Ήταν γύρω στις 9 το βράδυ, η θερμοκρασία στους 32ºC και οι κερκίδες του Ηρωδείου ξέβραζαν όλη τη ζέστη της μέρας. Πρόβα της «Τραβιάτας» του Βέρντι σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου με πρώτη διανομή δύο μεγάλα διεθνή ονόματα της εποχής μας, την Αμερικανίδα Ναντίν Σιέρα στον ρόλο της Βιολέτας και τον Βρετανό ιταλικής καταγωγής Φρέντι ντε Τομάσο στον ρόλο του Αλφρέντο.
Μπαίνοντας να παρακολουθήσω το πέρασμα, έπεσα πάνω στη σκηνή όπου ο πατέρας του Αλφρέντο, ο Τζιόρτζιο Ζερμόν, που τον ερμηνεύει ο Δημήτρης Πλατανιάς, προσπαθεί να πείσει τη Βιολέτα να εγκαταλείψει τον γιο του για το καλό εκείνου και της οικογένειάς του. Κανένας δεν ήταν με κοστούμι εποχής, αντιθέτως όλοι τους ήταν ντυμένοι πολύ ελαφριά, με τον Πλατανιά να προστατεύει τον λαιμό του με μια πετσέτα, που είναι σίγουρο ότι έσταζε από τον ιδρώτα.
Η σκηνή του Ηρωδείου είναι χωρισμένη σε δύο πατάρια, το ένα πιο αστικό, που παριστάνει το σπίτι της Βιολέτας, και το άλλο πιο εξοχικό, που είναι το σπίτι του Αλφρέντο. Πίσω ακριβώς είναι ένα μακρύ κατάμαυρο τραπέζι με κλασικές καρέκλες σε μαύρο λαμέ, που αστράφτουν.
«Όταν μου ζήτησε ο Γιώργος Κουμεντάκης να κάνω την "Τραβιάτα", ένα έργο πολύ εσωτερικό, σε εξωτερικό χώρο, ο προβληματισμός μου ήταν πώς θα μετέφερα αυτό το intime, την εσωτερικότητα και την ιδιαιτερότητά του, το κοντινό των σκηνών, σε ένα ανοιχτό θέατρο με τον ουρανό από πάνω. Μιλάμε για ανθρώπους που συνδιαλέγονται μεταξύ τους, έχουν σχέσεις ανταλλακτικές».
Ακριβώς από πάνω, εφαπτόμενα στον τοίχο του Ηρωδείου, βλέπω σβησμένα νέον φωτάκια που, μεταξύ άλλων, σχηματίζουν και τη λέξη «Camelia». Δεξιά και αριστερά ακουμπισμένα, σαν ξεχασμένα σκηνικά αντικείμενα, ένας υπερμεγέθης πυρσός και ένα κεφάλι αρχαίου αγάλματος αντίστοιχα. Θυμίζουν κάπως κομμάτια παροπλισμένου σκηνικού της Τσινετσιτά.
Στο πόντιουμ βρισκόταν ο σημαντικός μαέστρος Πιερ-Τζιόρτζιο Μοράντι, ο οποίος ουσιαστικά κατηύθυνε μόνο τον πιανίστα που συνόδευε τους τραγουδιστές, ενώ όλα τα καθίσματα της ορχήστρας ήταν καλυμμένα με μαύρο πλαστικό. Παρόλο που οι τραγουδιστές δεν αφήνονταν σε όλη την έκταση της άριάς τους, αναγνώριζες τη δύναμη της φωνής τους, κάτι που πρόδιδε την επιτυχία της πολυαναμενόμενης πρεμιέρας.
Λίγο μετά η δράση άλλαξε, έκανε την εμφάνισή του ο Αλφρέντο, ο οποίος κατέφθασε φέρνοντας δώρο στην αγαπημένη του. Όσο οι τραγουδιστές αναλώνονταν σε λεπτομέρειες σχετικές με τη δράση, πλησίασα τον Ρήγο, σκηνογράφο, χορογράφο και σκηνοθέτη της παράστασης, η οποία πρωτοανέβηκε το 2019 και τώρα επαναλαμβάνεται. Του ζήτησα να μου εξηγήσει πώς προσέγγισε το διάσημο έργο.
«Όταν μου ζήτησε ο Γιώργος Κουμεντάκης να κάνω την "Τραβιάτα", ένα έργο πολύ εσωτερικό, σε εξωτερικό χώρο, ο προβληματισμός μου ήταν πώς θα μετέφερα αυτό το intime, την εσωτερικότητα και την ιδιαιτερότητά του, και το κοντινό των σκηνών, σε ένα ανοιχτό θέατρο με τον ουρανό από πάνω. Μιλάμε για ανθρώπους που συνδιαλέγονται μεταξύ τους, έχουν σχέσεις ανταλλακτικές. Τότε σκέφτηκα τη λογική ενός στούντιο όπου φέρνουν και στήνουν δύο δωμάτια. Ουσιαστικά, το έστησα επάνω στην "Ντόλτσε Βίτα" του Φελίνι, μια και η "Τραβιάτα" ξεκινάει με ένα μεγάλο πάρτι, έτσι ο ρωμαϊκός τοίχος του Ηρωδείου αποτελεί το φόντο μιας σύγχρονης και συνάμα διαχρονικής Ρώμης, που παραμένει ίδια».
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τα δύο δωμάτια, με προλαβαίνει: «Καθώς αφέθηκα, λοιπόν, σε μια έμπνευση που βασίζεται στο Ηρώδειο, δημιούργησα δύο χώρους: ο ένας είναι η εξοχή, το σπίτι του Αλφρέντο, ο άλλος της Βιολέττας στην πόλη. Τοποθέτησα τη δράση σε μια πιο φουτουριστική εποχή, γι’ αυτό τα έπιπλα θυμίζουν λίγο Κιούμπρικ και "Οδύσσεια του Διαστήματος". Γενικά, η έμπνευσή μου είναι ο κινηματογράφος ώστε να μπορέσω στο τέλος να κάνω τα δυο δωμάτια να συναντηθούν και να γίνουν ένας κόσμος.
Όσον αφορά τα νέον, είναι μέρος της σκηνής του τζόγου στην 3η σκηνή της 2ης πράξης, οπότε γίνεται η διαπραγμάτευση και ουσιαστικά ο Αλφρέντο παρατάει τη Βιολέτα, προσβάλλοντάς την μπροστά σε όλο τον κόσμο. Όλο αυτό διαδραματίζεται σε ένα καζίνο στο Λας Βέγκας. Παίζουμε με το γκλαμ μιας κοινωνίας σε παρακμή. Είχα κάνει παλιότερα την "Κυρία με τις καμέλιες" με την Τοπαλίδου, έτσι κράτησα στοιχεία από τη θεατρική εκδοχή του έργου, όπως το όνομα Camelia σε νέον».
Και πώς αναδεικνύεις την ιδιοσυγκρασία της Βιολέτας, αυτή την εντιμότητα που τη διακρίνει; «Αυτό είναι στην ψυχοσύνθεσή της. Είναι αυτό που είναι, αλλά έχει μια τιμιότητα δική της. Μέσα στη σκηνοθεσία υπάρχουν πράγματα που δεν της επιτρέπουν να παραδοθεί, να φανεί ότι παρακαλάει, ότι βρίσκεται σε μια υποτονική φάση, φάση αδυναμίας. Παραμένει μια γυναίκα χειραφετημένη και αποφασισμένη να πρεσβεύει αυτό που θέλει.
Γι’ αυτό και ποτέ της δεν γίνεται θύμα ούτε παρακαλάει, ούτε μπροστά στον Αλφρέντο ούτε στους υπόλοιπους. Παίζει πάντα σε δύο κόσμους που τη θέλουν χειραφετημένη ακόμα και εκείνη την εποχή. Δεν είναι θύμα, περισσότερο έκθετη, ενώ ο Αλφρέντο δείχνει πιο αδύναμος και είναι ο λόγος που φέρεται τόσο μάτσο τη στιγμή που την εξευτελίζει. Γι’ αυτό και μετανοεί στο τέλος, όπως όλοι, γιατί στην πραγματικότητα κάνουν ένα τεράστιο λάθος. Καταλαβαίνουν, γιατί σκίζει μπροστά του τα χρήματα, δεν κρατάει μια στάση υποτακτική».
Ο μόλις 30 χρονών τενόρος Φρέντι ντε Τομάσο, το μεγάλο αστέρι της βρετανικής όπερας, του οποίου η φήμη εκτινάχθηκε μέσα σε μία βραδιά όταν ερμήνευσε στην ηλικία των 28 χρόνων τον Καβαραντόσι από την «Τόσκα» στη Βασιλική Όπερα, κάτι που είχε να συμβεί 60 χρόνια στην Αγγλία, ξεκίνησε την καριέρα του μόλις δέκα χρόνια πριν. Έχοντας υπάρξει ανέκαθεν μέλος χορωδίας, στην οποία τα αγγλικά σχολεία πάντα έδιναν βάρος, ήξερε ότι είχε μια καλή φωνή. Από την άλλη, ο πατέρας του, Ιταλός από την Πούλια, έβαζε συχνά Παβαρότι στο ιταλικό εστιατόριο που διατηρούσε στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, αλλά χάρη στην Αγγλίδα μητέρα του και την αγάπη της για την όπερα εντρύφησε κι αυτός στο είδος. Σύντομα παράτησε τις σπουδές του για να μελετήσει κλασικό τραγούδι και από μπάσος που ξεκίνησε έγινε τενόρος.
«Όλες οι όπερες που έχω τραγουδήσει μέχρι τώρα στην Αγγλία είναι ιταλικές, "Τόσκα", "Μποέμ", "Μαντάμα Μπάτερφλαϊ". Δεν το έχω με τις αγγλικές όπερες, ίσως λίγο με τις γαλλικές», μου λέει γελώντας όταν καταφέρνουμε να βρούμε λίγο χρόνο για να τα πούμε κατά τη διάρκεια της πρόβας. Έχοντας παίξει ξανά τον Αλφρέντο στη Βερόνα και στο Βερολίνο, θεωρεί ότι έχει μια καλή σχέση με τον ρόλο. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, στις μέρες μας, είναι ο σκηνοθέτης που καθορίζει τον ρόλο και λιγότερο ο μαέστρος, οπότε πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες του σε μεγάλο βαθμό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα παραδοσιακό ανέβασμα, που προσωπικά μου αρέσει πολύ», εξηγεί, και ενδιαφέρομαι να μάθω σε ποιο βαθμό συναισθάνεται τον ρόλο του Αλφρέντο.
Μου απαντάει: «Όλοι μας έχουμε προκαθορισμένη άποψη για το ποιος είναι ο Αλφρέντο και η δική μου άποψη αλλάζει κάθε φορά που παίζω τον ρόλο. Οπότε, όταν δεν έχεις στη διάθεσή σου έναν μήνα για να χτίσεις κάτι εντελώς καινούργιο, δεν έχεις παρά να συνδυάσεις τη δική σου άποψη με εκείνη του σκηνοθέτη. Όσον αφορά τη φωνή, όταν έχεις τραγουδήσει κάτι 20, 50 ή και 100 φορές όλα αλλάζουν, η εκτίμηση, η φωνή. Όσο περισσότερες παραστάσεις κάνεις, με όσο περισσότερους σκηνοθέτες συνεργάζεσαι, είναι σαν να αποκτάς μια μεγαλύτερη χρωματική παλέτα».
Και πώς νιώθει που παίζει σε ένα ανοιχτό θέατρο; «Είμαι ενθουσιασμένος. Λατρεύω κάθε φορά που τραγουδάω στη Βερόνα και τώρα εδώ, σε θέατρα δύο χιλιάδων ετών. Προσθέτουν ένα άλλο επίπεδο στην ιδιαιτερότητα του πράγματος».
Με τη Ναντίν Σιέρα είχαμε μιλήσει εκτενώς τηλεφωνικά στην πρώτη της παρουσίαση στον ελληνικό Τύπο και στη LiFO. Σούπερ σταρ της διεθνούς όπερας, Αμερικανίδα από τη Φλόριντα με καταγωγή ιταλική, πορτορικάνικη και πορτογαλική, είναι ένας άνθρωπος ζεστός και δεκτικός. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόβας έπρεπε να βρίσκεται στη σκηνή. Καταφέραμε να μιλήσουμε ελάχιστα, στο καμαρίνι της. Της θυμίζω ότι όταν πρωτομιλήσαμε έπαιζε τη Βιολέτα στο Παρίσι. Αν τις μετρήσουμε, ποια Βιολέτα είναι αυτή στην Αθήνα;
«Αυτή εδώ θα είναι η πέμπτη» απαντάει και συνεχίζει: «Ξέρεις, άνθρωποι είμαστε κι εμείς, έχουμε τη ζωή μας, τα βιώματά μας. Νομίζω ότι όλα αυτά τα κουβαλάμε όταν ερμηνεύουμε έναν ρόλο, ακόμα κι αν πρόκειται για τον ίδιο ρόλο. Γιατί σε καθένα τίθεται ένα θέμα κι εμείς, ως ανθρώπινα όντα, εξελισσόμαστε, μεγαλώνοντας αποκτούμε συναισθηματική ευφυΐα και αναλόγως αντιμετωπίζουμε όσα συμβαίνουν στην προσωπική μας ζωή, μια σχέση, έναν χωρισμό, τα παιδιά μας, ακόμα και έναν θάνατο.
Οπότε θα έλεγα ότι αναμφίβολα έχω ωριμάσει αρκετά από την πρώτη φορά που έπαιξα τη Βιολέτα μέχρι σήμερα. Νέες εμπειρίες προστέθηκαν στη ζωή μου και όλα αυτά τα μεταφέρω στον τρόπο που την ερμηνεύω». Το ίδιο θα έλεγε ότι συμβαίνει και φωνητικά; «Βέβαια, τα πράγματα σε κάνουν να βελτιώνεσαι, η φωνή γίνεται ακόμα πιο δυνατή, σταθερή, ακόμα πιο ωμή από αυτό που ήταν όταν ξεκινούσες. Νιώθω ότι η φωνή μου έχει μεγαλώσει σε σχέση με την πρώτη φορά που ερμήνευσα τη Βιολέτα».
«Τώρα που βρίσκεσαι στο Ηρώδειο, πώς νιώθεις;» «Είναι όμορφα, όμως πρέπει να συνηθίσω την ατμόσφαιρα της Αθήνας γιατί ο συνδυασμός ζέστης μέσα στη μέρα και ξηρού κλίματος είναι δύσκολος για μένα που έχω μεγαλώσει στη Φλόριντα, με το υγρό κλίμα. Έχω συνηθίσει σε εντελώς διαφορετικό εξωτερικό αέρα. Εδώ είναι κάπως στεγνός και χρειάζεται να πίνω συνεχώς νερό.
Αλλά η ατμόσφαιρα του Ηρωδείου είναι όντως μαγική. Μοιάζει σαν να κλείνει ένας μεγάλος κύκλος ζωής για μένα. Ερωτεύτηκα την όπερα όταν ήμουν 10 χρονών, ωστόσο ξεκίνησα μαθήματα όταν ήμουν 6 και σήμερα είμαι 36. Μελετάω τραγούδι ακριβώς 30 χρόνια. Ήρθε η στιγμή να ζήσω μια μαγική στιγμή μέσα σε αυτό το θέατρο όπου έχουν εμφανιστεί τόσοι σημαντικοί καλλιτέχνες και έχουν προσφέρει τόσες μαγικές στιγμές. Είναι κάτι εκπληκτικό».