Δεν γεννήθηκα Πρωτοχρονιά, με γράψανε λάθος. Γεννήθηκα στις 27 Σεπτεμβρίου, τη μέρα που ιδρύθηκε το ΕΑΜ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε η Πρωτοχρονιά. Έχω στείλει και διόρθωση στο Google.
• Ο μπαμπάς μου ήταν χωροφύλακας, Κρητικός, κεντρώος, βενιζελικός. Πήγε αρχικά στην Αθήνα, μετά στη Λάρισα, όπου γνώρισε τη μητέρα μου, η οποία έχει καταγωγή από την Καππαδοκία, και από κει πήρε μετάθεση για Θεσσαλονίκη. Αγόρασαν σπίτι, αλλά, μόλις γεννήθηκα, πήρε μετάθεση για το Κιλκίς. Ξαναγυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουν πέντε χρονών και στα μισά της Γ’ Δημοτικού, επιτέλους, πήγαμε στην Κρήτη που τόσο ήθελε ο πατέρας μου. Το χωριό μας είναι κοντά στον Άγιο Νικόλαο, λέγεται Λούμα, απέναντι από τη Σπιναλόγκα.
• Στο Ηράκλειο μείναμε μέχρι και τη ΣΤ’ Δημοτικού. Τότε ο πατέρας μου παραιτήθηκε από την αστυνομία, γιατί έβλεπε όλα αυτά που γίνονταν τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και στη χούντα και δυσκολευόταν πάρα πολύ με το κλίμα που υπήρχε. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη και μεγαλώνω στις δυτικές συνοικίες, στους Αμπελόκηπους, στην πλατεία Επταλόφου, σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που παλεύανε, μια εργατική συνοικία όπου υπήρχε αρκετός μικροαστισμός γύρω μας. Ως έφηβος περνούσα από τον σταθμό των τρένων για να μυρίζω ταξίδι. Θυμάμαι που έμπαινα, διέσχιζα όλο τον χώρο των εισιτηρίων και ξαναέβγαινα από την άλλη πόρτα για να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά αυτών που ταξιδεύουν.
• Για τριάντα μόρια δεν μπήκα στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης! Για έναν βαθμό, δηλαδή, στα λατινικά. Πέρασα στα Γιάννενα κι ας μην τα είχα δηλώσει ως πρώτη επιλογή, γιατί ήθελα να γίνω νεοελληνιστής και το Νεοελληνικό Τμήμα στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ καλό, με Μαρωνίτη κ.λπ. Έλεγα «θα ασχοληθώ με τη λογοτεχνία» και η Θεσσαλονίκη είχε πιο καλή φιλοσοφική σχολή.
Δεν έχω κάνει καμία δουλειά, νομίζω, με ανθρώπους που δεν μ’ αρέσουν. Έχω δουλέψει, βέβαια, με ανθρώπους που μπορεί να μην ήταν φανταστικοί σε αυτό που έκαναν αλλά ήταν καλά παιδιά. Και συνήθως, όταν βλέπω ένα μέτριο έργο, συγχωρώ το αποτέλεσμα, λέω δεν πειράζει, έγινε με καλή πρόθεση και με πολλή δουλειά.
• Ωστόσο, στα Γιάννενα άλλαξε η ζωή μου. Έζησα τη φοιτητική ζωή, γνώρισα ανθρώπους, ερωτεύτηκα, έκανα φιλίες μεγάλες που υπάρχουν ακόμη, ασχολήθηκα με το θέατρο ενεργά. Αν έμενα στη Θεσσαλονίκη, μάλλον μόνο θα έβλεπα θέατρο και δεν θα χρειαζόταν να κάνουμε ομάδα. Όμως τα Γιάννενα το ’82 είχαν μόνο κάποιους κινηματογράφους. Μόλις το ’83 ξεκίνησε και το ΔΗΠΕΘΙ, δεν υπήρχε ούτε αυτό μέχρι τότε. Δεν είχαμε πώς να περάσουμε την ώρα μας και δεν ξέραμε πώς να κάνουμε θέατρο. Μας άρεσε, αλλά δεν ξέραμε.
• Η περίοδος στα Γιάννενα ήταν πολύ γόνιμη, γιατί, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, άρχισα να ψάχνομαι και με τα φιλολογικά. Επειδή ήμουν καλός στην Αρχαιολογία, έπαιρνα υψηλούς βαθμούς, με επέλεξε η Λίλα Μαραγκού δυο καλοκαίρια συνεχόμενα, στο πρώτο και δεύτερο έτος, για τις ανασκαφές στην Αμοργό. Ήταν πολύ ωραία δουλειά, λατρεία. Καταρχάς ήμασταν οι αγαπημένοι στη Χώρα της Αμοργού, τα παιδιά της ανασκαφής. «Τι θέλετε να σας μαγειρέψουμε αύριο;» μας ρωτούσε ο Πάρβας, ο εστιάτορας της Χώρας. Πηγαίναμε το πρωί στην ανασκαφή και το απόγευμα στην αποθήκη για να πλύνουμε τα ευρήματα, να τα ταξινομήσουμε, να γράψουμε το ημερολόγιο της ανασκαφής. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για μπάνιο. Το βράδυ ήμασταν όλοι μαζί, μια παρέα. Ήταν δουλειά και διακοπές μαζί, κάτι που με ενδιέφερε πολύ. Στο τρίτο έτος που διαλέγαμε κατεύθυνση το λογικό ήταν να πάω Αρχαιολογικό, ήδη όμως είχαμε αρχίσει από το δεύτερο έτος τη θεατρική ομάδα, οπότε αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να παρατήσω το θέατρο.
• Τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος την τελείωσα το ’89. Στο μεταξύ πήρα το πτυχίο από τα Γιάννενα και πήγα φαντάρος. Ήμουν τυχερός: έκανα στην Τρίπολη αρκετά μεγάλο διάστημα της θητείας μου και μετά στη Θεσσαλονίκη, οπότε ξαναγύρισα στη γενέτειρα.
• Στη Θεσσαλονίκη δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις, ούτε και πολλές θεατρικές ομάδες, για να μπορείς να ζήσεις από το θέατρο. Παρέμεινε κατ’ όνομα συμπρωτεύουσα, ενώ έχει πολλές δυνατότητες να γίνει μια πόλη που θα συνδέσει τη χώρα με τα Βαλκάνια σε κάθε μορφή τέχνης, όχι μόνο στο θέατρο. Υπήρχε η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, το Θεατρικό Εργαστήρι, που τότε έπνεε τα λοίσθια. Ίσως να έβρισκες δουλειά για ένα διάστημα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, αλλά δεν καταλάβαινες τι είναι το θέατρο. Έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για να δω πώς είναι ο κινηματογράφος, πώς είναι το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι θεατρικές ομάδες, τι σημαίνει συνεργασία.
• Τότε εκτιμούσα τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή και τον Θανάση Παπαγεωργίου. Και ήμουν τυχερός γιατί τότε ο Παπαγεωργίου έκανε ένα σεμινάριο νεοελληνικού θεάτρου για δύο-τρία χρόνια στου Ζωγράφου και έπρεπε να διαλέξει καμιά δεκαριά ηθοποιούς. Κατέβηκα λοιπόν για την ακρόαση, με είδαν ο Θανάσης και η Λήδα και με δεχτήκανε. Είπα στον Θανάση τότε «εγώ θέλω να ζω απ’ το θέατρο, τι άλλο μπορώ να κάνω;». Μου λέει «θες να αλλάζεις το σκηνικό στην παράσταση που παίζουμε το βράδυ;» ‒ παίζανε το Άντε γεια. Του λέω «ναι». «Ωραία», μου λέει, «αυτό θα είναι συν τόσα χρήματα». Ρωτάω «κάτι άλλο;». «Θες να κόβεις και τα εισιτήρια;» Του λέω «ναι». Οπότε έκανα όλη την εκτός σκηνής δουλειά.
• Μετά έπαιξα στην παιδική σκηνή και έπειτα μπήκα σε μια σειρά από δουλειές μέσα στη Στοά, με έργα του Μποστ, π.χ. τη Μήδεια ‒ έμεινα εκεί πέντε χρόνια. Μάλιστα, τη χρονιά που ήταν να φύγω μού λέει ο Θανάσης «τι σκέφτεσαι να κάνεις;». Του απαντάω «σκέφτομαι να κάνω μια ομάδα και να τη σκηνοθετήσω». Μου προτείνει «γιατί δεν έρχεσαι τότε να κάνεις σκηνοθεσία;». Για μένα αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη γιατί ο Θανάσης Παπαγεωργίου δεν το έκανε αυτό εύκολα. Έτσι, ανέβασα τα δύο μονόπρακτα του Φραντς Ξάβερ Κρετς με γενικό τίτλο Όλα θα πάνε καλά, το Άνω Αυστρία και το Κατ’ οίκον εργασία. Και την άλλη χρονιά έκανα μια θεατρική ομάδα μαζί με φίλους, τη Στιγμή.
• Στην τηλεόραση έχω κάνει μόνο μία σειρά. Δεν το έψαξα και ιδιαίτερα ποτέ, γιατί με γέμιζε το θέατρο και κατά δεύτερο λόγο ο κινηματογράφος. Ήμουν πολύ χαρούμενος όταν με φώναξε ο Οικονομίδης να παίξω στην Ψυχή στο στόμα, έχοντας δει το Σπιρτόκουτο. Χωρίς να έχω καμία άλλη σχέση μαζί του, είδα το Σπιρτόκουτο θυμάμαι τότε σε βίντεο και έπαθα σοκ! Είπα «τι έκανε ο άνθρωπος!». Με χαρά, λοιπόν, πήγα να κάνω ταινία με τον Οικονομίδη και ό,τι άλλο προέκυψε μετά, με τον Χρήστο Δήμα, με τον Μπουλμέτη.
• Είναι περίεργη η σχέση μου με το θέατρο, γιατί κάπου στην πενταετία φεύγω. Ακόμα και στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος τέσσερα χρόνια έμεινα. Τυχαίνει κιόλας, αλλά συνήθως το επιδιώκω, δεν έρχονται μόνα τους τα πράγματα. Λέω κάποια στιγμή «φτάνει τώρα εδώ, πάμε για κάτι άλλο». Η σχέση με τον Θανάση Παπαγεωργίου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη, βέβαια, παρέμεινε ζεστή μέχρι και τώρα. Δεν κλείνω δηλαδή μια πόρτα και αισθάνομαι ότι τέλειωσα.
• Δεν έχω κάνει καμία δουλειά, νομίζω, με ανθρώπους που δεν μ’ αρέσουν. Έχω δουλέψει, βέβαια, με ανθρώπους που μπορεί να μην ήταν φανταστικοί σε αυτό που έκαναν αλλά ήταν καλά παιδιά. Και συνήθως, όταν βλέπω ένα μέτριο έργο, συγχωρώ το αποτέλεσμα, λέω δεν πειράζει, έγινε με καλή πρόθεση και με πολλή δουλειά. Μπορεί μέσα από αυτό να εξελιχθούν σε μια επόμενη δουλειά.
• Είχα την τύχη, επίσης, να δουλέψω με τον Μίνω Βολανάκη, ως βοηθός του. Είχε δει τη δεύτερη δουλειά που σκηνοθέτησα, ένα έργο του Φασμπίντερ, και μου είπε «θες να δουλέψουμε μαζί;». Του λέω «με πολλή χαρά» και κάναμε μαζί το Βολπόνε και στη συνέχεια στον Ιούλιο Καίσαρα. Έμαθα, λοιπόν, από τον Βολανάκη ότι δεν είναι ανάγκη να είναι κάτι τέλειο. Στη διάρκεια των προβών τού θύμιζα συνέχεια ως βοηθός πράγματα, ότι αυτό είπατε να γίνει έτσι, το άλλο αλλιώς και κάποια στιγμή μου λέει «Γιάννη, άσ’ το, θα γίνει την άλλη φορά που θα ασχοληθούμε με το έργο, δεν πειράζει. Μέχρι ένα σημείο φτάνουν τα πράγματα και μετά, άμα τα πιέσεις, μόνο σε κακό θα βγει. Άσε να το χαρούν οι άνθρωποι και ας μη γίνει τέλειο». Αυτό νομίζω ότι ισχύει και για τη ζωή. Περνάνε τα πράγματα, γλιστρά η ζωή μέσα απ’ τα χέρια μας. Αυτό το κυνήγι της τελειομανίας που μας πιάνει ή της ανάγκης για διάκριση δεν βγαίνει σε καλό.
• Το όνομα της κόρης μου βγαίνει από τη χαρά. Είχαμε το όνομα Χαρίκλεια, από τη μάνα μου. Αλλά λέω να έχει και χάρη και κλέος; Το κλέος είναι μεγάλη ιστορία. Θυμάμαι ότι ο παπάς λίγο συνοφρυώθηκε όταν του το είπα: «Τι Χαρά; Ή Χάρις ή Χαρίκλεια, όπως λένε τη μητέρα σας». Του λέω «Χαρά Θεού, πάτερ μου». Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά σέβομαι πολύ τους ανθρώπους που πιστεύουν. Και χαίρομαι που πιστεύουν, που έχουν ένα αποκούμπι, ρε παιδί μου. Εμένα δεν μου λείπει, αλλά χαίρομαι που το έχουν κάποιοι άνθρωποι. Εγώ έχω φίλους, έχω ανθρώπους που ξέρω ότι άμα βρεθώ σε δύσκολη θέση θα με βοηθήσουν και που με έχουν βοηθήσει όντως όταν χρειάστηκε. Που θα με ακούσουν, αν θέλω να μιλήσω. Και δεν μιλάω μόνο για τη γυναίκα ή την κόρη μου. Αισθάνομαι ότι έχω φίλους και μπορώ να τους απευθυνθώ. Δεν με τρομάζει να φανερώσω την ψυχή μου. Και δεν με τρομάζει λόγω και της δουλειάς που κάνω. Δεν με τρομάζει να βάλω τα κλάματα μπροστά σε κάποιον, επειδή έχω συγκινηθεί, ή να δείξω την αδυναμία μου. Καθόλου. Αυτό δεν έχει να κάνει με την υποκριτική ικανότητα.
• Νομίζω ότι ο καλός ηθοποιός ανοίγει και δείχνει στον κόσμο κομμάτια του εαυτού του. Και προσπαθεί να δει ποια κομμάτια από αυτά έχουν σχέση με τον ρόλο. Τότε είναι καλά με τον ρόλο, εννοώ ότι τότε έχουμε μια καλή ερμηνεία. Αλλά δεν καμώνεται ο ηθοποιός. Αυτό είναι ένα ρήμα που δεν μου αρέσει. Το έχω αποφύγει και ελπίζω να μην το κάνω ποτέ. Ανοίγει την ψυχή του στον κόσμο. Πιστεύω ότι το θέατρο έχει στόχο να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Αυτό που λέμε «σκηνή και πλατεία να γίνει ένα». Δηλαδή, αν έχω εγώ μια αγωνία για το πού πηγαίνει ο κόσμος, να τη μοιραστώ με τον θεατή που θα ’ρθει. Αν έχω μια ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, να την πω. Αν έχω μια απογοήτευση, να τη μοιραστώ επίσης. Όχι στρατευμένα αλλά με ειλικρίνεια. Να μην κοροϊδεύεις τον άλλον. Να τον θεωρείς έναν άνθρωπο που πραγματικά μετά θα μπορούσατε να πιείτε ένα ποτήρι κρασί και να τα πείτε.
• Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Νέα Υόρκη π.χ. Μικρός ερχόμουν με το τρένο από τη Θεσσαλονίκη. Κατέβαζα το παράθυρο, με χτυπούσε ο αέρας και τραγουδούσα «Αθήνα, Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής». Ήταν κάτι μεγάλο, αλλά γρήγορα μίκρυνε. Τα βασικά της Αθήνας νομίζω ότι τα ξέρω. Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχουν κάποιες γωνιές της που θα πω «α, εκεί δεν έχω πάει». Γι’ αυτό και τη νιώθω ως ένα μεγάλο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό βέβαια, στο οποίο γίνονται πράγματα, κι αυτό εμένα μου δίνει χαρά και ελπίδα. Μου αρέσει που εδώ ζουν πολλές φυλές, μου δίνει χαρά αυτό και κάνει την πόλη πιο ενδιαφέρουσα. Σε κάθε γωνιά της κάτι συμβαίνει, ακόμα και σε δύσκολες εποχές· ένας που παίζει μουσική μόνος του· μια παρέα που κάνει κουκλοθέατρο· ένας που πουλάει κάτι περίεργο. Δεν μου αρέσει η ομοιομορφία. Δεν μου αρέσει να υπάρχει μόνο το ένα είδος.
• Την αγαπώ την Αθήνα. Και όταν έχει πολλή κίνηση, και όταν είναι άδεια, δεν με πολυπειράζει. Έχει κι αυτήν τη σχέση με την αρχαιότητα, που, χωρίς να το καταλάβεις, σε συγκινεί. Με συγκινεί που συνυπάρχει με τη σύγχρονη πόλη. Τελευταία δεν έχω ανέβει στην Ακρόπολη, όμως συχνά πηγαίνω προς τα εκεί. Και μόνο που βλέπω κάποια πράγματα, τους Στύλους του Ολυμπίου Διός για παράδειγμα, συγκινούμαι. Μπορεί να οφείλεται και σε αυτή η σχέση που έχω με την αρχαιότητα και την αρχαιολογία, που τη μετέφερα πονηρά και στην κόρη μου.
• Η σχέση του Έλληνα με το σώμα του είναι προβληματική. Και εκεί βγαίνει ο μικροαστισμός. Δεν έχω κάνει δίαιτες, μου φαίνονται χαζά αυτά. Αν μου ζητηθεί για έναν ρόλο, θα το κάνω. Ο μικροαστισμός για μένα έχει συντήρηση, έχει φόβο, έχει «κρατάω τα κεκτημένα μου». Γίνεσαι πολύ εξαρτημένος από τη γνώμη των άλλων. Όνειρα μέχρι ενός σημείου, έξοδα μέχρι ενός σημείου, επαφές ειλικρινείς με ανθρώπους που νομίζεις ότι διεξάγονται μέσα σε ένα περιβάλλον ασφάλειας, αλλά που τελικά σε περιορίζει. Και παλεύω να μη γίνω έτσι. Στο Σπιρτόκουτο βλέπουμε τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι κουβαλάνε πολλή δυστυχία, γιατί νομίζουν ότι αυτό είναι η ζωή. Ο συγκεκριμένος ρόλος που παίζω εγώ νομίζει ότι η λύση στα προβλήματά του είναι αυτό το καινούργιο μαγαζί που σκέφτεται να κάνει, το εστιατόριο. Το οποίο, αν κάτσει λίγο παραπάνω και το σκεφτεί, θα πει «δεν χρειάζεται να το κάνω, είναι μεγάλο ρίσκο και δεν έχει κανένα νόημα. Γιατί να το κάνω; Μια χαρά είμαι».
• Μένω σε ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου. Έχει και τέταρτο όροφο η πολυκατοικία. Απέναντί μου έχω έναν θερινό κινηματογράφο. Ακούω τους διπλανούς και τους από πάνω. Βγαίνουμε και ακούμε τις φασαρίες στον δρόμο. Είμαστε από τους λίγους που μες στη νύχτα μπορεί να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε τι έγινε. Κάποιος μπορεί να φωνάζει και μου λέει η γυναίκα μου «κάτι σαν βοήθεια ακούστηκε, τι να συνέβη;». Συνήθως είναι κάποιοι που μαλώνουν, έτσι αστεία, όπως κάνουν οι Έλληνες, όχι κάτι σπουδαίο. Ή μια παρέα που περνούσε γελώντας κι εμείς ανησυχήσαμε ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει. Μάλλον αυτού του είδους η έκφραση μας δημιουργεί φόβο. Για να φωνάζει ο άλλος σημαίνει ότι έχει ανάγκη, ενώ θα μπορούσε απλώς να γλεντάει.
• Πρέπει να αλλάξει ο κόσμος. Δεν γίνεται. Κάτι πρέπει να κάνουμε προς τα εκεί. Ελπίζω να το κάνουν τα εγγόνια μας. Νομίζω ότι είναι η ανθρώπινη φύση, δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει να ελπίζεις ότι θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο για όλους ή, έστω, για τη συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό δεν θα γίνει ως παραχώρηση από κανέναν, μόνο με αγώνα θα γίνει. Ποιος είναι αυτός ο αγώνας; Αυτός που κάνεις με την τέχνη σου, με τη δουλειά σου. Ένας πολύ καλός μάγειρας, ας πούμε, προσφέρει χαρά σε αυτόν που θα πάει να φάει στο μαγαζί του. Ένας ευγενικός υπάλληλος που θα σε καθοδηγήσει σε ένα μαγαζί και που χωρίς τη βοήθειά του δεν θα ήξερες πού θα βρισκόσουν.
• Την προσπάθεια μέσα από τη δουλειά σου να γίνεις ο ίδιος καλύτερος άνθρωπος και να βοηθήσεις και τον κόσμο να αλλάξει και να γίνει καλύτερος την αισθάνομαι σαν υποχρέωση ύπαρξης. Διαβάζω βιβλία, ας πούμε. Γιατί διαβάζω βιβλία; Για να βρω κι άλλους ανθρώπους που σκέφτηκαν αλλιώς τα πράγματα.
• Πέρασα από την Πάτρα πολύ λίγο, έκανα μια σκηνοθεσία εκεί με το Δημοτικό Θέατρο πριν από χρόνια. Και λέω ότι αν ήμουν εγώ σε αυτή την πόλη, θα ήμουν συχνά σε πλοίο για ταξίδια. Ρώτησα κάποιον αφελώς «έχεις πάει Ιταλία;» Όχι. «Ε, ρε γαμώτο, και είναι το πλοίο εκεί μπροστά σου!» Να έχεις αυτήν τη δυνατότητα να βγεις, να κάνεις ταξίδια σε μια άλλη πόλη σε μια άλλη χώρα, ακριβώς μπροστά σου.
• Σίγουρα οι πόλεις, οι χώρες, οι ζωές που έχουν τραύματα είναι πιο ενδιαφέρουσες. Γιατί έχουν ξεπεράσει ένα μεταίχμιο και έχουν φτάσει σε ένα σκαλοπάτι και μετά «Προσοχή γκρεμός». Και σ’ εμάς, στην τέχνη, μας κινητοποιεί κάθε φορά. Δηλαδή οι ραγδαίες αλλαγές των πραγμάτων, όχι μόνο ο θάνατος. Μπορεί να είναι κάτι πολύ μεγάλο. Ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη κάναμε μια παράσταση –ίσως είμαστε το μοναδικό Κρατικό Θέατρο σε όλη την Ευρώπη‒ για τα 100 χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης. Φώναξα τον Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ήταν να κάνουμε τις Τρεις Αδελφές του Τσέχοφ ‒που τις κάναμε μετά‒, αλλά του ζήτησα να κάνει πρώτα τη «Ρωσική Επανάσταση» γι’ αυτό που πίστεψε ο κόσμος, ότι μπορούν να αλλάξουν όλα. Και έκανε μια υπέροχη παράσταση ο Τσέζαρις, πολύ συγκινητική. Χαίρομαι πολύ που θα παίξει και στο Έγκλημα και Τιμωρία στη Στέγη.
• Ο φασισμός σήμερα είναι κάτι παραπάνω από συντηρητικός λαϊκισμός. Έχει μίσος μέσα του. Δεν έχει ανοχή για τον άλλον. Δεν υπάρχει η έννοια του σεβασμού στην προσωπικότητα του άλλου, καθόλου. Αυτό είναι φοβερό. Σχετίζεται και με τα φυλετικά χαρακτηριστικά ακόμα. Πέρα από τον ρατσισμό, σχετίζεται και με την αντίθεση στον ελεύθερο σεξουαλικό προσανατολισμό των ανθρώπων, με το δικαίωμα στην άμβλωση κ.λπ. Νομίζω ότι ο φόβος τα δημιουργεί όλα αυτά. Κάποιοι που έχουν εξουσία σπέρνουν τον φόβο στον κόσμο. Οπότε, εύκολα ο άλλος φοβάται μη χάσει έστω και τη δουλειά που κακοπληρώνεται, έστω και το σπίτι που μένει και που μπάζει υγρασία ή δεν έχει πώς να το θερμάνει. Φοβάται αυτός που έχει. Όταν είχε βγει ο ΣΥΡΙΖΑ φοβόταν ότι θα μας πάρει τα σπίτια!
• Σε μπαρ δεν πηγαίνω πια συχνά. Όταν είμαι σε άλλη πόλη, πηγαίνω, αλλά στην Αθήνα δεν πηγαίνω πια σε μπαρ. Παλιά έπινα βότκα, τώρα πίνω ουίσκι, το κλασικό. Σπίτι μου δεν πίνω σχεδόν ποτέ. Δεν πίνει και η Ζαχαρούλα, δεν της αρέσει το αλκοόλ και ξεχνάω ότι υπάρχει. Άμα βρεθώ με τους φίλους όμως θα πιούμε ένα ουίσκι μαζί.
• Πολύ θα ήθελα να κάνω τις Σκηνές από έναν γάμο. Για μένα ο Μπέργκμαν είναι κορυφαίος. Τσάρλι Τσάπλιν και Μπέργκμαν μετά. Τον Τσάπλιν τον έχω πρώτο. Γιατί τότε που τα έκανε αυτά ήταν πρωτοπόρος πραγματικά. Ο δε Μπέργκμαν ήταν απίστευτος. Έκανε πόσες ταινίες τον χρόνο και θέατρο μαζί. Πολύ διεισδυτικός.
• Για τη Χαρά θέλω να είναι ευτυχισμένη στη ζωή της. Να κάνει τώρα πράγματα, και λάθη και να τα χορτάσει. Δεν ανησυχώ για τα λάθη. Ξέρεις πόσα λάθη έχουμε κάνει εμείς; Να γνωρίσει κι άλλους λαούς. Στη Γερμανία δεν μαθαίνει ουσιαστικά μόνο τη γερμανική κουλτούρα αυτά τα δύο χρόνια. Είναι άνθρωποι εκεί από όλον τον κόσμο. Η Χαρά είναι φίλη με μια Κινέζα, τη Λι. Έφυγε, πήγε στην Κίνα τώρα η Λι. Η Χαρά είχε πάει επίσης στην Κολονία με ένα Εράσμους και είχε κάνει φίλη μια Τσετσένα, μια δεν ξέρω και-γω-τι, από χώρες τρελές. Μας παίρνει τηλέφωνο κάθε βράδυ. Αν δεν πάρει μια μέρα, ανησυχούμε.
Δείτε εδώ ώρες, μέρες και πληροφορίες για το Σπιρτόκουτο - The Musical στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.