διαθέτει «αναχώματα». Δεν είναι άλλα από τον προσωπικό κώδικα της ποιήτριας και τους ακροβατισμούς των λέξεων που πάνε μπρος-πίσω, άλλοτε υπερκαλύπτοντας κι άλλοτε υποδαυλίζοντας η μία την άλλη. Αλλά και οι έννοιες και οι εικόνες που απορρέουν από αυτές επίσης προκαλούν μέσα από τις φαντασιώσεις των δύο αντρών τη δική μας φαντασία, δηλαδή του κοινού, σε σημείο να φλερτάρει με μια απρόσμενη νοσηρότητα. Γιατί πώς είναι δυνατόν να ακούμε από τη μια πλευρά την ανάλυση ενός μονήρους και παθιασμένου δειπνοσοφιστή κι από την άλλη έναν άνθρωπο που πενθεί με τον πλέον αλλόκοτο τρόπο; Δεν μοιρολογεί, δεν εξανίσταται, δεν πανικοβάλλεται. Αναπολεί. Τότε έρχεται η ανατροπή.
Ξεκινάει μια αντίστροφη μέτρηση σε σχέση με το κείμενο, που μέχρι τότε δεν μας είχε προκαταβάλλει για κάτι τέτοιο, σε σχέση με τους δύο άντρες, και ξαφνικά αποκαλύπτεται αυτό που υποπτευόμασταν από την πρώτη στιγμή. Ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δύο ανθρώπους αλλά μάλλον για έναν διχασμένο. Δύο χαρακτήρες που μιλάνε παράλληλα αλλά εμπεριέχουν ο ένας τον άλλον. Σταδιακά η ταύτιση μέσα από έννοιες και εικόνες λύνει τον γρίφο. Θεατρικά το παιχνίδι κλιμακώνεται από τον δυναμισμό και το κρεσέντο των δύο ηθοποιών και μετατρέπεται σε ένα αδιάλειπτο πινγκ πονγκ φράσεων που πετάγονται πίσω μπρος, συμπληρώνοντας η μία την άλλη μέχρι τελικής πτώσεως.
Οι δύο ηθοποιοί της παράστασης, ο Δημήτρης και ο Σταύρος, σωριάζονται κάτω εξουθενωμένοι και, σαν να ξυπνούν από τον λήθαργο, καλούν ο ένας με το όνομά του τον άλλον. Το φως από έξω εισβάλλει από την τζαμαρία του παλιού κτιρίου στο σκοτάδι που έχει πέσει στη σκηνή. Η σύντομη ιστορία της σχέσης των ανθρώπων με το φαγητό μέσα από τον εκρηκτικό αυτό (διπλό) μονόλογο της σπουδαίας ποιήτριας αποκτά εντελώς άλλη διάσταση, την παρανοϊκή και εκρηκτική αντίδραση ενός αινιγματικού ανθρώπου που ίσως κάποτε αγάπησε ολοκληρωτικά. Και εν τέλει ολοκληρώνεται θεατρικά, κι εμείς έχουμε εξουθενωθεί ως κοινό, αλλά έχουμε κερδίσει την επαφή με ένα ιδιοφυές έργο.