Δεν είναι τυχαίο που αποκαλούσαν τους Δελφούς «ομφαλό της Γης». Το δελφικό τοπίο, όταν αρχίσει να πέφτει ο ήλιος και οι κορυφές των βουνών γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο βάφονται πορτοκαλί, είναι μαγευτικό και το χάος που συναντάει το μάτι σου από το αρχαίο θέατρο, την οροσειρά στο βάθος και την κοιλάδα, όπου στην αρχαιότητα κυλούσαν οι ποταμοί Πλειστός και Ύλαιθος (σήμερα είναι χείμαρροι), κάνει το σκηνικό μοναδικό.
Πραγματικά μοναδικό, πολύ πιο μυστικιστικό από της Επιδαύρου, που σου δίνει την αίσθηση ότι σε συνδέει πιο μεγαλοπρεπώς με το μεγαλείο της φύσης. Η σκιά που πέφτει από τις 6 το απόγευμα στα καθίσματα του θεάτρου, μαζί με το αεράκι που φέρνουν τα ρεύματα των βουνών, παρόλο το λιοπύρι, δείχνει πόσο σοφά μελετημένοι ήταν οι χώροι που επέλεγαν οι Αρχαίοι για να χτίσουν τους ναούς και τα θέατρά τους (το Αρχαίο Θέατρο των Δελφών είναι χτισμένο εντός του ιερού του Πύθιου Απόλλωνα).
Οι «Τρωάδες» του Τερζόπουλου ήταν μια σπουδαία παράσταση, από την αρχή μέχρι το τέλος, παγκόσμια και πολυεθνική, με ηθοποιούς από την Ελλάδα, τη Συρία και τρεις διχοτομημένες πόλεις, Λευκωσία, Ιερουσαλήμ και Μόσταρ της Βοσνίας, και τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στον ρόλο της Εκάβης ανατριχιαστική στο μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Και οι Δελφοί, εκτός από ιερός τόπος, ήταν και αξιοθέατο και πολλά χρόνια μετά την παρακμή του μαντείου οι άνθρωποι έρχονταν να θαυμάσουν τα πλούσια καλλιτεχνήματα του χώρου, παρόλο που ο Σύλλας είχε μεταφέρει ένα σωρό από τα πολύτιμα μεταλλικά αναθήματα στη Ρώμη. Κυρίως, όμως, έρχονταν για την ομορφιά του τοπίου που όσες φθορές και να έχει υποστεί είναι το ίδιο εντυπωσιακό, μετά από χιλιάδες χρόνια.
Αυτές τις σκέψεις έκανα αναπόφευκτα όσο παρατηρούσα τον αρχαιολογικό χώρο από το κάθισμα του θεάτρου, περιμένοντας να αρχίσουν οι «Τρωάδες», μια παράσταση πολυαναμενόμενη, η πρώτη που ανεβαίνει στο Αρχαίο Θέατρο των Δελφών από το 1930, τότε που ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός με τη σύζυγό του Εύα Πάλμερ προσπάθησαν να αναβιώσουν την δελφική ιδέα, παρουσιάζοντας δύο παραστάσεις αρχαίου δράματος (1927 και 1930) μετά από παύση 2.000 χρόνων.
Το Σάββατο το βράδυ, σε ένα μερικώς συντηρημένο θέατρο –γι' αυτό και μερικώς γεμάτο (τα έργα συντήρησης και αποκατάστασης συνεχίζονται)‒ οι λίγοι τυχεροί που καταφέραμε να παρευρεθούμε παρακολουθήσαμε ένα κυριολεκτικά «μεγάλο έργο», το οποίο στα χέρια του ιδιοφυούς σκηνοθέτη έγινε μια συγκλονιστική παράσταση.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος, που φέτος τιμήθηκε για την προσφορά του στο θέατρο σε ένα τετραήμερο συμπόσιο-αφιέρωμα στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (όπου έχει υπάρξει καλλιτεχνικός διευθυντής) με τον γενικό τίτλο «Η Επιστροφή του Διονύσου» και τη στήριξη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, έφτιαξε μια παράσταση έντονα φορτισμένη με συναισθήματα από την αρχή μέχρι το τέλος, συγκινητική, αλλά και με στιγμές απολαυστικές και με ανακουφιστικό χιούμορ, όπως η συνάντηση της Ελένης με τον Μενέλαο.
Οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη είναι η ίδια παράσταση που είχε ανεβάσει πέρσι ο σκηνοθέτης στην Πάφο στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, προσαρμοσμένη στον μικρό χώρο του αρχαίου θεάτρου, απογευματινή, με φυσικό φως, όπως ακριβώς ήταν και οι αρχαίες παραστάσεις. Πριν από τη δύση του ήλιου και όχι νύχτα, με τον κίνδυνο η εντυπωσιακή θέα στο βάθος να σου αποσπάσει την προσοχή, όπως και οι ήχοι του περιβάλλοντος, που είναι πολύ περισσότεροι την ημέρα.
Οι «Τρωάδες» του Τερζόπουλου ήταν μια σπουδαία παράσταση, από την αρχή μέχρι το τέλος, παγκόσμια και πολυεθνική, με ηθοποιούς από την Ελλάδα, τη Συρία και τρεις διχοτομημένες πόλεις, Λευκωσία, Ιερουσαλήμ και Μόσταρ της Βοσνίας, και τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στον ρόλο της Εκάβης ανατριχιαστική στο μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Στην τραγωδία του Ευριπίδη παρακολουθούμε την τύχη των γυναικών της Τροίας μετά την πτώση της πόλης, με τους άντρες (παιδιά και συζύγους) νεκρούς κι εκείνες έτοιμες να αναχωρήσουν με τα πλοία των Ελλήνων ως σκλάβες. Ο κήρυκας Ταλθύβιος ανακοινώνει τη φρικτή τους μοίρα: η Εκάβη κληρώθηκε να πάει σκλάβα στον μισητό της Οδυσσέα, η Κασσάνδρα, η κόρη της, προορίζεται για παλλακίδα του νικητή Αγαμέμνονα, η νύφη της, η Ανδρομάχη (η γυναίκα του Έκτορα), θα ανήκει στον γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο. Η Πολυξένη, η άλλη της κόρη, θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Το πιο φρικτό νέο είναι ότι η μοναδική ελπίδα να επιβιώσει το γένος τους, ο μικρός Αστυάνακτας, ο γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης, έχει καταδικαστεί από τους Έλληνες σε θάνατο, να τον πετάξουν από τα τείχη της Τροίας, πριν αναχωρήσουν με τα πλοία για την πατρίδα τους.
Ο θρήνος και ο ανείπωτος πόνος είναι ένα χαρακτηριστικό της τραγωδίας που αυξομειώνεται διαδοχικά, μέχρι την τελευταία σκηνή που η ίδια η γιαγιά θάβει με τιμές τον λατρεμένο εγγονό της, με όσα μέσα και κουράγιο της έχουν απομείνει, πριν την λυπηθούν οι θεοί και την μεταμορφώσουν σε σκύλο.
Το σκηνοθετικό εύρημα με τον κορυφαίο του Χορού των Τρωάδων, τον Erdogan Kavaz, να υποδέχεται τους θεατές στο κέντρο της σκηνής, μέσα στην αλά Κουνέλλης σκηνική εγκατάσταση από αρβύλες μεταναστών, τοποθετημένες σε ομόκεντρους κύκλους, ήταν εντυπωσιακό. Για περισσότερο από 15 λεπτά έβγαζε ακατάληπτες κραυγές και «εισπνεόμενες» φράσεις που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν σε ένταση ασφυκτικά, μέχρι να γίνουν ένας σπαρακτικός θρήνος στα τουρκικά.
Στη συνέχεια, ο Χορός άρχισε να διαβάζει σε διάφορες γλώσσες ονόματα αγνοουμένων, μέχρι που η Εκάβη πήρε το πρώτο μήνυμα από τον κήρυκα. Οι πέντε ηθοποιοί που ερμήνευσαν διαδοχικά τον ρόλο της Κασσάνδρας ήταν καθηλωτικές, παρόλο που μόνο η Εβελίνα Αραπίδη μιλούσε ελληνικά, κι έτσι καταλάβαινες τον λόγο της. Η Βόσνια Ajla Hamzic, η Ισραηλινή Hadar Barabash, η Κροάτισσα Sara Ipsa και η Σύρια Evelyn Asouant έδωσαν ρεσιτάλ ερμηνείας μέσα από διαφορετικές γλώσσες που δεν ήταν απαραίτητο να καταλαβαίνεις γιατί η απόγνωση και ο θρήνος εκφράζονταν μέσα από τις έντονες κινήσεις του σώματος.
Οι αντίλαλος των γύρω βουνών, που έδινε στις φωνές των ηθοποιών ένα αρχέγονο εφέ, ήταν από τις καθηλωτικές στιγμές του έργου, όπως και το αίμα που ανάβλυζε από το στόμα της Ανδρομάχης, οι σχηματισμοί με τον σταυρό και οι στάσεις του σώματος του κορυφαίου πάνω στο βάθρο, το γέλιο που γίνεται κλάμα, η διαδοχή γενικά, που ήταν πολύ έντονη σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Η Μπεμπεδέλη είναι πολύ μεγάλη ηθοποιός και η Εκάβη της η καλύτερη που έχω δει ποτέ.
Φεύγοντας από το έργο μετά την αποθέωση των ηθοποιών και του σκηνοθέτη στο τέλος και περνώντας μπροστά από τα ερειπωμένα αφιερώματα των αρχαίων πιστών στον Απόλλωνα, θυμήθηκα μια ιστορία που περιγράφει ο Παυσανίας στα «Φωκικά» (6, 7, 8), για ένα από τα έργα του μεγάλου Αργείου γλύπτη Αγελάδα, μαθητή του Φειδία. Ένα από τα έργα του (κανένα από τα οποία δεν διασώθηκε, δυστυχώς) ήταν ένα αναθηματικό δώρο στους Δελφούς από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., άλλη μια πολυπρόσωπη σύνθεση που παρίστανε γυναίκες και άλογα, την οποία αφιέρωσαν οι πολίτες του Τάραντα στους Δελφούς. Γράφει, λοιπόν, ο Φειδίας:
«Τα χάλκινα άλογα και τις αιχμάλωτες γυναίκες, έργα του Αργείου Αγελάδα, τα αφιέρωσαν οι Ταραντίνιοι για τη νίκη τους κατά των Μεσαπίων, που είναι βάρβαροι και γειτονεύουν με τη χώρα των Ταραντίνων. Οι Λακεδαιμόνιοι αποίκισαν τον Τάραντα και ιδρυτής του είναι ο Σπαρτιάτης Φάλανθος. Όταν έστειλαν τον Φάλανθο για να ιδρύσει αποικία, έφτασε χρησμός από τους Δελφούς. Όταν βρέξει κάτω από την αίθρα [αίθριο καιρό], τότε η χώρα θα αποκτήσει πόλη.
Χωρίς να εξετάσει αμέσως τη μαντεία και χωρίς να την αναγγείλει σε κάποιον εξηγητή, αποβιβάστηκε με πλοία στην Ιταλία. Όταν όμως, αν και νίκησε τους βαρβάρους, δεν μπορούσε ούτε να καταλάβει καμία πόλη ούτε να επικρατήσει σε κάποια περιοχή της χώρας, θυμήθηκε τον χρησμό και νόμισε πως ο θεός του προφήτεψε κάτι αδύνατο γιατί δεν μπορεί να έχει βροχή σε καθαρή και αίθρια ατμόσφαιρα. Η σύζυγός του, που τον είχε ακολουθήσει, ανάμεσα στις άλλες περιποιήσεις που του πρόσφερε όταν τον έβλεπε απελπισμένο, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του άντρα της στα γόνατά της και του αφαιρούσε τις ψείρες. Και εξαιτίας της τρυφερότητας δάκρυσε, καθώς έβλεπε ότι οι προσπάθειες του άντρα της δεν απέδιδαν.
Κι ενώ έχυνε περισσότερα δάκρυα, επειδή έβρεχε το κεφάλι του Φαλάνθου, εκείνος κατάλαβε το νόημα του χρησμού, επειδή η σύζυγός του ονομαζόταν Αίθρα. Έτσι, όταν νύχτωσε, κυρίεψε τον Τάραντα από τους βαρβάρους, που ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη παραθαλάσσια πόλη. Λένε ότι ο ήρωας Τάρας ήταν γιος του Ποσειδώνα και μιας ντόπιας νύμφης και ότι απ' αυτόν ονομάστηκαν η πόλη και ο ποταμός, γιατί ο ποταμός, όπως και η πόλη, έχει το όνομα Τάρας».
Θεόδωρος Τερζόπουλος, «Τρωάδες» του Ευριπίδη
Live premiere: Κυριακή 26 Απριλίου στις 21:00
Διαθέσιμο έως 6 Μαΐου 2020 στις 21:00
Με αγγλικούς και ελληνικούς υπότιτλους
Ψηφιακό κανάλι Ιδρύματος Ωνάση
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά
σχόλια