Οι Βάκχες αποτελούν ένα από τα πλέον αινιγματικά έργα της αρχαίας δραματουργίας. Γράφτηκε το 407 π.Χ. από τον Ευριπίδη κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Μακεδονία και παρουσιάστηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του από τον γιο του. Το ποιητικό κείμενο που έχει διασωθεί έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα, καθώς έχει χαθεί ο σημαντικότερος μονόλογός του, εκείνος της Αγαύης, που θα έλυνε μάλιστα το μεγάλο ερώτημα σε σχέση με το τι ακριβώς ήθελε να πει ο Ευριπίδης με το σπουδαίο αυτό έργο. Η Αγαύη, μητέρα του Πενθέα και βασιλιά της Θήβας, υπό την επήρεια της βακχείας, σκοτώνει τον γιο της που αντιστάθηκε στην επιβολή της νέας θρησκείας του Βάκχου, δηλαδή του Διονύσου. Είναι η μοναδική φορά που θεός, με μορφή ανθρώπου, κατεβαίνει και βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους με σκοπό να επιβάλει τη λατρεία του και να κυριαρχήσει ως θρησκεία.
Ένα έργο σχεδόν μεταφυσικό, λοιπόν, μεγάλης ποιητικής και φιλοσοφικής αξίας, για την ερμηνεία του οποίου το σύγχρονο θέατρο έχει κάνει άπειρες απόπειρες, καταφέρνοντας πάντα να θέτει σοβαρά ερωτήματα που αφορούν τόσο την αρχαία τραγωδία όσο και τη σύγχρονη σκέψη. Η σκηνοθέτις Άντζελα Μπρούσκου έχει αναλάβει την παρουσίασή του στα φετινά Επιδαύρια, ένα δύσκολο εγχείρημα για εκείνη, που έχει, ωστόσο, μερικούς εξαιρετικούς συνεργάτες-συμμάχους δίπλα της. Ο Αριστείδης Σερβετάλης, ο οποίος υποδύεται τον Πενθέα, ρόλο που είχε απωθημένο από την εποχή που ήταν στη δραματική σχολή στην οποία η Μπρούσκου δίδασκε μεν τραγωδία αλλά δεν είχε την τύχη να την έχει δασκάλα, λέει: «Για μένα ο Πενθέας είναι η προσωποποίηση του ορθολογισμού και της λογικής. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι αδύνατο να εισχωρήσει το υπερβατικό και το πνευματικό στη λογική και ο Πενθέας, του οποίου το όνομα φέρει τη λέξη “πένθος”, έχει έναν εγωισμό και μια έπαρση που τον κάνουν νομίζει ότι είναι το παν. Θέλει να επιβάλει τον νόμο και την τάξη, στοιχεία αναγκαία κατ’ αυτόν. Εγώ θα έλεγα ότι όταν δεν υπάρχει αγάπη, όντως χρειάζονται ο νόμος και η τάξη. Έρχεται, λοιπόν, ένας θεός που προσπαθεί να τον βάλει σε μια συχνότητα και αυτός αρνείται γιατί πιστεύει στον άνθρωπο, δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του, κάτι που προσδιορίζει 100% και τη σημερινή εποχή. Όμως πρέπει να αφήνουμε λίγο χώρο, να μην είμαστε τόσο κατακτητές».
Μια ανατροπή της παράστασης της Μπρούσκου είναι ότι ο Διόνυσος είναι γυναίκα και όχι άντρας. Όπως εξηγεί η ίδια: «Ο Διόνυσος έχει ταυτιστεί πολύ με την εμφάνιση ενός ωραίου και ρωμαλέου άντρα, ενώ ουσιαστικά είναι και άντρας και γυναίκα. Ο Διόνυσος είμαστε όλοι. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ότι μια γυναίκα παίρνει τη μορφή ενός άντρα, ο οποίος βέβαια θα επιβάλει την εξουσία ως τιμωρός». Η Αγλαΐα Παπά, η οποία έχει ξαναεμφανιστεί στην Επίδαυρο σε αντρικό ρόλο, ως Τειρεσίας, είναι εκείνη που υποδύεται τον Διόνυσο και λέει σχετικά: «Πιστεύω ότι οι ρόλοι στο ποιητικό κείμενο δεν έχουν φύλο. Είναι θέμα ενέργειας, όχι φύλου. Από την πλευρά του ηθοποιού δεν έχει καμία σημασία ή, μάλλον, έχει μεγάλη σημασία γιατί μπαίνει το θέμα της σαγήνης που μπορεί να είναι ένα επιπλέον στοιχείο, καθώς είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που μπορεί να διευκολύνει τον Διόνυσο να επιβάλει την εξουσία του. Ο καθένας μας έχει μέσα του το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο, άλλωστε. Παρ’ όλα αυτά, ο Διόνυσος είναι ένας θεός, και μάλιστα ο πρώτος που κατεβαίνει από το θεολογείο, και μιλάει με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έχει μια διαλεκτική ακριβώς όπως όλοι οι ήρωες του αρχαίου δράματος». Τι κάνει την ηθοποιό να πιστεύει ότι ο μύθος του Διονύσου αφορά ένα σύγχρονο κοινό; «Το γεγονός ότι έχουμε πάντα την ανάγκη να πιστεύουμε σε κάτι πολύ ισχυρό, που πιθανόν να είναι ανατρεπτικό σε σχέση με μια καθεστηκυία τάξη, πιθανόν να μας οδηγήσει σε μονοπάτια τα οποία δεν γνωρίζουμε. Το άγνωστο έχει ρίσκο, ηδονή, έλξη, αλλά κυρίως ελπίδα για κάτι καλύτερο. Πρόκειται για έναν θεό που έρχεται με νέα έθιμα και νέους τρόπους λατρείας και πρέπει να γίνει αποδεκτός από το σύστημα. Στη συγκεκριμένη πόλη δεν γίνεται κάτι τέτοιο και εκείνος αποφασίζει να μεταλλαχθεί, να γίνει θνητός. Κι έχουμε δύο συστήματα, αυτό που αντιπροσωπεύει ο Πενθέας με το δικό του δίκαιο και το νέο, το οποίο θα δημιουργήσει κοινωνική αναταραχή – κανένας ηγέτης, όμως, δεν θέλει το κράτος του σε αναταραχή. Εδώ δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύψουμε μια πλευρά της ανθρώπινης φύσης που δεν γνωρίζουμε. Ο Διόνυσος, ο οποίος δεν είναι μόνο θεός της χαράς αλλά και καταστροφικός θεός, λέει ότι άργησαν να τον σεβαστούν και ότι θα ήταν αλλιώς, αν τον είχαν σεβαστεί έγκαιρα – “… τον γλυκύ θεό δεν θα τον γνωρίσεις ποτέ, άλλον θεό απαίσιο έχεις συναντήσει”. Όσο μπορεί να αποδώσει χαρά κι ελπίδα στον άνθρωπο, άλλο τόσο μπορεί και να τον καταστρέψει».
Η συνιδρύτρια του Θεάτρου Δωματίου και πρώτη κορυφαία στις Βάκχες, Παρθενοπή Μπουζούρη, δίνει τη δική της ερμηνεία: «Εμένα στο έργο αυτό δεν με ενδιαφέρει το επίκαιρο του χαρακτήρα αλλά η αίσθηση του κατεπείγοντος που έχει. Μπαίνει ένας θεός σε μια πόλη υπό διάλυση, σε μια οριακή στιγμή κατά την οποία μια κοινωνία παρακμάζει γιατί δεν δέχεται την αλλαγή και πεθαίνει. Έχουν πολλές πτυχές οι Βάκχες, αλλά προσωπικά με ενδιαφέρει πολύ το θέμα της βίας και της θρησκείας. Το πώς οι άνθρωποι ανά τους αιώνες παλεύουν να αντιμετωπίσουν τη βία. Αυτό το βάραθρο κάτω από τα πόδια μας που ενώ το παλεύουμε έξω από εμάς, έρχεται ο Διόνυσος να μας πει κοιτάξτε μέσα σας, εκεί θα βρείτε τη λύση».
Σε αυτό συμφωνεί και η Άντζελα Μπρούσκου: «Η βία είναι ο πολιτισμός του ανθρώπου, γιατί η καταγωγή του ανθρώπου είναι βίαιη. Προσπαθούμε να τη διαχειριστούμε, να συγκρουστούμε μαζί της, να συμφιλιωθούμε μέσα από τη θρησκεία μαζί της, μέσα από τελετές, πανηγύρια, νόμους και θεσμούς. Στις Βάκχες είναι ξεκάθαρο πού μπορεί να φτάσει κάποιος, το όριο. Ο άνθρωπος φτιάχνει έναν θεό και βγαίνει απ’ έξω για να δει αυτό το φαινόμενο. Εμείς μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούμαστε. Όταν δεν αποδεχόμαστε κάτι, μένουμε απ’ έξω, λέμε δεν είμαστε εμείς, είναι ο άλλος, γι’ αυτό και ο Διόνυσος είναι μία πλευρά μας. Φτιάχνουμε έναν μύθο, τελετές, και μέσα από αυτά προσπαθούμε να τον διαχειριστούμε. Γιατί κάθε φορά που οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί θα γίνουν ή αγέλη ή μια μάζα μέσα στην οποία η βία πολλαπλασιάζεται ή μια θρησκευτική τελετή μέσα από την οποία αποκτούν ομοψυχία. Μιλάμε γι’ αυτό που αποκαλούμε “ένστικτο”, ορμή του θανάτου, για το ένστικτο του φόνου, όπως σήμερα, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανατραπούν οι ισορροπίες».
Υπηρετώντας ένα προσωπικό σκηνοθετικό και αισθητικό στυλ, έχει ασχοληθεί εκτενώς με την τραγωδία, αλλά είναι μόλις η δεύτερη φορά που κατεβαίνει στην Επίδαυρο. Θίγω τη μη-ακαδημαϊκή της προσέγγιση και αστειευόμενη λέει: «Δεν έχουμε Ακαδημία, γι’ αυτό». Συνεχίζει: «Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν έχουμε συνέχεια στην τραγωδία, παρά μόνο το κείμενο. Έχουμε τα μηνύματα, τις ιδέες, τη φιλοσοφία, αλλά δεν έχουμε την πρακτική, οπότε πρέπει κάθε φορά να επαναπροσδιορίζουμε και να βρίσκουμε πάλι τη σχέση μας με αυτά τα κείμενα σε μια αντιστοιχία με τη δική μας εποχή. Αυτό, φυσικά, επηρεάζει και την αισθητική μορφή της τραγωδίας. Ένα παγανιστικό αίτημα που έχει επικρατήσει είναι οι αναστενάρηδες που είναι διονυσιακό έθιμο. Τα διονυσιακά έθιμα έχουν περάσει στη θρησκεία μας ως παράδοση. Βλέπεις ανθρώπους που μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Όλοι μας μπορούμε να μεταμορφωθούμε σε αυτό που θέλουμε για να φτάσουμε στην υπέρβαση. Ο άνθρωπος θέλει να γίνει θεός και να φάει τα μούτρα του, να καεί. Όποιος προσπαθεί, χωρίς να είναι μυημένος, θα φάει τα μούτρα του».
Στις Βάκχες λείπει ένα καίριο κομμάτι που είναι ο μονόλογος της Αγαύης. Ο Γιώργος Χειμωνάς, τη μετάφραση του οποίου χρησιμοποιεί η Μπρούσκου, έχει προσθέσει, και δεν είναι ο μόνος, τον θρήνο της Παναγίας από τον Χριστό Πάσχοντα. Η Μπρούσκου λέει: «Εγώ δεν θα τον βάλω τον θρήνο γιατί έρχεται σε κόντρα με αυτό που κάνουμε. Δεν μπορώ να βάλω χριστιανικά κείμενα, τη στιγμή που ο Διόνυσος δεν επιβλήθηκε ποτέ ως κυρίαρχη θρησκεία. Ο Διόνυσος φέρνει έναν νέο τρόπο, μια νέα θρησκεία που δίνει ελευθερία στον άνθρωπο και γι’ αυτό θυμώνει που δεν τον δέχονται. Έρχεται σε αντίθεση με τον συντηρητισμό μιας συγκεκριμένης κοινωνίας».
Θέατρο Δωματίου - Άντζελα Μπρούσκου
Βάκχες του Ευριπίδη
8-9 Αυγούστου, 21:00
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Η παράσταση παρουσιάζεται στα ελληνικά, με αγγλικούς υπότιτλους
Διάρκεια: Περίπου 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
σχόλια