Στο υπέροχο και φωτεινό σπίτι της δεκαετίας του ’30 στο Κουκάκι με τα μωσαϊκά και τα ψηλά ταβάνια με περίμενε καφές και εκπληκτικά χιώτικα γλυκά. Η νέα γυναίκα που με υποδέχτηκε και που γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο από προγράμματα και φυσικά από τη δουλειά της ανήκει στους αθέατους συντελεστές του θεάτρου και μεγάλωσε στη Χίο.
Η Μάρθα Φωκά ξεκίνησε στα γυμνασιακά της χρόνια να συμμετέχει στην ερασιτεχνική ομάδα του ΔΗΠΕΘΕ Χίου, υπό την καθοδήγηση του ηθοποιού Γιώργου Μπινιάρη, κι όταν έφτασε η ώρα να επιλέξει τι να σπουδάσει, πάντρεψε τις εικαστικές της ανησυχίες με την αγάπη της για το θέατρο, δηλώνοντας το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ με κατεύθυνση σκηνογραφία-ενδυματολογία.
Οι θεατρόφιλοι την έχουν ταυτίσει κυρίως με τις παραστάσεις του Σίμου Κακάλα και την έρευνά του στη χρήση της μάσκας. Ωστόσο εδώ και χρόνια η δραστηριότητά της έχει επεκταθεί σε διάφορες κατηγορίες θεάτρου και χορού, έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες της παλιότερης και της νεότερης γενιάς, ενώ η ξεχωριστή δουλειά της και το εντυπωσιακό της αποτέλεσμα την έχουν αναγάγει ίσως στην πιο γνωστή σχεδιάστρια και κατασκευάστρια μασκών του ελληνικού θεάτρου.
«Η μάσκα παίρνει συνήθως το φύλο του ανθρώπου και του σώματος που τη φοράει. Η ίδια μάσκα σε άλλο σώμα είναι άλλος χαρακτήρας, άλλο φύλο, κάτι άλλο γενικά, αλλάζει πάρα πολύ».
Αν και η ίδια, κρίνοντας από τη συζήτηση που ακολούθησε, θα έλεγα ότι θα προτιμούσε να τη χαρακτηρίζουν γλύπτρια μασκών. Και ίσως θα ήταν δίκαιο, αν κρίνει κανείς από δουλειές όπως οι Μίμοι του Ηρώνδα της Άννας Κοκκίνου, ο Οιδίποδας του περασμένου καλοκαιριού σε σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα με τον Γιάννη Στάνκογλου, οι Όρνιθες του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα λίγο παλιότερα. Αναφέρομαι ενδεικτικά σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και πετυχημένες δουλειές της, που «πρωταγωνίστησαν» στις πολυσήμαντες αυτές παραστάσεις.
Ξεκίνησε ως βοηθός της δασκάλας της, γλύπτριας Τίνας Παραλή στον Απόκοπο του Μπεργαδή, μία από τις πρώτες δουλειές του Σίμου Κακάλα και της εταιρείας θεάτρου Χώρος, και αμέσως μετά υπέγραψε τις δύο επόμενες εκδοχές της πολυκύμαντης Γκόλφως, οι οποίες αποτέλεσαν και την πτυχιακή της εργασία. Η εμμονή του νεαρού σκηνοθέτη τότε να διερευνήσει τις δυνατότητες της μάσκας όχι μόνο στο αρχαίο δράμα αλλά και σε έργα εποχής έδωσε στη Μάρθα την ευκαιρία να αφοσιωθεί στο αντικείμενο, να το εξελίξει και να το κατακτήσει πλήρως.
Έτσι, το 2008 ακολούθησε την ομάδα και τον σκηνοθέτη της στην Αθήνα για το Λιωμένο Βούτυρο του Σάκη Σερέφα στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θέατρου, παράσταση που αποθεώθηκε από την κριτική, αναγνωρίζοντας την ομάδα από τη Θεσσαλονίκη ως μια νέα, σημαντική θεατρική δύναμη. Η Μάρθα αποτελούσε πια αναπόσπαστο μέλος της, με ειδικό ενδιαφέρον τη χρήση της μάσκας, ένα από τα βασικά σκηνοθετικά εργαλεία του Κακάλα. Θέλοντας να εμπλουτίσει τις γνώσεις της, ταξίδεψε το 2009 στην Πάδοβα της Ιταλίας και παρακολούθησε σεμινάριο κατασκευής δερμάτινης μάσκας από έναν θρυλικό καλλιτέχνη, τον Donato Sartori.
Μου εξηγεί σχετικά: «Οι Ιταλοί έχουν την κομέντια ντελ άρτε, με πολύ αυστηρούς κανόνες και συγκεκριμένες αναφορές, γεγονός που έχει κάνει πολλές ομάδες να εγκλωβιστούν στο παραδοσιακό τους θέατρο. Εμείς, επειδή κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς γινόταν στην αρχαιότητα, μπορούμε να πάρουμε έναν άλλο δρόμο, δεν μας λέει κανένας τι πρέπει να κάνουμε. Δεν υπάρχουν καθαροί κανόνες. Οπότε και αυτός ο πειραματισμός, η έρευνα επάνω στο κομμάτι της μάσκας, δεν βασίστηκε σε συγκεκριμένα καλούπια, ξεκινήσαμε ενστικτωδώς.
Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων όσον αφορά την ιστορία της μάσκας και το πώς δουλεύω, αλλά το ότι δεν είχαμε κανέναν περιορισμό για το πώς πρέπει να γίνει άνοιξε νέους ορίζοντες. Κάτι που εγώ αγαπώ πάρα πολύ είναι οι πιο ρεαλιστικές μάσκες, που για τους Ιταλούς είναι εντελώς απορριπτέες. Η μάσκα γι’ αυτούς πρέπει να είναι κωμική ή σχηματική, κι όχι φλύαρη. Προτίμησα να πάω όπου με πήγε το ένστικτό μου».
Η μάσκα έγινε το σήμα κατατεθέν του Κακάλα και εκείνη αποτελεί έκτοτε τη βασική του συνεργάτιδα σε αυτό το κομμάτι. Γιατί νομίζει, ρωτάω, ότι επιμένει σε αυτό; «Νομίζω ότι ο Σίμος ξεκίνησε για πιο πρακτικούς λόγους την εμπλοκή του με τη μάσκα, θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι λόγοι και στην αρχαιότητα, ότι έχεις λίγους ηθοποιούς και πολλούς ρόλους – ένας από τους λόγους. Νομίζω ότι φορώντας μάσκα ο ηθοποιός παίρνει μια τελείως διαφορετική υπόσταση και φεύγει από τα στεγανά του και τις ευκολίες του. Η μάσκα, θέλοντας και μη, στρέφει τον ηθοποιό σε κατευθύνσεις στις οποίες δεν θα πήγαινε χωρίς αυτήν. Αυτό έχει μια φοβερή γοητεία, δηλαδή σε πόσα πράγματα μπορεί να οδηγήσει τον ηθοποιό και τη σκηνοθεσία.
Χωρίς τη μάσκα πρόκειται για ένα άλλο θέατρο. Με τον Σίμο ωριμάσαμε καλλιτεχνικά μαζί και αν δεν ήταν και η δική του επιμονή σε αυτό που είχε στο νου του να πετύχει, ούτε εγώ θα είχα κάνει κάποια βήματα. Αν δεν έχεις το κίνητρο και κάποιον να σε σπρώχνει να γίνεις καλύτερος, θα επαναπαυθείς. Θα πεις, εφόσον βγήκε μία φορά, όπως όταν πέτυχε με το Λιωμένο Βούτυρο, το κρατάμε και το μετατρέπουμε σε φασόν. Αλλά έχουμε προχωρήσει πολύ έκτοτε. Όπως σε όλα τα επαγγέλματα, εμπειρικά αλλάζουν τα πράγματα, αναγκαστικά γίνεσαι καλύτερος».
Σκέφτομαι ότι σε μια εποχή που γίνεται μια ολόκληρη συζήτηση περί φύλου, η μάσκα παίζει με όλα τα φύλα. Μου απαντάει: «Η μάσκα παίρνει συνήθως το φύλο του ανθρώπου και του σώματος που τη φοράει. Η ίδια μάσκα σε άλλο σώμα είναι άλλος χαρακτήρας και άλλο φύλο και άλλο όλο, αλλάζει πάρα πολύ. Η κύρια έμπνευση για μένα είναι οι άνθρωποι. Φυσικά και η γλυπτική πάρα πολύ και η ζωγραφική και η φωτογραφία και τα πορτρέτα.
Επειδή οι μάσκες είναι κεντραρισμένες πάνω στον χαρακτήρα, αυτό που θα με συγκινήσει πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να συνδέεται με την ανθρώπινη φιγούρα. Πολλές φορές βγαίνουν πράγματα επάνω στη δουλειά τα οποία κάπου έχεις δει, έχεις ακούσει. Χωρίς να το θυμάσαι και σε ανύποπτη στιγμή θα συνειδητοποιήσεις ότι ήταν από μια εικόνα που είχες δει χρόνια πριν. Φιλτράρονται τα πράγματα και βγαίνουν την ώρα που πρέπει».
Χρειάστηκε να διορθώσεις ή να ξαναφτιάξεις κάτι γιατί δεν λειτούργησε στην παράσταση; «Συνήθως αυτό γίνεται στις πρόβες. Νομίζω ότι το έχω δει από μόνη μου και πριν. Συνήθως για αυτά που μετανιώνεις και χτυπιέσαι, μόνο εσύ και ο σκηνοθέτης τα έχετε καταλάβει, κανένας άλλος, και λες “θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς”. Υπάρχουν και δουλειές που αν δεν σε έχει εμπνεύσει το ίδιο το πρότζεκτ, ο σκηνοθέτης, οι συντελεστές, θα κάνεις αυτό που μπορείς, αλλά θα φτάσεις μέχρι ένα σημείο. Δεν έχεις πάει παρακάτω και δεν τρελαίνομαι όταν συμβαίνει αυτό».
Δικαιολογημένα, εφόσον πρόκειται για μια πολύ πιο απαιτητική και χρονοβόρα διεργασία απ’ όσο νομίζουμε. Μου εξηγεί: «Με τα χρόνια, όσο εξοικειώνεται το χέρι μου στη γλυπτική, συντομεύουν οι χρόνοι που χρειάζομαι για να φτιάξω το γλυπτό στον πηλό. Η σειρά που ακολουθείται είναι πηλός, μετά γύψινο καλούπι, και μέσα στο καλούπι το τελικό υλικό της μάσκας. Συνήθως είναι γάζα, πανί με κόλλα και στοκάρισμα, χρώμα. Ένας μέσος χρόνος είναι 30 ώρες».
Παρατηρώ στον απέναντι τοίχο τη φωτογραφία μιας ηθοποιού με μια ιδιαίτερα εκφραστική μάσκα με σκληρά χαρακτηριστικά, σε σημείο να αναρωτηθώ αν πρόκειται για μακιγιάζ. Ρωτάω τη Μάρθα από ποια παράσταση είναι. «Μη μου το θυμίζεις, κλαίω όποτε το θυμάμαι. Είναι η αγαπημένη μου δουλειά, η παράσταση που κάναμε με τον Σίμο στο φουαγέ του Κρατικού στη Θεσσαλονίκη με τίτλο “Εδώ Ουρανός”, από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αγλαΐα Βετεράνι, μιας Ρουμάνας συγγραφέα που μεγάλωσε στην Ελβετία και αυτοκτόνησε πολύ νέα. Έγιναν δύο παραστάσεις και μετά κατέβηκε εξαιτίας του πρώτου λοκντάουν.
Νομίζω ότι με αυτή την παράσταση έκανα ένα βήμα μπροστά στη δουλειά μου. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα τόσο πολύ προς το ρεαλιστικό. Οκτώ μάσκες από τις πιο δυνατές που έχω κάνει». Κι αν δεν έχει κάνει ρεαλιστικές μάσκες έκτοτε, όπως στο πρόσφατο Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα του Κωνσταντίνου Ντέλλα στο Θεσσαλικό Θέατρο.
Για το Θεσσαλικό έχει παλιότερα υπογράψει τα κοστούμια στις παραστάσεις Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν και ο Επιθεωρητής της Κυριακής Σπανού, αλλά και τα σκηνικά στον Βόιτσεκ του Θανάση Χαλκιά. «Το κοστούμι το αγαπώ γιατί έχει να κάνει με τον χαρακτήρα. Με τον ίδιο τρόπο που θα προσεγγίσω τον χαρακτήρα στη μάσκα, με τον ίδιο τρόπο θέλω να κάνω το κοστούμι. Θα ήταν τέλειος ο συνδυασμός των δύο, αλλά θέλει περισσότερο χρόνο αυτό. Οι ενδυματολόγοι πάντα πιάνουν την εικόνα σφαιρικά, από τα μαλλιά μέχρι τα πάντα».
Ωστόσο οι μάσκες αποτελούν αναμφισβήτητα την προσωπική της ειδίκευση. Εκτός από τον Σίμο Κακάλα, έχει συνεργαστεί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, με την Ελένη Ευθυμίου σε ένα μουσικό έργο του Λευτέρη Βενιάτη στο Land Tirol της Αυστρίας, με τον Άγγελο Φραντζή στην ταινία Σύμπτωμα, ενώ έχει δουλέψει ακόμα και σε βιντεοκλίπ του Δημήτρη Σαμόλη. Δεν βλέπω μάσκες γύρω μας όσο μιλάμε, αλλά παρατηρώ δύο πήλινα εκμαγεία σαν νεκρικά προσωπεία. Πρόκειται για προπλάσματα, μου εξηγεί, που τα έφτιαχνε παλιότερα, όταν χρειαζόταν να πάρει το καλούπι ενός ηθοποιού από το πρόσωπό του. Λόγω πείρας, αρκεί μια φωτογραφία πια.
Οι φίλοι της τής ζητάνε μάσκες καρναβαλιού; Γελάει και μου απαντάει: «Ευτυχώς όχι! Όταν είναι η δουλειά σου, δεν μπορεί να είναι και η διασκέδασή σου. Νιώθω ότι θα το υποτιμήσω αν το κάνω. Η μάσκα στο καρναβάλι έχει την ανάποδη λειτουργία από εκείνη του θεάτρου. Αποκρύπτουμε την ταυτότητά μας φορώντας κάτι ξένο. Η λειτουργία της θεατρικής μάσκας έχει να κάνει με το πώς αναδεικνύεις έναν χαρακτήρα, όχι με το να τον κρύψεις.
Δεν το υποτιμώ το καρναβάλι, είναι και αυτό μέσα στην ιστορία της μάσκας, αλλά θέλει μια άλλη προσέγγιση. Θα έψαχνα άλλους τρόπους». Τη ρωτάω αν έχει ζηλέψει μάσκες άλλων. «Του Ιταλού δάσκαλού μου, αλλά η χειρονομία του ήταν συγκλονιστική. Επηρεάστηκα πάρα πολύ. Μετά σιγά σιγά βρήκα δικό μου τρόπο στη γλυπτική. Γλύπτες έχω ζηλέψει» μου απαντάει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.