«Οι Κοτζαμπάσηδες των δυναστών Οθωμανών, ήσαν καταρχήν αντιπαθείς εις τους ομοεθνείς των Έλληνας. Επί πλέον μετεχειρίσθησαν ιδιοτελώς την υπό των Οθωμανών ανειλημμένην εξουσία τους διά να πλουτίσουν εις βάρος των ομοεθνών των Ελλήνων. Σημειωτέον ότι συν τω χρόνω, το αξίωμα του Κοτζάμπαση από αιρετόν κατέστη κληρονομικόν, του πρεσβύτερου υιού διαδεχομένου τον αποθνήσκοντα πατέρα του εις το "κοτζαμπασιλίκι". Τοιουτοτρόπως εις στην Πελοπόννησον εδημιουργήθη μία αριστοκρατία 50 κοτζαμπασικών οικογενειών, συγκεντρώσασα μεγάλον πλούτον και στενώς συνεργαζόμενη τόσο με την Οθωμανικήν Κυβέρνησιν, όσο και με την μειοψηφίαν των εις στην Πελοπόννησον εγκαταστημένων πλουσίων Τούρκων κτηματιών. Παραλλήλως με τους Κοτζαμπάσηδες υπήρχαν οι επίσκοποι της ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας, οίτινες εποδηγέτουν πνευματικώς το ποίμνιόν των, αλλά και διεμοιράζοντο με τους κοτζαμπάσηδες τη διοίκησιν του ελληνικού στοιχείου, πάντοτε υπό την εποπτείαν της οθωμανικής κυβερνήσεως».
Το παραπάνω απόσπασμα, γραμμένο στην καθαρεύουσα από τον Μ. Καραγάτση, ανήκει σε μια σειρά μελετημάτων για την Ιστορία που έγραψε μεταξύ της επιβολής της αστικής δικτατορίας του Μεταξά το 1936 και την Κατοχή. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία πολλοί μελετητές, λόγω της αναζήτησης της ελληνικότητας, είχαν στραφεί σε μια ανασκόπηση της Επανάστασης του '21, ενώ παράλληλα λογοτέχνες της περίφημης γενιάς του '30, πιθανότατα λόγω της σκληρής λογοκρισίας, στράφηκαν στο ιστορικό μυθιστόρημα συχνά για να μιλήσουν έμμεσα για την εποχή τους, αντικατοπτρίζοντας τις δραματικές εξελίξεις της σύγχρονής τους Ελλάδας.
Ο πατέρας του Καραγάτση, ο νομικός και πολιτευτής Γεώργιος Ροδόπουλος, είχε ασχοληθεί επίσης με θέματα που αφορούσαν τη νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους. Στην αυτοβιογραφία του, που έγραψε σε προχωρημένη ηλικία, ανέτρεξε στο μακρύ παρελθόν της οικογένειάς του, φτάνοντας στον ταραχώδη βίο του προ-προπάππου του Μήτρου Ροδόπουλο, ξεχωριστή προσωπικότητα της επαναστατημένης Ελλάδας του 1821, επάνω στην οποία βασίστηκε αργότερα ο Καραγάτσης ώστε να συνθέσει τον χαρακτήρα του Μίχαλου Ρούση, του κεντρικό πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημά του Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου.
Η παράσταση έχει τις αιχμές της και δεν έχει αφαιρεθεί η κριτική διάθεση που έχει ο Καραγάτσης για τη ροπή των Ελλήνων στις έριδες και στον εμφύλιο. Ούτε και ο σκοτεινός ρόλος που έχει παίξει η Εκκλησία ή ο ύποπτος των κοτζαμπάσηδων ως άρχουσας τάξη.
Αυτοτελές μυθιστόρημα και συγχρόνως το πρώτο μέρος του «κυκλικού έργου»-τριλογία που συνεχίζει με τα δύο επόμενα, Αίμα χαμένο και κερδισμένο και Τα στερνά του Μίχαλου, αποπειράται μια κριτική ματιά επάνω στην Ελληνική Επανάσταση, επικεντρώνοντας τη δράση στη σπαρασσόμενη Πελοπόννησο λίγο πριν αλλά και μετά το ξέσπασμά της. Μια εξαιρετική σύλληψη, ορμώμενη από τη ζωή ενός αντιήρωα, όπως υπήρξε ο Μήτρος Ροδόπουλος τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στη μυθιστορηματική που του επιφύλαξε ο σημαντικός συγγραφέας, καθώς το ουσιαστικότερο στοιχείο επάνω στο οποίο βασίστηκε συνδέεται με ένα πραγματικό συμβάν, το γεγονός ότι ο Ροδόπουλος πρόδωσε την εθνική του ταυτότητα και τη θρησκεία του.
Πλέκει, λοιπόν, την ιστορία ενός άντρα που τον χαρακτήρισαν ο ηδονισμός και η καλοπέραση, ο ατομικισμός και ο καιροσκοπισμός, που πιθανότατα ελάχιστα τον ενδιέφερε η εξέγερση των Ελλήνων εναντίον του τουρκικού ζυγού, όπως άλλωστε συνέβαινε και με την πλειονότητα των κοτζαμπάσηδων, που δεν ήθελαν να χάσουν τα προνόμιά τους στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα. Μια συνομοταξία ανθρώπων που βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση, στο άβολο δίλημμα με ποιου την πλευρά να ταχθούν. Γιατί, ανάλογα με τις επιλογές τους, στο τέλος, είτε νικούσε η ελληνική πλευρά είτε η τουρκική, θα έπρεπε να λογοδοτήσουν.
Ο Μ. Καραγάτσης ξεκίνησε τρεις φορές να γράψει την ιστορία του πρόγονου του και μόνο το 1944, ακριβώς την εποχή που τερματιζόταν η Κατοχή, κατάφερε να το ολοκληρώσει. Πιθανόν ο ζόφος, η εχθρότητα και οι αντιπαλότητες των Ελλήνων μεταξύ τους να προκάλεσαν τον οίστρο του, κάνοντάς τον να απελευθερωθεί και να το γράψει. Πιθανόν η προδοσία του Μίχαλου (Μήτρου Ροδόπουλου) να θύμιζε την παράλογη στάση Ελλήνων που μέσα στη μαυρίλα της Κατοχής ενέδωσαν στον εχθρό, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή θέση των συμπατριωτών τους. Ίσως το αφήγημα της Επανάστασης ουσιαστικά να μη διέφερε σε πολλά σημεία από τη σύγχρονη πραγματικότητα ‒ άλλωστε ο εμφύλιος που ακολούθησε αποδεικνύει ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται με ανατριχιαστική ακρίβεια.
Ο Μίχαλος Ρούσης, μαζί με άλλους κοτζαμπάσηδες, στέλνεται στην Τριπολιτσά από τον δεσπότη του Καστρόπυργου, Δωρόθεο, για να αποδείξει στους Τούρκους ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν για τη φημολογούμενη εξέγερση των Ελλήνων. Γίνεται, όμως, γνωστό ότι η εξέγερση έχει ξεκινήσει στα Καλάβρυτα, οι προεστοί νιώθουν εξαπατημένοι και οι Τούρκοι τούς φυλακίζουν με σκοπό να τους εκτελέσουν ως αντίποινα.
Ο Μίχαλος αισθάνεται προδομένος και εξοργισμένος, θεωρώντας ότι πρόκειται για ανειλικρινή κίνηση ως προς το μεγάλο εθνικό όραμα, ότι δεν είναι παρά μια «ληστρική επιχείρηση μερικών ασυνείδητων που θέλουν να λευτερώσουν τους Έλληνες από τη σκλαβιά των Τούρκων, για να τους κάνουν σκλάβους δικούς τους». Μπροστά στην απειλή του θανάτου λέει «στη ζωή αξίζει μονάχα η Ζωή. Και τίποτ' άλλο» και προχωρά σε κάτι πρωτοφανές: αλλαξοπιστεί, τουρκεύει, γίνεται εξωμότης. Αυτό το πιστοποιούν και οι μαρτυρίες του Ιωσήφ Ζαφειρόπουλου στο βιβλίο του Οι αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821 για τον πραγματικό Μήτρο Ροδόπουλο.
Φιλοξενείται από τον φίλο του, γερλίσιο Τούρκο Μουσταφάμπεη στο σεράι του και ξεκινάει η περιπέτειά του. Σε αυτό το όχι και τόσο δημοφιλές μυθιστόρημά του ο Καραγάτσης διαχωρίζει ‒και είναι από τις ελάχιστες φορές στην ελληνική λογοτεχνία‒ τους γερλίσιους Τούρκους, δηλαδή εκείνους που είχαν ριζώσει στην Ελλάδα και είχαν γίνει ένα με τους ντόπιους, από τους τοποθετημένους από την Πύλη, διοικητικούς χαλντούπηδες. Ο Μίχαλος προδίδει τη φυλή του για να σώσει τη ζωή του και ο Καραγάτσης αναλύεται σε ένα ιστορικο-υπαρξιακό κρεσέντο, ανατέμνοντας την ελληνική ψυχοσύνθεση.
Στο μεταξύ, όσο οι Τούρκοι πολεμούν εναντίον των Ελλήνων, ο ήρωάς του με το νέο του όνομα, Εσρέφμπεης, περιφέρεται στο παζάρι και αγοράζει μια δεκαεπτάχρονη Ελληνίδα σκλάβα. Δεν δείχνει να έχει καμία ενοχή από τη θρησκευτική και εθνική του μεταστροφή, προέχει η βολή του. Παρ' όλα αυτά, στην αγορά συνειδητοποιεί πλήρως ότι δεν θα νιώσει ποτέ Τούρκος. Φέρνει μαζί του στο σεράι τη Βαγγελιώ, όπως είναι το όνομα της σκλάβας, και το ίδιο βράδυ την κάνει ερωμένη του. Όταν της αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα, εκείνη εξοργίζεται.
Στη συνέχεια, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο να νικήσουν οι Έλληνες κι εκείνος να βρεθεί σε δεινή θέση, πηγαίνει μασκαρεμένος ως Θεσσαλός μαχητής να πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη. Και πάλι μπροστά στον τρόμο του θανάτου αποπειράται να το σκάσει, όμως βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα σμήνος Τούρκων, το ασκέρι του Δράμαλη στα Δερβενάκια, και αναγκάζεται να αμυνθεί.
Σε μια σκηνή σαν βγαλμένη από ταινία δράσης, ξεπαστρεύει τον έναν μετά τον άλλον, σφάζοντας όσους του ορμούν. Όταν δεν έχει μείνει ούτε ένας Τούρκος, αναγορεύεται από τον Κολοκοτρώνη σε ήρωα. «Δεν είσαι ούτε προδότης ούτ' εξωμότης. Είσαι Έλληνας! Είσαι ήρωας!» τον καθησυχάζει ο στρατηγός των Ελλήνων, όταν του αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα ‒ μια ευκαιρία για τον Καραγάτση να επιδείξει υψηλό φρόνημα εθνοπατριωτισμού και να αναφερθεί στα μεγάλα ιδεώδη της φυλής.
Συγχρόνως, όμως, απομυθοποιεί και σχεδόν χλευάζει την έννοια του «ήρωα», καθώς ο Μίχαλος μόνο ηρωικά δεν εφόρμησε ‒ το έκανε μόνο για να σώσει το τομάρι του. «Έτσι γίνεται κανείς ήρωας;» λέει σαρκαστικά στον εαυτό του. Αργότερα θα ομολογήσει ότι επρόκειτο για «μια τεράστια κωμικοτραγική πλάνη»!
Έτσι, επιστρέφει στον Καστρόπυργο και στη σύζυγό του Ευαγγελία, απαλλαγμένος από την ντροπή της προδοσίας, όπου τον υποδέχονται με τιμές, λάβαρα και ξεφτέρια.
Στη συγκλονιστική σκηνή όπου ο Δωρόθεος τον υποδέχεται φορώντας όλα του τα χρυσά άμφια, όταν ο Μίχαλος σηκώνει εναντίον του το καμτσίκι, τον προλαβαίνει και του ψιθυρίζει: «Πρόσεχε τι κάνεις! Είμαι η Εκκλησία...». Ο ίδιος, αργότερα, στο αρχονταρίκι της αρχιεπισκοπής, θα αφαιρέσει τα άμφια και θα του προσφέρει την ικανοποίηση του ξυλοδαρμού, μακριά από τα βλέμματα του λαού. Στη συνέχεια ο ίδιος, αναφέρεται στην αυταπάτη της Ιστορίας, στον μύθο της Αγίας Λαύρας, του λάβαρου, του λόγου του Παλαιών Πατρών Γερμανού.
«Τι σχέση έχει ο θρύλος με την πραγματικότητα; Η Επανάστασις εξέσπασεν ως έκρηξη οργής κατά της τυραννίας» λέει, και λίγο αργότερα «Επί πολύ ακόμα ο ελληνικός λαός θα είναι έρμαιον των ολιγαρχικών συμφερόντων. Η ημέρα που θα φέρη τας πολιτικάς ελευθερίας εις τον Έλληνα είναι μακράν...» . Μπορεί να εικάσει κανείς ότι εν έτει 1944 επρόκειτο για ρηξικέλευθη τοποθέτηση.
Ο τίτλος και τα δρώμενα του πρώτου βιβλίου της τριλογίας κυριαρχούν στην παράσταση που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο σε θεατρική διασκευή του Θανάση Τριαρίδη. Μια αποσπασματική αλληλοδιαδοχή 40 σκηνών, όπου ξεδιπλώνεται η πορεία του Ρούση από τα δραματικά γεγονότα στην Τριπολιτσά μέχρι τα πιο εμβληματικά επεισόδια που διανθίζουν τα επόμενα δύο βιβλία και χαρακτηρίζονται περισσότερο από μυθοπλασία και λιγότερο από Ιστορία. Ο στόχος είναι πάντα η ανατομία της Επανάστασης και στο Αίμα χαμένο και κερδισμένο περιλαμβάνεται η άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Παπαφλέσσα και η θεαματική του αυτοθυσία του στη μάχη του Μανιακίου. Εκεί τον ακολουθεί ο Ρούσης, μια αυτοκτονική επιλογή σε μια a priori χαμένη σύγκρουση. Πράγματι, ενώ «θάβεται» νεκρός-ζωντανός κάτω από πτώματα, τον περισώζει ο πιστός του υπηρέτης Πανάγος.
Συμβολικό ρόλο στο θεατρικό έργο παίζει μια σούφικη λέξη, το «χακ», που συχνά επανέρχεται, ένα μυστικιστικό στοιχείο (που προφανώς παραπέμπει στο Ρόουζμπαντ του Πολίτη Κέιν), το τελευταίο αινιγματικό πράγμα που λέει ο γέρος Μίχαλος λίγο πριν πεθάνει στην πρώτη σκηνή. Η δράση εξελίσσεται σαν ένας εφιάλτης, παρουσία του Όθωνα και της Αμαλίας επί σκηνής, εξόριστοι στο Μπάμπεργκ, οι οποίοι παρακολουθούν, σχολιάζοντας, την εξέλιξη της Ιστορίας από το θεωρείο τους.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Τάρλοου εξηγεί: «Με αυτό το εύρημα η ανατολίτικη φιλοσοφία συνομιλεί με την ελληνικότητα και ανοίγει ένα πεδίο συνεννόησης μεταξύ των λαών μέσα από μια πνευματικότητα. Αν έχει ένα ενδιαφέρον ο Μίχαλος, είναι ότι εσωτερικά αντιλαμβάνεται τις αντινομίες του και την παλιανθρωπιά του. Αυτό τον καθιστά ντοστογιεφσκικό χαρακτήρα, αλλιώς θα ήταν ένα κάθαρμα και είναι ο λόγος που τον καθιστά εξαιρετικά συγκινητικό σαν πρόσωπο.
Η παράσταση έχει τις αιχμές της και δεν έχει αφαιρεθεί η κριτική διάθεση που έχει ο Καραγάτσης για τη ροπή των Ελλήνων στις έριδες και στον εμφύλιο. Ούτε και ο σκοτεινός ρόλος που έχει παίξει η Εκκλησία ή ο ύποπτος των κοτζαμπάσηδων ως άρχουσας τάξη. Παρ' όλα αυτά, η παράσταση, όπως και το μυθιστόρημα, δεν αναιρεί τις αρετές των Ελλήνων, που συνυπάρχουν με την παθογένεια. Οι οποίες συμβαδίζουν με την αμφιθυμία μας όσον αφορά το ποιοι είμαστε. Το έργο θέτει αυτά τα ζητήματα, αλλά με τρυφερότητα και αγάπη. Η δική μου στάση δεν είναι ποτέ να ακυρώσω ή να κρίνω με δριμύτητα, αλλά να δούμε τον εαυτό μας σε έναν καθρέφτη και μέσα από αυτό να μπορέσουμε να συνδεθούμε με την ιστορία μας με πιο δημιουργικό τρόπο.
Γι' αυτό η παράσταση τελειώνει με ένα ρεμπέτικο. Έτσι, η σύνδεση μας με το σήμερα γίνεται με έναν αρκετά συγκινητικό τρόπο, καθώς όλος ο θίασος τραγουδάει ένα ρεμπέτικο στον Μίχαλο, σαν να του λέει: "Έτσι που τα 'κάνες τώρα, τι να σε κάνουμε; Τώρα, πάει πια". Αυτό όχι ως ένα μάθημα αλλά ως ένα προχώρημα αυτογνωσίας, ένα τρυφερό κοίταγμα στον καθρέφτη. Γιατί σημασία έχει ο τρόπος. Αλλιώς, αν κουνάς το δάχτυλο, είναι σαν να είσαι κάτι διαφορετικό ή να εκφράζεις μίσος απέναντι σε αυτό που σε εξέθρεψε. Μα, αυτό είμαστε, αν δεν το αποδεχτούμε, δεν μπορούμε ούτε να προχωρήσουμε ούτε να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον».
Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου
Μ. Καραγάτση
Διασκευή: Θανάσης Τριαρίδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα
Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος – Τζίνα Ηλιοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη
Επιστημονικός σύμβουλος: Στέφανος Καβαλλιεράκης
Παίζουν: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Κώστας Βασαρδάνης, Ξανθή Γεωργίου, Δημήτρης Ήμελλος: Κολοκοτρώνης, Βίκυ Κατσίκα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας: Πανάγος, Κοσμάς, Χρήστος Μαλάκης, Λήδα Μανιατάκου, Μάξιμος Μουμούρης, Γιώργος Μπινιάρης, Δημήτρης Μπίτος, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Αρετή ΠασχάληΜελισσάνθη Ρεγκούκου, Γιώργος Χριστοδούλου
Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Δούσος (κλαρίνο,καβάλ), Κώστας Νικολόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο), Γιάννης Αγγελόπουλος (τύμπανα)
Θέατρο Rex - Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Live streaming Σάββατο 20/02/2021, 19:30
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
σχόλια