Τη συναντήσαμε στο σπίτι της στον Βύρωνα, στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και εξακολουθεί να ζει, σε ένα υπέροχο τριώροφο σπίτι μαζί με όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Από εδώ ξεκίνησε ως δασκάλα δημοτικού στην αρχή και εντελώς τυχαία, αν και πόσο τυχαία είναι αυτά τα πράγματα, βρέθηκε να φοιτά στο Θέατρο Τέχνης. Χωρίς να το πολυκαταλάβει, μπήκε με τα μπούνια στην υποκριτική τέχνη, άφησε τους μαθητές της στα χέρια άλλων δασκάλων κι έγινε η Ασπασία της «Ντόλτσε Βίτα» στην αρχή, η Κορίνα στα «Εγκλήματα» αργότερα, και οι ρόλοι ακολούθησαν ο ένας μετά τον άλλον, κάνοντάς τη μία από τις πιο αγαπημένες κωμικές ηθοποιούς της ελληνικής τηλεόρασης. Τώρα ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί σε έναν κορυφαίο, κλασικό, θεατρικό ρόλο. Φέτος το καλοκαίρι η Μαρία Καβογιάννη είναι η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη.
Οι μεγάλοι κλασικοί ρόλοι κάποτε ήταν σημαντική καταξίωση για μία ηθοποιό. Σήμερα τι σημαίνουν;
Δεν νομίζω ότι έχουν την ίδια σημασία όπως παλιότερα. Όλα είναι πλέον πιο απλά, οι παραστάσεις δεν έχουν την αίγλη εκείνης της εποχής της στην οποία αναφέρεσαι, όπως ούτε και οι ηθοποιοί, καθότι έχουν φθαρεί απ' όλα τα μέσα, την τηλεόραση, τα περιοδικά, κι έχουν χάσει και οι ίδιοι την αξία τους. Όχι, δεν νομίζω ότι περιβάλλεται από το σύννεφο μεγαλοπρέπειας που κάποτε είχε μία παράσταση αρχαίου δράματος ή αρχαίας κωμωδίας.
Τώρα υπάρχει ο έντονος διαχωρισμός μεταξύ «εμπορικού» και «ποιοτικού» θεάτρου. Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί αυτοί οι ρόλοι;
Φυσικά, αλλά όλοι οι ρόλοι είναι απαιτητικοί, όχι μόνο οι κλασικοί. Και ο πιο απλός ρόλος είναι απαιτητικός. Όσον αφορά αυτό που λες περί διαχωρισμού, πιστεύω ότι σιγά-σιγά έχει αρχίσει να εκλείπει αυτό. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που υπηρετούν αυτή την τέχνη και δεν έχουν εκτεθεί τόσο πολύ τηλεοπτικά, αλλά νομίζω ότι πλέον δεν είναι τόσο μακριά τα δύο είδη. Πιστεύω ότι όσο δύσκολο είναι το εμπορικό, άλλο τόσο είναι και το ποιοτικό. Δεν μπορώ να μειώσω τους «εμπορικούς» ηθοποιούς σε σχέση με εκείνους του ποιοτικού θεάτρου. Νομίζω ότι οι κακώς έχουν γίνει οι διαχωρισμοί. Είμαστε μία πάστα, όλοι έχουμε εκφραστικά μέσα όπως και προσωπικότητα και μπορούμε να κάνουμε όλα τα είδη. Απλώς, αυτό που πρέπει να προσεχθεί είναι οι επιλογές. Είναι κάτι πολύ δύσκολο κι εγώ δεν είμαι καθόλου εύκολη στις επιλογές μου.
Αυτό είναι απόρροια του χρόνου;
Αυτό συμβαίνει από τότε που ασχολήθηκα με αυτό το επάγγελμα, από πολύ νωρίς. Ίσως επειδή δεν ήταν στόχος ζωής να γίνω ηθοποιός, το είχα δει περισσότερο σαν παιχνίδι: να περνάω ωραία, αλλά προστατευμένη, να μην είμαι εκτεθειμένη σε κάτι που δεν είναι του γούστου μου. Γι' αυτό σου λέω πως και οι επιλογές μου ήταν από την αρχή προσεγμένες. Αρνιόμουν χωρίς να με ξέρουν – ίσως είναι ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου.
Δεν χρειάστηκε, δηλαδή, παραχωρήσεις στα επαγγελματικά;
Όχι, δεν χρειάστηκαν, γιατί έκανα κι άλλη δουλειά συγχρόνως. Όταν όμως ένιωσα ότι δεν γίνεται να τα κάνω όλα μαζί, παρόλο που ήταν απόφαση ζωής να ασχοληθώ αποκλειστικά μ' αυτήν τη δουλειά, και πάλι δεν μπορούσα να κάνω παραχωρήσεις.
Βέβαια, τα πράγματα πήγαν κατ' ευχήν...
Ναι, ήμουν τυχερή, γιατί οι προτάσεις που μου γινόντουσαν είχαν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Αυτό το οφείλω στην τύχη μου.
Όχι μόνο στην τύχη, υπήρχε και ταλέντο. Δεν πιστεύεις στο ταλέντο;
Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει ταλέντο σε όλη την ανθρώπινη φύση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ταλέντο. Και πιστεύω πάρα πολύ στους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα. Βέβαια, υπάρχουν κάποιοι που δεν μπορούν καθόλου να υπάρχουν σε αυτόν το χώρο, όπως εγώ δεν μπορώ να γίνω μουσικός. Από την άλλη, υπάρχει μεγάλη ευκολία, είναι πιο ανοιχτός ο θεατρικός χώρος από άλλους. Επειδή έγιναν εύκολα τα πράγματα λόγω της τηλεόρασης –κι εγώ είμαι ένα παιδί της τηλεόρασης–, υπήρχε πολύ εύκολη και άμεση αναγνωρισιμότητα και μπήκαν πολλοί άνθρωποι στον χώρο άκοπα, ίσως αυτό να έκανε το επάγγελμα «εύκολη» λύση.
Δεν παίζεις εύκολα Αριστοφάνη με μόνο εφόδιο την τηλεοπτική εμπειρία. Έχεις ξαναπαίξει Αριστοφάνη;
Στο Θέατρο Τέχνης, ως μαθήτρια, στις Θεσμοφοριάζουσες. Αλλά έχω δει πολύ Αριστοφάνη κι ένας λόγος που θέλησα να μπω στο Θέατρο Τέχνης ήταν γιατί είδα κάποια στιγμή τους Αχαρνής στο Ηρώδειο. Να μην αναφέρω τους Όρνιθες, που ήταν εξαιρετικής αισθητικής και μεγέθους ανέβασμα....
Πάντως, ενώ θεωρείσαι κωμικός πρώτης γραμμής, η Λυσιστράτη, με την οποία τώρα καταπιάνεσαι, δεν είναι ο πιο κωμικός ρόλος του έργου.
Όχι, δεν είναι καθόλου κωμικός ρόλος. Έχει ένα όραμα αυτή η γυναίκα και μου αρέσει που θέλει να τα καταφέρει σε έναν κόσμο τόσο δύσκολο – γι' αυτό έχει και αναφορά στη σύγχρονη εποχή. Η πίστη της, ο λόγος της, οι πεποιθήσεις της, με έκαναν και τη συμπάθησα πολύ. Είναι ένα εντελώς διαχρονικό έργο που μιλάει για έναν πόλεμο – και τώρα πόλεμο έχουμε. Μιλάει για την εξουσία που τα έχει κάνει έτσι όπως τα έχει κάνει, όπως τότε. Ένας κύκλος είναι η ζωή μας, αυτό βλέπω. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει ποτέ, αλλά μετά από τόσα χρόνια η ανθρώπινη φύση παραμένει ατελής και λόγω αυτής της ατέλειας θα ζούμε πάντα αυτό τον κύκλο.
Ας πάμε σ' εσένα. Γελάς με τον εαυτό σου όπως εμείς όταν σε βλέπουμε;
Εγώ απλώς είμαι σε απόγνωση με τον εαυτό μου. Αυτό μου φέρνει γέλια γιατί είμαι ένας φοβερά ανοργάνωτος άνθρωπος και όλη μου η ζωή είναι αστεία. Μου έχουν συμβεί αστείες καταστάσεις λόγω του χαρακτήρα μου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε όλο το σύμπαν.
Ήταν αστείες καταστάσεις ή εσύ τις έκανες αστείες;
Όταν ένας άνθρωπος είναι διασκορπισμένος τού συμβαίνουν αστεία γεγονότα και γελάει με όλα αυτά που του συμβαίνουν, όχι από θαυμασμό αλλά από απόγνωση.
Όταν δίδασκες έκανες τα παιδιά να γελάνε;
Ναι! Ήταν το πρώτο μου κοινό. Και μπορώ να πω ότι το καλύτερό μου μάθημα όταν δίδασκα ήταν η ανάγνωση. Είχαμε πολύ ωραία και χαριτωμένα κείμενα, σπουδαίων συγγραφέων, και επειδή τα διάβαζα εγώ, μετά έβαζα τα παιδιά να τα θεατροποιούν. Ο στόχος μου ήταν να γίνεται το μάθημα λιγάκι θεατρικά και πολλά παιδάκια πρέπει να γίνανε καλλιτέχνες από μένα. Στην ανάγνωση, λοιπόν, ήταν το κοινό μου και όταν άρχιζα να διαβάζω, μπορώ να σου πω ότι όσες φορές το κείμενο ήταν δραματικό, με κόπο κρατούσα τα δάκρυά μου να μη γίνω ρεζίλι. Αυτό, λοιπόν, το κοινό το αγνό, το πιο αληθινό και το πιο ενστικτώδες, που καταλαβαίνει αν θα γελάσει, αν πρέπει να γελάσει, αν θα κλάψει, μου έμαθε πώς να επικοινωνώ με τον κόσμο. Τα έβλεπα και σκεπτόμουν ότι κάποια στιγμή θα μεγαλώσουν και θα ξεχάσουν αυτό που είναι τώρα – γιατί δεν νομίζω ότι ο άνθρωπος μεγαλώνει, μας κάνουν και μεγαλώνουμε οι συνθήκες. Εμείς οι ηθοποιοί συνεχίζουμε αυτό το παιχνίδι παίζοντας ρόλους. Παλιά, στις γειτονιές, όταν πηγαίναμε σινεμά, μετά παίζαμε τα έργα μεταξύ μας. Αυτό απλώς εγώ το συνέχισα.
Έρχονται στο θέατρο οι παλιοί σου μαθητές;
Βεβαίως, αλλά κάποια παιδάκια τα έχω αναγνωρίσει με πολύ κόπο. Ως δασκάλα, η συγκίνηση που νιώθεις κάθε φορά που φεύγουν τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη, γιατί αποχαιρετάς μια ηλικία που δεν θα την ξαναδείς ποτέ. Μεγαλώνουμε και είναι πολύ μεγάλος ο αποχαιρετισμός.
Ήθελες να γίνεις ηθοποιός από πάντα;
Ποτέ! Μόνο στο δημοτικό που με έβαζε η γιαγιά μου να λέω ποιήματα και της έκανα το χατίρι γιατί την αγαπούσα – ήταν κι εκείνη δασκάλα και ήθελε να με κάνει ηθοποιό.
Η γιαγιά, λοιπόν, ήξερε...
Έλεγε στη μητέρα μου να με πάνε στο Εθνικό. Έγραφε έργα και με έβαζε να τα παίζω στο σχολείο.
Πώς πήγες στη δραματική σχολή;
Πρώτα πήγα στην ΑΣΟΕ, μετά Παιδαγωγική Ακαδημία και μετά, επειδή ήθελα να κάνω Ιστορία Τέχνης, μου είπαν ότι σε σχολές θεάτρου μπορείς να μάθεις θεωρητικά κι έτσι πήγα, καταρχάς, στη σχολή Κατσέλη για να κάνω Τέχνη. Ήμουν σε πλήρη άγνοια και μάλιστα δεν ήξερα τι εξετάσεις χρειαζόντουσαν. Έμαθα κι έδωσα έναν μονόλογο της Μπλανς ντι Μπουά. Μετά αποφάσισα να δώσω ξανά από την αρχή για να μπω στο Θέατρο Τέχνης.
Σου μπήκε το μικρόβιο...
Μου μπήκε το μικρόβιο από άλλα παιδιά που ήταν πιο δυναμικά από μένα και με επηρέασαν πολύ. Τα θεωρητικά, για τα οποία πήγα, τα βαρέθηκα. Έφυγε από το οπτικό μου πεδίο η Ιστορία Τέχνης και άρχισε να μου αρέσει το θέατρο.
Ποιους είχες συμμαθητές στο Θέατρο Τέχνης;
Αυτό το έτος ήταν ένα πολύ ωραίο έτος στο Θέατρο Τέχνης. Είχαμε μαζευτεί ηθοποιοί που τώρα είναι πολύ γνωστοί. Ήταν ο Πέτρος Φιλιππίδης, η Ηρώ Μανέ, η Καίτη Κωνσταντίνου, ο Κλέωνας Γρηγοριάδης, η Μαρία Γεωργιάδου.
Εθνική κωμωδίας...
Ήταν έτος κωμωδίας. Εγώ τότε έκανα την ντάμα. Όταν τελειώσαμε πέθανε ο Κουν, έβαλε την τελευταία του υπογραφή. Ήταν και πολλά άλλα παιδιά που δεν ασχολήθηκαν ή έκαναν θέατρο στην επαρχία.
Πώς θυμάσαι τον Κουν;
Τον γνώρισα λίγο, και λυπάμαι γι' αυτό. Είχε ένα φως, μια λάμψη, ήταν ο δάσκαλος. Η δουλειά που μας έκανε, στην τραγωδία αλλά και στην κωμωδία, ήταν εξαιρετική εμπειρία. Δούλευε πάρα πολύ τον λόγο, την κίνηση, το βάθος, το μέσα σου, την ψυχή. Όλη αυτή την οργάνωση που χρειάζονται η τραγωδία, ο Χορός και οι ρόλοι. Νιώθω τυχερή που τον γνώρισα.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαγγελματική δουλειά στο θέατρο;
Στάσου να θυμηθώ. Νομίζω το Με λένε Στέλιο του Ξανθούλη με τον Καρακατσάνη.
Κατάλαβαν αμέσως ότι είχες στόφα κωμικού ;
Μπορεί να το κατάλαβαν κάποιοι, ο Φασουλής, ο Λαζόπουλος. Έκανα μια εκπομπή στο ράδιο, «Τα κακά παιδιά», και από εκεί άρχισαν να ακούνε τη φωνή μου.
Τι έκανες στα «Κακά Παιδιά»;
Φάρσες. Ήμουν η γυναικεία φωνή, μαζί με τον Λάμπη Ταγματάρχη και τον Θανάση Λάλα. Εξαιρετικές πλάκες, η χαρά της ζωής, ήταν κανονικά αυτοσχέδια έργα. Ο Λαζόπουλος με εντόπισε πρώτος γιατί έκανε μια εκπομπή με τον Ξανθούλη μετά από εμάς. Με άκουγε και με πήρε να παίξω στο «Κάτι έχω να σας πω».
Και ο Φασουλής πότε σε «ανακάλυψε»;
Με στήριξε πάρα πολύ ο Σταμάτης, μου έμαθε πολλά πράγματα. Στο Μπαμπάδες με ρούμι, στο Μάνα, μητέρα, μαμά, στους Γαμπρούς της Ευτυχίας. Ο Σταμάτης έχει μία εξαιρετική αμεσότητα και αυτό ήταν μεγάλη σχολή για μένα.
Το ευρύ τηλεοπτικό κοινό σε γνώρισε με τον ρόλο της Ασπασίας στην «Ντόλτσε Βίτα».
Ναι, εκεί μου έδωσαν μεγάλη ευκαιρία ο Αλέξανδρος Ρήγας και ο Θοδωρής Πετρόπουλος. Μου άρεσε πάρα πολύ το σενάριο.
Κι ο ρόλος ταυτοποιήθηκε με σένα, όπως γινόταν με τους μεγάλους κωμικούς στο παλιό σινεμά.
Στα καλά και πετυχημένα έργα γίνεται ένα θαύμα και κανένας δεν είναι κακός. Στα «Εγκλήματα» όλοι οι ηθοποιοί ήταν καταπληκτικοί. Η εικόνα, το κείμενο, όλα οδηγούσαν σε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Όλοι παρασύρονται όλους σε κάτι καλό.
Το Θέατρο Τέχνης δεν σε είχε «δασκαλέψει» ενάντια στην τηλεόραση;
Το Τέχνης μας καλλιέργησε μια απόρριψη για το τηλεοπτικό πεδίο, αλλά μέχρι να κάνω την «Ντόλτσε Βίτα», μου είχαν προτείνει κι άλλα σήριαλ, των οποίων δεν άνοιγα καν το σενάριο. Ήμουν όντως του θεάτρου για πολλά χρόνια. Ήμουν, ας πούμε, στον Χορό στις Τρωαδίτισσες με την Ασπασία Παπαθανασίου.
Άρα, τα «Κακά Παιδιά» ήταν καταλυτικά για να μπεις στην κωμωδία.
Έχεις δίκιο, το ραδιόφωνο με έβαλε στην κωμωδία και στο εμπορικό θέατρο!
Συχνά παραλληλίζουν κάθε σπουδαία κωμικό με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Την εκτιμούσες;
Πάρα πολύ. Οι δικοί μου αγαπούσαν την τέχνη, και καθώς ο πατέρας μου ήθελε να γίνει ηθοποιός, βλέπαμε πολύ κινηματογράφο. Θυμάμαι τους δικούς μου και τους συγγενείς μου να αγαπούν πολύ τη Βλαχοπούλου, καθώς ήταν πολύ αυθόρμητη. Γελάς αυθόρμητα με όλους τους παλιούς κωμικούς.
Γιατί ήταν βγαλμένοι μέσα από την πιάτσα της ζωής και τις θεατρικές πλατείες.
Ναι! Είχαν ένστικτο. Ο Λογοθετίδης και όλα αυτά τα εξαιρετικά έργα είχαν μια αγνότητα, μια τιμιότητα – ήταν αληθινά έργα.
Πώς σε βλέπει η γειτονιά με την επιτυχία που έχεις κάνει;
Δεν εντόπισα καμία διαφορά. Οι περισσότεροι είναι μεγάλοι άνθρωποι, για τους οποίους είμαι σαν παιδί τους. Σαν μια οικογένεια, που όταν ένας κάνει κάτι και ξεχωρίσει, πώς αντιδρούν οι υπόλοιποι; Κι εγώ δεν μπορώ να φύγω από εδώ, δένομαι με τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
Οι κωμικοί, έτσι κι αλλιώς, δεν αναπτύσσουν την απόσταση άλλων διάσημων ηθοποιών.
Καθόλου. Και επειδή μεγάλωσα σε γειτονιά, μου αρέσει να μιλάμε όλοι μαζί όταν είμαστε έξω στον δρόμο. Μου αρέσει να μου μιλάνε στον ενικό, μου αρέσει να ξέρω τα ονόματα, ασχέτως αν τα ξεχνάω, θέλω να βγαίνω έξω και να μιλάω στον άλλον σαν να τον ξέρω.
Σε θεωρούμε κωμικό, αλλά έδωσες τις «εξετάσεις» σου και με δραματικούς ρόλους.
Έχω κάνει τρία επεισόδια στον «Κόκκινο Κύκλο» αλλά και στο Οξυγόνο, την ταινία των Ρέππα-Παπαθανασίου, είχα δραματικό ρόλο. Έκανα και το Χαρά Αγνοείται. Μου αρέσουν όλα τα είδη και σαν διάθεση είμαι θλιβερή.
Το «Χαρά Αγνοείται» ήταν ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί;
Είχα μεγάλη αγωνία, γιατί όταν μια φωνή είναι πολύ χαρακτηριστική και όλοι θυμούνται κωμικές ατάκες, είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε δουν αλλιώς. Αγωνιούσα πάρα πολύ κι έκανα πολλή δουλειά για να μην ξεφτίσει κάτι που ήταν τελείως διαφορετικό.
Θεωρείς ότι ο σκηνοθέτης καθορίζει το αποτέλεσμα;
Στο σινεμά ναι αλλά και στο θέατρο. Στο θέατρο πιστεύω στη συνεργασία. Δηλαδή, ναι μεν έχω τον σκηνοθέτη να δίνει πολλές λύσεις, αλλά θέλω να με υπολογίζει κι εμένα, να είμαι ένα υλικό από το οποίο παίρνει στοιχεία. Εγώ τον έχω απόλυτη ανάγκη τον σκηνοθέτη μου στο θέατρο, είναι ο αρχηγός μου, θέλω να μου προτείνει λύσεις, να μου ανοίγει το μυαλό, να έχει εναλλακτικές λύσεις. Όπως θέλω κι εγώ να επικοινωνώ και να προτείνω στοιχεία που μπορεί να έχω, ώστε να κουμπώσουνε την παράσταση.
Η συνεργασία με το Τσέζαρις Γκραουζίνις σου τα προσφέρει όλα αυτά ;
Είναι ένας πάρα πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, έξυπνος και εφευρετικός, και έχει μια δική του κουλτούρα. Αυτό προσπαθούμε να ενώσουμε, δίνοντάς του και εμείς στοιχεία για να τα χρησιμοποιεί. Είναι φορμαλιστής ως σκηνοθέτης, ενώ η Λυσιστράτη ως ρόλος δεν είναι φόρμα. Νομίζω ότι έχει μία δική του οπτική, δοκιμάζει συνεχώς διάφορα πράγματα μέχρι τέλους και το αποτέλεσμα θα το ξέρουμε λίγο πριν από την πρεμιέρα. Αυτός είναι ο κώδικάς του και ο τρόπος που δουλεύει.
Καλή σου επιτυχία.
Σε ευχαριστώ!
Η παράσταση Λυσιστράτη του Αριστοφάνη θα περιοδεύσει στην Ελλάδα όλο το καλοκαίρι.
Αναλυτικά το πρόγραμμα την περιοδείας εδώ
σχόλια