Αν έπρεπε να επιλέξουμε ένα μόνο δείγμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που να είναι καταγεγραμμένο στο συλλογικό DNA των σύγχρονων Ελλήνων, αυτό δεν θα ήταν άλλο από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Από τα δεκάδες σωζόμενα έργα των τριών τραγικών μας ποιητών, η συγκεκριμένη τραγωδία είναι τόσο γνωστή, ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν μελετήσει καθόλου το αρχαίο δράμα. Ο μύθος της, οι συμβολισμοί που φέρουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, ακόμα και στίχοι ολόκληροι είναι αναγνωρίσιμοι λόγω της αδιάκοπης, εδώ και δεκαετίες, διδασκαλίας της στα σχολεία.
Τα ανεβάσματά της στο θέατρο πολλά, ειδικά αν συμπεριλάβουμε και τις προσπάθειες των ΔΗΠΕΘΕ ή ερασιτεχνικών ομάδων σε όλη την Ελλάδα, όχι όμως τόσα πολλά που να συνάδουν με τη δημοφιλία της, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Με πρόχειρη διαδικτυακή αναζήτηση, προκύπτουν αμέσως η ιστορική παράσταση του Αλέξη Μινωτή με την Άννα Συνοδινού (Εθνικό, 1956), εκείνη του Σπύρου Ευαγγελάτου με την Αντιγόνη Βαλάκου (ΚΘΒΕ, 1980), η πιο πρόσφατη του Λευτέρη Βογιατζή με την Αμαλία Μουτούση (2006) και φυσικά η μοναδική απόπειρα της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε τραγωδία στην Επίδαυρο, διά χειρός Μίνωα Βολονάκη (1990), όπου κοινό και κριτικοί της εποχής την κατακρεούργησαν.
Ξέρεις, σκάμε όλοι στην Επίδαυρο, κάθε καλοκαίρι, για ένα Σαββατοκύριακο για να δούμε μια παράσταση. Για τους κατοίκους είναι διαφορετικό. Ζουν τις ζωές τους δίπλα σε ένα αρχαίο θέατρο που υπάρχει στις φωτογραφίες όλου του κόσμου. Η γείωση είναι απίστευτη.
Ίσως οι σκηνοθέτες και οι φορείς πλέον να διστάζουν να εμπλακούν με ένα έργο τόσο γνωστό, ίσως πάλι να μην βρίσκουν κάτι καινούριο στην ασχολία τους με αυτό.
Η φετινή προσέγγιση του Κωνσταντίνου Ντέλλα, καταπώς όλα δείχνουν, θα είναι ολότελα διαφορετική, όχι από άποψη νεωτερισμών ή άλλων επεμβάσεων στο κείμενο, αλλά επειδή ο νεαρός σκηνοθέτης επιχειρεί να προσεγγίσει διαφορετικά τον χώρο της Μικρής Επιδαύρου που του παρέχεται για πρώτη φορά, μένοντας πιστός στα λαογραφικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ως τώρα εργογραφία του, στοιχεία που, όπως λέει, τα φέρει ο ίδιος ως άνθρωπος, δεν τα πλασάρει ως «άποψη».
Είναι η δεύτερη φορά που ο Ντέλλας ασχολείται με το αρχαίο δράμα, μετά το επεισοδιακό καλοκαίρι του 2015 και τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Αθηνών με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Οι πρόβες για την «Αντιγόνη» του εδώ και μήνες κινούνται γύρω από την εξής ενδιαφέρουσα ανατροπή: εξαρχής ξεκίνησαν σε εξωτερικούς χώρους και δεν εγκλωβίστηκαν ποτέ μέσα σε τέσσερις τοίχους. Αρχής γενομένης από τον λόφο του Φιλοπάππου, πριν από λίγες μέρες ο σκηνοθέτης και όλοι οι συντελεστές βρέθηκαν στο Χιλιομόδι Κορίνθου, μέχρι να πάρουν τον δρόμο προς την Επίδαυρο.
Το χωριό του σκηνογράφου της παράστασης Ανδρέα Σκούρτη και δύο σπίτια, το πατρικό του και της μητέρας του, φιλοξένησαν 13 άτομα της παραγωγής, ηθοποιούς και μουσικούς, στην τελική φάση των προβών οι οποίες εκτυλίσσονταν στην αλάνα ενός στάβλου, ενώ παράλληλα στηνόταν το σκηνικό.
«Είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζω με τόση γενναιότητα να κάνω όλες τις πρόβες έξω» λέει ο Κωνσταντίνος τηλεφωνικά, καθώς μου περιγράφει όμορφες σκηνές κοινοκτημοσύνης μέσα στις οποίες ξυπνούσε, ζούσε και εργαζόταν τις τελευταίες μέρες. «Η πρώτη μας ανάγνωση έγινε στην Πνύκα κι έπειτα συνεχίσαμε στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, αλλάζοντας σημεία ανάλογα με τον ήλιο ή τη φασαρία. Οδηγηθήκαμε έτσι κάποια στιγμή να φύγουμε από την Αθήνα».
Ο Κωνσταντίνος κάνει λόγο για μια δική του ανάγκη να δει πώς λειτουργεί το μη σταθερό σημείο, το διαρκώς μεταβαλλόμενο, στην πρόβα και στην ενεργοποίηση των ενστίκτων των ηθοποιών. «Σε πρώτη ανάλυση, αυτό μπορεί να φαίνεται εντελώς διασπαστικό, να μην έχεις σταθερό χώρο για τις πρόβες σου, να περνάνε πουλιά από πάνω ή τουρίστες, να μην ξέρεις τι θα συναντήσεις καθημερινά. Το ένστικτο επιβίωσης, όμως, και η ροπή προς τον εγκλιματισμό σε οποιοδήποτε περιβάλλον είναι στοιχεία που ο άνθρωπος τα έχει στη φύση του. Νιώθω ότι πλέον είναι εντελώς ατροφικά, αφού ζούμε μέσα σε μεγάλη οργάνωση ως προς τις προσωπικές μας ανάγκες.
»Με προβληματίζει το κατά πόσο καλούμαστε εμείς, ως άνθρωποι του θεάτρου, να υπερασπιστούμε μια τέχνη που λέει ότι τίποτα δεν είναι σταθερό. Δουλεύουμε για κάτι που ξέρουμε ότι θα ενεργοποιηθεί για μια μέρα και μετά θα πεθάνει. Αυτές οι δικές μου αναζητήσεις κινητοποίησαν τη διαδικασία των προβών».
Ταυτόχρονα, το τελευταίο διάστημα απασχολεί τον Κωνσταντίνο η αναζήτηση του νοήματος του «σπιτιού». Ο ίδιος, μου λέει, πέρασε πέρσι από μια φάση όπου ξενοίκιασε το σπίτι του κι έφυγε για ένα τρίμηνο στην Κρήτη, χωρίς να γνωρίζει τι θα συμβεί μετά.
Έτσι, μετά την εμπειρία στου Φιλοπάππου, με τη μετακίνηση της παραγωγής στο Χιλιομόδι, καταργήθηκε σταδιακά και το τυπικό πεντάωρο της πρόβας για τους ηθοποιούς και βρέθηκαν όλοι σε μια κατάσταση αυτοτροφοδοτούμενη, με συνεχώς μεταβαλλόμενες δυναμικές αναμεταξύ τους. «Γυρνάμε στο σπίτι μαζί, φτιάχνουμε έναν καφέ, μαγειρεύουμε και παράλληλα μπορεί να συζητάμε για τον Τειρεσία» εξηγεί ο σκηνοθέτης και η όλη διαδικασία μου φαίνεται τραβηγμένη στα άκρα, μια δική του προσέγγιση στην υποκριτική «μέθοδο», καθώς οι ηθοποιοί καλούνται επί της ουσίας να ζήσουν την όλη εμπειρία δίχως διεξόδους αποσυμπίεσης.
«Στο θέατρο καλείσαι να κάνεις πράγματα με ανθρώπους που τους συναντάς μόνο πέντε ώρες την ημέρα. Είναι καταστροφικό. Από τις πέντε ώρες πρόβα στην Αθήνα, οι δύο έχουν χαθεί μέχρι να αποφορτιστείς από αυτά που κουβαλάς και μετά αρχίζεις να σκέφτεσαι αυτά που ακολουθούν. Είναι πολύ λίγος ο χρόνος που απομένει. Σκεφτόμουν πού μπορείς να οδηγηθείς, αν με τον άνθρωπο που μπορεί να έχεις τσιτώσει στην πρόβα, μετά καθίσεις να φας μαζί ή να κοιμηθείς στο ίδιο σπίτι».
Πώς θα επιστρέψει σε «συμβατικούς» ρυθμούς προετοιμασίας για την επόμενη δουλειά του; Άγνωστο. «Μακάρι κάποια στιγμή να καταφέρω όλο το τρίμηνο των προβών να γίνεται εκτός Αθήνας, άσχετα από το πού θα παρουσιάζεται η παράσταση, στην Αθήνα ή αλλού, σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο» μου απαντά.
Πάντως εδώ είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής στους ηθοποιούς του ότι δεν θα υπάρχει ξεκάθαρα ορισμένη διανομή των ρόλων αλλά θα προκύψει στην πορεία των προβών: «Έγινε μετά από δύο μήνες ομαδικής δουλειάς η διανομή».
Αλλά και η επιστράτευση εκπροσώπων του Γυμνασίου Λυγουριού και του ΚΑΠΗ Δήμου Επιδαύρου φανερώνουν μια διάθεση του σκηνοθέτη να εντάξει τον σοφόκλειο μύθο αφενός στον περιβάλλοντα χώρο του αρχαίου θεάτρου και τους ανθρώπους του, αφετέρου στην ελληνική επαρχία και τις παραδόσεις της που τόσο αγαπά εξάλλου και τιμά ο ίδιος στις παραστάσεις του.
«Έκανα ένα open call στο Λυγουριό και μαζεύτηκε ένας πυρήνας περίπου είκοσι ανθρώπων. Επί τρεις μήνες, κάθε δεκαπέντε μέρες, βρισκόμουν εκεί και διαβάζαμε την "Αντιγόνη". Ο άλλος πήγαινε να ποτίσει και μετά έκανε δέκα χιλιόμετρα με τη γυναίκα του για να έρθουν να ακούσουν για την "Αντιγόνη". Μιλάμε για κάτι πολύ μεγάλο και ταυτόχρονα μικρό, καθημερινό, όπως και τα ίδια τα κείμενα που μιλούν με λόγο απίστευτα οικουμενικό για πράγματα βαθιά ανθρώπινα.
»Δεν αντιμετωπίσαμε, λοιπόν, το θέατρο ως αποκομμένο στοιχείο από την περιοχή του. Ήθελα σε αυτή την παράσταση να υπάρχουν κάτοικοι-φορείς του τόπου, που τον έχουν καλλιεργήσει, τον έχουν δουλέψει, αλλά αυτό να μη γίνει την τελευταία στιγμή. Είναι απίστευτη η εμπειρία να κάνεις την "Αντιγόνη" με γεωργούς ή με παιδιά γυμνασίου που ακόμα δεν την έχουν διδαχθεί».
Παράλληλα συμμετέχουν και τέσσερις μαθητές από το Μουσικό Σχολείο Πτολεμαΐδας επειδή ο Κωνσταντίνος ήθελε να έχει η μουσική της παράστασής του έναν βαλκανικό χαρακτήρα. «Αναζήτησα παιδιά που ζουν βόρεια και παίζουν αυτή τη μουσική σε πανηγύρια. Ο ένας από τους τέσσερις είναι ο ανιψιός μου κι έτσι ήρθα σε επαφή μαζί τους. Δεν ήθελα μεγαλύτερους σε ηλικία μουσικούς, για να είναι κοντά στη δυναμική της ηλικίας του Αίμονα».
Είναι εμφανές, μετά από αυτά, ότι όλο το έργο του Ντέλλα έχει χτιστεί σε μια πολύ συνειρμική, ολόδική του διαδικασία, που θέλει να αξιοποιήσει ουσιαστικά, εκτός από το διάσημο κείμενο, τον χώρο του θεάτρου και τον τόπο στον οποίο ανήκει, τις ηλικίες και τις προσλαμβάνουσες όλων των συμμετεχόντων, «... τη μυρωδιά, τον αέρα, ό,τι μπορώ να εισπράξω, νιώθοντας ωστόσο συνεχώς ότι αγγίζω ένα πολύ μικρό μέρος από το όλο», όπως χαρακτηριστικά συμπληρώνει.
Εν τέλει όμως, γιατί επέλεξε την «Αντιγόνη» για όλον αυτό τον πειραματισμό και την έρευνα, μια τραγωδία που όλοι έχουν στο μυαλό τους «κάπως» και που δημιουργεί συγκεκριμένες προσδοκίες; «Δεν έχω σχολικές μνήμες από την "Αντιγόνη". Γενικά είχα διάσπαση προσοχής, βαριόμουν πολύ μάλλον, αντιδρούσα στον τρόπο του σχολείου» εξομολογείται.
«Δεν ήταν κάτι που αγάπησα στο σχολείο. Αυτό όμως που μου κάνει εντύπωση στα παιδιά που συμμετέχουν είναι ότι δεν έχει καταγραφεί στη συνείδησή τους ότι η Αντιγόνη τελικά αυτοκτονεί ενώ ο Κρέοντας έχει αποφασίσει να τη σώσει. Υπάρχει η ανάγκη ηρωοποίησής της. Δεν περνά η πλευρά του τέλους, μένει η πράξη, η αντίσταση. Ήταν τεράστιο σχόλιο αυτό για μένα, ως προς το τι μένει, τι κρατάμε, πώς διδάσκεται αυτό το κείμενο».
«Γενικότερα δεν κάνω πάρα πολύ δύσκολες σκέψεις στην επιλογή των πραγμάτων» καταλήγει, απαντώντας μου στο «γιατί». «Το φετινό πλαίσιο του φεστιβάλ σχετιζόταν με τον πολίτη και την πολιτεία. Η δική μου πρόταση είχε να κάνει καθαρά με τους κατοίκους του τόπου. Δεν ήταν ένα αρχαίο κείμενο στο οποίο σταδιακά προέκυψε να χρησιμοποιηθούν κάποιοι κάτοικοι.
»Ξέρεις, σκάμε όλοι στην Επίδαυρο, κάθε καλοκαίρι, για ένα Σαββατοκύριακο για να δούμε μια παράσταση. Γι' αυτούς είναι διαφορετικό. Ζουν τις ζωές τους δίπλα σε ένα αρχαίο θέατρο που υπάρχει στις φωτογραφίες όλου του κόσμου. Η γείωση είναι απίστευτη. Άσχετα με το πώς τους βλέπουμε εμείς και άσχετα από τους δικούς μας φόβους και ανασφάλειες, οι χώροι αυτοί πιστεύω ότι είναι γειωμένοι από μόνοι τους. Έχουν υπάρξει εκεί για τόσες χιλιάδες ανθρώπους, ιδίως η Μικρή Επίδαυρος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας».
Info
Κωνσταντίνος Ντέλλας - Αντιγόνη του Σοφοκλή
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
20-21/7, 21:30
Μετάφραση - Δραματουργία: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ντέλλας
Σκηνογραφία: Ανδρέας Σκούρτης
Ενδυματολογική επιμέλεια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Πρωτότυπη μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Παναγιώτης Λαμπής
Βοηθός σκηνογράφου: Βιβιάννα Χιωτίνη
Boηθός σκηνοθέτη - Επιμέλεια κίνησης: Aνδρονίκη Μαραθάκη
Παίζουν: Θανάσης Δόβρης, Κωνσταντίνος Ντέλλας, Φανή Παναγιωτίδου, Μαρία Παρασύρη, Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη, Ευθύμης Χαλκίδης
Στην παράσταση συμμετέχουν: Οι μαθητές / απόφοιτοι του Μουσικού Σχολείου Πτολεμαΐδας: Χριστόδουλος Αναγνωστόπουλος, Στυλιανός Βλαχοδήμος, Δημήτρης Μεντεσίδης, Χρήστος Zγούρoς - Μαθητές του Γυμνασίου Λυγουριού, Δήμου Επιδαύρου - Μέλη του ΚΑΠΗ Δήμου Επιδαύρου
Στην προετοιμασία και κατασκευή του σκηνικού συμμετείχαν οι σπουδαστές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, του τομέα ζωγραφικής: Κωνσταντίνος Βαλιουτής, Μαρίνα Μαρκουλή, Λυδία Μαρία Ξύγγη.