Η παράσταση ««Farewell / Εν τόπω χλοερώ» δεν είναι παρά η συνέχεια της περσινής «Nostalgia Generation» της ομάδας Ντουθ (Βάσια Αταριάν, Μυρτώ Μακρίδη, Δημήτρης Τάσαινας) και των συνεργατών της στο θέατρο 104. Μια μουσική περφόρμανς που βασίστηκε στις συλλογικές μνήμες και σε όλα εκείνα που ενώνουν όλους όσοι έζησαν την πρώτη τους νιότη πριν το μιλένιουμ. Οι ηθοποιοί είναι ηλικιακά νέοι και νέες που οπωσδήποτε έχουν περάσει το φράγμα των 30, ίσως κάποιοι να πλησίαζαν και τα 40. Μου είχε αρέσει πολύ η δουλειά τους και μου είχε κάνει εντύπωση η σχέση τους με όλα όσα αποτελούν μέρος της σύγχρονης ελληνικής ποπ κουλτούρας. Ήταν κάτι που θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις μετα-επιθεώρηση, αποτέλεσμα μιας θεατρικότητας που δεν είχε να κάνει με οτιδήποτε είχα δει ξανά. Μου θύμισε κατά κάποιον τρόπο τον «Γαλαξία» των blitz, αν και γενικότερα εμπεριείχε στοιχεία από όλα όσα έχουμε δει τα τελευταία 10-15 χρόνια της κρίσης και της αναθεώρησης των κοινωνικών συμβάσεων και των συμβιβασμών. Με πολύ χιούμορ, πολλή μουσική και πολλή νοσταλγία.
Η νέα τους παράσταση με τίτλο «Farewell / Εν τόπω χλοερώ» παρουσιάζεται στον ίδιο χώρο με πέρυσι, σε σκηνοθεσία Βάσιας Αταριάν και κρατάει περί τις 3 ώρες. Ωστόσο, όποιος θέλει να κάνει ένα διάλειμμα, μπορεί να σηκωθεί να πάει μέχρι το μπαρ ή να βγει στην αυλή για κάπνισμα. Το εναρκτήριο λάκτισμα ξεκινάει ακριβώς από το μπαρ, με δύο ηθοποιούς, την Κατερίνα και την Ειρήνη, που κρατάνε βιντεοκάμερα και καταγράφουν σε καθεστώς βαθιάς συγκίνησης ευχές για τον γάμο των κολλητών τους. Γιατί γάμος είναι η αιτία για την οποία μαζευτήκαμε και συγκεκριμένα το γαμήλιο γλέντι.
Είναι το θέατρο μιας γενιάς ηθοποιών που ωρίμασε μέσα στην κρίση και τα μνημόνια, που απογοητεύτηκε ή συμβιβάστηκε με τις πολιτικές εξελίξεις, που έπαιξε σε παραστάσεις πειραματισμού και επινοημένου –devised– θεάτρου, που μετέτρεψε παραστάσεις κλασικού ρεπερτορίου σε πολιτικό μανιφέστο, που λάτρεψε την ποπ κουλτούρα και τα αμερικανικά sitcom, που αφέθηκε σε μουσικές και τραγούδια από τα ιταλικά ‘60s μέχρι τη ροκ των ‘80s.
Αφού γίνεται αυτή η εισαγωγή, περνάμε στον χώρο της σκηνικής δράσης, μέρος του οποίου αποτελούμε και εμείς, το κοινό. Το ντεκόρ αποτελείται από τα κλισέ ενός American Dream πάρτι σε φόντο ελληνικό: λευκό σατέν με πτυχώσεις να καλύπτει το τραπέζι του μπουφέ, κρυστάλλινα ποτήρια, ροτόντες στο κέντρο της σάλας όπου μπορούν να καθίσουν και θεατές, μπαρ και κονσόλα του dj στο βάθος. Όλες και όλοι οι συμμετέχοντες ντυμένοι επίσημα και σινιέ. Κοντολογίς το όνειρο του μικροαστού στον κήπο των ελληνικών θαυμάτων. Σε αναμονή των νιόπαντρων που όπου να ‘ναι θα έρθουν. Κι όλο έρχονται – θα έρθουν ποτέ άραγε; Κάθε λίγο και λιγάκι οι ηθοποιοί επαναλαμβάνουν «Να ζήσουν!» και «Παντάξιοι». Μαζί κι εμείς, με λευκά μπαλόνια που μας έδωσαν και το «Nessuno Mi Può Giudicare (La Verita)» στη διαπασών.
Όλες και όλοι έχουν να πουν μια ιστορία με και για τους νεόνυμφους από τη μακρόχρονη κοινή τους πορεία, για όλα όσα τους συνδέουν από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια μέχρι σήμερα – ιστορίες άλλοτε αστείες, άλλοτε σκληρές, άλλοτε περίεργες. Αν πέρυσι, στην προηγούμενή τους παράσταση, αφορμή για ανάλογες ιστορίες αποτελούσαν βίντατζ αντικείμενα, βιβλία, δίσκοι, μουσικές, ιστορικά γεγονότα, τώρα αφορμή αποτελούν τα συναισθήματα. Βιώματα, πιθανόν προσωπικά των ηθοποιών, που έγιναν θέατρο, ιστορίες αλλόκοτες που μπόλιασαν το έργο για να σατιρίσουν και να σχολιάσουν τη σύγχρονή μας πραγματικότητα. Και κάθε τόσο ένα κωμικοτραγικό συμβάν ή μια δήλωση από έναν ή μία από τους ηθοποιούς πήγαιναν το έργο «αλλού γι’ αλλού», μακριά από τη συνθήκη του γάμου, μετατρέποντας τη δράση σε θέατρο του παραλόγου με αρκετό αυτοσαρκασμό, ειρωνεία, πικρές διαπιστώσεις. Υπαινικτικά πολιτικό, επιτακτικά κοινωνικό, βαθύτατα υπαρξιακό.
Η παρέα που αποτελείται από τους Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Ρωμανό Καλοκύρη, Μυρτώ Μακρίδη, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Προμηθέα Nerattini-Δοκιμάκη, Σεραφείμ Ράδη, Ιωάννα Ραμπαούνη, Δημήτρη Τάσαινα και Μαρία Φιλίνη δεν αφήνει τίποτα σε χλωρό κλαρί. Σαρώνουν τη σκηνή, δηλαδή το κεντρικό πάλκο, απ’ άκρη σ’ άκρη, αραδιάζοντας σκέψεις, γεγονότα, σχόλια κάθε είδους. Ο Ρωμανός με το μικρόφωνο στο χέρι «σκηνοθετεί» καταστάσεις και παρασέρνει τους υπόλοιπους στην εξέλιξη της βραδιάς σε μια ενδιαφέρουσα παραδοξότητα, ο Προμηθέας αναπολεί τη νιότη του, η Μυρτώ επανέρχεται κάθε τόσο στις διαψεύσεις της αριστεράς, η Κατερίνα στη Μαρία Κάλλας, ο Σεραφείμ στο γεγονός ότι ονειρευόταν να παίξει στο Μπρόντγουεϊ και να διαβάσει Ντοστογιέφσκι στο πρωτότυπο, η Μαρία με το νεσεσέρ της διορθώνει το μακιγιάζ όλων. Όλοι και όλες σε μια middle age crisis, αναθεωρώντας το παρελθόν τους, στριμωγμένοι από το άχαρο παρόν και το αγχωτικό –ως προς το τι έχουν να περιμένουν από αυτό– μέλλον.
Μέσα σε όλο αυτό το ευφρόσυνο παραλήρημα ενός επιτηδευμένου ερασιτεχνισμού και αφελούς ατσαλοσύνης, κάθε λίγο και λιγάκι, σε στιγμές κορύφωσης της δράσης, εντελώς ξεκούδουνα, σχηματίζουν ομαδικά χορικά και με χορογραφίες (της Έλενα Γεροδήμου) που παραπέμπουν σε ταινίες της γαλλικής νουβέλ βαγκ ερμηνεύουν εμβληματικά τραγούδια. Από το «Say a little prayer», γνωστό από τον «Γάμο του καλύτερού μου φίλου», μέχρι το «Paparazzi», και από το «Voulez vous» μέχρι το «La bambola», η παράσταση απογειώνεται και γίνεται ένα μιούζικαλ αλά Ελεύθερο Θέατρο του '70, προκαλώντας μοναδική θεατρική μαγεία.
Σατιρίζουν τους Έλληνες από τη μια και από την άλλη κατανοούν ότι αποτελούν μέρος αυτής της κοινωνίας. Αν κατάφεραν να αναμείξουν μέσα σε όλο αυτό το γλέντι από τη Μαρινέλα μέχρι τον Κουφοντίνα, από την Κάλλας μέχρι τη Μαρέβα, από την «Κάστα Ντίβα» μέχρι τον Κώστα Χατζή και από τον Νταλάρα μέχρι τη Βλαχοπούλου, είναι γιατί είναι μια παρέα ευφάνταστων, ταλαντούχων, «θεοπάλαβων» ηθοποιών. Και γιατί η Ελλάδα είναι ακριβώς όλο αυτό το τουρλουμπούκι – ανάκατα και αψυχολόγητα.
Κάθε τόσο οι νεόνυμφοι «Έρχονται, έρχονται!», και ποτέ δεν έρχονται, μέχρι που η παρέα κάθεται εξουθενωμένη απέναντί μας σαν σε καφέ της παρηγοριάς σε κηδεία. Η Ευδοξία με την ιδιαίτερα καλλίφωνη Ειρήνη ξεκινάνε μια κουβέντα στην οποία σύντομα μπαίνουν κι άλλοι. Γίνονται ακόμα πιο εξομολογητικοί, τρυφεροί και ευάλωτοι, και μιλάνε για τη ζωή των μικρών απολαύσεων, της απλότητας και της αγάπης, της συντροφικότητας. Πως το χέρι που δίνει ο καθένας μας στον διπλανό του δεν είναι παρά η μοναδική και πιο ειλικρινής ανάγκη μας. Εκφράζοντας με τα λόγια τους μια γλυκιά ματαίωση, γίνονται σπαρακτικοί και γήινοι, μέρος μιας παράστασης που δεν μπορείς να την πεις και ακριβώς θέατρο. Σκηνή δεν υπάρχει, απόσταση δεν κρατιέται, ο τέταρτος τοίχος έχει καταλυθεί από το πρώτο λεπτό, μας λούζουν όλους, θεατές και ερμηνευτές, οι προβολείς, ενώ αρκετοί από το κοινό σηκώνονται και συμμετέχουν χορεύοντας στα μουσικά μέρη.
Είναι το θέατρο μιας γενιάς ηθοποιών που ωρίμασε μέσα στην κρίση και τα μνημόνια, που απογοητεύτηκε ή συμβιβάστηκε με τις πολιτικές εξελίξεις, που έπαιξε σε παραστάσεις πειραματισμού και επινοημένου –devised– θεάτρου, που μετέτρεψε παραστάσεις κλασικού ρεπερτορίου σε πολιτικό μανιφέστο, που λάτρεψε την ποπ κουλτούρα και τα αμερικανικά sitcom, που αφέθηκε σε μουσικές και τραγούδια από τα ιταλικά ‘60s μέχρι τη ροκ των ‘80s. Μια γενιά που έχει κάθε λόγο να μην εμπιστεύεται τις προηγούμενες, που οδήγησαν την Ελλάδα εδώ που την έφτασαν, αλλά και που δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από αυτήν.
Η παράσταση «Farewell / Εν τόπω χλοερώ» είναι μια μαύρη κωμωδία με εξαγνιστικό φινάλε, μια περφόρμανς που εμπεριέχει την τηλεοπτική κωμωδία αλλά και την απόγνωση της μπεκετικής αγωνίας σε ποτήρι του φραπέ με καλαμάκι στα χρώματα της γαλανόλευκης. Με σάουντρακ το τραγούδι που συνεχώς επανέρχεται, «Ένα καράβι είναι η ζωή, περνάει και δεν ξαναγυρνά». Αρκεί όμως ένα ζεϊμπέκικο σαν αυτό που σηκώνεται και χορεύει η Μαρία για να πάνε τα φαρμάκια κάτω, και μας αποχαιρετούν με το «Σήμερα» της Μαρινέλας.