«Δουλεύαμε όλοι μαζί και αυτό είχε να κάνει με μια επιθυμία να προχωρήσουμε σε σχέση με το θέατρο. Δεν επιδιώκαμε να βρούμε έναν σκηνοθέτη ή ένα θέατρο. Απλώς συνέβαινε. Ήταν οι συναντήσεις τέτοιες. Γινόταν μόνο του. Δεν ήταν δύσκολο. Αυτή είναι η διαφορά με το σήμερα. Τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, πιο ανοιχτά. Συζητούσαμε. Ήμασταν η τελευταία γενιά που είχε μπαμπάδες. Μπαμπάδες πολύ ισχυρούς. Τώρα είναι σαν να περιμένουμε πάλι έναν μπαμπά, να φοβόμαστε να μεγαλώσουμε, να θέλουμε καθοδήγηση. Ίσως η δική μου γενιά να μην είμαστε και καλοί γονείς. Ίσως φοβόμαστε ότι δεν έχουμε να πούμε κάτι. Ότι δεν είναι κάτι ωραίο και σημαντικό. Για μας πολύ γρήγορα ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Ήταν ένα όνειρο, ήμασταν πολύ τυχεροί και τα πήραμε όλα απλόχερα. Και δουλέψαμε σκληρά. Αλλά δουλεύαμε για όλα, ενώ σήμερα δουλεύει ο καθένας γι' αυτό που κάνει. Όμως, τότε υπήρχαν οι άνθρωποι που προκαλούσαν αυτήν τη συζήτηση. Μας άφησαν για να ενηλικιωθούμε και οι σχέσεις πρέπει να είναι ισότιμες πια. Οι νεότεροι από εμάς τολμούν και μιλούν, τολμούν να κάνουν λάθος. Γι' αυτό υπάρχει θαυμασμός για τους νεότερους, ακόμα και από εμάς. Παλιότερα, και αναφέρομαι σε ένα παρελθόν το οποίο δεν είναι πολύ μακρινό, πηγαίναμε να ξεπεράσουμε τα όρια, χωρίς φόβο. Αυτήν τη στιγμή είναι σχεδόν σαν να μην είναι ζητούμενο. Θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε την αιτία σε πολλούς λόγους. Ακόμα και στο ότι δεν υπάρχουν εκείνοι οι χώροι οι συγκεκριμένοι που υπήρχαν και λειτουργούσαν ως μοντέλα, ένα κέλυφος, μέσα στο οποίο έμπαινες, ελεύθερος να κάνεις πράγματα. Οι χώροι είχαν όρια κι εσύ ήθελες να τα ξεπεράσεις. Και όλο αυτό γινόταν με όλο το ρίσκο, αλλά και με όλη την προστασία.
Είμαι μέσα σε αυτή την υπόθεση που ονομάζεται "θέατρο" και δεν έχω περιθώριο να είμαι και παρατηρητής, να λυπάμαι ή να στενοχωριέμαι. Σήμερα υπάρχει ένας συμβιβασμός. Ποτέ ο συμβιβασμός δε προχωρούσε τα πράγματα.
Το πρόβλημα της εποχής έχει να κάνει με το πώς μπαίνουμε στα πράγματα. Η μόνη λύση είναι να πάμε σε βάθος και να ζητάμε αυτό μας συγκινεί. Αποφεύγουμε αυτό που μας συγκινεί και μας φέρνει σε δύσκολη θέση απέναντι στα εκφραστικά μας μέσα, απέναντι σε αυτό που μας φοβίζει, να μην κάνουμε απλώς μια αναπαραγωγή του εαυτού μας. Αυτό γινόταν παλιά. Το ένιωθα. Αυτήν τη στιγμή φοβάμαι να ξεπεράσω τα όριά μου. Όσες φορές έχω ξεπεράσει τα όριά μου, ακόμα και χρονικά, δουλεύοντας πολύ, δεν υπάρχει περίπτωση αυτό να μην έχει αποτέλεσμα ουσίας. Και δεν μιλάμε μόνο για το αποτέλεσμα μιας καλής παράστασης.
Σήμερα μπορεί να δουλεύεις σε πολύ καλές δουλειές, με πολύ καλούς ανθρώπους. Η μοναξιά μου έχει να κάνει με τον προσανατολισμό, με τον «στόχο». Και εννοώ με το πώς προχωράμε όλοι μαζί στο θέατρο. Δεν χρειάζεται να βλέπεις και να λες: «Θέλω να πάω εκεί». Απλώς ανοίγεις και πηγαίνεις προς τα κάπου. Αυτό το κομμάτι είναι θολό αυτήν τη στιγμή. Όπως θολό είναι και το πώς επιβιώνεις. Και πρέπει να βρεις ένα τρόπο να βαδίσεις σε μια δύσκολη κατάσταση, χωρίς να αλλάξει το μέσα και η επιθυμία. Μιλάμε για τη σημερινή ανασφάλεια. Παλιά, γιατί θεωρούσαμε ότι ήμασταν ασφαλείς; Στη δουλειά και στον χώρο αυτό είσαι ανασφαλής έτσι κι αλλιώς. Και δεν είναι κακό να είσαι ανασφαλής. Το θέμα είναι να είσαι απόλυτα εκεί, μέσα σε αυτό, και ευτυχισμένος. Αφού υπάρχει η δυσκολία, ας υπάρχει και το ρίσκο.
Νομίζω ότι δεν μιλάμε. Δεν υπάρχει διάλογος. Γίνεται ένας χαμός γύρω μας και δεν μιλάμε. Ούτε καν στις παρέες μεταξύ μας δεν μιλάμε και συνεχίζουμε όπως συνεχίζει και η ζωή μας. Γιατί δεν ανοίγω τη μοναξιά μου, αφού και άλλοι, σίγουρα, νιώθουν μόνοι τους; Και δεν είμαι σίγουρη ότι ακόμα και τώρα λέω την αλήθεια, ότι είμαι απόλυτα ειλικρινής. Γιατί κι εγώ μπορεί να μην αντέχω να το πω το αληθινό πρόβλημα. Γιατί μπορεί να μην είναι μόνο η κρίση. Ίσως δεν μιλάμε γιατί παλιά δεν χρειαζόταν να μιλάμε πολύ, ο δρόμος υπήρχε.
Είμαι μέσα σε αυτή την υπόθεση που ονομάζεται "θέατρο" και δεν έχω περιθώριο να είμαι και παρατηρητής, να λυπάμαι ή να στενοχωριέμαι. Σήμερα υπάρχει ένας συμβιβασμός. Ποτέ ο συμβιβασμός δε προχωρούσε τα πράγματα. Τα πράγματα σήμερα δεν είναι φωτεινά και δεν χρειάζονται απαραίτητα τα χρήματα μόνο για να συμβεί αυτό. Κανείς δεn μπορεί να πει ότι οι άνθρωποι γύρω μας δεν προσπαθούν. Υπάρχει άπειρη δουλειά και καταναλώνεται άπειρη ενέργεια, είναι τόσo πολλά αυτά που γίνονται. Όμως οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν αποτελούν μια εξαίρεση. Αυτό να βρούμε, τι ζητάμε. Να καταλάβουμε τι ζητάμε και τι μας ζητούν. Αλλιώς, είναι σαν να έχουμε πεθάνει. Θα είναι απλώς μια δουλειά και μετά μια άλλη δουλειά και μια άλλη δουλειά. Μπορεί να έφτασε η ώρα της ενηλικίωσης όλων μας».
Η Μαρία Σκουλά γεννήθηκε το 1971. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1993. Στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τους Λ. Βογιατζή, Κ. Τσιάνο, Γ. Χουβαρδά, Θ. Μοσχόπουλο, Ακ. Καραζήση, Ν. Χατζόπουλο, Β. Γεωργιάδου, Κ. Χένκελ, Μ. Μαρμαρινό, Λ. Μπάουρ, Στ. Τσακίρη, Μ.Φ. Χένινγκ, Έ. Θεοδώρου, Σπ. Ευαγγελάτο, Χ. Φραγκούλη, σε έργα των Σοφοκλή, Ευριπίδη, Σαίξπηρ, Γκαίτε, Λέσινγκ, Σίλερ, Μπίχνερ, Κλάιστ, Μολιέρου, Τσέρτσιλ, Τσέχοφ, Πίντερ, Τ. Ουίλιαμς, Δ. Κεχαΐδη-Ελ. Χαβιαρά, Γ. Διαλεγμένου, Δ. Δημητριάδη, Ακ. Καραζήση, Λ. Κιτσοπούλου.
Η Μαρία Σκουλά αυτή την περίοδο κάνει πρόβες για το έργο «Συγχώρεσέ με» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο (27/11) σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση
σχόλια