Γιάννης Χουβαρδάς: «Χωρίς την τέχνη, δεν υπάρχει η ζωή»

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
«Η μόνη μέθοδος που έχω είναι η μη μέθοδος. Ξεκινάω πάντα από το μηδέν». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
0

Πιστεύει ακράδαντα ότι η δημιουργική διαδικασία είναι σαν την ερωτική: όχι μόνο επειδή περνούν και οι δύο από τα ίδια στάδια αλλά, ακόμη περισσότερο, επειδή η μία έχει ανάγκη την άλλη για να εξελιχθεί και να ανθήσει. Τι γίνεται, όμως, όταν αιχμαλωτιζόμαστε αιωνίως σε ένα τραυματικό ερωτικό γεγονός; Πού μάς οδηγούν οι προσπάθειές μας να το αναβιώσουμε, ελπίζοντας να επαναφέρουμε όλη την έξαψη, την ηδονή, τη χαρά και την πλήρωση που είχαμε αισθανθεί «τότε»; Καλύτερα να μην κοιτάει κανείς πίσω, υποστηρίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς. Το πιθανότερο είναι πως θα εγκλωβιστεί σε μια «λούπα», σε μια επανάληψη δίχως διέξοδο, δίχως λύτρωση, δίχως αναπαμό: ένας πραγματικός εφιάλτης.

Αυτός είναι ο συναισθηματικός πυρήνας του έργου «Don’t look back», το οποίο φέρει όχι μόνο τη σκηνοθετική αλλά και τη συγγραφική υπογραφή του Γιάννη Χουβαρδά. Ανάμεσα στο θρίλερ, την επιστημονική φαντασία και τη μεταφυσική περφόρμανς, το «Μυστήριο 76 Don’t Look Back» εμπνέεται από τη μοναδική προϋπόθεση που επέβαλε ο άρχων του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνας, στον Ορφέα προκειμένου να του επιτρέψει να φέρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη πίσω στον κόσμο των ζωντανών: μην κοιτάξεις πίσω. Παράλληλα, η παράσταση αντλεί έμπνευση από άλλες διάσημες τραγικές ιστορίες αγάπης, όπως τις αποτύπωσε ο κινηματογράφος, το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, ο χορός, οι εικαστικές και άλλες μορφές τέχνης.

Αν κάποια στιγμή ένας δημιουργικός άνθρωπος πάψει να μπορεί να ερωτεύεται, είμαι σίγουρος ότι παύει και να μπορεί να δημιουργεί. Και δεν εννοώ να ερωτεύεται ανθρώπους μόνο. Μπορεί να ερωτευτεί μια διαδικασία, μια ηλικία, μια ιδέα –μεγάλη ιδέα– και να χαθεί μεσα σ’ αυτήν· χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχουμε.

Οι τρεις αποθήκες του Παλαιού Ελαιουργείου μεταμορφώνονται στο ερειπωμένο Hotel Spectre με τα φαντάσματα των μυθικών εραστών Ορφέα και Ευρυδίκη να ζωντανεύουν τις μοιραίες στιγμές του έρωτά τους. Μια περιπετειώδης διαδρομή που καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κοινού και ερμηνευτών, καλώντας τους θεατές να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις σε κομβικά σημεία της περιήγησής τους.

Ο καταξιωμένος και πολύπειρος σκηνοθέτης μιλάει για την περιπέτεια της δημιουργίας, «κάθε φορά από το μηδέν», εξηγεί γιατί δεν έχει –και γιατί αρνείται να έχει–, τόσες δεκαετίες μετά, μία «σταθερή μέθοδο εργασίας», ενώ εξηγεί ποιοι είναι, κατά τη γνώμη του, «οι άνθρωποι που κάνουν πραγματική τέχνη».

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
Έχει πολλές σημασίες το «μην κοιτάς πίσω». Μπορεί επίσης να σημαίνει «κοίτα μόνο μπροστά». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Είστε ένας σκηνοθέτης που έχει τολμήσει κατά καιρούς πολλά, δεν επεμβαίνει όμως ιδιαίτερα στα κείμενα που ανεβάζει. Δεν αισθάνεσθε αυτή την ανάγκη;
Όχι, γιατί επεμβαίνω αλλιώς. Μου αρέσει αυτό το τεντωμένο σκοινί, η ακροβασία τού να μην πειράζεις πολύ το κείμενο – λίγο, ναι, το κάνω. Είναι πιο ενδιαφέρον για μένα. Υπάρχει μια συνομιλία με τον συγγραφέα που όχι μόνο δεν είναι βίαιη αλλά είναι και περισσότερο πονηρή, περισσότερο ερωτική. Δοκίμασα δυο-τρεις φορές να κάνω διασκευές, ήμουν, όμως, πολύ συγκρατημένος και δειλός ως προς αυτό, ακριβώς επειδή –αντιθέτως με ό,τι με έχουν κατηγορήσει στο παρελθόν– σέβομαι πολύ τους συγγραφείς, ίσως υπερβολικά. Έφτασα στο σημείο πλέον να μπορώ να γράψω κάτι δικό μου, χωρίς να είναι θεατρικό έργο όμως. Αυτό που έγραψα τώρα για την Ελευσίνα, το «Don’t look back», δεν είναι θεατρικό έργο. Είναι ένα σενάριο στην πραγματικότητα.

— Δηλαδή το κείμενο της παράστασης που θα παρουσιαστεί στην Ελευσίνα είναι δικό σας;
Ναι.

— Α, δεν την γνώριζα αυτή την πλευρά σας...
Μα κι εγώ δεν τη γνώριζα αυτή την πλευρά μου. Την ανακάλυψα σιγά σιγά. Την είχα στην αρχή και μετά την απεμπόλησα. Τώρα την ξαναβρήκα.

— Θεωρείτε ότι μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο έχετε πλέον κάποια σταθερή μέθοδο εργασίας;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Η μόνη μέθοδος που έχω είναι η μη μέθοδος. Ξεκινάω πάντα από το μηδέν. Το μόνο σταθερό ζητούμενο είναι ότι θέλω πάντα στην αρχή μία-δύο εβδομάδες ηρεμίας σε ένα τραπέζι, μαζί με τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ, για να ανταλλάξουμε γνώμες, να καταλάβουμε λίγο καλύτερα το κείμενο κ.ο.κ. Αλλά το πώς θα πορευτώ μετά είναι εντελώς διαισθητικό και ενστικτώδες. Ανάλογα με το τι υλικό έχω απέναντί μου: το έμψυχο υλικό αλλά και το ίδιο το κείμενο που θα με έχει διαφωτίσει από μόνο του σε κάποια πράγματα, θα μου έχει δείξει έναν δρόμο δηλαδή. Ένα πράγμα, πάντως, που μου αρέσει είναι να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα νωρίς. Να φεύγουν τα σύννεφα και να καταλαβαίνω τι ώρα της μέρας είναι.

— Σε τι βαθμό, όταν ξεκινάτε, έχετε προαποφασίσει για τα βασικά ζητήματα;
Δεν είναι προαποφασισμένα στο συνειδητό, μόνο στο ασυνείδητο. Είμαι πια σίγουρος.

— Και σε τι βαθμό επηρεάζεστε από τους συνεργάτες σας;
Σε μεγάλο βαθμό... Και τώρα αλλάζουν πολλά πράγματα. Είμαι συνέχεια με το i-Ρad στο χέρι (δεν χρησιμοποιώ laptop, είμαι της αφής) και κάνω αλλαγές. Αυτό είναι το νόημα, αυτή είναι η χαρά. Γιατί δεν είμαι συγγραφέας ώστε να πω «εαυτέ μου, ανέβασέ το έτσι όπως είναι γραμμένο!».

— Υπάρχει κάτι που χάνεται από την αρχική σύλληψη ή επιθυμία μέχρι να φτάσει κανείς στην υλοποίησή της; Kάτι που θυσιάζεται, ας πούμε, λόγω πρακτικών δυσκολιών ή εξαιτίας του χρόνου;
Πάντα συμβαίνει αυτό. Αλλά έτσι δεν γίνεται και με τη ζωή; Σε όλα. Εδώ έναν περίπατο πάμε να κάνουμε και μπορεί να συμβεί από ατύχημα μέχρι το πιο όμορφο ευτύχημα. Ή στις σχέσεις μας... Όποιος λέει το αντίθετο, ότι δηλαδή όπως το φαντάστηκε έτσι ακριβώς έγινε, τότε λέει ψέματα, στον εαυτό του πρώτα απ’ όλα. Σίγουρα υπάρχει απώλεια. Μεγάλη. Και ευτυχώς ο κόσμος δεν ξέρει. Γιατί αν ήξερε, αν είχαμε δηλαδή με το κοινό μια πρώτη συνάντηση, όπως κάνουμε με τους ηθοποιούς, θα μας έδερνε στο τέλος.

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
«Έφτασα στο σημείο πλέον να μπορώ να γράψω κάτι δικό μου, χωρίς να είναι θεατρικό έργο όμως. Αυτό που έγραψα τώρα για την Ελευσίνα, το "Don’t look back", δεν είναι θεατρικό έργο. Είναι ένα σενάριο, στην πραγματικότητα».

— Σε τι βαθμό μοιάζει η δημιουργική διαδικασία με την ερωτική;
Πιστεύω ότι ταυτίζονται αυτά τα δύο. Αν κάποια στιγμή ένας δημιουργικός άνθρωπος πάψει να μπορεί να ερωτεύεται, είμαι σίγουρος ότι παύει και να μπορεί να δημιουργεί. Και δεν εννοώ να ερωτεύεται ανθρώπους μόνο. Μπορεί να ερωτευτεί μια διαδικασία, μια ηλικία, μια ιδέα –μεγάλη ιδέα– και να χαθεί μεσα σ’ αυτήν, αλλά χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχουμε. Μετά περιμένουμε τον θάνατο απλώς. Έχω περάσει από φάσεις που ήμουν σε αποδρομή από μια ερωτική σχέση και ένιωθα –παρόλο που προσπαθούσα να είμαι δημιουργικός για να έχω αντιστάθμισμα– ότι υπήρχε κάτι στείρο μέσα μου, γιατί χανόταν η ερωτική ορμή. Για μένα είναι πολύ πιο παραγωγική και καρπερή η δημιουργία, όταν παράλληλα υπάρχει και μια άνθηση στο ερωτικό πεδίο. Και επαναλαμβάνω: δεν είναι απαραίτητο να είναι άνθρωπος. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η ζωή εκφράζεται με πολλούς τρόπους, και μέσω ανθρώπων και μέσω φύσης και μέσω μιας εσωτερικής ζωής... Πιστεύω, ας πούμε, πολύ στον ερωτισμό των μοναχών. 

— Πώς το εννοείτε; Μέσα από την πνευματικότητα;
Μέσα από την ταύτιση με το θείο. Αγαπούν την Παναγία, αγαπούν τον Χριστό, ταυτίζονται με αγίους, έχουν ονόματα αγίων. Ακόμη δηλαδή και σε αυτήν τη μοναχική κατάσταση υπάρχει έρωτας.

— Και το σώμα;
Παλεύουν μ’ αυτό. Και είτε χάνουν το παιχνίδι είτε κερδίζουν. Αλλά παλεύουν. Κι αυτό είναι ερωτισμός.

«Μυστήριο 76 Don’t Look Back» Facebook Twitter
Ιφιγένεια Εν Ταύροις, Ευριπίδης. Θέατρο του Νότου - La Mama Theatre NY. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς (1991-1992)

— Πώς μπορούμε να προφυλαχθούμε από την επανάληψη; Aισθάνεσθε ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος στη δουλειά σας;
Συνέχεια. Είναι μπροστά μου συνέχεια. Δεν ξέρω, αυτό μπορούν να το κρίνουν οι άλλοι για μένα, αν έχω αποφύγει την επανάληψη ή όχι, αλλά είναι ένας κίνδυνος με τον οποίο συνέχεια αναμετριόμαστε. Μερικές φορές, βέβαια, δεν είναι αναγκαίο να τον αποφύγεις. Μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις κάτι που δεν κατάλαβες την προηγούμενη φορά. Αλλά αν μιλάμε για ευκολία –το βρήκα το κόλπο και το επαναλαμβάνω–, τότε καλείσαι να τον αποφύγεις οπωσδήποτε. Έχω πρόβλημα με συναδέλφους που βρίσκουν πατέντες. Ακόμη κι αν είναι εντυπωσιακές...

— «Don’t look back» είναι ο τίτλος του έργου που θα δούμε στην Ελευσίνα. Γιατί αυτή η προσταγή/απαγόρευση; Τι είναι αυτό που δεν πρέπει να δούμε, αν κοιτάξουμε πίσω;
Αυτό το ξέρει ο καθένας από εμάς. Και δεν σημαίνει ότι θα «συμμορφωθούμε» με την εντολή. Ο Πλούτωνας είπε του Ορφέα να μην κοιτάξει πίσω κι εκείνος κοίταξε. Κάποιος άλλος μπορεί να φοβηθεί να το κάνει. Το θέμα είναι ότι, όταν κοιτάξεις, σε περιμένει κάτι που δεν το ξέρεις.

— Άρα μιλάμε για το παρελθόν; Να μην κοιτάξεις πίσω, προς το παρελθόν;
Όχι απαραίτητα, μπορεί να είναι ο εαυτός μας του μέλλοντος. Έχει πολλές σημασίες το «μην κοιτάς πίσω». Μπορεί επίσης να σημαίνει «κοίτα μόνο μπροστά». Γι’ αυτό μου άρεσε αυτός ο τίτλος, και τον έβαλα στα αγγλικά: επειδή η «ξένη» γλώσσα μάς εξασφαλίζει μια απόσταση κι έτσι μπορούμε να φανταστούμε περισσότερα πράγματα.

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
Μπελβεντέρε, Έντεν φον Χόρβατ. Μαριάνθη Σοντάκη, Αντώνης Καφετζόπουλος. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς (1995-1996) Αρχείο Θεάτρου Αμόρε

— Το παρελθόν αλλάζει κάθε φορά που το κοιτάμε;
Πάντα, ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνουμε εκείνη τη στιγμή, αφού εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε κάθε δευτερόλεπτο. Δεν υπάρχει παρελθόν: το ζήτημα είναι πώς το επαναφέρουμε. Δεν υπάρχει παρελθόν χωρίς την πνευματική διεργασία τη δική μας. Συνέχεια μεταβάλλεται. Δεν έχουμε όλοι μας αναθεωρήσει το πώς βλέπουμε στιγμές του παρελθόντος; Ανθρώπους, σχέσεις, γεγονότα...Κι αυτό είναι και το ενδιαφέρον.

— Τι είναι αυτό που κάνει τους αρχαίους μύθους ανεξάντλητους; Γιατί γυρίζουμε σε αυτούς ξανά και ξανά;
Αρχέτυπα. Η συμπύκνωση μέσα στον χρόνο. Οι δικοί μας μύθοι, οι σημερινοί, που πάλι θα είναι ένα συμπίλημα παρόντος και παρελθόντος, θα συμπυκνωθούν και θα γίνουν αρχέτυπα μετά από κάποιες χιλιάδες χρόνια.

— Φτιάχνουμε εμείς μύθους σήμερα;
Συνέχεια. Ακόμη κι εμείς οι δύο φτιάχνουμε έναν μύθο αυτήν τη στιγμή. Αν υπήρχε ένας τρίτος εδώ, θα έφτιαχνε έναν μύθο για μας. Θα μπορούσε να τον πει «η Λουίζα και ο Γιάννης» ή θα μπορούσε να τον πει «η κριτικός και ο σκηνοθέτης»: τι σημαίνει αυτή η σχέση που κάποτε εκείνη πρωτοέγραψε μια κριτική κι εκείνος την πρωτοδιάβασε κ.ο.κ. Μύθος δεν είναι μόνο με κεφαλαίο «Μ», είναι και μύθος με μικρό «μ», ιστορία, παραμύθι.

— Έχει αλλάξει το επάγγελμα του σκηνοθέτη από τότε που αρχίσατε να σκηνοθετείτε;
Πάρα πολύ. Την εποχή που ξεκίνησα εγώ δεν υπήρχε, ας πούμε, αυτό που αργότερα ονομάστηκε «επινοημένο θέατρο», για να πιάσω μία πτυχή του πράγματος. Τώρα πια ο σκηνοθέτης έχει γίνει και συγγραφέας και ηθοποιός.

— Και τότε όμως υπήρχαν σκηνοθέτες που ήταν πρώτα ηθοποιοί.
Ναι, φυσικά, αυτό ήταν το πιο συνηθισμένο, η επικρατούσα πρακτική. Μπορώ να σας πω ότι κι εγώ έτσι έγινα: δεν σπούδασα σκηνοθέτης, ηθοποιός σπούδασα.

— Δεν μπορώ να σας φανταστώ ως ηθοποιό.
Είναι επειδή δεν έχετε δει πρόβες μου. Δεν υπήρχαν και πολλές σχολές σκηνοθεσίας τότε. Μετρημένες στα δάχτυλα: Ρωσία, Γερμανία. Επίσης, μία άλλη διαφορά είναι ότι δεν υπήρχε αυτή η πνευματικότητα που σήμερα θεωρείται απαραίτητο συστατικό στοιχείο. Σήμερα τα πολιτιστικά ερεθίσματα είναι πολύ περισσότερα. Τότε, ας πούμε, εγώ που δεν έχω βγάλει ανώτατη σχολή, κυκλοφορούσα πολύ άνετα ως «αυτός που ήξερε τα περισσότερα» ανάμεσα στους ηθοποιούς, ενώ ήμουν σαν κι αυτούς. Τώρα δεν μπορεί να «περάσει» αυτό. Τώρα ο σκηνοθέτης είναι πιο καλλιεργημένος, πιο συνολικά μορφωμένος, ξέρει πέντε πράγματα που έχουν σχέση με την τεχνολογία, με το σινεμά, με το βίντεο, με τη μουσική κ.ο.κ. Είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Έχει διευρυνθεί πολύ το πεδίο γνώσεων και ταυτόχρονα το οπλοστάσιο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η έμπνευση έχει βαθύνει: έχει πλατύνει το πράγμα, αλλά δεν έχει βαθύνει.

— Διδάσκεται η σκηνοθεσία;
Η προσωπική μου ταπεινή γνώμη είναι ότι όχι, δεν διδάσκεται. Γι΄αυτό κι εγώ δεν διδάσκω. Όποτε πάω –πολύ σπάνια– σε καμιά σχολή ή όποτε κάνω ένα σεμινάριο, τους το λέω από την αρχή: εγώ δεν είμαι δάσκαλος. Θα κάνω κάτι μαζί σας∙ όπως αντιμετωπίζω τους ηθοποιούς, θα αντιμετωπίσω κι εσάς.

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
Το Βρακί, Καρλ Στέρνχαϊμ. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς (1997-1998). Αρχείο Θεάτρου Αμόρε

— Δεν θα μπορούσε να διδάξει κανείς στους επίδοξους σκηνοθέτες ιστορία της τέχνης ή θεωρία;
Ναι, αλλά αυτό δεν είναι σκηνοθεσία. Πρέπει είτε να επιμορφωθεί κανείς μόνος του είτε να σπουδάσει πολλά πράγματα γύρω από την τέχνη. Εγώ είμαι αυτοδίδακτος σε αυτόν τον τομέα. Από εκεί και πέρα, το μόνο που μπορείς να διδάξεις είναι η τεχνική. Αυτές οι σχολές αυτό διδάσκουν. Γιατί, άραγε, εγώ μπόρεσα, με το που βγήκα από τη RADA (σ.σ. Royal Academy of Dramatic Arts, στο Λονδίνο), ν’ αρχίσω να σκηνοθετώ; Γιατί ο τότε διευθυντής της σχολής είχε την άποψη ότι οι απόφοιτοι ηθοποιοί θα έπρεπε να γνωρίζουν όλες τις τεχνικές υποκριτικής που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Έφερνε νέους σκηνοθέτες να μας διδάξουν κι εγώ έκλεβα ιδέες. Έτσι τα κατάφερα. Δεν έχω όμως σκηνοθετική τεχνική, συνεπώς δεν μπορώ να διδάξω τεχνική. Δεν επεδίωξα ποτέ να έχω, επειδή με ενδιέφερε η εκάστοτε περιπέτεια πολύ περισσότερο από το να έχω μια βαλίτσα, να την ανοίγω, και να λέω «πάμε τώρα αυτό, πάμε εκείνο ή το άλλο». Η βαλίτσα μου είναι άδεια, όποτε αρχίζω...

— Άδεια και γεμάτη ταυτόχρονα.
Κανείς δεν ξέρει τι έχει μέσα όμως. Ούτε καν εγώ. Βγαίνουν σιγά σιγά οι λαγοί.

— Είστε ο άνθρωπος που έγραψε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου – εννοώ το Αμόρε. Όταν στήνατε το Αμόρε, είχατε κάποιο πρότυπο;
Είχα εμπνευστεί από τα γερμανικά θέατρα ρεπερτορίου. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω, όχι μόνο στο Αμόρε αλλά και αργότερα, στο Εθνικό Θέατρο: εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς (2001-2002). Αρχείο Θεάτρου Αμόρε

— Δεν είχε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο το Εθνικό τότε;
Όχι. Είχε πολύ παλιά, επί Μινωτή. Γιατί τότε είχε σταθερούς ηθοποιούς, είχε ensemble ηθοποιών. Χωρίς ensemble δεν μπορείς να κάνεις ρεπερτόριο. Όταν λέμε «εναλλασσόμενο» εννούμε ότι σήμερα ο ηθοποιός παίζει αυτό το έργο, αύριο παίζει το άλλο. Το εναλλασσόμενο έχει από πίσω του πάρα πολλή δουλειά και πολλή φιλοσοφία. Ανοίγει ορίζοντες όχι μόνο για το κοινό αλλά και για τους ηθοποιούς, γι' αυτό και οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν θέλουν να παίζουν σεζόν πια. Δεν αντέχουν, μου το λένε, κουράζονται. Πόσο μάλλον δύο σεζόν ή τρεις.

— Ας γυρίσουμε στο Αμόρε.
Το Αμόρε ήταν κυρίως αυτή η ανάγκη μου να μεταφυτεύσω στον ελληνικό χώρο όλη τη σύλληψη ενός οργανωμένου θεάτρου ρεπερτορίου με σταθερούς ηθοποιούς, σταθερούς συνεργάτες, ελεύθερου, ανοιχτές πόρτες, μακριά από την έννοια του προσωποπαγούς θεάτρου που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Το Αμόρε ήταν το πρώτο θέατρο που άρχισε να φέρνει και συνδιευθυντές: τον Θωμά Μοσχόπουλο, την Ελευθερία Σαπουντζή (που πέθανε πολύ νωρίς, δυστυχώς).

— Υπήρχε δηλαδή η λογική μιας συλλογικής διαχείρισης και όχι η «ενός ανδρός αρχή».
Ναι, δεν το ήθελα αυτό. Είναι χαζό. Είναι καλλιτεχνικά θνησιγενές. Ακόμη και ο Λευτέρης Βογιατζής, που τον θαυμάζαμε όλοι μας, είχε αυτό το πολύ «κλειστό» πράγμα που δεν μου άρεσε. Μπορεί να ήταν η δική του ανάγκη, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα έτσι. Εγώ είχα την ανάγκη να φτιάξω στο θέατρο μια οικογένεια, ίσως επειδή δεν έκανα οικογένεια δική μου. Ήταν πραγματική ανάγκη αυτή, γι’ αυτό έφερνα και νεότερους ανθρώπους. Όπως, επίσης, και η ανάγκη να χτιστεί ένα κανούργιο κοινό, να ανανεωθεί η σχέση που υπήρχε εκείνη την εποχή μεταξύ θεατών και (προσωποκεντρικών) θεάτρων.

— Τέχνη ή ζωή;
Αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα ζωή. Αλλά θα κάνω κι ένα κόλπο λεκτικό και θα βγάλω τον τόνο από το «ή» και θα βάλω ένα κόμμα μετά το τέχνη. Δηλαδή: «Τέχνη, η ζωή». Ας κάνουμε μέσα από τη ζωή, τέχνη. Ο Μπρεχτ το είχε πει αυτό. Η μεγάλη τέχνη είναι η τέχνη της ζωής – το είχε πει με άλλα λόγια, αλλά αυτό ήταν το νόημα. Και μάλιστα το να ζούμε μαζί ο ένας με τον άλλον.

— Μπορεί η τέχνη να μας σώσει τη ζωή;
Πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Εμένα προσωπικά μου την έχει σώσει. Νομίζω ότι όλοι όσοι ασχολούμαστε με την τέχνη καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι λέμε. Αλλά και το ανάποδο συμβαίνει. Αυτές οι δύο λέξεις έχουν αμφίδρομη ενέργεια: χωρίς τη μία δεν υπάρχει η άλλη. Ακόμη κι αν μας βάλει κανείς το μαχαίρι στον λαιμό και μας πει «διάλεξε», είναι ψεύτικο το δίλημμα. Γιατί στη ζωή μας δεν ζούμε χωρίς τέχνη και στην τέχνη δεν ζούμε χωρίς ζωή.

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ Facebook Twitter
«Ας κάνουμε μέσα από τη ζωή, τέχνη. Ο Μπρεχτ το είχε πει αυτό. Η μεγάλη τέχνη είναι η τέχνη της ζωής – το είχε πει με άλλα λόγια, αλλά αυτό ήταν το νόημα. Και μάλιστα το να ζούμε μαζί ο ένας με τον άλλον». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε χωρίς τέχνη.
Δεν το πιστεύω αυτό, ίσως επειδή είμαι σε διαφορετική ηλικία. Πιστεύω ότι ακόμη και ο άνθρωπος που έχει την πιο άχαρη δουλειά με κάποιον τρόπο κάνει ένα είδος τέχνης, κι έτσι ξεφεύγει μερικές στιγμές. Δεν μπορεί να μην ξεφεύγει το μυαλό σε τέτοιες συνθήκες. Εκείνη την ώρα παράγεται κάτι που λέγεται τέχνη ερήμην τους. Γιατί το υποτιμάμε το ερήμην τους; Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι συνειδητοί καλλιτέχνες. Υπάρχουν και καλλιτέχνες που είναι ασυνείδητοι. Δεν πιστεύω, όμως, ότι υπάρχει άνθρωπος που ζει χωρίς τέχνη, με την έννοια μιας εσωτερικής κατασκευής που τη φτιάχνουμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Θα πήγαινα ακόμη πιο μακριά και θα σας έλεγα ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που κάνουν πραγματική τέχνη∙ γιατί η ζωή τους είναι τόσο μίζερη που έχουν ανάγκη να την κάνουν με κάποιον τρόπο βιώσιμη. Και αυτό το κάνουνε. Τι είναι τέχνη; Είναι μόνο αυτό που φανταζόμαστε ως τέχνη εμείς που ασχολούμαστε με την τέχνη; Ο Κουροσάβα είχε γυρίσει μια ταινία καταπληκτική, το «Ikiru» («Ο καταδικασμένος»), για έναν δημόσιο υπάλληλο που μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και σύντομα θα πεθάνει. Στη δουλειά του βάζει μόνο σφραγίδες. Και μια μέρα χάνεται. Και ο Κουροσάβα τον παρακολουθεί που χάνεται. Και αυτός ο άνθρωπος ανακαλύπτει τη μαγεία της ζωής. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο αλλά αυτή είναι μια μοναδική ταινία, ένα αριστούργημα. Γιατί αυτός ο φουκαράς, ο εντελώς «ανέμπνευστος», που θα είχε ακόμη πολλά χρόνια ζωής, αλλά θα ήταν σαν να μη ζει, ξαφνικά ανακάλυψε τη ζωή. Αυτό είναι ποίηση. Γι' αυτό και υποστηρίζω ότι η τέχνη, η ποίηση, υπάρχει ακόμη και στο πιο πεζό πράγμα, και στο πιο μπανάλ.

— Πότε αρχίζουμε να ζούμε;
Εννοείτε συνειδητή ζωή;

— Ναι.
Ο καθένας μας διαφέρει ως προς αυτό. Άλλος μπορεί να αρχίσει στα πέντε και άλλος στα ογδόντα πέντε. Εγώ άργησα να έχω συνειδητή ζωή. Νομίζω ότι το καταλαβαίνουμε, πότε αρχίσαμε, αναδρομικά: κάτι μας συμβαίνει και αναγνωρίζουμε ότι αυτό που ζήσαμε στο παρελθόν ήταν μη συνειδητό.

— Μετριέται ως ζωή αυτό που δεν ήταν συνειδητό;
Είναι ζωή, αλλά μια ζωή που μας χαρίστηκε και δεν την κερδίσαμε.

— Μπορούμε να την κερδίσουμε αναδρομικά;
Ναι, μπορούμε. Μέσα μας. Αλλά πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να λέει: «Αυτή η στιγμή, που ξέρω ότι κάποτε την έζησα με τρομακτική ένταση, τώρα που είμαι εδώ και προσπαθώ να την ξαναφέρω στον νου μου, είναι σαν να μη συνέβη ποτέ». Αυτό με απασχολεί πάρα πολύ στο συγκεκριμένο έργο που ετοιμάζω τώρα. Γιατί όλοι αυτοί οι ήρωες είναι φαντάσματα. Οπότε προσπαθούν να ξαναζήσουν κάτι που έχουν ζήσει, αλλά δεν μπορούν. Αυτό που βιώνεται δεν επαναβιώνεται. Είναι εγκλωβισμένοι σε μια λούπα. Αυτό πιστεύω ότι είναι ο εφιάλτης του θανάτου. Και τα φαντάσματα αυτό είναι για μένα: να είσαι καταδικασμένος να ξαναζήσεις αυτά που έζησες, χωρίς τη δυνατότητα να τα αλλάξεις και να τα βιώσεις ξανά. Λες, δηλαδή, στον εαυτό σου: ας ξανακάνω αυτό που είχα κάνει τότε! Και προσπαθείς, για παράδειγμα, να ξαναβρείς σε μια καινούργια ερωτική σχέση αυτό που είχε πρωτο-συμβεί, πρωτο-εκραγεί. Δεν μπορείς. Μιμείσαι. Έτσι, όμως, ζούμε: με μοτίβα, με λούπες. Αυτό είναι το downside της συνειδητής ζωής: μόλις πεις «α, τι ωραία στιγμή ήταν αυτή», την ίδια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δεν θα την ξαναζήσεις ποτέ. Κι αυτό είναι τραγικό. Είναι κρίμα. Γιατί μας το στερείς, ζωή, αυτό;

— Έχοντας διανύσει μια τόσο μεγάλη και ενδιαφέρουσα πορεία, υπάρχει κάτι που δεν κάνατε ή κάτι που εύχεστε να είχατε κάνει αλλιώς; Και αντίστροφα: υπάρχει κάτι για το οποίο είστε περήφανος;
Είμαι περήφανος για πράγματα πολύ γήινα και πρακτικά, όπως είναι το Αμόρε και η περίοδος που ήμουν στο Εθνικό Θέατρο. Κυρίως επειδή συμβίωσα με ανθρώπους που είχαν νόημα για τη ζωή μου και εγώ για τη δική τους ζωή. Τα υπόλοιπα είναι πολύ προσωπικά. Για το τι πραγματικά νιώθουμε περήφανοι στη ζωή μας είναι πολύ προσωπικό θέμα και δεν θα ήθελα να το πω δημοσίως. Αντιστοίχως, μετανιώνω για πράγματα που έκανε ο προσωπικός μου εαυτός και μετανιώνω που δεν έζησα πράγματα ως ο προσωπικός μου εαυτός. Ούτε αυτά μπορώ να τα πω δημοσίως.

Το «Μυστήριο 76 Don’t look back» θα παιχτεί στις 19, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28 και 29 Μαΐου στις Αποθήκες του Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας (Κανελλοπούλου 1, Ελευσίνα).

Ώρες: 21:00 (προσέλευση: 20:30) & 22:30 (προσέλευση: 21:45)
Διάρκεια: 90 λεπτά
Ανώτατος αριθμός θεατών ανά παράσταση: 35 άτομα
Τιμές εισιτηρίων: γενική είσοδος €15, μειωμένο €10 (φοιτητές, παιδιά και νέοι 6 εως 18 ετών, 65 άνω), ατέλειες (άνεργοι, ΑμεΑ και συνοδοί, ηθοποιοί) €5

Σημείο συγκέντρωσης: Πρώην Αναψυκτήριο Ελευσίνας (παράκτιο μέτωπο)


Προπώληση: ticketservices.gr (από 2/5)

Συντελεστές

Σύλληψη - κείμενο - σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργασία στη δραματουργία: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός φωτισμού: Χριστίνα Θανάσουλα
Κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μιχόπουλος

Ερμηνευτές: Γιάννης Βογιατζής, Στεφανία Γουλιώτη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κώστας Κορωναίος, Έκτορας Λυγίζος, Ράνια Οικονομίδου, Παντελής Παπαδόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου, Καλλιόπη Σίμου, Αποστόλης Τότσικας Πηνελόπη Τσιλίκα, Σπύρος Ντόγκας, Κωνσταντίνα Βέρρου

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Θέατρο Αμόρε: Μια ιστορία αγάπης

Αφιέρωμα / Θέατρο Αμόρε: Μια ιστορία αγάπης

25 καλλιτέχνες μιλούν για όσα έζησαν στον θρυλικό θεατρικό οργανισμό που σαν σήμερα, πριν 13 χρόνια, διαλύθηκε οριστικά. Ανάμεσά τους ο εμπνευστής του, Γιάννης Χουβαρδάς, στην πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής του.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ